Του Michael Schmidt
Ένας από τους ελάχιστα γνωστούς ήρωες της Ουκρανικής Επανάστασης, το 1917-1921, ήταν ο Shalom (Samuel) Schwartzbard, το όνομα του οποίου προφέρεται και ως Sholem Shvartsbard.
Ο Schwartzbard δολοφόνησε τον Πετλιούρα στο Παρίσι το 1926 σε αντίποινα για τα αντιεβραϊκά πογκρόμ που οργάνωσε ο δεύτερος στην Ουκρανία.
Γεννήθηκε το 1886 στη Βεσαραβία της Μολδαβίας και εργάστηκε κατά διαστήματα ως κατασκευαστής ρολογιών. Έγινε επαναστάτης κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης του 1905, η οποία είχε μεγάλη επίδραση σε όλα τα τότε κατειλημμένα από τη Ρωσία εδάφη, όπως η Βεσαραβία και η Πολωνία, όπου εκείνο το χρόνο ιδρύθηκε η πολιτική οργάνωση υποστήριξης φυλακισμένων ο Αναρχικός Ερυθρός Σταυρός (που αργότερα μετονομάστηκε σε Αναρχικό Μαύρο Σταυρό).
Το 1906, μετά από την κατάρρευση της Επανάστασης, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Βεσαραβία και το 1910 πήγε στη Γαλλία, όπου το 1914, με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, κατατάχθηκε στη Λεγεώνα των Ξένων. Πληγώθηκε σε μάχη και απαλλάχθηκε. Το 1917 επέστρεψε στην Οδησσό της Ουκρανίας. Αν και δεν γνωρίζουμε εάν ο Schwartzbard ήταν πεπεισμένος αναρχικός ή όχι εκείνη την περίοδο, μετά από το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1917 χρησιμοποίησε την εμπειρία του λεγεωνάριου και έγινε αντάρτη του αναρχικού κομμουνιστικού επαναστατικού στρατού της Ουκρανίας, του γνωστού ως μαχνοβίτικου στρατού.
Ο μαχνοβίτικος στρατός απελευθέρωσε περίπου 7 εκατομμύρια ανθρώπους στη νότια Ουκρανία και έθεσε υπό τον έλεγχό του μεγάλες εκτάσεις, ενώ ταυτόχρονα μαχόταν σε πέντε μέτωπα: ενάντια στους Ουκρανούς αστούς εθνικιστές, τους Ουγγροαυστριακούς εισβολείς, τους λευκούς αντεπαναστατικούς στρατούς, τον μπολσεβίκικο Κόκκινο Στρατό και διάφορες συμμορίες περιπλανώμενων ληστών.
Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Schwartzbard ήταν, μάλλον, μέλος του Κόκκινου Στρατού, κάτι που είτε μπορεί να είναι η συνηθισμένη κομμουνιστική τακτική του να διεκδικούνται ως δικοί τους σημαντικοί αγωνιστές και επαναστατικές προσωπικότητες, είτε μπορεί η εκδοχή αυτή να είναι μερικώς αληθινή, επειδή πολλοί αγωνιστές του Κόκκινου Στρατού τον εγκατάλειψαν και προσχώρησαν στον μαχνοβίτικο στρατό όπου επικρατούσε ισότητα μεταξύ των ανταρτών.
Το 1919, 14 μέλη της οικογένειας του Schwartzbard δολοφονήθηκαν σε ένα αντιεβραϊκό πογκρόμ που άρχισε, σύμφωνα με κάποιους ισχυρισμούς, από τον Σιμόν Πετλιούρα επικεφαλής της αστικής Ουκρανικής Εθνικής Δημοκρατίας στο διάστημα 1918-1920 και έναν από τους αρχικούς εχθρούς των μαχνοβιστών. Τουλάχιστον 60.000 Ουκρανοί Εβραίοι έχασαν τη ζωή τους σε παρόμοια πογκρόμ εκείνη την περίοδο.
