ΜΕΡΟΣ Ι
Ο Γαλλο-Πρωσικός πόλεμος του 1870-71
Τα γεγονότα της Παρισινής Κομμούνας είναι αξεδιάλεχτα μπλεγμένα με τα γεγονότα του γαλλο-πρωσικού πολέμου του 1870-71. Ο πόλεμος με την Πρωσία ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1870 από τον αυτοκράτορα Louis Napoleon Bonaparte [Ναπολέων Γ’] και ήταν αποτέλεσμα των γαλλικών ανησυχιών για την διαφαινόμενη ένωση της Γερμανίας σε ένα ενιαίο κράτος. Η γαλλική διπλωματία ενίσχυε από καιρό τις χωριστικές τάσεις ορισμένων νοτιογερμανικών κρατιδίων, αλλά ήταν φανερό ότι η ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη των γερμανικών κρατιδίων με επίκεντρο την Πρωσία θα οδηγούσε στην ένωση.
Ο πόλεμος κηρύχθηκε στις 2 Αυγούστου 1870 και οι στρατιωτικές εξελίξεις ήταν ταχύτατες. Από τις 4 Αυγούστου τα γαλλικά στρατεύματα έχουν τις πρώτες συντριπτικές ήττες. Στις 18 Αυγούστου ο κύριος όγκος των γαλλικών στρατευμάτων πολιορκείται στο Metz, ενώ η στρατιά του MacMahon πολιορκείται στο Sedan από τις 27 Αυγούστου μέχρι και την κατά διαταγή του αυτοκράτορα συνθηκολόγησή της στις 2 Σεπτέμβρη. Οι αιχμάλωτοι αγγίζουν τον αριθμό των 90.000, ανάμεσά τους και ο ίδιος ο αυτοκράτορας.
Η είδηση της συνθηκολόγησης φτάνει την ίδια μέρα στο Παρίσι και προκαλεί αναβρασμό. Γίνεται έκτακτη σύγκληση του νομοθετικού σώματος του Παρισιού. Το πρωί της 4ης Σεπτέμβρη, το πλήθος εισβάλλει στο Παλαί Μπουρμπόν, όπου το κοινοβούλιο συζητά τις εξελίξεις. Απαιτεί την ανατροπή του Αυτοκράτορα και το σχηματισμό δημοκρατικής κυβέρνησης.
Με πρωτοβουλία του Λεόν Γκαμπετά, το μεγαλύτερο τμήμα της Εθνοσυνέλευσης μετακινείται στο Δημαρχείο του Παρισιού. Εκεί, σε μια θυελλώδη συνεδρίαση, με την παρουσία χιλιάδων λαού μέσα και έξω από το κτίριο, οι βουλευτές αποφασίζουν:
1) Κατάργηση της μοναρχίας και εγκαθίδρυση της δημοκρατίας [στις 4 του Σεπτέμβρη]
2) Δημιουργία κυβέρνησης “Εθνικής Άμυνας”
3) Δημιουργία Εθνοφρουράς
Η κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας βρίσκεται υπό την καθοδήγηση των αστών δημοκρατών [Gambetta, Ferry, Favre κα], ενώ η Εθνοφρουρά αποτελείται κυρίως από ένοπλους μικροαστούς και εργάτες. Η δημιουργία της Εθνοφρουράς είναι κομβικό σημείο για τις μετέπειτα εξελίξεις.
Η πολιορκία
Χωρίς ουσιαστικό εμπόδιο, ο Πρωσικός στρατός φτάνει μπροστά στο Παρίσι στις 19 του Σεπτέμβρη. Τέλος Σεπτέμβρη ουσιαστικά αρχίζουν να πολιορκούν το Παρίσι. Οι στερήσεις των κατοίκων του μετατρέπονται σε λιμό. Σε 3.600 ανθρώπους την εβδομάδα [κυρίως γέρους και παιδιά] υπολογίζονται τα θύματα του λιμού το μαύρο χειμώνα του 1870-71 στο Παρίσι.
