Το παρόν αποτελεί μέρος της μπροσούρας με τα κείμενα του Ομάρ Αζίζ (Συρία, 2011-2012). Πρόκειται για μερικές σκέψεις του εκδοτικού εγχειρήματος Hourriya.
Κάποιες σκέψεις αντί επιλόγου
Αφήσαμε, επίτηδες, τον αναγνώστη αυτού του ντοκουμέντου να διαμορφώσει άποψη, απορίες, προβληματισμούς, χωρίς να προηγείται (όπως συνηθίζεται) η γνώμη των «εκδοτών», μεταφραστών ή μεγαλοσχημόνων πανεπιστημιακών.
Τα κείμενα αυτά, είναι αλήθεια, δεν πολυκυκλοφορούν, δεν συζητιούνται, δεν είναι της «μόδας», γιατί ακριβώς ξεφεύγουν από τη γνωστή πεπατημένη οδό: Nα παίρνουν θέση είτε με τους «καλούς» είτε με τους «κακούς» ιμπεριαλιστές, είτε με τον Άσαντ, είτε με το ευρύτερο ένοπλο κίνημα με τις διάφορες ποικιλίες του. Πρώτα απ’ όλα «ανακαλύφθηκαν» λίγο αργά, από σύρους αλληλέγγυους που ζουν στην Ευρώπη. Έπειτα δεν είναι αρκετά σε όλους: υπενθυμίζουμε ότι ένα μέρος της αναρχίας και της ακρο-αριστεράς στην Ευρώπη υποστηρίζει ανοιχτά ή συγκαλυμμένα τον Άσαντ (και τους συμμάχους του Ιρανούς, Ρώσους και Λιβανέζους της Χεζμπολάχ). Τέλος, ό,τι συνέβη στη μαχόμενη κοινωνία της Συρίας, στην αρχή τουλάχιστον του ξεσηκωμού (2011- 2012), δεν έτυχε, προφανώς, της προβολής από τα δυτικά μέσα ενημέρωσης, ούτε οι εξεγερμένοι είχαν εκείνες τις δομές επικοινωνίας που θα μπορούσαν να προβάλλουν, πέρα από τις μάχες, τις προσπάθειες αυτοοργάνωσής τους έξω και ενάντια στο κράτος της Συρίας, όπως έγινε π.χ. με την περίπτωση της Ροζάβα στη Βόρεια Συρία-Κουρδιστάν.
Τα κείμενα αυτά πρωτοτυπώθηκαν το 2013 στη Γαλλία. Εμείς αργήσαμε κατά... τέσσερα χρόνια. Τώρα τα γνωρίσαμε. Μεγάλη η πολιτική ευθύνη (ή η ανευθυνότητα). Ας είμαστε όμως ειλικρινείς: δυστυχώς, μάλλον πρόκειται για «επικήδειο», διότι η στρατιωτικοποίηση της σύγκρουσης στη Συρία τείνει ή έχει πετύχει (σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπάρχουν) να καταστρέψει σχεδόν τις περισσότερες επιτυχίες και προσπάθειες κοινωνικής οργάνωσης «από τα κάτω» (έτσι, τουλάχιστον όπως άρχισαν το 2011 και περιγράφονται στις προτάσεις του Ομάρ Αζίζ) και να περιορίσει τον ρόλο τους στην παροχή υπηρεσίων. Κι είναι πράγματι κρίμα που αρχίζουμε με έναν απολογισμό της εξέγερσης/επανάστασης στη Συρία, χωρίς να έχουμε ζήσει (έστω κι από μακριά) τα γεννητούρια, τα πρώτα βήματά της και την μετέπειτα εξέλιξή της. Κι ήμασταν, κι είμαστε τόσο κοντά.... Μερικά τσιγάρα δρόμος.
