Παρουσίαση του βιβλίου της Σίλβια Φεντερίτσι, από τον Φώτη Τερζάκη στην "Ε"
Από τον Φώτη Τερζάκη
Silvia Federici, Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα. Γυναίκες, σώμα και πρωταρχική συσσώρευση
μτφρ.: Ιρ. Γραμμένου, Λ. Γυιόκα, Π. Μπίκας, Λ. Χασιώτης
εκδόσεις των Ξένων, σ. 364, ευρώ 15,98
Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα γυναικεία κινήματα και μεγάλο κομμάτι της παραδοσιακής Αριστεράς, ιδίως από τη δεκαετία του 1960, γέννησε την ιδεολογική ψευδαίσθηση, ιδιαίτερα ισχυρή σε αυτό που ονομάστηκε από κάποιους μεταμοντέρνος φεμινισμός, ότι το κοινωνικό φύλο και η τάξη αποτελούν ριζικά διαφορετικές κατηγορίες ανάλυσης, παραπέμποντας σε μη τεμνόμενους άξονες εξουσίας. Τις πολλαπλές συγχύσεις που μια τέτοια αντίληψη δημιούργησε προσπαθεί να διαλύσει αυτό το σπουδαίο βιβλίο της Silvia Federici, καθηγήτριας σήμερα στο Πανεπιστήμιο Hofstra της Νέας Υόρκης και μέλους τής εκδοτικής κολεκτίβας Midnight Notes, μίας από τις σημαντικότερες θεωρητικούς του γυναικείου κινήματος τις τελευταίες δεκαετίες. Παρ' ότι οι έρευνές της που αφορούσαν τις γυναίκες κατά τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό ξεκίνησαν από τη δεκαετία του 1970, το σχέδιο επανενεργοποιήθηκε τα χρόνια που υπηρετούσε ως δασκάλα στη Νιγηρία (1984-6), όταν η υπαγωγή της χώρας στο Πρόγραμμα Δομικής Προσαρμογής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας οδήγησε σε «ένα νέο κύκλο πρωταρχικής συσσώρευσης και τον εξορθολογισμό της κοινωνικής αναπαραγωγής, που στόχευαν στην καταστροφή και των τελευταίων υπολειμμάτων κοινοτικής ιδιοκτησίας και κοινοτικών σχέσεων, επιβάλλοντας έτσι ακόμη πιο εντατικές μορφές εργασιακής εκμετάλλευσης [...] Παράλληλα με την πολιτική αυτή [...] είδα να υποδαυλίζεται μια εκστρατεία μισογυνισμού [...] και διαπίστωσα την ανάπτυξη μιας έντονης δημόσιας διαμάχης, από πολλές απόψεις παρόμοιας με τις querelles des femmes του 17ου αιώνα, που άγγιζε κάθε όψη της αναπαραγωγής τής εργασιακής δύναμης» (σελ. 22-3 passim).