Τα χρόνια πριν τον Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο, το χάσμα πλούσιων και φτωχών είχε γίνει τεράστιο στην γαλλική πρωτεύουσα. Οι εντεινόμενες με τον καιρό κακουχίες, η έλλειψη τροφής, οι στρατιωτικές αποτυχίες και ένας βομβαρδισμός της πόλης από τα πρωσικά στρατεύματα, οξύνουν τη δυσαρέσκεια των εργατών και των μικροαστών. Η μεγαλοαστική τάξη ζητάει την άνευ όρων ειρήνη και σαμποτάρει την άμυνα ενώ οι εργάτες και οι μικροαστοί τάσσονται υπέρ του “λαϊκού πολέμου μέχρις εσχάτων”, όπως λέγεται, και προβάλλουν αιτήματα τόσο υπέρ της δημοκρατικής διακυβέρνησης όσο και σοσιαλιστικά. Οι Δήμοι του Παρισιού και άλλων γαλλικών πόλεων είναι στην κορυφή των διεκδικήσεων.
Στις 28 του Γενάρη η κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας υπογράφει ανακωχή με τους Πρώσους. Πρόκειται για πλήρη συνθηκολόγηση και προβλέπει παράδοση των οχυρών και διάλυση του τακτικού στρατού. Ανάμεσα στους όρους της ανακωχής περιλαμβάνεται και η είσοδος των Πρώσων στην πόλη του Παρισιού.
Η αναγγελία της ανακωχής βρίσκει αντίθετη την Εθνοφρουρά η οποία αρνείται να παραδοθεί. Συγκεντρώνει, τα αγορασμένα με λαϊκό έρανο, κανόνια της στον λόφο της Μονμάρτης και τα τμήματά της εκλέγουν τους δικούς τους διοικητές, οι οποίοι είναι εργάτες και σοσιαλιστές. Συγκροτείται η Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς, η οποία αποτελούμενη τόσο από δημοκράτες όσο και από σοσιαλιστές, αναλαμβάνει τόσο την οργάνωση της στρατιωτικής υπεράσπισης της πόλης όσο και την υπεράσπιση της δημοκρατίας από μία πιθανή παλινόρθωση της μοναρχίας.
Η κατάσταση γίνεται ιδιαίτερα τεταμένη μετά την συντριπτική κυριαρχία των μοναρχικών και μεγαλοαστών στις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση της 7ης του Φλεβάρη του 1871. Η Εθνοσυνέλευση που προέκυψε από τις εκλογές συνήλθε στο Bordeaux και σχημάτισε κυβέρνηση με επικεφαλής τον Adolfe Thiers [Τιέρ ή Θιέρσος], εξουσιοδοτημένο να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Πρώσους για την άμεση υπογραφή συνθήκης ειρήνης. Στις 17 Φλεβάρη ο πρωσικός στρατός κάνει θριαμβευτική παρέλαση στην Αψίδα του Θριάμβου και στους δρόμους της Γαλλικής πρωτεύουσας.
Στις 26 Φλεβάρη γίνονται γνωστοί οι προκαταρκτικοί όροι της συνθήκης ειρήνης, οι οποίοι επικυρώνονται από την Εθνοσυνέλευση την 1η του Μάρτη. Την ίδια μέρα ο πρωσικός στρατός εισέρχεται στο Παρίσι και καταλαμβάνει τα βόρεια και ανατολικά φρούρια της πόλης. Η κατάσταση στην πόλη μυρίζει μπαρούτι. Η Εθνοφρουρά είναι εξοργισμένη με την Εθνοσυνέλευση και απορρίπτει την ανακωχή και τη συνθήκη ειρήνης. Όλα πλέον είναι έτοιμα για την έκρηξη.
18 Μάρτη
Η ύπαρξη μιας ανυπάκουης παράλληλης εξουσίας στο Παρίσι θορύβησε της κυβέρνηση του Θιέρσου και την εθνοσυνέλευση. Στις 10 Μάρτη, ο Tιέρ μεταφέρει την έδρα της κυβέρνησης στις Βερσαλλίες [που βρίσκονται υπό πρωσική κατοχή ! ] προτιμώντας την «ασφαλή αγκαλιά» των κατακτητών. Ο συμβολισμός που εκπέμπει η εγκατάσταση της κυβέρνησης στις Βερσαλλίες είναι ανυπόφορος για τον αντιστεκόμενο λαό του Παρισιού. Το «Βερσαγιέζος» θα αποτελεί στο εξής βρισιά, ισοδύναμο του σημερινού «δοσίλογος».
