Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο σαμιντζατ περιοδικό της ομάδας Obshchina σε πιο εκτενή κορφή το 1988, και μεταφράστηκε στα αγγλικά για το περιοδικό Russian Labour Review (Moscow), διαθέσιμο από την ιστοσελίδα libcom. Ο Piotr Siauda (1937-1990)ήταν ακτιβιστής και αναρχοσυνδικαλιστής μέλος της KAS (Συνομοσπονδία Αναρχοσυνδικαλιστών). Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας
Στη δεκαετία του 1950 οι βιομηχανικοί μισθοί μειώνονταν αυθαίρετα σχεδόν κάθε χρόνο. Οι μειώσεις αυτές επέτρεπαν στους αξιωματούχους να δημοσιεύουν στατιστικές που έδειχναν αύξηση της αποδοτικότητας της εργασίας, της αυτοματοποίησης και μηχανοποίησης, μειώσεις στο κόστος της παραγωγής δίχως να αντιστοιχούν σε νέες επενδύσεις κεφαλαίου, και βελτιώσεις στην οργάνωση και στην τεχνολογία. Στις καπιταλιστικές χώρες, αν μια εταιρεία προσπαθούσε να βελτιώσει τα οικονομικά της στοιχεία με την μείωση των μισθών, οι εργάτες θα απαντούσαν με διαδηλώσεις και απεργίες. Στην ΕΣΣΔ ωστόσο, η εργατική τάξη ήταν αδύνατο, για δεκαετίες, να παλέψει για να υπερασπιστεί τα ίδια τα συμφέροντα της. Ο εκδημοκρατισμός των τελών της δεκαετίας του 1950 στην πραγματικότητα ήταν ένας τρόπος οι αρχές να ξεγελάσουν τις εργατικές μάζες στο να ελπίσουν σε ένα αυθεντικό διάλογο με τους κρατικούς και κομματικούς αξιωματούχους. Η τραγωδία Νοβοκερκάσκ αποκάλυψε την απάτη και την υποκρισία του εγκληματικού ολοκληρωτικού καθεστώτος.
Την 2η Ιανουαρίου 1962, οι μισθοί μειώθηκαν κατά 30 με 35 τις εκατό στο μεγαλύτερο εργοστάσιο κατασκευής ηλεκτρικών αμαξών στο Νοβοκερκάσκ (NEVZ). Το τελευταίο τμήμα του εργοστασίου που προγραμματίστηκε να μειωθούν οι μισθοί ήταν το μεταλλουργείο. Ως τότε οι εργάτες στα άλλα τμήματα είχαν συνωθήσει κάπως στην διαρκή περικοπή των δικαιωμάτων τους αλλά για τους εργάτες του χυτηρίου η περικοπή των μισθών ήταν μια νέα προσβολή.
Το πρωινό της 1ης Ιουνίου το κρατικό ραδιόφωνο ανακοίνωσε πως θα γίνονταν μια απότομη «προσωρινή» αύξηση στη τιμή του κρέατος και των γαλακτομικών (μέχρι 35%). Θα αποτελούσε μια απρόσμενη και σοβαρή επίθεση στο βιοτικό επίπεδο όλων των εργαζόμενων στην ΕΣΣΔ και σίγουρα θα προκαλούσε γενικευμένη δυσαρέσκεια. Υπήρχαν όμως και άλλοι παράγοντες που επίσης συνέβαλλαν στην απεργία στο NEVZ.
Οι αρχές της πόλης και του εργοστασίου αδιαφορούσε για μεγάλο διάστημα για το σοβαρό στεγαστικό πρόβλημα στο NEVZ. Ότι κατασκευή είχε γίνει ήταν τρομερά ανεπαρκής και το κόστος διαμονής στον ιδιωτικό τομέα έφτανε σχεδόν στο 30 τις εκατό των μηνιαίων μισθών ενός εργάτη.
Επειδή το Νοβοκερκάσκ θεωρούνταν ακόμη εκείνη την εποχή ως πόλη φοιτητών, πολύ λίγο κρέας και βούτυρο παραδίδονταν στα κρατικά καταστήματα και ήταν πολύ ακριβά στην αγορά. Η νέα αύξηση στις κρατικές τιμές οδήγησε σε μια αύξηση στις ήδη πολύ ψηλές τιμές στην αγορά. Στο δρόμο για το εργοστάσιο οι εργάτες συζητούσαν τις αυξήσεις τιμών με μεγάλη αγανάκτηση και στο μεταλλουργείο εργάτες συγκεντρώθηκαν σε μικρές ομάδες και συζητούσαν έντονα τις ανακοινωθείσες αυξήσεις στις τιμές. Κανένας, ωστόσο, δεν σκέφτονταν εκείνη τη στιγμή διαδηλώσεις, συνελεύσεις και απεργίες. Οι εργάτες δεν είχαν ούτε οργάνωση ούτε ηγεσία και φοβόντουσαν την ίδια την ιδέα το να προσπαθήσουν να χειραφετήσουν τον εαυτό τους από την πολιτική και κοινωνική σκλαβιά που επιβλήθηκε πάνω στους εργαζόμενους της ΕΣΣΔ από το σταλινισμό.
Είναι πιθανό πως τα αγανακτισμένα μουρμουρητά των εργατών έφτασαν στα αυτιά της κομματικής επιτροπής και του διευθυντή του εργοστασίου, τον Kurochkin, και ο κομματικός γραμματέας επισκέφτηκε το μεταλλουργείο για να μιλήσει στους εργάτες του. Δεν ήταν ωστόσο ένας εταιρικού τύπου διάλογος αλλά ένας αλαζονικός, εξουσιαστικός μονόλογος. Καθώς ο διευθυντής μιλούσε στην ομάδα εργατών που τον περιτριγύριζαν, μια γυναίκα πλησίασε κρατώντας κρεατόπιτες και ο Kurochkin, προσπαθώντας να φανεί έξυπνος είπε στους εργάτες: «Δεν έχετε λεφτά, φάτε κρεατόπιτες με συκώτι». Το σχόλιο αυτό ήταν η σπίθα που προκάλεσε την τραγωδία του Νοβοκερκάσκ. Το γεγονός αυτό συγκέντρωσε και αντιπροσώπευσε όλο το φάσμα της κοινωνικής, πολιτικής και υλικής κατάστασης των εργαζόμενων στην ΕΣΣΔ. Οι εργάτες ήταν εξοργισμένοι από την αναισθησία του διευθυντή και χωρίστηκαν σε ομάδες και άρχισαν να φωνάζουν. «Γαμημένο γουρούνι, μας κοροϊδεύουν!». Μια ομάδα πήγε στο τμήμα πεπιεσμένου αέρα του εργοστασίου και χτύπησαν τη σφυρίχτρα του εργοστασίου. Ο V.I. Tchernykh και ο V.K. Vlasenko ήταν στην ομάδα αυτή. Μια άλλη ομάδα πήγε στα άλλα τμήματα του εργοστασίου για να σταματήσει κάθε εργασία και να καλέσει σε απεργία.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως ούτε στην αρχή της απεργίας, ούτε στη διάρκεια των γεγονότων που ακολούθησαν από την 1η ως την 3η Ιουνίου, δεν σχηματίστηκαν ομάδες που θα μπορούσαν να αναλάβουν την ευθύνη για την οργάνωση και τη διεύθυνση των δράσεων των εργατών. Η πρωτοβουλία γεννήθηκε από τα κάτω, από τη μάζα των εργατών. Κανένας από έξω δεν είχε να κάνει τίποτα με τα γεγονότα. Αυτό μαρτυρά την απουσία εργατικής αντιπροσώπευσης μπροστά στην απεριόριστη εξουσία που σφετερίστηκε η σταλινική αριστοκρατία των αξιωματούχων. Και από αυτό πρέπει να συμπεράνουμε πως μια κατάσταση στην οποία η εργατική τάξη δεν έχει την θέληση για να παλέψει είναι ανυπόφορη. Δεν υπήρχε ανάγκη προώθησης της απεργίας μεταξύ των εργατών του εργοστασίου. Αρκούσε η ομάδα που καλούσε την απεργία να εμφανιστεί και η δουλειά σταματούσε αμέσως. Και εκείνη την περίοδο υπήρχαν κάπου δεκατέσσερις χιλιάδες εργάτες στο εργοστάσιο. Οι εργάτες βγήκαν από το εργοστάσιο και γέμισαν την πλατεία κοντά στο γραφείο διοίκησης του εργοστασίου. Η πλατεία δεν μπορούσε να χωρέσει όλους τους απεργούς.