Δύο κρίσιμες ιδέες εμφανίζονται εδώ, που θα χρησιμοποιηθούν ως οδηγητικό νήμα στην παρούσα μελέτη. Πρώτον, ότι αυτό που ονομάζουμε «πρωταρχική συσσώρευση», η οποία ιστορικά συμβολίζεται από τις «περιφράξεις της γης» στην Αγγλία, με όλη την τρομακτική βία απέναντι στα φτωχά στρώματα της υπαίθρου, την προλεταριοποίηση και την εξαθλίωση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, την εξάρθρωση του κοινοτισμού και των πλούσιων μορφών λαϊκού πολιτισμού, την καταστολή της λαϊκής ελευθεριότητας και την αυταρχική κανονικοποίηση του κοινωνικού σώματος -ό,τι σήμαινε δηλαδή ο λεγόμενος αστικός «εξορθολογισμός»-, που οδήγησε σε όσα ο Μισέλ Φουκό περιγράφει στις δικές του ιστορίες ως «ο μεγάλος εγκλεισμός», δεν είναι κάτι το οποίο συνέβη άπαξ, στις απαρχές της νεωτερικότητας, αλλά κάτι που επαναλαμβάνεται κανονικά, ύστερα από κάθε σοβαρή κρίση του καπιταλισμού (το οποίο ξαναζούμε άλλωστε στις μέρες μας). Αν αυτή η ιδέα από μόνη της είναι μια αξιοσημείωτη συμβολή της Federici στη μαρξιστική θεωρία, η ακόμη σημαντικότερη συμβολή της στη φεμινιστική θεωρία έγκειται στην επισήμανση ότι θεμελιώδης όρος του ανερχόμενου καπιταλισμού ήταν η «περίφραξη» επίσης των σωμάτων των γυναικών μέσω της ποινικοποίησης του ελέγχου των γυναικών επί της σεξουαλικότητάς τους κι επί της παραγωγικής τους δυνατότητας, ταυτόχρονα με την απαξίωση της αναπαραγωγικής εργασίας και της κοινωνικής τους θέσης, τον αποκλεισμό τους δηλαδή από τις έμμισθες εργασιακές σχέσεις και τον εγκλεισμό στην οικιακή «ιδιωτικότητα». Αυτός ο άνισος κατά φύλο καταμερισμός της εργασίας, κάνοντας αόρατη την εργασία των γυναικών στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (αποϊστορικοποιώντας τη δηλαδή ως κάτι το απλώς «φυσικό»), έχει αποκρύψει εκτεταμένες περιοχές της ανθρώπινης εκμετάλλευσης κι έχει επιβάλει την καθυπόταξη των γυναικών στους άνδρες ως κατεξοχήν νεωτερική και αστική μορφή κυριαρχίας (και καθόλου «φεουδαρχικό κατάλοιπο», όπως πολλοί μαρξιστές θεωρητικοί διατείνονται).
Με ακόμη πιο εύστοχο τρόπο η συγγραφέας διατυπώνει τη βασική της θέση έτσι: «Το σώμα για τις γυναίκες στην καπιταλιστική κοινωνία έχει γίνει ό,τι το εργοστάσιο για τους άρρενες μισθωτούς εργάτες: το κύριο πεδίο της εκμετάλλευσής τους και της αντίστασης, καθώς το γυναικείο σώμα έγινε αντικείμενο οικειοποίησης από το κράτος και τους άνδρες και υποχρεώθηκε να λειτουργεί ως μέσο αναπαραγωγής και συσσώρευσης της εργασίας» (σελ. 35). Και η απόπειρα ν' αναδιηγηθεί αυτή τη μαρτυρική ιστορία του γυναικείου σώματος -ανασκάπτοντας ένα εντυπωσιακό κοίτασμα πηγών και ιστορικών λεπτομερειών, που στο περιγραφικό τουλάχιστον επίπεδο θυμίζει τις γενεαλογίες του Φουκό- λαβαίνει ως εστιακό άξονα ένα ανατριχιαστικό επεισόδιο που σφράγισε την πρώιμη νεωτερική ιστορία της Ευρώπης: το κυνήγι των μαγισσών τον 16ο και 17ο αιώνα. Το θέμα είναι βεβαίως δημοφιλές και πολλά έχουν γραφτεί σε επίπεδο ιστοριογραφικό· ποτέ όμως δεν έγινε μια τόσο διεξοδική και σε βάθος δομικοϊστορική ερμηνεία του. Για την περίεργη παράβλεψη αυτού του επεισοδίου μάλιστα κατηγορεί τον ίδιο τον Φουκό, στον οποίον η Federici βρίσκει την ευκαιρία ν' ασκήσει μια -ολωσδιόλου εύστοχη, σε βαθμό που αναρωτιέται κανείς πώς διαφεύγει από τόσους άλλους ριζοσπάστες/τριες θεωρητικούς, οι οποίοι διαλέγονται με τη σκέψη του- κριτική: ότι, εν ολίγοις, παραγνωρίζει ολοσχερώς τη διαδικασία της αναπαραγωγής, τον κατά φύλο καταμερισμό της εργασίας και τις αντίστοιχα διαφορετικές μορφές «πειθάρχησης του σώματος», επειδή, σαγηνευμένος από τον «παραγωγικό» χαρακτήρα των τεχνικών εξουσίας, οι οποίες έχουν επενδυθεί στο σώμα, παρασύρεται σε μια οιονεί μεταφυσική σύλληψη της εξουσίας, αποσυνδεδεμένη από τις συγκεκριμένες οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις που τη γεννούν.
