Προοίμιο
Όποιος/α διαβάζει συστηματικά τα κείμενα μου σχετικά με τον Αναρχισμό θα παρατηρήσει ότι συχνά αναφέρομαι στον Ιστορικά Μείζονα Αναρχισμό (ΙΜΑ), για να τον διαχωρίσω από άλλες ενδιαφέρουσες μεν αλλά Ελάσσονες τάσεις του δε. Στον Ιστορικό Μείζονα Αναρχισμό θεωρώ ότι ανήκει ο Αναρχομμουνισμός, και ο Αναρχοσυνδικαλισμός, αλλά όχι ο Αναρχοατομικισμός.
Ο Αμερικανικός Αναρχοατομικισμός της περιόδου μέχρι τα μέσα του 1890 είναι πασιφιστικός, ηθικός και φιλοσοφικός αλλά «σαλονάτος», εξέφραζε δε τις τοπικές ιδιαιτερότητες του αναπτυσσόμενου κόσμου της άγριας δύσης που έφθινε αλλά όχι του νέου βιομηχανικού ονείρου στο οποίο μεταστοιχειώνονταν οι ΗΠΑ.
Μια αρχική προσπάθεια εξήγησης και ανάλυσης του Αμερικανικού Αναρχισμού επιχειρήθηκε στην εισαγωγή που έκανα στο βιβλίο των εκδόσεων Σοφίτα για την Βολτερίν Ντε Κλαιρ «Γιατί είμαι αναρχική», συνέχισε με την μετάφραση του «Μανιφέστου του Πίτσμπουρκ», αλλά διαπίστωσα ότι υπήρχαν κενά που έπρεπε να καλυφθούν. Σε αυτό το τρίτο μέρος επιχειρείται η αποτύπωση του χρονικού της διάσπασης μέσα στο Αναρχικό κίνημα των ΗΠΑ ώστε να γίνουν πιο ξεκάθαρα τα αίτια που οδήγησαν σε αυτή μέσα σε μια ταραγμένη περίοδο που ο Αναρχισμός στις ΗΠΑ αποτελούσε ένα σημαντικό πολιτικό κίνημα.
Εισαγωγή
Η εικόνα ενός αναρχικού που ρίχνει βόμβα είναι αναμφίβολα μια πολιτισμική καρικατούρα, όπως με πολλές καρικατούρες, συχνά υπάρχει κάποια αλήθεια πίσω από την απεικόνιση. Ορισμένες μορφές του αναρχισμού -συγκεκριμένα, κάποιες τάσεις που αναπτύχθηκαν τον 19ο αιώνα στον κομμουνιστικό αναρχισμό που προέκυψε στη Ρωσία και τη Γερμανία- είχαν αγκαλιάσει τη βία ως πολιτική στρατηγική. Άλλες μορφές του αναρχισμού, όμως -όπως ο χριστιανικός αναρχισμός του Λέοντος Τολστόι και η αυτόχθονα τάση του πρώιμου ατομικιστικού αναρχισμού στις ΗΠΑ- απέρριψαν σταθερά τη χρήση βίας για πολιτικούς σκοπούς. Πράγματι, μία από τις κατηγορίες που διατυπώθηκε κατά του πρώιμου ατομικιστικού αναρχισμού ήταν ότι η ιδεολογία του ήταν πολύ ειρηνική και οι κοινότητές του θα ήταν ανυπεράσπιστες εναντίον σε περίπτωση επίθεσης.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, ωστόσο, η ειρηνική εικόνα του αναρχισμού στην Ευρώπη άλλαξε δραστικά. Στις δεκαετίες που προηγήθηκαν της Ρωσικής Επανάστασης, αρκετές αναρχικές ομάδες και άτομα (κυρίως ατομικιστές) επανειλημμένα διαπράττουν πράξεις βίαιης και σχεδόν τυχαίας βίας ως στρατηγική για την ανατροπή του καπιταλισμού. Αυτές οι πράξεις, που ονομάζονταν «προπαγάνδα της πράξης», στρέφονταν εναντίον ανθρώπων που ανήκαν στην καπιταλιστική τάξη και περιλάμβαναν ρίψη βομβών σε πολυάριθμα πολυσύχναστα εστιατόρια, υποθέτοντας ότι μόνο οι καπιταλιστές είχαν την οικονομική δυνατότητα να φάνε εκεί.
