Πρόλογος

Τον Αλφρέδο Μπονάννο, τον γνώρισα αρχικά από τα γραπτά του στα μέσα της δεκαετίας του ’80 όταν βρέθηκα ως μαθητής στην Αναρχική Μπιενάλε της Βενετίας, μέσο ενός μικρού κειμένου που μου τράβηξε την προσοχή για τον εξεγερτικό αναρχισμό μεταφρασμένο στα αγγλικά. Η άγνοια της ιταλικής γλώσσας δεν με βοήθησε να συνεχίσω στο έργο του, ενώ η επαφή με τις ιδέες των Μάρεϊ Μπούκτσιν, Νόαμ Τσόμτσκι κ. ά., ο φρέσκος και σύγχρονος αέρας που εξέπεμπαν τότε στο θεωρητικό τους σκέλος, καθώς και η ευκολία του ότι ήταν στα Αγγλικά κατεύθυναν την σκέψη μου χωρίς όμως να ξεχάσω την κληρονομιά της εξεγερτικής πράξης που πρέπει πάντα να την έχουμε στο μυαλό μας όπως έλεγε και ο Πιοτρ Κροπότκιν.

Όταν λοιπόν επανήλθε η σκέψη του Αλφρέδο μέσω του Χρήστου Στρατηγόπουλου, φίλου και συντρόφου του Μπονάννο και υποστηρικτή του εξεγερτικού Αναρχισμού, τους πρώτους μήνες της Ένωσης Αναρχικών μόνο χαμόγελο μπορούσε να μου αποφέρει. Αν και η «Ένωση» δεν συμφωνούσε με τον αντι-οργνανωτισμό του Μπονάνο, αυτό δεν σήμαινε ότι ξεχνούσε ή αγνοούσε την σημασία της εξέγερσης και την ιστορικότητα της τάσης αυτής στο Αναρχικό κίνημα. Οπότε από την περίοδο του 1987 –έως το 1990 όπου και διαλύθηκε τόσο η «Ένωση» όσο και η εφημερίδα μας «Αναρχία»-μετεξέλιξη της εφημερίδας «Δοκιμή»- είχαμε μεταφράσει αρκετά κείμενά του τόσο θεωρητικά όσο και εντός της φυλακής. Μάλιστα είχαμε κάνει και κοινή παρέμβαση για την απελευθέρωσή του στην Αθήνα το 1989, αν θυμάμαι καλά, μαζί με την Συσπείρωση Αναρχικών, ομάδα συντρόφων που έφυγε από την Ένωση, επιβεβαιώνοντας ότι η αλληλεγγύη για τους Αναρχικούς δεν γνωρίζει μικροπολιτικές.

Οι πολιτικές και οργανωτικές διαφορές που έχω με τον Μπονάννο είναι αρκετές, όμως όπως είχα δηλώσει στην έδρα στην ερώτηση αν αποδέχομαι την δημοκρατία και τον αυτό τρόπο πολιτικής δράσης: Οι Αναρχικοί επιλέγουν οι ίδιοι και μόνο αυτοί τα μέσα που χρησιμοποιούν για την ανατροπή της εξουσίας, αρκεί αυτοί (οι σκοποί) να συνάγουν με την ηθική ουσία των ιδεών τους. Συνεπώς καμία δήλωση νομιμότητας ή υπεράσπισης ενός δημοκρατικού τρόπου διεξαγωγής αυτών δεν μπορεί να γίνει ούτε να διανοηθεί από κανέναν Επαναστάτη Αναρχικό. Δεν συνομιλούμε -ούτε συνδιαλεγόμαστε.» Κάτι που συνεχίζω να πιστεύω μέχρι και σήμερα.

Με αφορμή τον θάνατο του συντρόφου Αλφρέδο πριν λίγες μέρες στα 86 του χρόνια δημοσιεύω τον πρόλογο που είχε κάνει για την Παλαιστίνη το 2012 και συμπεριλήφθηκε στο βιβλίο «Αναρχικοί Ενάντια στο Τείχος» που είχαμε την δυνατότητα να μιλήσουμε μαζί τους στην Ελλάδα στις πρώτες δεκαετίες του 2000. Με αφορμή όμως την ευκαιρία αυτή θέλω να εκφράσω δημόσια την αμέριστη ευγνωμοσύνη μου στην Άντζελα Ιωαννίδου που δεν βρίσκεται πια στη ζωή αφιερώνοντας στον Αγώνα για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης και όχι μόνο.

Σε μια εποχή αναθεωρητισμού που βομβαρδιζόμαστε εντός και εκτός του «χώρου» από διάφορους πασισφιστές και μη, οι οποίοι μας εγκαλούν γιατί δεν υποστηρίζουμε «το δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα», το κείμενο του Αλφρέδο Μπονάννο μας υπενθυμίζει τι σημαίνει «Τείχος».