Τα κείμενα αυτά, λοιπόν, γράφτηκαν σε ενεστώτα χρόνο, δηλαδή στη διάρκεια και στην εξέλιξη της εξέγερσης/επανάστασης. Δεν είχαν την πολυτέλεια της ιστορικής ανάγνωσης, δηλαδή να γραφτούν αφού τα γεγονότα, με αρνητικό ή θετικό πρόσημο, θα είχαν καταλαγιάσει και θα ήταν πλέον παρελθόν, δηλαδή ιστορία. Είναι γραμμένα μέσα στη δίνη των κοινωνικών, πολιτικών και στρατιωτικών συγκρούσεων. Και είναι πάντα δύσκολο στη διάρκεια μιας εξέγερσης/επανάστασης, όπου οι παράγοντες που την επηρεάζουν μπορεί να μεταβάλλονται από μέρα σε μέρα ή ακόμα κι από ώρα σε ώρα, να επιχειρεί κάποιος να θέσει κάποιες «σταθερές» σχετικά με την εξέλιξη των γεγονότων. Γι’ αυτόν τον λόγο ακριβώς είναι αξιοσημείωτη η πρόβλεψη- προφητεία του Ομάρ Αζίζ σχετικά με τον κίνδυνο της στρατιωτικοποίησης: Να ξεφύγει, δηλαδή ο έλεγχος της κατάστασης από τη μαχόμενη κοινωνία και τα «τοπικά συμβούλια συντονισμού» και να μιλήσουν, όπως τελικά έγινε, μόνο τα τουφέκια...
Τα κείμενα του Ομάρ είναι μία προσπάθεια σκιαγράφησης ενός προσωρινού (συγκυριακού) σχεδίου κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης σε συνθήκες εξέγερσης/ επανάστασης. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν μπορεί να είναι μακροπρόθεσμο, σκιαγραφώντας μία μελλοντική κατάσταση κοινωνικής οργάνωσης. Ήταν (και είναι) τόσα πολλά τα προβλήματα που ζητάνε επίμονα άμεσες λύσεις, όπως η ιατρική περίθαλψη, η αναζήτηση και υποστήριξη κρατούμενων, η εύρεση ασφαλούς κατοικίας, η διανομή τροφίμων κ.ά., που είναι σχεδόν αδύνατο να υπάρχει μυαλό για πολιτικο-ιδεολογικές αναζητήσεις μιας άλλης κοινωνικής οργάνωσης, εν μέσω εξέγερσης/επανάστασης. Επιπρόσθετα, οι καταστάσεις είναι (και ήταν) τόσο ρευστές που είναι ανά πάσα στιγμή πιθανό να συμβούν αναπάντεχες ανατροπές, ιδιαίτερα μετά τη διεθνοποίηση της σύγκρουσης και την ανάμιξη παραγόντων της διεθνούς σκηνής.
Το βασικότερο, και ίσως το σημαντικότερο μήνυμα των γραπτών του Ομάρ Αζίζ, είναι ότι «ο χρόνος (η εποχή) της επανάστασης πρέπει να συνυπάρχει με τον χρόνο (την εποχή) της καθημερινής ζωής». Είναι ίσως μία δια-ιστορική διαπίστωση (και πρόταγμα συνάμα) που ισχύει είτε σε καιρούς εξεγερσιακούς/ επαναστατικούς, είτε σε καιρούς σχετικής κοινωνικής ηρεμίας που ζούμε σήμερα, κάθε φορά βέβαια σε διαφορετικό βαθμό. Στην πρώτη περίπτωση (που είναι αυτή της Συρίας), η επιστροφή στο σπίτι μετά από μια διαδήλωση, μια επιθετική ενέργεια ή μια ενέργεια υποστήριξης, και η ενασχόληση με τα οικογενειακά/κοινωνικά προβλήματα με την προσπάθεια να λυθούν μέσα στον πυρήνα της οικογένειας, σημαίνει, όπως λέει ο Ομάρ, ότι στην ιδιωτική σφαίρα ζεις τη ζωή του συστήματος, το οποίο λίγες ώρες πριν πολεμούσες.