Μια ομάδα εργατών απομάκρυναν μερικά κάγκελα από το φράχτη που ήταν γύρω από τη πλατεία και τα χρησιμοποίησαν για να φτιάξουν οδοφράγματα στη σιδηροδρομική γραμμή που οδηγούσε στο εργοστάσιο· κρέμασαν μερικά κόκκινα πανιά πάνω τους. Έτσι η γραμμή Μόσχας-Σαρατόβ έκλεισε, και η σιδηροδρομική κυκλοφορία σε εκείνο το κομμάτι της γραμμής διακόπηκε. Διακόπτοντας την σιδηροδρομική κυκλοφορία οι εργάτες προσπαθούσαν να διαδώσουν τα νέα κατά μήκος της γραμμής.
Με πρωτοβουλία του τεχνίτη του μεταλλουργείου V.I. Tchernykh, ο σύντροφος του, ο βαφέας του τμήματος V.D.Koroteev, έκανε μερικές αφίσες με αιτήματα όπως: «Δώστε μας κρέας και βούτυρο», «Χρειαζόμαστε σπίτια». Οι αφίσες αυτές κολλήθηκαν σε κολώνες του ηλεκτρικού σιδηρόδρομο που είχε ρεύμα. Κάποιος έγραψε στην ηλεκτράμαξα του επιβατικού τραίνου: «Κάντε κρέας τον Khrushchev!». Το σύνθημα αυτό εμφανίστηκε σε μερικά ακόμη μέρη. Οι εργάτες της δεύτερης και τρίτης βάρδιας και οι κάτοικοι των εργατικών χωριών άρχισαν να συρρέουν προς το εργοστάσιο. Ούτε τα κομματικά όργανα ούτε η διοίκηση του εργοστασίου ή οι αρχές προσπάθησαν να διαπραγματευτούν με τους εργάτες, ο S.N. Yolkin προσπάθησε να μιλήσει με τους εργάτες με δική του πρωτοβουλία· δεν είχε εξουσιοδότηση να κάνει διαπραγματεύσεις και δεν έδωσε ούτε υποσχέσεις ούτε και υποθέσεις, αλλά μόνο προσπάθησε να πείσει τους εργάτες να σταματήσουν τα επεισόδια και να αρχίσουν να δουλεύουν. Οι εξοργισμένοι εργάτες τον τράβηξαν στη καρότσα ενός φορτηγού και προσπάθησαν να απαιτήσουν από αυτόν μια πραγματική λύση στα προβλήματα. Του έκανα και εγώ ερωτήσεις και αυτό χρησιμοποιήθηκε αργότερα εναντίον μου στη δίκη μου.
Όταν έφτασε σχεδόν το απόγευμα είχε διαδοθεί μεταξύ των απεργών: «Η πολιτοφυλακή είναι εδώ!». Όλος ο κόσμος έτρεξε στο σιδηρόδρομο προς την πολιτοφυλακή. Ήμουν μπροστά στο πλήθος και όταν έφτασα στο σταθμό κοίταξα γύρω. Αυτό που είδα ήταν πολύ εντυπωσιακό. Περίπου 350-400 μέτρα της γραμμής είχε χαθεί κάτω από ένα απειλητικό και πυκνό κύμα ανθρώπων και περίπου 200-250 μέτρα πέρα από τη γραμμή περίπου 100 πολιτοφύλακες σχημάτιζαν δυο σειρές. Τα οχήματα που τους είχαν φέρει έστριβαν στο άδειο προαύλιο. Βλέποντας το απειλητικό κύμα ανθρώπων οι γραμμές των πολιτοφυλάκων διαλύθηκαν αμέσως. Οι πολιτοφύλακες έτρεξαν πίσω από τα οχήματα που έστριβαν και πήδηξαν τρομαγμένοι στα κινούμενα φορτηγά. Μόνο δυο πολιτοφύλακες δεν κατάφεραν να το σκάσουν· τα γόνατα τους έτρεμαν, είτε από φόβο είτε από το τρέξιμο. Το κύμα των απεργών δεν πρόφτασε τους πολιτοφύλακες που κατόρθωσαν να το σκάσουν σαν δειλοί και που άφησαν τους δυο συντρόφους τους στο έλεος της μοίρας. Όσο και εξοργισμένοι και αν ήταν οι εργάτες, δεν ήταν βίαιοι· δεν άγγιξαν καν τους πολιτοφύλακες και τους αποχαιρέτησαν με τη συμβουλή να μη χώνουν τη μύτη τους σε απεργίες. Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας, έτσι μπορώ με σιγουριά να διαβεβαιώσω πως ο συντάκτης του άρθρου «Μέρες σκοταδιού, μέρες φωτισμού» λέει ψέματα όταν δηλώνει πως «αρκετοί πολιτοφύλακες τραυματίστηκαν». Μπορούσαν να τραυματιστούν μόνο μεταξύ τους καθώς προσπαθούσαν πανικόβλητοι να ανέβουν στα φορτηγά. Ούτε πρέπει οι εργάτες να συκοφατούνται σήμερα. Το επεισόδιο έδειξε και την απεριόριστη δειλία της «υπηρεσίας του νόμου και της τάξης» και το μίσος της εργατικής τάξης προς αυτή. Το επεισόδιο επίσης έδειξε το ευγενικό πνεύμα των εργατών που δεν άγγιξαν τους εχθρούς τους όταν διαπίστωσαν την ανικανότητα τους. Αργότερα μάθαμε πως στους πολιτοφύλακες έδωσαν πολιτικά ρούχα αντί για στολές και στάλθηκαν στο πλήθος των απεργών. Αυτοί οι δειλοί ήταν αναπόφευκτα κακοί και μοχθηροί, έτσι στάλθηκαν στο πλήθος των εργατών για να αξιοποιήσουν καλύτερα τη φύση τους. Στάλθηκαν επίσης άνδρες της KGB· τους είχαν προμηθεύσει με κάμερες μινιατούρες, ενσωματωμένες σε αναπτήρες, θήκες τσιγάρων, και ποιος ξέρει σε τι άλλο. Φωτογραφίες επίσης τραβήχτηκαν από το πύργο της πυροσβεστικής. Αργότερα, στη διάρκεια της έρευνας, είδα στοίβες φωτογραφιών χιλιάδων απεργών. Ο καλά λαδωμένος μηχανισμός του αστυνομικού κράτους δούλεψε σχεδόν τέλεια.
