Στις 24 Νοεμβρίου 1901 πέντε μέρες μετά τον θάνατό του, γίνεται η πολιτική κηδεία του ελληνικής καταγωγής σοσιαλιστή και κατά πολλούς αναρχικού, δικηγόρου Παύλου Αργυριάδη. Στην κηδεία του παρευρέθηκε πλήθος Γάλλων σοσιαλιστών από όλο το φάσμα του και δηλώθηκε το δυσαναπλήρωτο κενό που άφησε ο αιφνίδιος θάνατος του.

Αν και πέθανε μόλις 52 ετών, ο Αργυριάδης πρόλαβε να συνδεθεί με την Παρισινή Κομμούνα αλλά κυρίως να διαπρέψει ως δικηγόρος στην υπεράσπιση σοσιαλιστών, αναρχικών και κυρίως αναρχικών εργατών πρώιμων «αναρχοσυνδικαλιστών» (μιας και ο όρος είναι μεταγενέστερος).

Ο Παύλος Αργυριάδης εξέδιδε την επιθεώρηση «Το Κοινωνικό Ζήτημα» και στον υπότιτλο αλλά και στα περιεχόμενα των πρώτων τευχών του αναφέρονταν ως «επιθεώρηση σοσιαλιστικών και αναρχικών ιδεών». Μετέπειτα με την απαγόρευση της λέξης αναρχία από το Γαλλικό κράτος, το περιοδικό μετονομάσθηκε ως «Ημερολόγιο του Κοινωνικού Ζητήματος» (Almanach de la Question Sociale), Δελτίο σοσιαλιστικών και διεθνών θεμάτων. Αλλά πότε δεν ξέχασε τις επιρροές του και από τις σελίδες του πέρασαν κείμενά Γάλλων και Ρώσων Αναρχικών.

Ο Παύλος Αργυριάδης ασχολήθηκε με τον φλέγον και επίκαιρο θέμα της εποχής που ήταν το Κοινωνικό Ζήτημα. Ο όρος κοινωνικό ζήτημα αναφέρεται στις αρνητικές προεκτάσεις που συνόδευσαν τη Βιομηχανική Επανάσταση και την επακόλουθη πληθυσμιακή έκρηξη, δηλαδή τα κοινωνικά προβλήματα που συνοδεύουν και προκύπτουν από τη μετάβαση από μια αγροτική σε μια αστικοποιημένη βιομηχανική κοινωνία.

Στην Αγγλία, η αρχή αυτής της μετάβασης έπρεπε να σημειωθεί περίπου από το 1760, στη Γερμανία από τις αρχές του 19ου αιώνα. Για αρκετό καιρό πριν από αυτό, η δραματική δυστυχία μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων αποκρυσταλλώθηκε. Στη Γερμανία, μια πρώτη φάση κάλυψε περίπου το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Χαρακτηρίστηκε από έναν ταχέως αυξανόμενο πληθυσμό που δημιούργησε ένα μισθωτό προλεταριάτο, την απελευθέρωση των αγροτών, την αγροτική έξοδο και την αστικοποίηση, την παρακμή των παλιών επαγγελμάτων και τη σταδιακή εμφάνιση της εργοστασιακής βιομηχανίας. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ευρέως από το αναδυόμενο σοσιαλιστικό κίνημα, αρχικά στην Γερμανία από τη δεκαετία του 1840, ως "soziale Frage" καθώς και στη Γαλλία ως "question sociale".

Τα βασικά προβλήματα του κοινωνικού ζητήματος ήταν η εξαθλίωση και η υπαρξιακή ανασφάλεια των αγροτών, των υπηρετών της υπαίθρου, των τεχνιτών, των εργατών και των μικρουπαλλήλων. Αυτά τα προβλήματα οδήγησαν σε απεργίες, ακόμη και ταραχές. Με την πάροδο του χρόνου, το πρόβλημα μετατοπίστηκε. Μεταξύ περίπου της δεκαετίας του 1850 και του 1870, η βιομηχανία γνώρισε ισχυρή άνοδο, ενώ η παρακμή των οικοτεχνιών και η κρίση της βιοτεχνίας συνεχίστηκαν. Το κοινωνικό ζήτημα ήταν πρωτίστως εργατικό ζήτημα. Η μαζική μετανάστευση από την ύπαιθρο προς τα αστικά βιομηχανικά κέντρα, φαινόμενα που συνόδευαν τη διαμόρφωση μεγάλων πόλεων και την κοινωνική ένταξη του βιομηχανικού εργατικού δυναμικού απασχόλησαν ανάλογα με την αντίληψη του προβλήματος και τα συμφέροντα που διακυβεύονται και αναπτύχθηκαν διαφορετικές προσεγγίσεις στο κοινωνικό ζήτημα, τόσο ριζοσπαστικές όσο και συντηρητικές που θα διαμορφώσουν αυτό που ονομάζουμε σήμερα ταξική πάλη.