Το βράδυ της 17ης προς τη 18η Μαρτίου, σε μια προσπάθεια να επιβάλει την εξουσία του στο ανυπότακτο Παρίσι, ο Τιέρ έκανε δύο καθοριστικές ενέργειες:
1. Στις 17 Μάρτη συνελήφθη, ο δημοκράτης και σοσιαλιστής επαναστάτης, Αύγουστος Μπλανκί [Auguste Blanqui] μετά από κατάδοση ενώ κοιμόταν στο σπίτι ενός φίλου του στο Bretenoux και φυλακίστηκε στο Cahors. [Ο Μπλανκί είχε μυηθεί στον Τεκτονισμό το 1830 στη Στοά «Οι Φίλοι της Αλήθειας». Το 1842 «υιοθετήθηκε» στη Στοά «Ναός των Φίλων της Γαλλικής Τιμής».]
2. Αποφάσισε να αφοπλίσει την πόλη για τον φόβο εργατικής εξέγερσης. Τα κυβερνητικά στρατεύματα εισβάλουν στις εργατικές γειτονιές και περικυκλώνουν την Μονμάρτη, ζητώντας τον αφοπλισμό της Εθνοφρουράς, πράγμα που αναμφίβολα σήμαινε και τη διάλυσή της. Στη Μονμάρτη και την Μπελβίλ υπήρχαν 227 κανόνια για την άμυνα της πόλης υπό τον έλεγχο της ριζοσπαστικοποιημένης Εθνοφρουράς. Οι στρατιωτικές δυνάμεις που εστάλησαν δεν κατόρθωσαν να τα καταλάβουν, καθώς κυκλώθηκαν από εθνοφρουρούς και πολίτες. Η άρνηση υποταγής των πολιτών οδηγεί στην διαταγή για γενική επίθεση. Οι στρατιώτες, όμως, αρνούνται να χτυπήσουν τον Παρισινό λαό. Οι στρατιώτες δεν πυροβόλησαν κατά του πλήθους, αλλά συνέλαβαν τους επικεφαλείς, τους στρατηγούς Λεκόντ και Τομά, τους οποίους εκτέλεσαν δια τυφεκισμού. [Στη θέση που φυλάσσονταν τα κανόνια βρίσκεται, σήμερα, η Βασιλική της Σάκρ Κερ. Η οικοδόμησή της άρχισε 4 χρόνια μετά την ήττα της Κομμούνας. Ανάμεσα στα άλλα για «να συγχωρήσει ο Θεός το Παρίσι γιαταεγκλήματατωνκομμουνάρων»!!!] Αρχίζει η εξέγερση.
Στρατιωτικές μονάδες του κυβερνητικού στρατού ενώνονται με τους εργάτες και την Εθνοφρουρά και οι εξεγερμένοι καταλαμβάνουν το Δημαρχείο. Ο Τιέρ δίνει εντολή όλες οι μονάδες του στρατού να αποσυρθούν από το Παρίσι. Την επομένη όσες κυβερνητικές υπηρεσίες έχουν απομείνει στην πόλη μεταφέρονται στις Βερσαλλίες, οι οποίες θα αποτελέσουν το κέντρο της αστικής αντίδρασης καθ' όλη τη διάρκεια της Κομμούνας. Η εγκαταλελειμμένη εξουσία περνάει πλέον στα χέρια της Κεντρικής Επιτροπής της Εθνοφρουράς.
Στις 26 του Μάρτη, και ενώ εξεγερτικές απόπειρες σε πόλεις εκτός του Παρισιού αποτυγχάνουν, η Κεντρική Επιτροπή προχωράει σε εκλογές που θα εκλέξουν την Κομμούνα του Παρισιού. Στη σύντομη προεκλογική καμπάνια και στις εκλογές αντιπαρατίθενται δύο αντίπαλα ρεύματα:
1. Οι «συμφιλιωτικοί», που περιλαμβάνουν την ομάδα των απερχομένων δημάρχων και την ομάδα των λεγόμενων «Ριζοσπαστών». Εκφράζουν τα εύπορα κοινωνικά στρώματα που έχουν παραμείνει στην πόλη.