Έγιναν επίσης προσπάθειες να προκληθούν οι απεργοί. Η 1η Ιουνίου ήταν μια καθαρή, ζεστή μέρα. Δεν υπήρχαν καθόλου πηγές νερού κοντά στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου. Θυμάμαι την επώδυνη δίψα που αισθάνονταν όλοι αλλά κανείς δεν έφυγε από την πλατεία. Ο κόσμος ήταν ενωμένος από τη πίστη του στη δύναμη τους και στο δίκιο των αιτημάτων τους. Εκείνη τη στιγμή ένα φορτηγό βαρυφορτωμένο με κιβώτια λεμονάδας πλησίασε τη πλατεία. Ο πειρασμός ήταν τεράστιος για όλους αλλά ούτε ένα μπουκάλι δεν αφαιρέθηκε από το φορτηγό. Η σιδηροδρομική κυκλοφορία είχε παραλύσει πλήρως, αλλά στο φορτηγό με τη λεμονάδα επιτράπηκε να περάσει μέσα από όλο το πλήθος πολλών χιλιάδων διψασμένων ανθρώπων. Η πρόκληση απέτυχε.
Μέχρι το τέλος της μέρας τα πρώτα στρατιωτικά αποσπάσματα της φρουράς του Νοβοκερκάσκ έφτασαν στη πλατεία αλλά δεν ήταν οπλισμένοι. Έχοντας πλησιάσει το κόσμο, αμέσως το πλήθος απορρόφησε τους στρατιώτες. Οι στρατιώτες και οι απεργοί άρχισαν να συνομιλούν, να αγκαλιάζουν και να φιλούν ο ένας τον άλλο. Ναι, φιλούσαν ο ένας τον άλλο. Ήταν δύσκολο για τους αξιωματικούς να χωρίσουν τους στρατιώτες από το κόσμο, να τους συγκεντρώσουν και να τους απομακρύνουν από τους απεργούς. Μετά από κάποια ώρα, ο πρώτος γραμματέας της περιφερειακής επιτροπής του ΚΚΣΕ του Ροστόφ, Basov, προσπάθησε να μιλήσει από το μπαλκόνι του γραφείου της διοίκησης του εργοστασίου που ήταν υπό κατασκευή. Η δειλία των αξιωματούχων του κόμματος δεν ήταν μόνο εμφανής στο καθένα, αλλά και προσβλητική. Κανένας δεν ήθελε να μιλήσει στους απεργούς ισότιμα, κάτι που μαρτυρούσε την απόλυτη επιβολή πάνω τους και την απουσία όποιου δικαιώματος. Οι απεργοί πέταξαν διάφορα αντικείμενα στον Basov και τους παρατρεχάμενους του αλλά ήταν κυριολεκτικά, ψηλά πάνω από το πλήθος, και έτσι ήταν αδύνατο να τους χτυπήσουν.
Τότε θωρακισμένα οχήματα άρχισαν να φτάνουν στη πλατεία. Οι αρχές είχαν σκεφτεί πως οι στρατιώτες της φρουράς του Νοβοκερκάσκ ήταν αναξιόπιστη, και αποφάσισαν να βασιστούν στους αξιωματικούς. Ήταν ένας μικρής κλίμακας εμφύλιος πόλεμος. Οι αξιωματικοί κυριολεκτικά αισθάνθηκαν τη δύναμη των χεριών των εργατών. Οι εργάτες ταρακουνούσαν τα θωρακισμένα οχήματα από πλευρά σε πλευρά με εκπληκτική ευκολία. Οι συνταγματάρχες και οι ταγματάρχες που πηγαινοέρχονταν στα καθίσματά τους και προσπαθούσαν να κρατήσουν τον αυτοέλεγχο τους αποτελούσαν θλιβερό θέαμα. Η σύγχυση και ο φόβος στα πρόσωπα τους έδειχνε πως επίσης δεν μπορούσαν να σταματήσουν και την οργή του κόσμου. Τα θωρακισμένα οχήματα έφυγαν από τη πλατεία. Οι άοπλοι. Ανοργάνωτοι εργάτες μέχρι στιγμής κέρδιζαν τη μια νίκη μετά την άλλη με φαινομενική ευκολία, χάρη μόνο στην αριθμητική δύναμη τους και την ενότητα της οργής τους, δίχως άμεση βία ή εξτρεμισμό. Το γεγονός αυτό τρόμαξε τους «ηγέτες» και τους κυβερνήτες, τους κομματικούς και κρατικούς αξιωματούχους κυρίως. Ο κόσμος είχε σηκωθεί από τα γόνατα του! Ο ενθουσιασμός των απεργών δεν μειώθηκε· αντίθετα, αυξήθηκε με κάθε νέα απόπειρα να κατασταλούν οι πράξεις τους. Δημιουργήθηκε μια αυθόρμητη συνέλευση. Το πλατύσκαλο μιας υπόγειας διάβασης πεζόν χρησίμεψε ως εξέδρα. Στη συνέλευση υπήρχαν εκκλήσεις να σταλούν εργάτες σε άλλες πόλεις, σε άλλες επιχειρήσεις, να καταληφθεί το ταχυδρομείο και τηλεγραφήματα να σταλούν ώστε να ζητήσουν στήριξη για την απεργία από τους εργάτες κατασκευής ηλεκτραμαξών σε κάθε πόλη. Τότε ήταν που ακούστηκε για πρώτη φορά πως οι δρόμοι προς τη πόλη ήταν αποκλεισμένοι από τη πολιτοφυλακή και το στρατό.
Δεν ήθελα να μιλήσω στην συνέλευση αλλά ανησύχησα από τις προτάσεις να καταληφθούν κυβερνητικά κτίρια. Θυμόμουν πολύ καλά τις μαρτυρίες όλων όσων είχαν πάρει μέρος στα γεγονότα στην Ουγγαρία και την Γεωργία. Προσπάθειες να καταληφθούν κυβερνητικά κτίρια στη πόλη θα μπορούσε να έχουν τρομερές συνέπειες. Αργότερα οι αρχές χαρακτήρισαν αυτές τις προτάσεις ως προτροπές για την κατάληψη της εξουσίας στη πόλη και αυτή η παράλογη υπόθεση δούλεψε τόσο μαγικά που μέχρι πρόσφατα δεν προσπάθησα καν να αμφισβητήσω μια τέτοια ανοησία. Ακούγοντας τις προτάσεις για κατάληψη κυβερνητικών κτιρίων, είπα στους εργάτες να συνεχίσουν την απεργία και να διατηρήσουν τη πειθαρχία τους. Πρότεινα την επόμενη μέρα να πάμε όλοι και να κάνουμε μια διαδήλωση στη πόλη, να αποφασίσουμε κοινά αιτήματα και να παρουσιάσουμε αυτά τα αιτήματα στις αρχές. Η πρόταση να καταληφθούν κυβερνητικά κτίρια απορρίφθηκε εντελώς. Αποφασίστηκε να γίνει διαδήλωση στη πόλη το επόμενο πρωί. Το γεγονός από μόνο του δείχνει πως τα γεγονότα στη πόλη δεν συνοδεύονταν από οποιουδήποτε είδους εξτρεμισμό ή βία ενάντια στις αρχές. Αργότερα, ούτε οι ανακριτές ούτε και το δικαστήριο μπορούσε να βρει (όσο και αν προσπάθησαν) οποιαδήποτε απόδειξη εξτρεμισμού ή βίας πέρα από δύο ασήμαντα περιστατικά. Η πρώτη περίπτωση αφορούσε τον αρχιμηχανικό του εργοστασίου, S.N. Yolkin, που τον τράβηξαν με το ζόρι σε ένα φορτηγό, αλλά δεν τον χτύπησαν. Το δεύτερο αφορούσε τον κομμουνιστή Braginsky, που του πέταξαν μερικά χαρτοκιβώτια οι υφιστάμενοι του· αλλά δεν προκάλεσαν κανένα τραύμα και δεν χρειάστηκε να δει γιατρό.