Αργύρης Αργυριάδης

-------------------------

Το τείχος είναι εκεί, στο σημείο που πριν δεν ήταν. Είναι ένα τρομακτικό, γιγαντιαίο κατασκεύασμα, που εκτείνεται για εκατοντάδες χιλιόμετρα, ελίσσεται καταπατώντας τα σχετικά διεθνώς αποδεκτά «σύνορα», μεγαλώνοντας σε ύψος ή μετατρεπόμενο σε τάφρους ή άλλες κατασκευές, σχεδιασμένες να απομονώσουν τον «εχθρό». Γνωρίζω μερικά από τα μέρη που υψώνεται –για παράδειγμα, την Τουλκάρεμ, την Καλκίλια, το Γκους Ετζιόν, νότια της Ιερουσαλήμ– πολύ καλά. Αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα.

Ένα τείχος χτίζεται με πέτρες και τσιμέντο. Μία τάφρος είναι μια τρύπα σκαμμένη πολλά μέτρα μέσα στο έδαφος, με τη βοήθεια ενός αγκαθωτού συρματοπλέγματος, ενός ηλεκτρονικού μηχανισμού, μιας περιστρεφόμενης πόρτας. Όλα βουβά αντικείμενα, επιθυμητά από φόβο και επιβεβλημένα διά της βίας.

Αυτά, όμως, δεν αποτελούν το θεμελιώδες ζήτημα της ανθρώπινης απόστασης που έχει δημιουργηθεί μεταξύ των Ισραηλινών και των Παλαιστινίων εδώ και αρκετό καιρό, σε σημείο που να γίνεται σχεδόν ανυπέρβλητη. Στις ρίζες αυτής της αντίστασης υπάρχει ο φόβος εκείνων που, σε ένα παρελθόν τόσο μακρινό που πλέον μοιάζει αρχαίο, θα μπορούσαν να δουλέψουν μαζί με το «πρώτο κύ- μα» εποίκων, αλλά σταδιακά έγιναν, αν όχι ακριβώς ο ένοπλος εχθρός τους, το φτηνό εργατικό δυναμικό προς εκμετάλλευση.

Στη συνέχεια, με αργούς ρυθμούς και με την πάροδο δεκαετιών, μέσα από πολιτικά και διεθνή λάθη ή απάτες και την αποφυγή ανάληψης ευθυνών απ’ όλους τους ηγέτες (κόμματα και τάσεις), αυτός ο φόβος μετατράπηκε σε ένα συμπαγές αντικείμενο που είναι πολύ πιο ψηλό και σκληρό απ’ ό,τι θα μπορούσε ποτέ να ήταν το οποιοδήποτε τείχος. Πώς μπορείς να έρθεις κοντά σε κάποιον που έγινε μοχθηρός μέσα από την απόρριψη και τον εγκλεισμό, σε κάποιον που κυλιέται στη λάσπη των προσφυγικών καταυλισμών, σε κάποιον που τρέφεται από την τρελή ιδεολογία τού «πετάξτε τους όλους στη θάλασσα», σε κάποιον που εκτοξεύει τις ρουκέτες Κασάμ του, φτιαγμένες στην αυλή του σπιτιού, προς έναν ουρανό γεμάτο σύννεφα;
Και, από την άλλη πλευρά, πώς μπορείς να προσεγγίσεις εκείνους που βλέπουν το τείχος και όλες του τις αποκρουστικές πλευρές ως τη μόνη άμυνα ενάντια σε έναν εχθρό πάντοτε ζωγραφισμένο με τα μελανότερα χρώματα, ως κάποιον παντοτινά κακοπροαίρετο για οποιαδήποτε συμφωνία; Τι να πει κανείς για τις διαδηλώσεις υπέρ του διαχωρισμού; Κατά τη γνώμη μου, δεν θα πρέπει κανείς να υποβαθμίσει το πρόβλημα απλά σε ένα ζήτημα προπαγάνδας.

Δεν αρκεί μόνο να καταγγελθεί η βαρβαρότητα αυτή με την κατασκευή περισσότερων από επτακόσια χιλιόμετρα τείχους, ή το όνειδος αυτής της γκετοποίησης, την οποία οι Εβραίοι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στον κόσμο θα έπρεπε να θεωρούν φριχτή και απαράδεκτη. Θα πρέπει να πάμε ένα βήμα παραπέρα. Δεν θα πρέπει κανείς να περιορίζεται στο να δουλεύει 16 ΑΝΑΡΧΙΚΟΙ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ μαζί με Παλαιστίνιους, να τους βλέπει ως αδέρφια και όχι ως εχθρούς που θα πρέπει να μαλακώσουν, δείχνοντάς τους έτσι ότι δεν είναι όλοι οι Εβραίοι υπέρ αυτού του τσιμεντένιου τέρατος που ουρλιάζει για εκδίκηση προς τους ουρανούς.