Το «κοινωνικό ζήτημα», επέφερε κατάσταση βαθιάς αμφισβήτησης –ακόμη και αταξίας– στην οποία οι πολιτικοί και οι οικονομολόγοι βρίσκονται βυθισμένοι ακόαμ και σήμερα, όταν αντιμετωπίζουν τα προβλήματα που συνδέονται με τον ριζικό μετασχηματισμό της εργασίας στον απόηχο της βιομηχανικής επανάστασης: στη νέα βιομηχανική κοινωνία, την κορπορατιστική οργάνωση της εργασίας που εξαφανίζεται προς όφελος της μισθωτής εργασίας αλλά και τις τεχνικές καινοτομίες που αλλάζουν τη σχέση μεταξύ εργαζομένων και παραγωγικής διαδικασίας.

Σύμφωνα με τον Γάλλο κοινωνιολόγο, Robert Castel, το «Κοινωνικό Ζήτημα» αναφέρεται σε ένα ουσιαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά τις βαθιές ρίζες της συμβίωσης και, όπως λένε οι κοινωνιολόγοι: «τη θεμελιώδη απορία πάνω στην οποία μια κοινωνία βιώνει το αίνιγμα της συνοχής της και προσπαθεί να αποκρούσει τον κίνδυνο της διάσπασής της». Το «Κοινωνικό Ζήτημα» της εποχής του Παύλου Αργυριάδη και όχι μόνο μιας και φθάνει ως τις ημέρες μας, εμφανίζεται όλο και πιο ανησυχητικό και περίπλοκο επειδή απευθύνεται σε μια κοινωνία που έχει χάσει τα περισσότερα από τα παραδοσιακά σημεία αναφοράς της και αγωνίζεται να βρει διέξοδο από τις δυσκολίες της: την αυξανόμενη φτώχεια, την επισφάλεια της εργατικής τάξης, τον κυνισμό του φιλελευθερισμού καθώς και την γυναικεία χειραφέτηση. Το πρόβλημα φαίνεται ακόμη πιο τρομερό επειδή ανησυχεί και αποσταθεροποιεί τις ελίτ και την κοινή γνώμη μιας και τα υπάρχοντα θεμέλια της κοινωνικής τάξης κλονίζονται έντονα και αμφισβητούνται, από νέες δυνάμεις, όπως το εργατικό σοσιαλιστικό ρεύμα, με πλειοψηφική τάση τους Αναρχικούς αρχικά αλλά και τους οπαδούς του Μαρξ οι οποίοι αρχίζουν να αναπτύσσονται «επιστημονικά» φροντίζοντας να λασπολογούν τους ιδεολογικούς τους αντίπαλους και να δολοφονούν προσωπικότητες όπως έγινε με τον κατά τον Μαρξ «δάσκαλο» Πιερ Ζοζέφ Προυντόν, μουτουελιστή και ιδρυτή του σύγχρονου Αναρχισμού. Σε αυτή την κατάσταση ο Παύλος Αργυριάδης παραμένει σταθερός κοιτάζοντας τον στόχο που δεν είναι άλλος από την κοινωνική δικαιοσύνη, στον οποίο παρέμεινε προσηλωμένος μέχρι το θάνατο του.

Σήμερα, ο μετανθρωπισμός, η άνοδος των μηχανών, της τεχνικής νοημοσύνης στον ανθρώπινο κόσμο, κοκ εγείρουν εκ νέου ερωτήματα, τα οποία αποτελούν την βάση του σημερινού κοινωνικού ζητήματος. Αυτά τα μοντέρνα κοινωνικά ερωτήματα όπως φαίνεται είναι ανησυχητικά επειδή είναι ταυτόχρονα αναπόφευκτα, πρωτοφανή και ελάχιστα διερευνημένα. Το δυσεπίλυτο πρόβλημα της ανθρώπινης χειραφέτησης και τον συνακόλουθων κοινωνιών του.

Αργύρης Αργυριάδης