Εφαρμόζοντας αναλογικά το πρόταγμα του Ομάρ Αζίζ στον δυτικό τρόπο ζωής, η πολιτική δράση δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στις «πολιτικές δραστηριότητες», αλλά αντιθέτως να εκτείνεται σε όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής, από τις δημόσιες έως και τις πιο ιδιωτικές.
Στη Συρία το σπάσιμο αυτού του διαχωρισμού μεταξύ εξέγερσης/επανάστασης και καθημερινής ζωής επιχειρήθηκε να γίνει μέσα από τη δημιουργία χώρων, όπου τα καθημερινά προβλήματα, οι έγνοιες και οι ανάγκες να τίθενται για επίλυση σε δημόσιο χώρο, μαζί με τους γείτονες και τους κατοίκους ολόκληρης της περιοχής με γνώμονα την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια. Παράλληλα, αυτοί οι χώροι ήταν/ είναι και χώροι κοινωνικής και πολιτικής ανατροπής, όπου όλα τα ζητήματα που απασχολούν την εξέγερση/επανάσταση θα κατατίθενται, θα συζητιούνται και θα επιλύονται, είτε αφορούν την ένοπλη υπεράσπιση της γειτονιάς/πόλης, είτε την αποστολή τροφίμων, ιατρικών ειδών, πολεμοφοδίων σε άλλες περιοχές κλπ.
Το μήνυμα με δυο λόγια είναι: «να ζούμε τη ζωή της επανάστασης μέσα στην καθημερινότητα και τη ζωή της καθημερινότητας μέσα στην επανάσταση». Μια ζωή αξεχώριστη, μια ζωή κοινή, χωρίς διαχωρισμούς ώρας, μέρας...
Θα τολμήσουμε τέλος, να καταθέσουμε μερικούς προβληματισμούς, όχι βέβαια με το δάκτυλο προτεταμένο (και τελικά ποιοι/ες είμαστε εμείς οι «δυτικοί» με τις όποιες ανέσεις, μισθούς, διαβατήρια, διακοπές, πάρτυ, ταβέρνες και μπαράκια για να το κάνουμε), σε αυτούς/ες που ρίσκαραν/ρισκάρουν τις ζωές τους κάθε μέρα, αλλά με τη διάθεση να «ρωτήσουμε» για να μάθουμε και να προχωρήσουμε από δω και πέρα μαζί.
Στα γραπτά του Ομάρ δεν υπάρχει αναφορά σε ζητήματα οργάνωσης παραγωγής προϊόντων, ιδιαίτερα τροφίμων. Υπήρχε κάποιο πρωτόλειο σχέδιο κοινωνικής οργάνωσης παραγωγής τροφίμων, δεδομένου ότι η Συρία ιστορικά ήταν και είναι βασικά αγροτική χώρα; Επειδή η πληροφόρηση είναι ελάχιστη το ερώτημα παραμένει και απάντηση, απ’ ότι τουλάχιστον ξέρουμε, δεν υπάρχει. Ή συμβαίνει ίσως το εξής: Το διατροφικό είχε/έχει αφεθεί αφενός στα χέρια της διεθνούς ανθρωπιστικής βοήθειας, με αποτέλεσμα τα «τοπικά συμβούλια συντονισμού» να ασχολούνται με τη διανομή της, και αφετέρου στα χέρια των ντόπιων μαυραγοριτών;
Παράλληλα, ως ερώτημα τίθεται και το ζήτημα της ιδιοκτησίας της γης. Πέρασαν κάποια κομμάτια δημόσιας ή ιδιωτικής γης σε κοινοτική χρήση για την κάλυψη άμεσων αναγκών; (όπως π.χ. το κάνουν εδώ και αιώνες οι ιθαγενείς του Μεξικό με τα «εχίδος»*).