Με τις μεταναστευτικές ροές από την Ευρώπη αυτή η βία εξερράγη και στην Αμερική. Στις 4 Μαΐου 1886, εργαζόμενοι διαδηλωτές και αστυνομία συγκρούστηκαν στους δρόμους του Σικάγου, κατά τη διάρκεια μιας απεργιακής εκδήλωσης της οποίας οι διοργανωτές της περιλάμβαναν και κομμουνιστές αναρχικούς. Το γεγονός, γνωστό στην ιστορία ως υπόθεση Haymarket, άφησε νεκρούς και στις δύο πλευρές. Αν και οι οκτώ αναρχικοί που συνελήφθησαν και δικάστηκαν μετά, ήταν αποδεδειγμένα αθώοι, η υπόθεση Haymarket ενδυνάμωσε -την άρρηκτη σχέση μεταξύ αναρχισμού και βίας- στο μυαλό του αμερικανικού κοινού. Οι αναρχικοί έγιναν οι εχθροί της κοινωνίας και του πολιτισμού. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης Haymarket, ο εισαγγελέας δήλωσε: «Ο νόμος βρίσκεται σε δίκη. Η αναρχία βρίσκεται σε δίκη. Αυτοί οι άντρες έχουν επιλεγεί ... επειδή είναι ηγέτες ... καταδικάστε αυτούς τους άντρες ... σώστε τα θεσμικά μας όργανα, την κοινωνία μας».
Η ριζοσπαστική κοινότητα αντέδρασε με οργή. Η περίπτωση του Haymarket ήταν η αιτία για ένα βαθύ σχίσμα που συνέβη στις ΗΠΑ μεταξύ των ατομικιστών και των κομμουνιστών αναρχικών με τους οποίους είχαν προηγουμένως αρχικά ευθυγραμμιστεί, αλλά ήταν στην πραγματικότητα το τελικό επιστέγασμα μιας σειράς γεγονότων. Το σχίσμα αυτό είχε τις ρίζες του στην ιδεολογία και, συγκεκριμένα, στο ερώτημα εάν η βία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πολιτική επιλογή.
Ελευθερία και βία ως επιλογή
Αν κρίνει κανείς τα γεγονότα, θα διαπιστώσει ότι, από την πρώτη σελίδα του πρώτου τεύχους της εφημερίδας Liberty στις 6 Αυγούστου 1881, ο Tucker υπεράσπισε αρχικά τόσο τη βία ως στρατηγική όσο και τους ανθρώπους που την χρησιμοποιούσαν για πολιτικούς σκοπούς. Στην κεντρική στήλη του τεύχους κυριαρχούσε κείμενο με μια όμορφη περιγραφή της ρωσίδας μηδενίστριας Sophie Perovskaya - η «η ηρωίδα μάρτυρας της ελευθερίας» - που είχε ανακοινωθεί ότι «κρεμάστηκε στις 15 Απριλίου 1881 διότι βοήθησε με τις πράξεις της να απαλλαγεί ο κόσμος από έναν τύραννο (τσάρος Αλέξανδρος Β’)». Ακολουθεί ένα άρθρο ως μνημόσυνο από τον Joaquin Miller.
Τρία τεύχη αργότερα, ο Tucker συνέχισε να επαινεί τους Ρώσους μηδενιστές για τη βίαιη αντίστασή τους στην τυραννία «... την οποία οι Νιχιλιστές και μόνο είναι διατεθειμένοι να ξεριζώσουν και να θάψουν από προσώπου γης για πάντα». Ωστόσο, στην ίδια σελίδα, ένα άρθρο του Tucker με τίτλο «Liberty's Weapons», ξεκινά ως εξής, «Οι μέθοδοί μας είναι οι μέθοδοι της ειρήνης. Η “Ελευθερία” (εφημερίδα) δεν είναι ο υποστηρικτής της βίαιης δράσης... ».