Αργότερα εκείνο το βράδυ, όταν η οργή των εργατών είχε φτάσει στο αποκορύφωμα της αλλά ακόμη δεν είχαν ένα χειροπιαστό μέσο για να την εκφράσουν, κατέβασαν το πορτραίτο του Khrushchev από τη πρόσοψη του κτιρίου της διοίκησης του εργοστασίου. Πήγαν σε όλα τα γραφεία, κατέβασαν τα πορτραίτα και τα πέταξαν σε ένα σωρό στη πλατεία και άναψαν μια μεγάλη, με πολύ καπνό, φωτιά. Το πλήθος κοντά στο εργοστάσιο άρχισε να διαλύεται μιας και άρχισε να σκοτεινιάζει. Τότε μια ομάδα εργατών με επικεφαλής έναν υπέροχο άνθρωπο, τον Sergei Sotnikov, πήγαν το σταθμό διανομή αερίου για να μπλοκάρουν την ροή αερίου στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις της πόλης αλλά δεν μπόρεσαν να το κάνουν.
Στις 5 το πρωί με ξύπνησε ο θόρυβος αρμάτων και έφυγα για το εργοστάσιο. Περίπου 400-500 μέτρα από το σιδηρόδρομο, οι χωρικοί άρχισαν να μαζεύονται σε ομάδες των 5-15 ανθρώπων. Πήγα στην ομάδα που βρίσκονταν πιο κοντά στη γραμμή, περίπου 300-350 μέτρα από αυτή. Παρατηρήσαμε όλοι πως ο σταθμός δίπλα στο εργοστάσιο και το ίδιο το εργοστάσιο ήταν περικυκλωμένο από στρατιώτες με οπλοπολυβόλα. Κοντά στο εργοστάσιο και στον σταθμό Λοκομοτιβστροι υπήρχαν άρματα. Ο κόσμος μου είπε πως περίπου τα μεσάνυχτα είχαν έρθει στη πόλη, στο χωριό και στο εργοστάσιο οι στρατιώτες και τα άρματα. Είπαν πως στη διάρκεια της νύχτας οι κάτοικοι προσπάθησαν να φτιάξουν οδοφράγματα με πρόχειρα μέσα μπροστά από τα άρματα, αλλά τα άρματα τα ξεπέρασαν με ευκολία. Τότε οι εργάτες άρχισαν να πηδάνε πάνω στα κινούμενα άρματα και να καλύπτουν τα ανοίγματα παρατήρησης με τα ρούχα τους προσπαθώντας να τα τυφλώσουν.
Ένας αξιωματικός και ένας στρατιώτης οπλισμένοι με ένα οπλοπολυβόλο πλησίασαν την ομάδα μας. Η ομάδα διαλύθηκε γρήγορα εκτός πέντε-εφτά άτομα που παρέμειναν. Η φιλονικία με τον αξιωματικό άρχισε. Απαίτησε να πάμε στο εργοστάσιο. Αρνηθήκαμε, λέγοντας, «ας κάνουν οι στρατιώτες που κατέλαβαν το εργοστάσιο να βγάλουν τη δουλειά». Στη διάρκεια της έντονης ανταλλαγής δεν προσέξαμε πως δυο οπλοφόροι είχαν εμφανιστεί πίσω μας. Μας συνέλαβαν και μας πήγαν στο γραφείο της διοίκησης του εργοστασίου. Γύρω μας υπήρχαν πολλοί στρατιώτες από το Καύκασο, αξιωματικοί, πολίτες και αξιωματικοί της KGB. Οι τελευταίοι με υποδέχτηκαν με χαιρέκακη ικανοποίηση, λέγοντας πως με «περίμεναν» από καιρό και χαίρονταν που με γνώρισαν. Με μετέφεραν σύντομα στην GOVD (Ασφάλεια) με το αυτοκίνητο, συνοδευόμενος από τρείς άντρες συν τον οδηγό· εκεί ένα τεράστιο προσωπικό από αξιωματούχους ήταν απασχολημένο με την καταστολή της εξέγερσης. Στη διάρκεια της διαδρομής, οι τρείς άντρες κουνούσαν τις γροθιές τους μπροστά μου, με απειλούσαν, με πρόσβαλαν. Όλο και περισσότερες συλλήψεις έφταναν στη GOVD. Με οδήγησαν σε ένα δωμάτιο όπου κάθονταν περίπου έξι αξιωματούχοι. Έγινε μια σύντομη ανάκριση. Απαίτησαν από μέρους μου την υπόσχεση πως δεν θα συμμετείχα στα «μαζικά επεισόδια». Απάντησα πως θα έκανα ότι και η πλειοψηφία των εργατών. Μου είπαν να το σκεφτώ και με άφησαν. Άκουσα την ένταση και την νευρικότητα να φουσκώνει πίσω από τη πόρτα. Τα τηλέφωνα χτυπούσαν ασταμάτητα. Η διαταγή ήταν να μην επιτραπούν άλλες μεγάλες συγκεντρώσεις. Κατάλαβα πως είχα κάνει λάθος και είχα μπλέξει, και έτσι ζήτησα να δω τους υπεύθυνους ξανά και άρχισα να λέω πως το ξανασκέφτηκα και πως δεν θα έπαιρνα μέρος στις ταραχές. Λόγω όμως της μικρής μου ηλικίας, δεν κατόρθωσα να κρύψω ένα ύποπτο χαμόγελο, και αυτό με πρόδωσε. Με πήγαν στο κελί, και μετά από 15-20 λεπτά με πέταξαν σε μια Μαύρη Μαρία (ΣτΜ: κλειστό όχημα της αστυνομίας για μεταφορά κρατούμενων) μαζί με άλλους πέντε άντρες και με μετέφεραν στο Μπατάισκ, μια πόλη 52 χιλιόμετρα μακριά από το Νοβοκερκάσκ. Από εκείνη τη στιγμή η συμμετοχή μου στη τραγωδία του Νοβοκερκάσκ είχε λήξει. Πέρασα μήνες και χρόνια υπό την ανακριτική απομόνωση στα κελιά της KGB, στο Νοβοκερκάσκ και σε στρατόπεδο συγκέντρωσης μαζί τους ενεργούς στη συνέχεια των γεγονότων. Έκανα ότι μπορούσα για να αναδημιουργήσω λίγο λίγο τη πορεία των γεγονότων που ακολούθησαν. Διασταύρωσα και ξαναδιασταύρωσα, συνέκρινα όλα τα γεγονότα, τις πιο μικρές λεπτομέρειες, έτσι μπορώ να εγγυηθώ για την ακρίβεια αυτής της μαρτυρίας.