Η αφήγηση, όπως είπα, είναι συναρπαστική. Με τη δεξιοτεχνία προικισμένου ιστοριογράφου, η συγγραφέας ξεδιπλώνει στα μάτια μας τη ζωή των υστερομεσαιωνικών κοινοτήτων και την πανταχού παρουσία των γυναικών σε αυτές· τα μεγάλα κινήματα θρησκευτικής ανταρσίας ως επαναστάσεις των φτωχών που διεκδικούν πάντα κατά βάθος δικαιοσύνη και ισότητα και τον ρόλο των γυναικών στις γραμμές τους· τη βαθιά οικονομική και δημογραφική κρίση του 16ου αιώνα, που οδήγησε στην «αντεπανάσταση του καπιταλισμού», η οποία έμελλε να ζωγραφίσει εικόνες αποκαλυψιακής δυστυχίας μετατρέποντας την Ευρώπη (και μια στιγμή μετά τις αποικίες) σε ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκεντρώσεως: περιφράξεις, κυνήγι των μαγισσών, μαζικοί απαγχονισμοί των πεινασμένων, το σημάδεμα, το μαστίγωμα και η φυλάκιση πλανήτων και ζητιάνων στα νεοδημιουργημένα άσυλα υποχρεωτικής εργασίας, εξόντωση των ιθαγενών πληθυσμών του Νέου Κόσμου στις φυτείες και στα ορυχεία και τα πρώτα καράβια με σκλάβους από την Αφρική στον ορίζοντα.
Δεν υπάρχει λόγος να πω περισσότερα εδώ. Μένει να διαβάσει κανείς το βιβλίο με την προσοχή που του αξίζει, για να διαπιστώσει ότι είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα που εκδόθηκαν μέσα στην τελευταία δεκαετία. Μας θυμίζει ποια κοσμογονική ωμότητα γέννησε όλο τον νεωτερικό, «εξορθολογισμένο» κόσμο στον οποίον ακόμη ζούμε, ποια είναι η αληθινή ταυτότητα της Ευρώπης και του καπιταλισμού ως ιστορικής μορφής, και ταυτόχρονα επανατοποθετεί το γυναικείο ζήτημα στο αληθινό του συμφραζόμενο: «Αν αληθεύει ότι στην καπιταλιστική κοινωνία η έμφυλη ταυτότητα έγινε φορέας συγκεκριμένων εργασιακών λειτουργιών, τότε το κοινωνικό φύλο δεν μπορεί να θεωρείται μια αμιγώς πολιτισμική πραγματικότητα, αλλά οφείλει να αντιμετωπίζεται ως προσδιοριζόμενο από τις ταξικές σχέσεις» (σελ. 33). Δείχνει ανάγλυφα, δηλαδή, τον υπερκαθορισμό των αξόνων κυριαρχίας που ονομάζουμε καπιταλισμό και πατριαρχία (στους οποίους συνυφαίνεται καταστατικά κι ένας τρίτος, πιθανώς αρχαιότερος: εργαλειοτεχνική κυριαρχία πάνω στη φύση). Αν αυτό γίνει κατανοητό, αντιλαμβανόμαστε ότι ο αγώνας για την αποτίναξη της γυναικείας υποτέλειας είναι ο ίδιος με τον αγώνα για τη διάσωση του ανθρώπινου σώματος και των εργασιακών του δυνάμεων από τις αρπάγες του κεφαλαίου, ο ίδιος με τον αγώνα για τη λύτρωση της φύσης από τη σαδιστική (και ανέκκλητα αυτοκαταστροφική) βούληση απεριόριστης εργαλειακής καθυπόταξης.