2. Η Αριστερά, που περιλαμβάνει την Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς, την «Κεντρική Επιτροπή των 20 Διαμερισμάτων» και τους «Διεθνιστές» [στελέχη της Διεθνούς των Εργατών]. Είναι υπέρ της ρήξης με τις Βερσαλλίες, και του πολέμου μέχρι τέλους ενάντια στους Πρώσους.
Στις εκλογές εκλέχτηκαν 92 άτομα, προερχόμενα κυρίως απ' το χώρο της Αριστεράς. Πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής εκλέγεται ο φυλακισμένος, για άλλη μια φορά, από τις 17 Μάρτη [και καθ' όλη τη διάρκεια της Κομμούνας] επαναστάτης Αύγουστος Μπλανκί. Το ένα τέταρτο των εκλεγμένων είναι Ελευθεροτέκτονες. Η Κομμούνα αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση της πόλης στις 28 του Μάρτη. Την ίδια μέρα λαμβάνονται δύο πολιτικά συμβολικές αποφάσεις. Η κόκκινη σημαία καθορίζεται ως κρατικό έμβλημα της Κομμούνας και επαναφέρεται το επαναστατικό ημερολόγιο. Το έτος δεν είναι πλέον το 1871, αλλά το «79ο έτος της Δημοκρατίας»!!!
Από τις 28 Μάρτη μέχρι το τέλος
Από τις 28 του Μάρτη, δύο κυβερνήσεις υπάρχουν στη Γαλλία. Η κυβέρνηση των Βερσαλλιών αρνείται κάθε επικοινωνία με την Κομμούνα, η οποία αρνείται την συνθηκολόγηση με τους Πρώσους οι οποίοι εξακολουθούν να πολιορκούν την πόλη, τηρώντας στάση αναμονής απέναντι στα τεκταινόμενα. Επανειλημμένες απόπειρες διαπραγματεύσεων μεταξύ του Παρισιού και των Βερσαλλιών δεν οδηγούν πουθενά. Οι Βερσαλλίες ετοιμάζονται για την επερχόμενη σφαγή, ενώ οι Παριζιάνοι προσπαθούν να οργανώσουν τη ζωή τους και την άμυνα της πόλης με νέους όρους.
Οι πρώτες πολεμικές αψιμαχίες αρχίζουν στις 2 του Απρίλη, όταν κυβερνητικά στρατεύματα καταλαμβάνουν το οχυρό του Courbevoie και από τότε το Παρίσι βρίσκεται υπό τον συνεχή βομβαρδισμό του πυροβολικού. Μια καθυστερημένη απόπειρα των δυνάμεων της Κομμούνας να βαδίσουν κατά των Βερσαλλιών στις 3 του Απρίλη οδηγεί σε πλήρη αποτυχία. Το συμβούλιο της Κομμούνας προσπαθεί να αναδιοργανώσει τις στρατιωτικές δυνάμεις, έχοντας την υποστήριξη και κοινοτήτων πολιτικών προσφύγων, όπως ο εξαιρετικός πρώην στρατηγός Dabrowski από την Πολωνία. Τα μηνύματα υποστήριξης από το εξωτερικό πολλαπλασιάζονται μέρα με τη μέρα, αλλά η ουσιαστικότερη υποστήριξη που θα μπορούσε να έρθει, από την γαλλική επαρχία, δεν θα έρθει ποτέ. Οι πληροφορίες για τα γεγονότα φιλτράρονται από την κυβέρνηση του Τιέρ και όλες οι απόπειρες εξέγερσης σε πόλεις εκτός του Παρισιού καταστέλλονται.
Μέσα σε κατάσταση έντονης ανησυχίας και χάρη στην αποδιοργάνωση που έχουν οδηγηθεί οι δυνάμεις της Κομμούνας, ένα τμήμα του συμβουλίου της ανακηρύσσεται σε Επιτροπή Δημόσιας Ασφάλειας αποκτώντας την ψευδαίσθηση υπερεξουσιών. Η Επιτροπή δεν θα καταφέρει τίποτα περισσότερο από την βραχύχρονη θεσμοθέτηση ενός ακόμη πλήρως αποτυχημένου γραφειοκρατικού οργάνου. Την ίδια ώρα, οι κυβερνητικές δυνάμεις αυξάνουν σε αριθμό, μετά και την απελευθέρωση χιλιάδων αιχμαλώτων από τους Πρώσους που έσπευσαν με αυτόν τον τρόπο να πάρουν τελικά ξεκάθαρη στάση απέναντι στα γεγονότα.