Το πρωί οι εργάτες της πρώτης βάρδιας, και των υπόλοιπων βαρδιών επίσης, πήγαν στο εργοστάσιο. Το εργοστάσιο ήταν γεμάτο με στρατιώτες. Άρματα βρίσκονταν κοντά στις πύλες. Υπήρχαν ξένοι στα μηχανουργεία – στρατιώτες και πολίτες, προφανώς άνδρες της KGB. Παρά τις διαταγές να διαλυθούν, οι εργάτες συγκεντρώνονταν σε ομάδες. Η αγανάκτηση τους και ο θυμός τους μεγάλωναν. Μια ομάδα εργατών άρχισε να εγκαταλείπει την περιοχή, να αφήνει τα μηχανουργεία. Όλοι ένοιωθαν ένα βαθύ θυμό. Οι μικρές ομάδες άρχισαν να ενώνονται σε μεγάλες. Τη διαδικασία αυτή δεν μπορούσε να την σταματήσει κανείς. Οι μεγαλύτερες ομάδες άρχισαν να κινούνται προς τις πύλες του εργοστασίου. Το προαύλιο του εργοστασίου δεν μπορούσε να χωρέσει όλους τους εργάτες. Η πίεση στις πύλες μεγάλωνε. Οι εργάτες άνοιξαν τις πύλες και γέμισαν τη πλατεία. Θυμόντουσαν τη συνέλευση τη προηγούμενη και τις προτάσεις για διαδήλωση. Πολλές χιλιάδες άνθρωποι ξεκίνησαν για τη πόλη. Η διαδρομή ήταν μακριά: ήταν 12 χιλιόμετρα από το εργοστάσιο ως το κέντρο της πόλης. Κάποιοι από τους εργάτες πήγαν σε άλλα εργοστάσια για να ζητήσουν τη στήριξη της απεργίας. Οι εκκλήσεις απαντήθηκαν άμεσα από τους οικοδόμους, τους εργάτες στο εργοστάσιο ηλεκτροδίων, στο εργοστάσιο της Neftemash (που έφτιαχνε μηχανήματα για την βιομηχανία πετρελαίου) και κάποιες μικρότερες επιχειρήσεις. Φάλαγγες διαδηλωτών συγκεντρώνονταν στην πόλη από παντού και εμφανίστηκαν κόκκινες σημαίες, πορτραίτα του Lenin. Οι διαδηλωτές τραγουδούσαν επαναστατικά τραγούδια. Όλοι ήταν ενθουσιασμένοι, γεμάτοι με πίστη στη δύναμη τους και στο δίκαιο των αιτημάτων τους. Η πορεία των διαδηλωτών γίνονταν όλο και μεγαλύτερη. Ενώ προσέγγιζαν τη γέφυρα πέρα από το σιδηρόδρομο και το ποταμό Τούζλοφ, οι διαδηλωτές παρατήρησαν μια σειρά από δύο άρματα και στρατιώτες πάνω στη γέφυρα. Η πορεία σταμάτησε και τα επαναστατικά τραγούδια σίγησαν. Τότε η πυκνή μάζα ανθρώπων κινήθηκε αργά προς τα εμπρός. Ακούστηκαν φωνές: «Ανοίξτε το δρόμο για την εργατική τάξη!». Τότε οι φωνές ενώθηκαν σε ένα μόνο, δυνατό σύνθημα. Οι στρατιώτες και τα πληρώματα των αρμάτων όχι μόνο δεν προσπάθησαν να σταματήσουν τους διαδηλωτές αλλά βοήθησαν το κόσμο να περάσει πάνω από τα άρματα. Το ποτάμι των ανθρώπων πέρασε και από τις δυο πλευρές του φραγμού στη γέφυρα. Ο ενθουσιασμός μεγάλωσε. Τα επαναστατικά τραγούδια ακούγονταν πιο δυνατά, πιο αρμονικά και πιο δυναμικά. Η διαδήλωση έφτασε στην οδό Μοσκοφσκαγιά, το κεντρικό δρόμο της πόλης. Δεν θα προσπαθήσω καν να εκτιμήσω τον αριθμό των διαδηλωτών αλλά όλοι συμφωνούν πως η μεγάλη πλατεία της πόλης μπροστά από την επιτροπή του ΚΚΣΕ (το πρώην γραφείο του διοικητή της στρατιάς του Ντον), το μεγαλύτερο μέρος της οδού Μοσκοφσκαγιά, και μέρος του συμπλέγματος Ποντιόλκοφ ήταν γεμάτα με ανθρώπους.
Οι διαδηλωτές σιγόβραζαν μπροστά από το κτίριο της επιτροπής του ΚΚΣΕ. Το κτίριο ήταν γεμάτο με στρατιώτες από το Καύκασο. Οι διαδηλωτές αντάλλαξαν προσβολές με τους στρατιώτες μέσα από τη πόρτα. Ένας Καυκάσιος έχασε τον έλεγχο του, έσπασε το τζάμι της πόρτας με το κοντάκι του όπλου του και χτύπησε μια γυναίκα με αυτό. Υπό τη πίεση των αγανακτισμένων διαδηλωτών η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Το πλήθος μπήκε μέσα και σκόρπισε τους στρατιώτες. Εκείνος που χτύπησε τη γυναίκα βρέθηκε κάτω από τη σκάλα. Σύμφωνα με κάποιες αναφορές τον έκαναν μαύρο στο ξύλο. Ήταν το μόνο περιστατικό ξυλοδαρμού εκπροσώπου του κράτους ή των ενόπλων δυνάμεων που είχαν καταλάβει τη πόλη. Το κτίριο της Δημοτικής Επιτροπής είχε καταληφθεί πλήρως από τους διαδηλωτές. Όρμησαν σε μια από της αίθουσες. Στο τραπέζι υπήρχε κονιάκ και πλούσια αναψυκτικά, και το τραπέζι ήταν έτοιμο για δυο. Κανένας δεν μπορούσε να φύγει από το δωμάτιο, αν και, σύμφωνα με κάποιες διηγήσεις, στη διάρκεια της κατάληψης του κτιρίου από τους διαδηλωτές πολλοί πολίτες πήδηξαν από τα παράθυρα του δεύτερου ορόφου· προφανώς αυτοί ήταν οι άνδρες της KGB. Δεν υπήρχε κανείς στο δωμάτιο και οι εργάτες άρχισαν να το ερευνούν. Πίσω από το καναπέ βρήκαν το δημόσιο κατήγορο από το περιφερειακό γραφείο της εισαγγελίας και ο A.N. Shelepin κρύβονταν στη βιβλιοθήκη. Δεν ήταν η φρουρά του που το είχε σκάσει τόσο θαρραλέα από το παράθυρο; Οι διαδηλωτές άρχισαν να τραβάνε τον Shelepin και τον εισαγγελέα προς το μπαλκόνι, απαιτώντας να μιλήσουν στο κόσμο αλλά αρνήθηκαν. Τότε οι διαδηλωτές πήραν το κονιάκ και τα αναψυκτικά και τα έδειξαν από το μπαλκόνι για να τα δουν όλοι. Τότε άρχισε ένα συλλαλητήριο.