Συνειδητοποιώντας όμως ότι μια τέτοια συγκλονιστική αντίφαση των άρθρων του στην εφημερίδα μπορεί να μπερδέψει τους αναγνώστες του ή να τους οδηγήσει να τον κατηγορήσουν για ασυνέπεια, ο Tucker εξέφρασε αυτό που φαντάστηκε να είναι η αντίδρασή τους γράφοντας «Και όμως η Liberty βρίσκει λέξεις υπεράσπισης εγκρίνοντας τους τυραννοκτόνους οι οποίοι με μυστικότητα σχεδιάζουν αυτές τις εκδικητικές λύσεις. Γιατί; Επειδή η “Ελευθερία” (εφημερίδα) είναι αναγκασμένη να επιλέξει ανάμεσα σε μια τάξη που σκοτώνει και καταπιέζει και σε μια άλλη που προσπαθεί να απελευθερωθεί». Επιτείνοντας την σύγχυση, Η Ελευθερία αντέδρασε με διαφορετικό τρόπο από ό,τι έκανε σε παρόμοιες επιθέσεις στην Ευρώπη, όταν κάτι αντίστοιχο συνέβει στις ΗΠΑ. Για παράδειγμα, όταν ο πρόεδρος Γκάρφιλντ δολοφονήθηκε από τον Charles Guiteau το 1881, ο Tucker δήλωσε: «Όσον αφορά την πράξη που διέπραξε ο Guiteau, όλοι οι λογικοί άντρες συμφωνούν ότι είναι κατακριτέα. Η κριτική του Tucker για τον Αμερικανό δολοφόνο Guiteau συνέβη δύο τεύχη μετά την εξιδανίκευση της Ρωσίδας Sofia Perovskaya. Περίπου 24 τεύχη μετά, ο Tucker εξέφρασε τη χαρά του για το θάνατο του Γάλλου πολιτικού Gambetta, εξαλείφοντας έτσι την πιθανότητα να είχε αλλάξει τη στάση του απέναντι στη βία ως πολιτική στρατηγική στο σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ του διαστήματος που είχε επαινέσει την Perovskaya και αποκηρύξει τον Guiteau.
Η εξήγηση αυτής της φαινομενικής ασυνέπειας στην στάση της εφημερίδας αλλά και του ίδιου, έγκειται στην άποψη του Tucker για τη βία ως μια στρατηγική τελευταίας ανάγκης που θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο όταν η ελευθερία του λόγου και η ελευθερία του τύπου έχουν καταστραφεί, όπως ήταν στη Ρωσία της Perovskaya. Όσο όμως οι ριζοσπάστες στην Αμερική μπορούσαν να μιλήσουν και να δημοσιεύσουν, μπορούσαν να εκπαιδεύσουν το κοινό προς την «Αναρχική ιδέα» και να εμπνεύσουν την εξέγερση, χωρίς ενέργειες όπως του Guiteau.
Αν και ο Tucker γνώριζε έντονα τους περιορισμούς στην ελευθερία του λόγου και την ελευθερία του Τύπου στις Ηνωμένες Πολιτείες, επέμεινε ότι οι εφημερίδες «αν δεν επιτρέπεται να λένε ό,τι θέλουν, είναι σε θέση να πουν ό,τι είναι απολύτως απαραίτητο να πουν για να επιτύχουν τελικά τον σκοπό τους, που δεν είναι άλλος από τον θρίαμβο της ελευθερίας». Τότε, και μόνο τότε, με το στέρεο θεμέλιο ενός μορφωμένου πολίτη, θα μπορούσε να πετύχει μια αναρχική κοινωνία. Μέχρις ότου τεθούν τα θεμέλια, ο Tucker συμβούλευσε τους ριζοσπάστες στην Αμερική να αποφύγουν τη βία κατά του κράτους και να προτιμήσουν ειρηνικά μέσα παρότρυνσης (αγκιτάτσιας) του κόσμου.
Η απόρριψη της τακτικής της βίας στις Ηνωμένες Πολιτείες από την εφημερίδα Liberty ήταν μέρος μιας συστηματικής άποψης στρατηγικής. Οι λόγοι γι’ αυτήν την απόρριψη εκφράστηκαν καλά σε ένα άρθρο με τίτλο «Η βία θρέφει βία» που γράφτηκε από τον Φλώρενς Φίντ Κέλι, με τα αρχικά «FFK». Στο άρθρο αυτό ο Κέλι δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί «μόνιμο καλό» με τη χρήση βίας. Ζήτησε από κάθε ριζοσπάστη να «σταματήσει και να μελετήσει καλά» την επίδραση της κρατικής βιαιότητας στην καρδιά του. Ισχυρίστηκε: «η βία δεν τον έπεισε να δεχτεί το κράτος ή να το αγκαλιάσει ως νόμιμο. Επίσης, μια στρατηγική βίας θα έχει αντίκτυπο στον αμερικανικό λαό: ο επαναστάτης που βάζει βόμβα θα μπορούσε απλώς να τους “τρομάξει” και να τους τρομοκρατήσει με αποτέλεσμα να συντηρητικοποιηθούν. “Η χρήση της βίας θα είχε ως αποτέλεσμα" τίποτα περισσότερο από μια βίαιη μάχη για φυσική υπεροχή με μια τέτοια αποφασιστικότητα από κάθε πλευρά για να εξοντώσει τον άλλο. Και όπως συμβαίνει συνήθως, οι πιθανότητες νίκης είναι όλες στην λανθασμένη πλευρά (στην εξουσία)».