Η "Ματωμένη Εβδομάδα" [21-28η Μάη]
Η “Ματωμένη Εβδομάδα”, όπως ονομάστηκε, [21-28 Μάη] θα είναι μόνο η αρχή μιας απίστευτης θηριωδίας από πλευράς της κυβέρνησης της αστικής τάξης.
Κυριακή 21 Μάη, ο στρατός των Βερσαλλιών με αρχηγό τον MacMahon, ηττημένο στο Sedan, εισέρχεται στο Παρίσι από την Πορτ ντε Σαιν-Κλου, νότια του δάσους της Βουλώνης. Όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, υπήρξε προδοσία. Ο εργάτης Ζυλ Ντικατέλ που είχε υπηρεσία στο 24ο φυλάκιο, στο Point du Jour, πέρασε τους Βερσαγιέζους από τις γραμμές των αμυνομένων. Ο Ντικατέλ συνελήφθη την ίδια μέρα, αλλά λίγο πριν εκτελεστεί έφτασαν κυβερνητικά στρατεύματα και τον διέσωσαν. [Λίγο καιρό αργότερα, και ενώ η Κομμούνα έχει συντριβεί, ο διευθυντής της «Φιγκαρώ», Ανρύ ντε Βιλμεσάν, οργανώνει στην εφημερίδα του καμπάνια οικονομικής ενίσχυσης του Ντικατέλ για την «υπηρεσία που προσέφερε στο έθνος», η οποία του αποφέρει 125.000 γαλλικά φράγκα]. Αρχίζει η μάχη των οδοφραγμάτων.
Η καλά προετοιμασμένη επίθεση φέρνει αντιμέτωπους περί τους 130.000 στρατιώτες και βαρύ πυροβολικό με τους περίπου 30.000 άσχημα εξοπλισμένους υπερασπιστές της Κομμούνας. Σκληρές μάχες διεξάγονταν από δρόμο σε δρόμο και από γειτονιά σε γειτονιά. Συμμετέχουν ακόμα και ανήλικα παιδιά. Πολλά από αυτά θα βρεθούν τις επόμενες ημέρες αιχμάλωτοι πολέμου των Βερσαγιέζων. Οι μάχες για την κατάληψη της πόλης θα κρατήσουν μέχρι και τις 28 του Μάη, οπότε έπεσε και το τελευταίο οδόφραγμα της Κομμούνας στην οδό Ramponeau στην Belleville. Η επίθεση προχωράει χωρίς πολλά εμπόδια στις εύπορες δυτικές συνοικίες του Παρισιού, αλλά, παρ' όλα τα προβλήματα συντονισμού μεταξύ των διαμερισμάτων της πόλης, συναντάει σκληρή αντίσταση όσο προχωράει στα ενδότερα. Τα ανάκτορα του Κεραμεικού, το Δημαρχείο και το Μέγαρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου τυλίχτηκαν στις φλόγες.
Πέμπτη 25 Μάη, Στις 7 το πρωί, ο Θιέρσος σπεύδει να ανακοινώσει σε διάγγελμα ότι: «... το Παρίσι εκτός από ένα μικρό μέρος του έχει καταληφθεί...». Το κείμενο είναι ένα μνημείο βαρβαρότητας:
«... Έχουμε ήδη 12.000 αιχμαλώτους και σύντομα θα τους κάνουμε 18-20.000. Το έδαφος του Παρισιού είναι στρωμένο με τα πτώματά τους. Αυτό το φρικτό θέαμα θα γίνει μάθημα, ελπίζουμε, στους εξεγερμένους που τολμούν να δηλώνουν οπαδοί της Κομμούνας….»
Οι ωμότητες των εισβολέων συνεχίζονται: μαζικές εκτελέσεις κομμουνάρων στη Μονμάρτη και το Παρκ Μονσώ [424 συνολικά]. Η κατάληψη του μεγάλου οδοφράγματος του Bd Saint Marcel, όπου τουφεκίζονται ομαδικά 100 αιχμάλωτοι κομμουνάροι, δημιουργεί συνθήκες περικύκλωσης ολόκληρης της δύναμης της Εθνοφρουράς της Αριστερής όχθης. Σε άλλα οδοφράγματα, μετά την κατάληψή τους, οι Βερσαγιέζοι σκοτώνουν, χτυπώντας με τους υποκόπανους των τουφεκιών, τους τραυματίες.