Η Y.P. Levchenko μίλησε στο συλλαλητήριο. Είπε πως τη νύχτα και το πρωί είχαν γίνει συλλήψεις εργατών και πως είχαν χτυπήσει τους συλληφθέντες. Έλεγε την αλήθεια αλλά δεν γνώριζε την πραγματικότητα του πόσοι από όσους είχαν συλλάβει ήταν ήδη μακριά από τη πόλη. Τα αιτήματα για την απελευθέρωση των φυλακισμένων έγιναν όλο και πιο επίμονα. Μια ομάδα εργατών άρχισε να μπαίνει στο κτίριο. Εκείνη τη στιγμή ένας από τους στρατιώτες γύρισε ένα όπλο προς ένα εργάτη με μπλε φόρμα. Ο τελευταίος άρπαξε το όπλο και άρχισε πάλη. Το όπλο κατέληξε στα χέρια του εργάτη αλλά ο στρατιώτης είχε το γεμιστήρα του όπλου. Το όπλο στα χέρια του εργάτη μπορούσε να χρησιμεύσει μόνο ως ρόπαλο αλλά δεν το χρησιμοποίησε ούτε έτσι και όμως οι στρατιώτες διατάχθηκαν να ανοίξουν πυρ και ο εργάτης σκοτώθηκε επί τόπου. Ούτε μια σφαίρα δεν σπαταλήθηκε προφανώς: το πλήθος ήταν πολύ πυκνό. Και το πλήθος στο κτίριο του δήμου καταλήφθηκε από πανικό. Ένας από αυτούς που συμμετείχαν στα γεγονότα αυτά που αργότερα φυλακίστηκε, ο Alexander Teremkov, που τραυματίστηκε στην ωμοπλάτη από θραύσμα μου είπε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης πως είχαν αναγκαστεί να μαζέψουν τα πτώματα στο υπόγειο της διπλανής Κρατικής Τράπεζας, και πως ήταν ακόμη ζωντανοί, τινάζοντας τα χέρια και τα πόδια. Ποιος ξέρει ίσως κάποιοι από αυτούς θα μπορούσαν να είχαν σωθεί. Κανένας από όσους συμμετείχαν δεν μπορούσε να δώσει έστω έναν κατά προσέγγιση αριθμό νεκρών.
Οι στρατιώτες κοντά στο κτίριο της κομματικής επιτροπής επίσης διατάχθηκαν να ανοίξουν πυρ, αν και δεν υπήρξε επίθεση, καμιά βια εκεί. Περίεργα παιδιά κάθονταν ψηλά πάνω στα δέντρα σε ένα μικρό δημοτικό κήπο μπροστά από τη κομματική επιτροπή. Πίσω τους ήταν ένα μνημείο στον Lenin…. Πολλοί μάρτυρες ανέφεραν πως ο αξιωματικός που είχε διαταχθεί να ανοίξει πυρ, αρνήθηκε να δώσει την εντολή στους στρατιώτες και αυτοπυροβολήθηκε μπροστά από το σχηματισμό. Παρόλα αυτά οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ. Πρώτα ψηλά, στα δέντρα, στα παιδιά που έπεσαν κάτω, σκοτωμένα, πληγωμένα, τρομαγμένα. Με το τρόπο αυτό το κόμμα, το κράτος και ο στρατός εξουδετέρωναν διαφορετικά ρεύματα σκέψης, δείχνοντας την ενότητα του κόμματος και του λαού, αποδεικνύοντας το δημοκρατικό χαρακτήρα του σοσιαλιστικού κράτους. Έπειτα τα πολυβόλα στράφηκαν προς το πλήθος.
Άνθρωποι μου είπαν: ένας ηλικιωμένος άνδρας έτρεχε δίπλα από ένα τσιμεντένιο βάζο πάνω σε ένα βάθρο. Μια σφαίρα χτύπησε το κεφάλι του και τα μυαλά του σκόρπισαν πάνω στο βάθρο. Μια μητέρα περπατούσε δίπλα από ένα κατάστημα κρατώντας ένα νεκρό μωρό. Μια κομμώτρια σκοτώθηκε στο χώρο στη δουλειά της. Ένα κορίτσι ήταν πεσμένο σε μια λίμνη αίματος. Ένας σαστισμένος ταγματάρχης πάτησε πάνω στο αίμα. Κάποιος του είπε: «Γουρούνι, κοίτα που πατάς!». Το ταγματάρχης αυτοπυροβολήθηκε στο ίδιο σημείο. Κόσμος μου είπε πολλά αλλά θα σταματήσω εδώ.
Φορτηγά και λεωφορεία κατευθύνθηκαν στο σημείο. Τα πτώματα πετάχτηκαν βιαστικά και ρίχτηκαν μέσα. Ούτε ένα σώμα δεν δόθηκε στην οικογένεια του για να ταφεί. Τα νοσοκομεία ήταν γεμάτα με πληγωμένους. Κανείς δεν ξέρει τι απέγιναν. Το αίμα ξεπλύθηκε από τους δρόμους με πυροσβεστικές αντλίες αλλά σκοτεινοί λεκέδες αίματος παρέμειναν στην άσφαλτο για πολύ καιρό. Άκουσα για αυτούς τους πυροβολισμούς περισσότερες από μια φορές. Μου είπαν: οι στρατιώτες άνοιξαν πυρ, το πανικοβλημένο πλήθος άρχισε να τρέχει. Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν – το πλήθος σταμάτησε επίσης και επέστρεψε αργά. Οι στρατιώτες άρχισαν να πυροβολούν ξανά. Τα πάντα επαναλήφθηκαν. Μέχρι τώρα ο αριθμός των νεκρών, των ανάπηρων και των τραυματιών είναι άγνωστος.
Όχι η εξέγερση δεν είχε κατασταλεί ακόμη. Το πλήθος στη πλατεία συνέχισε να κοχλάζει. Τρομερές φήμες άρχισαν να εξαπλώνονται σε ολόκληρη τη πόλη. Κάποιοι άνθρωποι έφευγαν από τη πλατεία, άλλοι έρχονταν. Πληροφορίες που έφτασαν έλεγαν πως τα μέλη του πολιτικού γραφείου του ΚΚΣΕ και της κυβέρνησης είχαν έρθει. Ανάμεσα τους ήταν ο A.I. Mikoyan και ο F.R. Kozlov. Δίχως κάποια εκλογική διαδικασία, αυθόρμητα, δημιουργήθηκε μια επιτροπή από την πλευρά των διαδηλωτών. Οι αντιπρόσωποι της Κεντρικής επιτροπής και της κυβέρνησης φοβόντουσαν τις εργατικές μάζες. Κρύβονταν κοντά στη μονάδα αρμάτων. Η αντιπροσωπεία πήγε εκεί. Ο εκπρόσωπος B.N. Mokrousov απήγγειλε ένα ποίημα του Nekrasov που είχε τίτλο «Ποιος ζει καλά στη Ρωσία» στους εκπροσώπους της κεντρικής επιτροπής και της κυβέρνησης, τροποποιημένο έτσι ώστε να αφορά τη διακυβέρνηση του Khrushchev, του Khrushchev και του Brezhnev. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που το Ανώτατο Δικαστήριο της ΡΣΟΣΔ (Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία), υπό την καθοδήγηση του L.N. Smirnov, τον καταδίκασε σε θάνατο.
Έχει αναφερθεί πως σε μια ακροαματική διαδικασία για την τραγωδία ο Kozlov έκλαψε. Πιθανώς, αλλά ήταν κροκοδείλια δάκρυα. Ο Mikoyan απαίτησε να επιτρέψουν οι διαδηλωτές να απομακρυνθούν. Όταν μεταφέρθηκε η απαίτηση του στους απεργούς απάντησαν: «Όχι, άστους να βλέπουν τι έκαναν!». Και είδαν τη δουλειά τους – υπό το προβολέα ενός ελικοπτέρου που πετούσε πάνω από τη πλατεία και τους γύρω δρόμους. Ο Mikoyan μίλησε στο δημοτικό ραδιοφωνικό σταθμό. Οι δημοσιογράφοι, ακόμη και οι ντόπιοι, δεν είπαν ούτε λέξη σχετικά με τα γεγονότα. Επιβλήθηκε περιορισμός κυκλοφορίας. Άρχισαν να διαδίδονται φήμες σχετικά με την πιθανή εξορία όλων των πολιτών. Η τραγωδία δεν είχε όμως τελειώσει. Ακολούθησε μια περίοδος δικών. Η πιο ξεκάθαρα άδικη ήταν η δίκη 14 από τους συμμετέχοντες στην απεργία. Η δίκη αυτή έγινε στο KKUKS (Σχολή Ιππικού). Εφτά από τους δεκατέσσερις καταδικάστηκαν σε εκτέλεση δια πυροβολισμού – καταδικάστηκαν σε θάνατο από το Ανώτατο Δικαστήριο της ΡΣΟΣΔ με τον L.I. Smirnov να είναι πρόεδρος και με τη συμμετοχή του εισαγγελέα A.A. Kruglov. Κατηγορούνταν για στασιασμό σύμφωνα με το άρθρο 77 του ποινικού κώδικα της ΡΣΟΣΔ και για τις μαζικές ταραχές σύμφωνα με το άρθρο 79 του ποινικού κώδικα της ΡΣΟΣΔ.