Επίσης δεν υπάρχουν αναφορές σε όποιες παραγωγικές δραστηριότητες τύπου βιοτεχνίας ή βιομηχανίας και για τον τρόπο που διαμορφώνονται οι «νέες» σχέσεις μεταξύ «εχόντων» και «μη εχόντων», ώστε να συνδυάζεται, όπως σωστά το επισημαίνει διαρκώς ο Ομάρ Αζίζ, «ο χρόνος της επανάστασης» με τον «χρόνο της καθημερινής ζωής». Υπήρξαν προσπάθειες συνεταιριστικής οργάνωσης παραγωγών ή ανέργων που επέστρεφαν από τις μεγάλες πόλεις λόγω ανεργίας; Υπήρξαν καταλήψεις χώρων παραγωγής ή χώρων παραγωγής εγκαταλελειμμένων από τα αφεντικά τους;
Σχετικά με τους εμπόρους και το εμπόριο, που είναι μία από τις βασικές ραχοκοκαλιές της οικονομίας της Συρίας, ποιες ήταν/είναι οι σχέσεις τους με τα «τοπικά συμβούλια συντονισμού», σχετικά με την προσφορά, διανομή προϊόντων π.χ. στους μη έχοντες στους/στις μετακινούμενους/ες από περιοχή σε περιοχή; Υπήρξε δηλαδή κοινωνική εμπλοκή τους;
Το κεφάλαιο που αναφέρεται στη συνεργασία με τον FSA (Ελεύθερο Συριακό Στρατό) προφανώς αναφέρεται στην «πρώιμη» κατάσταση του FSA (2-11-2012), όταν αυτός αποτελείτο από λιποτάκτες και αυτομολήσαντες στρατιώτες και αξιωματικούς του Αραβικού Στρατού της Συρίας του Άσαντ, κι όχι στη μετεξέλιξή του σε μία ομπρέλα- πανσπερμία ένοπλων ομάδων, διαφορετικής πολιτικής, θρησκευτικής ή φυλετικής προέλευσης και συμφερόντων, που περνούν ανάλογα με τις καταστάσεις από τη μία πλευρά στην άλλη, με διάφορες ευκαιριακές συμμαχίες αλλά και συμπλοκές μεταξύ τους.
Προφανώς η εξέλιξη αυτή δεν είχε προβλεφθεί από τον Ομάρ Αζίζ. Δείχνει όμως πόσο ρευστή ήταν/είναι η κατάσταση στη Συρία, όπου τα τοπικά, περιφερειακά κι εθνικά συμφέροντα των αντιμαχόμενων εμπλέκονται με τις διεθνείς δυνάμεις που παρεμβαίνουν για να κατακτήσουν σφαίρες επιρροής. Ίσως ο καθαρός διαχωρισμός της μαχόμενης κοινωνίας από τους ένοπλους σχηματισμούς ήταν/είναι η «αχίλλειος πτέρνα» της εξέγερσης/επανάστασης στη Συρία.
Το ερώτημα είναι γιατί δεν μπόρεσαν να υπάρξουν σχέσεις μεταξύ της εξεγερμένης κοινωνίας και των ένοπλων ομάδων ώστε να αποτρέψουν την «αυτονόμηση» του ένοπλου.
Συγκρίνοντας την πορεία των Ζαπατίστας με τη Συρία (αν και σε διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες), μπορούμε να οδηγηθούμε στη διαπίστωση ότι ο μόνος τρόπος για να μην καπελωθεί η μαχόμενη κοινωνία είναι να «υποτάσσεται» το «ένοπλο» στο «κοινωνικό» (αν και αυτό βέβαια, ακόμα και στους Ζαπατίστας δεν έγινε από την αρχή της εξέγερσης το 1994, αλλά έπρεπε να περάσουν δέκα περίπου χρόνια μέχρις ότου ο EZLN «παραχώρησει» την πρωτοκαθεδρία-εξουσία του στις κοινότητες και στα «συμβούλια καλής διακυβέρνησης»).