Παρασκευή 26 Μάη, Αιματηρή απάντηση στις θηριωδίες των Βερσαγιέζων: Στην Rue Haxo στη Μπελβίλ, Εθνοφρουροί, εκτελούν 48 ομήρους [11 κληρικούς, 35 χωροφύλακες και 2 χαφιέδες της Αστυνομίας του Ναπολέοντα].Ο Βαρλέν, που είναι παρών, προσπαθεί να σταματήσει τη σφαγή αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Kυριακή 28 Μάη, Άλλο ένα παράδειγμα βαρβαρότητας. Το πρωί καταδίδεται από έναν παπά και συλλαμβάνεται στη οδό Λαφαγέτ ο Ευγένιος Βαρλέν. Ένα εξαχρειωμένο πλήθος μοναρχικών απαιτεί από τον επικεφαλής του αποσπάσματος να μην εκτελεστεί επί τόπου αλλά στη Μονμάρτη, στο σημείο που είχαν εκτελεστεί οι στρατηγοί. Τον υποχρεώνουν να ανέβει το λόφο και στη διαδρομή τον κακοποιούν βάρβαρα. Ημιθανής και με βγαλμένο το ένα μάτι, σέρνεται στη rue des Rosiers, όπου τον εκτελούν δεμένο σε μια καρέκλα για να μην τον πυροβολήσουν πεσμένο κατάχαμα. Ο λοχαγός Σίκρ, επικεφαλής των εκτελεστών, του παίρνει το ρολόι, ενώ οι υπόλοιποι μοιράζονται τα 248 φράγκα που βρήκαν πάνω του[!!!] Αυτή ήταν η περιουσία του Επιτρόπου Οικονομικών της Κομμούνας.
Kυριακή 28 Μάη, στις 14:00 το απόγευμα πέφτει το τελευταίο οδόφραγμα, στη Belleville, διασταύρωση της rue Ramponeau με τη rue de Tourtille. Κατά τον ιστορικό της Κομμούνας Λισαγκαρέ, το τελευταίο τέταρτο της ώρας το υπερασπιζόταν ένας[!] κομμουνάρος, που μάλιστα κατάφερε να διαφύγει.
Η πτώση του τελευταίου οδοφράγματος της Κομμούνας ακολουθήθηκε από την ακόλουθη διακήρυξη του MacMahon:
“Προς τους κατοίκους του Παρισιού. Ο Γαλλικός στρατός ήρθε για να σας σώσει. Το Παρίσι απελευθερώθηκε! Στις 16:00 ο στρατός μας κατέλαβε και την τελευταία θέση των στασιαστών. Σήμερα η μάχη τελείωσε. Η τάξη, η δουλειά και η ασφάλεια θα ξαναγεννηθούν.”
Στις 15:00 το απόγευμα, στην ανατολική πλευρά της μάντρας που περιβάλλει το νεκροταφείο, εκτελούνται ομαδικά οι τελευταίοι 147 αιχμάλωτοι κομμουνάροι, που έχουν συλληφθεί ένοπλοι. Ένα τμήμα της μάντρας, «ο τοίχος των ομοσπονδιακών - mur des fédérés» αποτελεί σήμερα το μνημείο της Κομμούνας.
Οι κομμουνάροι που έπεσαν στις μάχες μέχρι και τις 28 Μάη, υπολογίζονται σε 5.000, ενώ οι επίσημες απώλειες των κυβερνητικών είναι 877 άνδρες.
Την κατάληψη του Παρισιού από τα στρατεύματα των Βερσαλλιών ακολουθεί ένα δολοφονικό όργιο.
Ηθικός αυτουργός η κυβέρνηση του Θιέρσου και συντονιστής «επί του πεδίου» ο διαβόητος για την ωμότητά του, στρατηγός Ντε Γκαγιφέ. Ο Γκαγιφέ ήταν από τους ατιμασμένους στο Σεντάν ανώτατους αξιωματικούς. Αιχμαλωτίστηκε αλλά απελευθερώθηκε από τους Πρώσους. Εκτιμώντας τις αντιμοναρχικές του απόψεις, η Ρεπουμπλικανική Κυβέρνηση του Σεπτέμβρη τον διόρισε στρατιωτικό διοικητή Παρισιού.