Ο Schwartzbard προσχώρησε στους μαχνοβίτες και ασχολήθηκε με την οργάνωση της αυτοάμυνας των εβραϊκών αγροτικών κοινοτήτων ενάντια στις επιθέσεις, την ίδια σχεδόν δουλειά που έκανε και ο Αναρχικός Μαύρος Σταυρός στις πόλεις. Οι ιστορικοί διχάζονται στο εάν ο Πετλιούρα ήταν προσωπικά υπεύθυνος για τα πογκρόμ αυτά, αλλά, σίγουρα, έκανε από πολύ ελάχιστα έως τίποτα για να τα αποτρέψει. Αντίθετα, ο μαχνοβίτικος στρατός ήταν κατηγορηματικά ενάντια στα πογκρόμ αυτά και διέθετε αρκετούς σημαντικούς Εβραίους αγωνιστές στις γραμμές του. Εκτελούσε, επίσης, δημόσια όλους όσους φέρονταν ότι συμμετείχαν σε τέτοια πογκρόμ, ακόμα και μέλη του.
Ο Schwartzbard επέστρεψε στο Παρίσι το 1920. Οι μαχνοβίτες ηττήθηκαν, τελικά, από τον Κόκκινο Στρατό το 1921 και η Ουκρανική Επανάσταση συντρίφθηκε από την κόκκινη αντίδραση και τους κόκκινους αντεπαναστάτες.
Από την μπολσεβίκικη γραφειοκρατία διαδόθηκε ψευδώς ότι ο μαχνοβίτικος στρατός αποτελείτο από λευκούς, ληστές και αντισημίτες που οργάνωναν αντιεβραϊκά πογκρόμ.
Πολλοί επιζώντες συμπεριλαμβανομένου και του Νέστορα Μάχνο, εγκαταστάθηκαν επίσης στο Παρίσι.
Ο Μάχνο υπήρξε ο συν-συγγραφέας της «Οργανωτικής Πλατφόρμας των Ελευθεριακών Κομμουνιστών», με την οποία τονίστηκε η μαζική οργανωτική παράδοση των αναρχικών, καλούμενοι οι ίδιοι να συσπειρωθούν ιδεολογικά και τακτικά, στρατηγικά, στις οργανώσεις τους. Η «Πλατφόρμα» έχει από τότε εμπνεύσει πολυάριθμες οργανώσεις αναρχικών ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της ZACF (Zabalaza Anarchist Communist Federation – Αναρχική Κομμουνιστική Ομοσπονδία Ζαμπαλάζα) εδώ στη Νότια Αφρική.
Εν τω μεταξύ, ο Πετλιούρα, ο οποίος σύναψε φιλία με τον Πολωνό ηγέτη Γιόζεφ Πιλσούντσκι (ο οποίος οργάνωσε πραξικόπημα τον Μάιο του 1926), αναγκάστηκε να εγκαταλείψει και την Πολωνία το 1923 και μεταμφιεσμένος, μέσω Βουδαπέστης, Ζυρίχης και Γενεύης, έφτασε στο Παρίσι όπου εγκαταστάθηκε τον Οκτώβριο του 1924. Εκεί, στο Καρτιέ Λατέν, ηγήθηκε μιας εξόριστης ουκρανικής κυβέρνησης και κυκλοφόρησε την εφημερίδα «Tryzub» («Τρίαινα»).
Το 1925 ο Schwartzbard πήρε τη γαλλική υπηκοότητα, ενώ ενημερώθηκε ότι ο Πετλιούρα ζούσε επίσης στο Παρίσι και άρχισε να τον καταδιώκει. Στις 26 Μαΐου 1926, ο Schwartzbard δολοφόνησε τον Πετλιούρα στο φως της μέρας, καθώς ο δεύτερος περπατούσε στο δρόμο, εκδικούμενος για τα πογκρόμ. Μετά περίμενε ήσυχα επί τόπου την αστυνομία να τον συλλάβει. Παραπέμφθηκε σε δίκη όπου τον υπεράσπισε ο φημισμένος Βορειοαφρικανός αριστερός δικηγόρος Henri Torres. Περιγραφόμενος από τους εχθρούς του ως «κομμουνιστής, ως αναρχικός... που ποτέ δεν είναι αδιάφορος», ο Torres είχε προηγουμένως υπερασπίσει με επιτυχία, τους διάσημους Ισπανούς αναρχικούς αντάρτες Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι, Φρανσίσκο Ασκάζο και Γκρεγκόριο Χοβέρ, όπως και τον Καταλανό αυτονομιστή Φρανσίσκο Μαθία, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Πρίμο ντε Ριβέρα. Πολύ αργότερα, το 1951, παρά το ότι είχε προσχωρήσει στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ο Torres υπερασπίστηκε τον εξόριστο γενικό γραμματέα της αναρχοσυνδικαλιστικής CNT Χοσέ Πεϊράτς (συγγραφέα, επίσης, του – αμετάφραστου στην ελληνική γλώσσα - βιβλίου «Οι αναρχικοί στην Ισπανική Επανάσταση») καθώς και δύο άλλους ηγέτες της CNT.