Ο προσανατολισμός τέτοιου τύπου διώξεων ήταν ξεκάθαρος. Ξεχώρισαν ανάμεσα στους συμμετέχοντες πρώτα από όλα ανθρώπους με προηγούμενες καταδίκες. Σε μια άλλη δίκη καταδικάστηκε ένα άτομο με εμφανή ψυχολογικά προβλήματα. Ο μόνος στόχος ήταν να υπονομευθεί με κάθε τρόπο η εξέγερση του Νοβοκερκάσκ. Ήδη στα κελιά της φυλακής μετά από τις δίκες κάναμε προσπάθειες να υπολογίσουμε των αριθμό των υπόδικων μετρώντας τους με το όνομα τους. Έφτασαν τουλάχιστον του 105 ανθρώπους. Ο ακριβής αριθμός παραμένει άγνωστος. Οι δίκες ήταν εντυπωσιακές όταν αναλογιστείς τις ποινές· η πιο κοινή ήταν 10 ως 15 χρόνια.
Πρέπει να παραδεχτούμε πως στα κελιά της KGB μας φέρθηκαν με απόλυτη ευγένεια αλλά η απομόνωση από τον έξω κόσμο ήταν απόλυτη. Ούτε ραδιόφωνο, ούτε εφημερίδες. Στους στρωμένους διαδρόμους τα βήματα των δεσμοφυλάκων ήταν αθόρυβα και η νεκρική σιωπή ήταν καταπιεστική. Το φαγητό ωστόσο ήταν άφθονο και θρεπτικό, καλύτερο από ότι είχαμε έξω όπου η κατάσταση με το φαγητό ήταν πολύ δύσκολή.
Αρχικά απαίτησαν αποδείξεις για την τραγωδία στο Νοβοκερκάσκ, αλλά σταμάτησαν συνειδητοποιώντας πως δεν θα έβγαζαν τίποτα από μένα. Μετά άρχισαν να επιμένουν σε ένα «μικρό πράγμα» – πως θα έπρεπε να παραδεχτώ πως τα γεγονότα ήταν εγκληματικά και πως η συμμετοχή μου σε αυτά ήταν λάθος. Ως τότε όμως είχα ήδη μάθει τη τρομερή τραγωδία στο Νοβοκερκάσκ. Ήταν αδύνατο να υποχωρήσω πλέον. Εγώ ήμουν που είχα πει να συνεχιστεί η απεργία και να γίνει διαδήλωση, και κατανόησα πλήρως την ευθύνη μου για τους θανάτους. Να υποχωρήσω θα ήταν η πιο απεχθής προδοσία. Αρνήθηκα να ελευθερωθώ με τέτοιο τίμημα. Έτσι άρχισαν να δουλεύουν πάνω μου.
Επαναλαμβάνω πως στη KGB ούτε με χτύπησαν ούτε με βασάνισαν, μου φέρθηκαν με τρομερή ευγένεια και μιλούσαν με καλό τρόπο. Οι υπόλοιποι που ήταν υπό ανάκριση στην αρχή πίστευα πως οι υποθέσεις τους τελείωναν και ο καθένας από αυτούς σύντομα θα απελευθερώνονταν. Τότε το το άτομο υπό ανάκριση που είχε ξεγελαστεί με το τρόπο αυτό τοποθετούνταν στο κελί μου. Αυτοί οι γείτονες δεν μπορούσαν να σκεφτούν τίποτα παρά την επικείμενη απελευθέρωση τους. Και όταν τους καλούσαν με τα πράγματά τους, ήταν χαρούμενοι. Πρέπει να επισημάνω πως τα κελιά ήταν σχεδιασμένα για δύο. Τότε ένας άλλος ξεγελασμένος γείτονας ερχόταν. Ήταν τρομερό για ένα νέο άνθρωπο να μείνει μόνος, απόλυτα απομονωμένος από τον εξωτερικό κόσμο, και να βλέπει πως όλοι όσοι συμμετείχαν στη τραγωδία του Νοβοκερκάσκ να επιστρέφουν με ασφάλεια στην ελευθερία, πως η ελευθερία ήταν άμεσα προσβάσιμη – ήταν αρκετό για να αποδυναμώσει λίγο την αποφασιστικότητα κάποιου. Το μόνο πρόβλημα ήταν πως όλοι οι ονειροπόλοι που είχαν πιστέψει την KGB εμφανίστηκαν αργότερα ως κατάδικοι στα κελιά της φυλακής και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης που τους συνάντησα. Ήμουν στα 25 και δεν το άντεχα άλλο. Στα κελιά μας επέτρεπαν να έχουμε άφθονα τσιγάρα και σπίρτα. Είχα ακούσει πως ήταν δυνατό να δηλητηριαστείς με ένα σπίρτο φωσφόρου. Κρυφά, έτσι ώστε και οι γείτονες μου δεν κατάλαβαν τίποτα, έτριψα το φώσφορο από είκοσι σπιρτόκουτα. Περίμενα μέχρι να κοιμηθεί, διέλυσα το φώσφορο στο νερό και έφερα τη κούπα στα χείλη μου. Φαίνεται όμως πως οι φύλακες είδαν αυτό που ούτε ο γείτονας μου δεν είδε. Πριν καταφέρω να πιώ μια γουλιά, η πόρτα άνοιξε με θόρυβο και η κούπα βρέθηκε στο πάτωμα. Δεν χρειάζεται να περιγράψω τις επόμενες σκηνές. Ας τις φανταστεί ο καθένας όπως θέλει. Σταμάτησαν να δουλεύουν πάνω μου και για να μου δώσουν ψυχολογική ανάπαυση, με έστειλαν στη φυλακή του Νοβοκερκάσκ, σε ένα κοινό κελί. Η συνάντηση με τους άλλους από το Νοβοκερκάσκ ήταν πραγματικά δώρο για εμένα αλλά οι φύλακες στη φυλακή ήταν βάρβαροι και αγενείς.
Μια μέρα ένας αρχιφύλακας όρμησε στο κελί. Άρχισε να προσβάλει όλους μας με υστερικό ύφος, φωνάζοντας κάτι για τις ταραχές με τους εργάτες της υφαντουργίας από το Ιβάνοβο-Βοζνεσενσκ πριν την επανάσταση. Αγανάκτησα, αρνήθηκα να φάω και ζήτησα να μιλήσω σε εισαγγελέα. Μετά το δείπνο με πήγαν στον εισαγγελέα και διαμαρτυρήθηκα έντονα για την αντιμετώπιση μας από τη φρουρά. Μετά από αυτό δεν άκουσα τίποτα ξανά για βαρβαρότητα και αγένεια κατά των απεργών από τη πλευρά της φρουράς. Με έστειλαν πίσω στα κελιά της KGB.