Πρωταγωνιστής της αιματηρής τρομοκρατίας που ακολούθησε την 28η Μάη, αποδέχτηκε [με υπερηφάνεια] τον τίτλο του «χασάπη της Κομμούνας».
Το 1899, όντας Υπουργός Άμυνας της Κυβέρνησης Βαλντέκ-Ρουσώ, τη στιγμή που έμπαινε στη Βουλή αποδοκιμάστηκε από τους βουλευτές της Αριστεράς με τις κραυγές «δολοφόνε, δολοφόνε». Γύρισε προς τα έδρανά τους και απάντησε: «Δολοφόνος; Παρών!»
Εκατοντάδες είναι οι ομαδικές εκτελέσεις χωρίς δίκη. Όποιος εργάτης συλλαμβάνεται, οδηγείται κατ’ ευθείαν για εκτέλεση, αρκεί ο επικεφαλής αξιωματικός να ανιχνεύσει ίχνη μπαρουτιού στα χέρια του, «απόδειξη» ότι λίγο πριν κρατούσε όπλο.
Κάθε φτωχοντυμένη και απεριποίητη[!] γυναίκα θεωρείται ύποπτη να είναι «πετρολέζ» και συλλαμβάνεται χωρίς καμία αιτιολογία. Οι γυναίκες ρίχνονται κυρίως στη γυναικεία φυλακή Prison des Chantiers στις Βερσαλλίες. Αρκετές έχουν μαζί τα μικρά παιδιά τους.
Κυβερνητική αφίσα προπαγάνδας. Μια γυναίκα της Κομμούνας, με αποκρουστικό πρόσωπο και εμφάνιση πόρνης, καίει το Παρίσι. Ιδιαίτερα για τις γυναίκες της Κομμούνας διαδόθηκε ότι η κύρια δραστηριότητά τους ήταν οι εμπρησμοί. Κατά τη μαύρη προπαγάνδα, οι όροι communarde [γυναίκα της Κομμούνας] και pétroleuse [εμπρήστρια] ήταν ταυτόσημοι. Στη συνείδηση του λαού η ταύτιση λειτούργησε αντίστροφα: αντί να απαξιώσει το «κομμουνάρντ», εξύψωσε το «πετρολέζ» που κατέληξε να σημαίνει, μεταφορικά, τη γυναίκα που φλογισμένη από επαναστατικό πάθος, υπερασπίζεται μαχητικά τις απόψεις της.
Αν οι προς εκτέλεση ξεπερνούν τους 10, χρησιμοποιούν πολυβόλα και όχι τουφέκια, για ... επιτάχυνση της διαδικασίας. Μέσα στη δολοφονική βιασύνη των πρώτων ημερών, τα περισσότερα πτώματα ρίχνονται στη λίμνη των λοφίσκων Σωμόν και στο Σηκουάνα. Μετά από μερικές ημέρες, για λόγους υγιεινής, χρησιμοποιούνται ομαδικοί τάφοι. Πάνω από 20.000 υπολογίζεται ότι δολοφονήθηκαν κατά την αιματηρή τρομοκρατία τις πρώτες ημέρες μετά την κατάληψη του Παρισιού. Οι περισσότεροι σε ομαδικές εκτελέσεις. [Ακόμη και οι πιο εχθρικές προς την Κομμούνα ιστορικές πηγές μιλούν για 10 έως 17.000]
Περίπου 38.000 είναι οι συλληφθέντες. Τα επίσημα στοιχεία των διωκτικών αρχών δείχνουν ότι: Το 84% από αυτούς είναι χειρώνακτες εργάτες, 657 είναι ανήλικα παιδιά. 43 από αυτά είναι κάτω των 13 ετών!