Επιμένοντας στην ειρηνική παρότρυνση στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι ατομικιστές αναρχικοί ήρθαν σε αντίθεση με τους κομμουνιστές αναρχικούς, μερικοί από τους οποίους, ως μετανάστες, εισήγαγαν μαζί τους πολιτικές στρατηγικές βίας από τη Ρωσία και τη Γερμανία. Παράδειγμα, ο κομμουνιστής αναρχικός Γιόχαν Μόστ που έφθασε στη Νέα Υόρκη από τη Γερμανία το 1882 από όπου ξεκίνησε και την έκδοση της γερμανόφωνης εφημερίδας Die Freiheit, στην οποία απηύθυνε έκκληση στους εργαζόμενους να διαπράττουν πράξεις βίας κατά του κράτους. Λόγω της προτίμησης της μεθόδου της προπαγάνδας με τον δυναμίτη, ο εκδότης της εφημερίδας Die Freiheit απέκτησε το παρατσούκλι «Dynamost».
Με τόσο βαθιές θεωρητικές διαφορές μεταξύ των παραδόσεων του πρώιμου ατομικιστικού στις ΗΠΑ και του κομμουνιστικού αναρχισμού εξ Ευρώπης, ήταν αναμενόμενο ότι ένα αβυσσαλέο χάσμα θα τους διαχώριζε. Παρ’ όλα αυτά, οι ισχυροί δεσμοί του Tucker με ευρωπαϊκά αναρχικά περιοδικά αλλά και προσωπικότητες, καθώς και η υπεράσπισή του στην Προυντονική οικονομία, είχαν σφυρηλατήσει έναν δεσμό που απέτρεψε αρχικά την κατάσταση. Για παράδειγμα, στις 16 Ιουλίου 1881, όταν ανασυστάθηκε στο Λονδίνο ο Διεθνής Εργατικός Λαϊκός Σύνδεσμος (IWPA – η αναρχική μαύρη διεθνής), ο Tucker ήταν υπέρ του δέοντος ενθουσιασμένος. Σε ένα άρθρο με τίτλο «Vive l'Association Internationale», ο Tucker έγραφε με πάθος: «Σε αυτό το σημαντικό γεγονός, το οποίο σηματοδοτεί μια εποχή στην πορεία του μεγάλου εργατικού κινήματος... η εφημερίδα Liberty, στο παρόν τεύχος, αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του χώρου της».
Όπως αναφέρει η ιστορικός Margaret S. Marsh στο βιβλίο της Αναρχικές γυναίκες, αρχικά υπήρξε καλή θέληση και συνεργασία μεταξύ των ατομικιστών και κομμουνιστών αναρχικών. «Η σύγκρουσή τους... ήρθε μετά από μια σύντομη περίοδο αρμονίας. Ο Tucker και οι ατομικιστές ήθελαν αρχικά να συνεργαστούν με το ευρωπαϊκό αναρχικό κίνημα. Το 1881 ο εκδότης της Liberty χαιρέτησε τη δημιουργία της αναρχικής “Μαύρης Διεθνούς”, προτείνοντας την έκδοση του να χρησιμεύσει ως το αγγλόφωνο όργανό της».
Για λίγο η Liberty εξυπηρέτησε αυτή τη λειτουργία. Στο τεύχος της 12ης Νοεμβρίου 1881 έφερε μια έκθεση του J.H. Swain, ο οποίος, ως εκπρόσωπος του ατομικιστικού αναρχισμού, παρακολούθησε το επαναληπτικό συνέδριο της μαύρης διεθνούς στο Σικάγο, όπου ήταν εξαιρετικά ευπρόσδεκτος παρ΄ ότι η πλειονότητα των παρευρισκομένων ήταν σοσιαλιστές (αναρχοκομουνιστές). Ένα χρόνο αργότερα, οι δύο τάσεις του αμερικανικού αναρχισμού θα γίνονταν εχθροί. Το σχίσμα εξελίχθηκε όχι μόνο από θεωρητικές διαφορές αλλά και από τρία συγκεκριμένα γεγονότα όπως θα δούμε στην συνέχεια: Α) το δεύτερο Συνέδριο της Διεθνούς που πραγματοποιήθηκε το 1883, Β) την αποκαλύψη της Liberty για τους εμπρησμούς κτιρίων στην Νέα Υόρκη και Γ) τέλος την υπόθεση του Haymarket.