Το Σεπτέμβριο του 1962 στο περιφερειακό δικαστήριο του Ροστόφ-επί-του-Ντον υπό την προεδρία ενός μέλους τους συμβουλίου του δικαστηρίου του Ροστόφ, του N.A. Yaroslavski, και με τη συμμετοχή του εισαγγελέα A.I. Brizhan, έγινε μια δίκη εφτά απεργών περιλαμβανόμενου εμένα. Επισήμως, η δίκη ήταν ανοιχτή, αλλά κανένας στο Νοβοκερκάσκ δεν ήξερε τίποτα. Για αυτό και στη δίκη δεν ήταν κανένας εκτός από συγγενείς των κατηγορούμενων και τους μάρτυρες. Το δικαστήριο καταδίκασε έναν από εμάς σε εφτά χρόνια, τρείς σε δέκα, και τρεις, ανάμεσα τους και εμένα, σε δώδεκα χρόνια. Σύντομα μετά τη δίκη με έστειλαν ξανά στη φυλακή του Νοβοκερκάσκ. Αυτή τη φορά βρήκα πολλούς γνωστούς εκεί.
Δεν θυμάμαι ποιόν μήνα έγινε ή πρώτη μεταφορά από το Νοβοκερκάσκ στην ΑΣΣΔ του Κόμι. Με έστειλαν με τη δεύτερη μεταφορά το χειμώνα. Το στρατόπεδο συγκέντρωσης που έστειλαν τους απεργούς από το Νοβοκερκάσκ να εκτίσουν τις ποινές τους, ήταν περίπου 40 χιλιόμετρα από το σταθμό του Σίντορ στην ΑΣΣΔ του Κόμι.
Η συνάντηση με τους συμπολίτες μας ήταν χαρούμενη αλλά από την αρχή στεναχωρηθήκαμε από τα νέα πως οι πρώτοι από τους κρατούμενους από το Νοβοκερκάσκ είχαν οργανωθεί από τους φύλακες σε ένα είδος εσωτερικής αστυνομικής δύναμης για να διατηρείται η τάξη μέσα στο στρατόπεδο. Εμείς (ο V. Vlasenko, ο V. Tchernykh, ο V. Globa, εγώ και άλλοι) καταφέραμε να τους πείσουμε πως ή ύπαρξη ενός τέτοιου πράγματος και η συμμετοχή σε αυτό κρατούμενων από το Νοβοκερκάσκ ήταν απαράδεκτη. Έτσι το σχέδιο των φυλάκων απέτυχε. Όλοι οι κρατούμενοι του στρατοπέδου συγκέντρωσης δούλευαν στην υλοτομία και στη κατασκευή μιας στενής σιδηροδρομικής γραμμής σχεδιασμένης για την μεταφορά ξυλείας. Η ζωή στο στρατόπεδο κυλούσε τυπικά. Κατά περιόδους ξεσπούσαν μικρές και έντονες συγκρούσεις με την διοίκηση του στρατοπέδου. Κάποτε, η διαφωνία με ένα φύλακα κατέληξε σε πυρά από ένα όπλο να κατευθυνθούν προς εμένα αλλά την τελευταία στιγμή ένας άλλος φύλακας έσπρωξε το όπλο προς τα πάνω και οι σφαίρες πήγαν προς τον ουρανό. Κατορθώσαμε να απομακρυνθεί ένας βάναυσος αξιωματικός από τα όργανα του MVD (Υπουργείο Εσωτερικών), και να ανοίξουμε ένα απογευματινό σχολείο με δασκάλους μεταξύ των κρατούμενων. Ταυτόχρονα δεν ακούγαμε μακάρια τα παραπλανητικά μαθήματα στην πολιτική επιστήμη. Κάποτε ένας ταγματάρχης υπεύθυνος για τα μαθήματα αυτά έχασε την υπομονή του και με κάλεσε στο γραφείο του και μου απαγόρευσε να παρακολουθώ αυτά τα μαθήματα.
Ακόμη και μεταξύ των αξιωματικών της φρουράς υπήρχαν άνθρωποι που ήταν φιλικοί προς τους κρατούμενους από το Νοβοκερκάσκ. Κάποτε, σε μια αργία, στεκόμουν κοντά στο μικρό γήπεδο ποδοσφαίρου του στρατοπέδου. Ένας φύλακας σταμάτησε κοντά μου. Όταν βεβαιώθηκε πως δεν ήταν κανείς κοντά, μου είπε μέσα από τα δόντια, δίχως να κουνήσει τα χείλη του, πως μια τραγωδία παρόμοια με του Νοβοκερκάσκ είχε γίνει στο Μουρόμ. Με το τρόπο αυτό οι απεργοί του Νοβοκερκάσκ έμαθαν για ακόμη ένα έγκλημα που διαπράχθηκε από το κόμμα και το κράτος.
Υπήρχαν περιπτώσεις που ολόκληρο το τάγμα αρνιόνταν να εργαστεί ως μορφή διαμαρτυρίας. Κατέληξαν μόνο στο να τιμωρηθούν οι κρατούμενοι με το να πάνε στην απομόνωση.
Μετά από κάποιο καιρό οι υποθέσεις των απεργών του Νοβοκερκάσκ άρχισαν να εξετάζονται στη Μόσχα. Ήμουν ένας από τους τελευταίους που η ποινή του μειώθηκε σε έξι χρόνια. Οι απεργοί του Νοβοκερκάσκ άρχισαν να απελευθερώνονται την άνοιξη του 1965. Όσο για μένα, δεν φαίνονταν η ελευθερία στον ορίζοντα. Αισθανόμουν μελαγχολικός και αποθαρρημένος.
Η μητέρα μου, που είχε περάσει όλους τους κύκλους της σταλινικής κόλασης, που καταδικάστηκε το 1943 σύμφωνα με το άρθρο 58.10 του ποινικού κώδικα της ΕΣΣΔ, μέρος 2, που είχε εκτίσει όλη της τη τιμωρία στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στην περιφέρεια του Κιρόφ, είχε παραμείνει «στωική». Εκείνα τα χρόνια ζούσε λιγότερο στο Νοβοκερκάσκ από ότι στη Μόσχα· ζούσε επίσης και στο Σιντόρ. Ήταν αξιόπιστη ταχυδρόμος για τους φυλακισμένους· δεν θυμάμαι ούτε μια αποτυχία στην επικοινωνία, ούτε μια ατυχία με το ταχυδρομείο. Δωροδόκησε όποιον ήταν δυνατό, δεδομένου πως όλοι πωλούσαν τον εαυτό τους φτηνά. Ήταν μέσω δωροδοκίας που κατόρθωσε να πάρει καλές συστάσεις για μένα και απελευθερώθηκα πρόωρα τον Ιούλιο του 1968.
#Γράφηκε στις 2 Μαΐου 1988. Ολοκληρώθηκε τη 1η Ιουλίου 1988.
*Σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον Piotr Siuda από τον Nick Heath https://libcom.org/article/siuda-pyotr-petrovich-1937-1990
**Δείτε την ταινία DEAR COMRADES! (2020, σκην. Andrei Konchalovsky) βασισμένη στην Σφαγή του Νοβοκερκάσκ (trailer) https://www.youtube.com/watch?v=XdBp0KktXpk
***Αναδημοσίευση από εδώ: https://geniusloci2017.wordpress.com/2023/05/25/novocherkassk_massacre/