Στη δίκη, ο εισαγγελέας είπε ότι ο Schwartzbard ενήργησε εξ ονόματος των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών και ότι γνώριζε τον πράκτορα της OGPU Μιχαήλ Βολοντίν. . Η OGPU ήταν η Τσεκά του Στάλιν, υπεύθυνη ακόμα και για τις δολοφονίες και τις φυλακίσεις αρκετών αναρχικών κατά τη διάρκεια των μπολσεβίκικων αντεπαναστάσεων στην Ρωσία και Ουκρανία. Ο εισαγγελέας ισχυρίστηκε, επίσης, ότι ο Schwartzbard ήταν το εκτελεστικό όργανο μιας σταλινικής διαπλοκής με στόχο να αποτραπεί η αναβίωση του ουκρανικού εθνικισμού με τη δολοφονία του Πετλιούρα. Αλλά λόγω της εθνικής προέλευσης του Schwartzbard κάτι τέτοιο φαινόταν απίθανο. Εν πάση περιπτώσει, ο ισχυρισμός της σύνδεσης με την OGPU δεν αποδείχθηκε ποτέ και ο Schwartzbard αθωώθηκε από μια επιτροπή ενόρκων. Οι εργασίες της δίκης και η αθώωση δημοσιεύτηκαν τότε σε αρκετές σημαντικές εφημερίδες σε όλο τον κόσμο, κάνοντας διάσημο τον Schwartzbard.
Αλλά ο ίδιος προτίμησε την αφάνεια και έγινε πλανόδιος πωλητής μιας εβραϊκής εγκυκλοπαίδειας στη γλώσσα γίντις. Με την ιδιότητα αυτή, επισκέφτηκε το Καίηπ Τάουν το 1938. Από το σημείο αυτό και μετά έγινε γνωστός στους κύκλους των Εβραίων που μιλούσαν γίντις, για την ποίηση και τα γραφτά του («Όνειρα και πραγματικότητα» το 1920, «Σε πόλεμο με τον εαυτό μου», το 1933 καθώς και την αυτοβιογραφία του «Στο διάβα των χρόνων» το 1934).
Βρισκόταν μόνο ένα μήνα στη Νότια Αφρική όταν πέθανε από καρδιακή προσβολή. Θάφτηκε με μεγάλη τελετή στο εβραϊκό νεκροταφείο Maitland στη μεγαλύτερη δημόσια κηδεία που διοργανώθηκε ποτέ στο Καίηπ Τάουν.
Ο Schwartzbard είχε προηγουμένως υποβάλει αίτηση για να εγκατασταθεί στην βρετανοκρατούμενη τότε Παλαιστίνη, αλλά απορρίφθηκε.
Το 1967, συγκροτήθηκε μια επιτροπή στο Ισραήλ, η οποία συνέλεξε τα υπολείμματα της σωρού του Schwartzbard και τα έθαψε ξανά στη Natanya, ανάμεσα σε άλλους Εβραίους στρατιωτικούς ήρωες. Αλλά η αρχική ταφόπετρά του βρίσκεται ακόμα στο Maitland, όπου κάθε χρόνο η τοπική εβραϊκή κοινότητα κάνει μια τελετή στη μνήμη του.
Τον Μάιο του 2000, Νοτιοαφρικανοί αναρχικοί επισκέφτηκαν το νεκροταφείο Pere Le Chaise στο Παρίσι, όπου βρίσκονται οι στάχτες του Μάχνο και τοποθέτησαν ένα αναρχικό φυλλάδιο στη γλώσσα ζουλού στο ανθοδοχείο, σε ένδειξη της επίδρασης των ιδεών του από τη δεκαετία του '30 μέχρι σήμερα. Με παρόμοιο τρόπο, τιμάμε και τη μνήμη του Shalom Schwartzbard για την άμεση δράση του ενάντια στους ρατσιστές καταπιεστές.
* Γράφτηκε από τον σύντροφο Michael Schmidt, υπεύθυνο διεθνών σχέσεων της ZACF και δημοσιεύτηκε στις 9 Αυγούστου 2005 στο www.anarkismo.net από όπου μεταφράστηκε την επόμενη μέρα στα ελληνικά από το «Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης», στη Μελβούρνη.