Σήμερα που όλο και περισσότερο ο λόγος των απλών ανθρώπων, η μνήμη και η βιωμένη εμπειρία τους αποτελούν αξιόπιστη πηγή για μιαν ανθρωπολογική τουλάχιστον Ιστορία, η μελέτη του βιωματικού λόγου και της εμπειρίας των καπνεργατριών του Αγρινίου, ενός δηλαδή επαρχιακού αστικού κέντρου που η ζωή του συνδέθηκε με το μόχθο και τη μυρωδιά του καπνού, αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για τη συμπλήρωση της κοινωνικής και πολιτισμικής του ιστορίας. Το πρόσφατο ενδιαφέρον για τη μελέτη του τοπικού έχει βέβαια φωτίσει κάποιες σημαντικές πτυχές της ιστορίας του. Διαπιστώνεται ωστόσο ότι ελάχιστα έχει συμβάλει στη μελέτη της ιστορικότητας των ίδιων των δρώντων υποκειμένων και της δικής τους θέσης στην ιστορική διαδικασία. Τις αγνοημένες και αθέατες όψεις της κοινωνικοπολιτισμικής πραγματικότητας που δεν τις φωτίζουν επαρκώς οι γραπτές πηγές -από πραγματική έλλειψη πληροφόρησης ή και από πρόθεση- μπορούν να τις αποκαλύψουν οι ιστορίες ζωής και οι προφορικές μαρτυρίες των ανδρών και των γυναικών, των εργατών και των εργατριών κ.λπ. Η ανάγκη ως εκ τούτου καταγραφής και αξιοποίησης τους είναι επιτακτική, γιατί λιγοστεύουν οι «αυτόπτες μάρτυρες» και οι εθνογραφικοί φορείς που βίωσαν τα γεγονότα και έδωσαν τη δική τους σημασία και ερμηνεία στα πράγματα.
Το ευρύτερο αντικείμενο της μελέτης μου είναι η κοινωνική, πολιτισμική ιστορία και ανθρωπολογία των επαρχιακών αστικών κέντρων του καπνού και ειδικότερα του Αγρινίου. Σε αυτήν ωστόσο την ανακοίνωση επέλεξα να ασχοληθώ με τις ιστορίες ζωής των καπνεργατριών, των γυναικών που έζησαν τη ζωή τους με τη μυρωδιά και την ανάγκη του καπνού. Η επιλογή μου δεν υπαγορεύτηκε τόσο από την ανάγκη να συμπληρωθούν με τη μαρτυρία τους τα κενά για τα πράγματα και τα γεγονότα που συγκρότησαν το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας του Αγρινίου, όσο από την ανάγκη να αναδειχθεί και να κατανοηθεί μέσα από την ανάλυση των ιστοριών της ζωής τους η δική τους ιστορική εμπειρία και ερμηνεία. Αν και οι ιστορίες ζωής των καπνεργατριών εξωτερικεύουν ατομικές εμπειρίες, καταφέρνουν μέσα από τις κοινές αφηγηματικές τους φόρμες, τις επαναλαμβανόμενες στο βάθος αυτο-αναπαραστάσεις τους να διαμορφώσουν κοινά στερεότυπα και ταυτότητες. Η Πασσερίνι σημειώνει ότι οι αυτο-αναπαραστάσεις είναι περίπου ίδιες, γιατί ό,τι τα άτομα θυμούνται το θυμούνται ως μέλη μιας κοινωνικής ομάδας, μιας τάξης όπου εντάσσονται. Η ατομική μνήμη γίνεται έτσι συλλογική μνήμη6 και η μελέτη της αναδεικνύει κάποιους κοινούς τόπους που αποκαλύπτουν τις κοινωνικές και πολιτισμικές συμπεριφορές των ομάδων και των τάξεων και εμπερικλείουν ταυτόχρονα το ρόλο του ατόμου στην ιστορική διαδικασία.
Η σπουδή λοιπόν αυτών των πολιτισμικών μορφών και διαδικασιών, μέσα από τις οποίες τα άτομα εκφράζουν την αίσθηση του εαυτού τους στην Ιστορία, νομίζω ότι έχει σημασία, και προς τα εκεί μπορούμε να εκδηλώσουμε το ενδιαφέρον μας για τη συμπλήρωση της Ιστορίας και για την ανάδειξη μιας ανθρωπολογικής εκδοχής της. Από μέρους της επίσημης Ιστορίας, της Ιστορίας των αρχειακών πηγών και των συμβάντων μας είναι γνωστό ότι το Αγρίνιο από τις αρχές του αιώνα και κυρίως μετά την εγκατάσταση των προσφύγων της Μικράς Ασίας και του Πόντου είχε αναδειχθεί σε μεγάλο κέντρο παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας του καπνού. Η διεθνής ζήτηση προώθησε την καλλιέργεια της ποικιλίας του «μυρωδάτου»...
Τo βιβλίο του Αριστείδη Μπαρχαμπά, Καπνεργάτες. Οι κυνηγοί του ονείρου, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Ίβυκος» το 2007, έρχεται να καταθέσει τη δική του συμβολή στην ως τώρα έρευνα της κοινωνίας και οικονομίας του πικρού καπνού, του προϊόντος δηλαδή που προσδιόρισε καθοριστικά την κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική ταυτότητα της πόλης του Αγρινίου και της γύρω περιοχής του, του προϊόντος που γύρω του αποκρυσταλλώθηκαν ριζοσπαστικές ιδέες και δράσεις και εκκολάφθηκαν τα πλέον γόνιμα σπέρματα για την ανάπτυξη του εργατικού αλλά και του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα.
Στο βιβλίο του αυτό ο Αριστείδης Μπαρχαμπάς, επιλέγει να φέρει στην επιφάνεια θεατές και αθέατες όψεις...
Η Louisa Sarah Bevington γεννήθηκε στις 18 Μάη 1845, στο St. John Hill του Battersea της Αγγλίας, από οικογένεια κουάκερων. Η ειδικότητα του πατέρα της περιγράφηκε ως «τζέντλεμαν». Ήταν η μεγαλύτερη από 8 παιδιά, από τα οποία τα 7 ήταν κορίτσια.
Άρχισε να γράφει ποίηση από νεαρή ηλικία. Το 1882 κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή. Το 1883 πήγε στη Γερμανία όπου γνωρίστηκε και παντρεύτηκε τον καλλιτέχνη Ignatz Felix Guggenberger στο Μόναχο. Ο γάμος κράτησε λιγότερο από 8 χρόνια και επέστρεψε στο Λονδίνο το 1890.
Άρχισε να συμμετέχει σε αναρχικές ομάδες, ξαναρχίζοντας την καριέρα της με το...
Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019
Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018