Θα πρέπει να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα. Και ποιο θα πρέπει να είναι αυτό το βήμα; Επίθεση. Ενδεικτική αρχικά, για όνομα του Θεού. Δεν θέλω να μιλήσω για μια τελειωτική επίθεση, καθώς, εν γένει, μόνο η μιλιταριστική αυταπάτη τρέφεται από αυτό το πράγμα σε βαθμό δυσπεψίας. Εννοώ μια επίθεση σε συγκεκριμένους στόχους που εγκαθιδρύουν, τρέφουν, εγγυώνται, δικαιολογούν και χρηματοδοτούν τη διαχείριση ενός τέτοιου τερατουργήματος, όπως το εν λόγω τείχος. Δεν είναι αρκετό να αποκαλείται κανείς «Αναρχικοί Ενάντια στο Τείχος», εάν το τείχος αυτό παραμένει εκεί, μπροστά στα μάτια μας, ως το σύμβολο του ιστορικού αναπόφευκτου των αποφάσεων από εκείνους που βρίσκονται στην εξουσία, εκείνων που σφετερίστηκαν τις αρχικές, ελευθεριακές μορφές των πρώτων ισραηλινών εποικισμών. Τεράστιες δράσεις; Χιλιάδες άνθρωποι έξω στους δρόμους; Αδελφοσύνη μεταξύ Εβραίων και Παλαιστινίων, τέτοια που να τραντάξει τα τζάμια της Κνεσέτ; Ναι, πιθανότατα και αυτό, αλλά και κάτι άλλο πέρα από αυτό. Τελικά, οι αναρχικοί, ακόμη και μόνοι τους, έχουν υπάρξει ιστορικά ικανοί να διεξάγουν επιθετικές ενέργειες, οι οποίες, στις μικρές τους διαστάσεις και δυνατότητες αναπαραγωγής, έχουν εμπνεύσει εκείνους που υφίστανται αποκλεισμό, εκμετάλλευση και γενοκτονία. Και αυτή η τελευταία λέξη, πιστέψτε με, δεν επιλέχθηκε τυχαία.

Είναι γεγονός ότι η πραγματικότητα βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας. Δεν χρειάζονται μεγάλες θεωρίες ή ιδιαίτερες τεχνικές ή στρατηγικές εξηγήσεις. Όπως και αυτή η χούφτα γυναικών και ανδρών, που συνειδητοποίησαν την ύπαρξή της, δεν χρειάστηκαν ιδιαίτερη φώτιση. Συχνά, αυτή τη θεμελιώδη προϋπόθεση ύπαρξης –το να συνειδητοποιήσει κανείς μια κατάσταση τυραννίας που υφίστανται κάποιοι, είτε λίγοι είτε πολλοί, είτε άτομα είτε ολόκληροι λαοί, αυτό είναι ένα ζήτημα που έπεται–, άπαξ και τεθεί σε κίνηση, δεν μπορεί να τη σταματήσει κανένας. Και ποιος θα μπορούσε να σταματήσει τη δράση μας, αυτή ως αναρχικών; Μήπως χρειαζόμαστε το χαρισματικό σύνθημα κάποιου ηγέτη; Κάποιου είδους στρατηγικού διευθυντηρίου αποτελούμενου από μία χούφτα ηλιθίων που αυτοαποκαλούνται σημείο αναφοράς; Σίγουρα όχι. Πρέπει να επιτεθούμε. Οτιδήποτε άλλο είναι απλά μια μορφή υποστήριξης, ουσιώδης μεν αλλά όχι ζωτικής σημασίας.

Γνωρίζουμε το έγκλημα που σκιάζει τον ορίζοντά μας, εμποδίζοντας το φως του ήλιου. Γνωρίζουμε ποιοι είναι οι φτωχοί που πληρώνουν τις συνέπειες καθημερινά. Γνωρίζουμε ποιος είναι ο υπεύθυνος, πέρα από τις σημαίες ή τις θρησκευτικές επιλογές, οι οποίες, λίγο έως πολύ, έχουν τις ρίζες τους στον αταβισμό των προγόνων μας. Δεν χρειαζόμαστε τίποτε άλλο.

Αλφρέδο Μ. Μπονάννο
Τεργέστη, 26 Φεβρουαρίου 2012


*Αν και στο Ούτε Θεός Ούτε Αφέντης είμασταν και είμαστε κάθετα και ριζικά αντίθετοι με τον εξεγερτισμό και τον αντι-οργανωτισμό του Αλφρέδο Μπονάννο και της τάσης του, ωστόσο επιλέξαμε να δημοσιεύσουμε το παρόν κείμενο μαζί με τον πρόλογο του συντρόφου Α. Αργυριάδη, κυρίως για ιστορικούς λόγους.