Οι συλληφθέντες στοιβάζονται σε στρατόπεδα και παροπλισμένα πλοία στο Σηκουάνα, υπό άθλιες συνθήκες χωρίς καμία περίθαλψη και συχνά χωρίς τροφή. Αρκετοί πεθαίνουν από αρρώστιες ή ασιτία, οι περισσότεροι στο κολαστήριο του Σατορύ, στρατόπεδο στις Βερσαλλίες, όπου γίνονται οι «νόμιμες» εκτελέσεις των θανατοποινιτών κομμουνάρων. Όσοι προσπαθούν να εγκαταλείψουν την πόλη, από τα βόρεια για να διασωθούν, πέφτουν στα χέρια των Γερμανών, οι οποίοι έχουν εντολή να τους παραδίδουν αμέσως στους Βερσαγιέζους. Υπάρχουν ωστόσο πολλές μαρτυρίες για Γερμανούς στρατιώτες και αξιωματικούς που διευκόλυναν πρόσφυγες να διαφύγουν. Εκατοντάδες ήταν και αυτοί που κατάφεραν να ξεφύγουν στο εξωτερικό, κυρίως το Βέλγιο, τη Βρετανία, την Ιταλία, την Ισπανία και τις ΗΠΑ.
Χιλιάδες οδηγήθηκαν στις Βερσαλίες για να δικαστούν. Για πολλές μέρες ατέλειωτες σειρές αντρών, γυναικών και παιδιών κρατήθηκαν υπό στρατιωτική επιτήρηση σε άθλιες φυλακές των Βερσαλλιών. Από αυτούς περί τους 13.000 δικάστηκαν τελικά και περίπου 10.000 βρέθηκαν ένοχοι. Περίπου 4.000 εξορίστηκαν για να πεθάνουν στη Νέα Καληδονία ενώ χιλιάδες άλλοι πέθαναν κατά τη διάρκεια της φυλάκισης πριν τη δίκη.
Το Δεκέμβρη του 1871 δικάζεται η Λουίζ Μισέλ πνευματικό τέκνο και «μαθήτρια» του Αυγούστου Μπλανκί. Είχε δει τους περισσότερους από τους συντρόφους της να πέφτουν στα οδοφράγματα ή στο εκτελεστικό απόσπασμα. Ανάμεσά τους τον αγαπημένο της Θεόφιλο Φερρέ. Η στάση της απέναντι στους Βερσαγιέζους στρατοδίκες έμεινε ιστορική:
Η Λουίζ Μισέλ. Για τον αντεπαναστατικό τύπο η Μισέλ ήταν «La Louve Rouge» [H Κόκκινη Λύκαινα].
«...Με κατηγορείτε ότι συμμετείχα στην εκτέλεση των στρατηγών. Απαντώ: Αν βρισκόμουνα στη Μονμάρτη, όταν επιχείρησαν να ανοίξουν πυρ κατά του λαού, δεν θα δίσταζα ούτε στιγμή να τους πυροβολήσω εγώ η ίδια. Αλλά αφού είχαν ήδη συλληφθεί δεν καταλαβαίνω γιατί τους εκτέλεσαν. Το θεωρώ κραυγαλέα ανανδρία. Όσο για τους εμπρησμούς, ναι συμμετείχα! Θέλησα να σηκώσω ένα φράγμα φωτιάς στους Βερσαγιέζους εισβολείς. Δεν έχω συνενόχους. Ενήργησα μόνη μου ... Φαίνεται ότι κάθε καρδιά που κτυπά για την Ελευθερία δεν δικαιούται παρά λίγο μολύβι. Ε, λοιπόν διεκδικώ το δικό μου ! Αν με αφήσετε να ζήσω δε θα σταματήσω ούτε στιγμή να φωνάζω εκδίκηση και θα παραδώσω στην εκδίκηση των αδελφών μου τους δολοφόνους της Επιτροπής χαρίτων. Αν δεν είστε πολύ δειλοί σκοτώστε με!»
Αποφεύγει [λόγω φύλου] τη θανατική καταδίκη, παρ’ όλο που την απαίτησε. Καταδικάζεται σε ισόβια εξορία στη Νέα Καληδονία. Μετά από μια 22μηνη παραμονή της στη φυλακή μεταφέρεται στον τόπο της εξορίας της το 1873.
Τον επόμενο χρόνο στη Γαλλία πέρασε ένας σκληρός νόμος που περιόριζε την δυνατότητα της εργατικής οργάνωσης. Το Παρίσι παρέμεινε υπό στρατιωτικό νόμο για άλλα πέντε χρόνια, ενώ όσοι επιβίωσαν μέχρι το 1880 πήραν τελικά αμνηστία.
*Συνεχίζεται.