Ένα άλλο ζήτημα που ταλανίζει τη Συρία, αλλά στην περίπτωσή μας και τους αλληλέγγυους/ες, είναι η χρήση της τρίστερης σημαίας στη Συρία από σχεδόν όλους τους αντικαθεστωτικούς. Η ανυπαρξία ενός νέου συμβόλου που θα μπορούσε να «εκπροσωπεί» τους εξεγερμένους μακριά από εθνικές ή θρησκευτικές αναφορές, θα αποτελούσε ίσως ένα πολιτικό και ιδεολογικό φίλτρο ξεκαθαρίσματος μέσα κι έξω από τη Συρία.
Τέλος, σχετική έκπληξη προκαλεί η εμπιστοσύνη στο Εθνικό Συμβούλιο (που αποτελείτο την περίοδο 2011-2012 από αγωνιστές μέχρι εκπροσώπους κομμάτων, όπως γράφει ο Ομάρ Αζίζ), είτε σχετικά με τη διαχείριση χρημάτων, είτε σχετικά με τη «νομιμοποίηση» του αγώνα των εξεγερμένων σε διεθνές επίπεδο. Η ερώτηση- απορία είναι γιατί τα τοπικά συμβούλια, οι διάφορες ομάδες, οι συνελεύσεις πόλεων, υπαίθρου, και γενικότερα οι κοινωνικοί σχηματισμοί δεν πήραν την πρωτοβουλία να φτιάξουν ένα αντιπροσωπευτικό συντονιστικό «από τα κάτω» (χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα μία σίγουρη δικλείδα ασφαλείας), όπως το έχουν κάνει οι ιθαγενείς στο Μεξικό μέσω του «Εθνικού Ιθαγενικού Κογκρέσου»;
Ας σημειωθεί ότι το Εθνικό Συμβούλιο κατέληξε να καπελώνεται από την Μουσουλμανική Αδερφότητα και να γίνει το φερέφωνο των δυτικών, χάνοντας τη σύνδεσή του με τους «από κάτω».
Αυτά τα δύο τελευταία σημεία (FSA, Εθνικό Συμβούλιο) είναι ίσως τα δύο σημεία που δεν μπόρεσε να «μαντέψει-προβλέψει» το κείμενο του Ομάρ Αζίζ. Δεν πρόκειται προφανώς από την πλευρά μας για επίκριση αλλά για ιστορική διαπίστωση. Βέβαια εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς.
Προφανώς ο Ομάρ Αζίζ δεν μπορεί να απαντήσει στους παραπάνω προβληματισμούς. Και θα ήταν ευχής έργο αν ζούσε, να μπορέσει να κάνει κι εκείνος τον απολογισμό του και να μας απαντήσει σε όσα καταθέτουμε. Ίσως όμως οι σύντροφοι/ισσες του, οι συναγωνιστές/ριες του, αν φτάσουν βέβαια κάποτε αυτές οι γραμμές στα χέρια τους (που θα προσπαθήσουμε να μεταφραστούν και να διαχυθούν στον «αραβικό κόσμο»), να μπορέσουν να απαντήσουν για να αρχίσει έστω και αργά ένας διάλογος, ελπίζοντας ότι τις επόμενες φορές, όπου κι αν ξεσπάσει η εξέγερση/επανάσταση, θα είμαστε από την αρχή μαζί και «συνένοχοι» κι όχι μόνο «αλληλέγγυοι».
*εχίδος: μορφή κοινοτικής ιδιοκτησίας της γης που ήταν απαράγραπτη και αναπαλλοτρίωτη. Τα εχίδος είναι χώροι συλλογικής ιδιοκτησίας που ελέγχονται άμεσα από τους ιθαγενείς μέσω συνελεύσεων αυτών που καλλιεργούν τη γη ατομικά ή συλλογικά. Τα εχίδος καταργήθηκαν με την αλλαγή του άρθρου 27 του συντάγματος το 1992 από τον τότε πρόεδρο του Μεξικό, Σαλίνας. Ωστόσο, οι ιθαγενικές κοινότητες τα διατηρούν, «νομιμοποιώντας» τα με τη θέληση και την πρακτική τους.