Δεύτερο Συνέδριο της Διεθνούς
Μετά την υποδοχή του Γιόχαν Μόστ στην Αμερική, η Liberty σύντομα έγινε επικριτική απέναντι σε αυτόν που ήταν υποστηρικτής του κομμουνιστικού αναρχισμού. Ο Henry Appleton, που γράφει με το ψευδώνυμο «X», επιτίθεται στον Μοστ, τον οποίο χαρακτηρίζει «κρατικό σοσιαλιστή» αντί για «αναρχικό». Ο Appleton πιέζει τον Μοστ να απαντήσει σε μια ερώτηση: κάτω από το κοινωνικό σύστημα που προτείνει, ένα ειρηνικό άτομο που δεν θα συμφωνούσε με τις οικονομικές του θεωρίες πως- και άμα - θα μπορούσε να ζήσει (ερώτημα που διαχρονικά οι αναρχικοί απευθύνουν στους Μαρξιστές – Λενινιστές μέχρι και σήμερα); Ο Appleton απαιτούσε να μάθει «εάν οι κομμουνιστές αναρχικοί προτείνουν να με αφήσουν ήσυχο, εφόσον δεν θέλω να συμμετάσχω στα σχέδιά τους, αλλά θα επιλέξω να κάνω το δικό μου, αναλαμβάνοντας την ευθύνη και το κόστος της επιλογής μου».
Ο Appleton ισχυριζόταν ότι αν κάποιος αποσυρθεί από την κοινωνία του Μοστ και ήθελε «προσωπικά να καταλάβει, να καλλιεργήσει και να χρησιμοποιήσει σαράντα στρέμματα γης, πάνω στο οποίο είχε ήδη χτίσει σπίτι, αχυρώνα και αγοράσει εργαλεία, κατοικίδια ζώα» θα ήταν μόνο θέμα χρόνου πριν «απομακρυνθεί από το κρεβάτι του και εξολοθρευτεί για να δημιουργηθεί χώρος για έναν εκλεκτό υποστηρικτή του κυρίου Μοστ». Μιας και το μόνο που έπρεπε να ειπωθεί για την πράξη αυτή θα ήταν «να δηλωθεί ότι έγινε στο όνομα της Κομμούνας». Για το λόγο αυτό, ο Appleton κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «αυτοί οι κομμουνιστές δεν είναι αναρχικοί, αλλά βρίσκονται σε πόλεμο με την Ελευθερία, της οποίας η πραγματική έννοια της αναρχίας είναι η ενσάρκωση της απόλυτης ελευθερίας του ατόμου».
Το 1883, οι αναρχικοί του Σικάγου -πολλοί από τους οποίους ήταν κομμουνιστές- διοργάνωσαν διάσκεψη που διεξήχθη στο Πίτσμπουργκ. Σκοπός του: να δημιουργήσει μια πλατφόρμα στην οποία θα μπορούσαν να συμφωνήσουν οι ριζοσπαστικοί προπαγανδιστές όλων των ιδεολογιών, από τον μαρξισμό μέχρι τον Ατομικισμό. Με την κυριαρχία του Μοστ και των υποστηρικτών του, το προγραμματισμένο συνέδριο κατόρθωσε να αποξενώσει τόσο τους μαρξιστές που αρνήθηκαν να παρευρεθούν όσο και τους ατομικιστές που διέκοψαν επίσημα κάθε συνεργασία με τη διάσκεψη. Η διάσκεψη έγκρινε το ιστορικό «Μανιφέστο του Πίτσμπουργκ».
Στις 6 Οκτωβρίου 1883, στην πρώτη σελίδα της Ελευθερίας, ο Tucker αρνήθηκε να προωθήσει μια ελευθεριάζουσα πλατφόρμα για τους ριζοσπάστες που είχε εκδοθεί από την διάσκεψη στις 4 του Οκτώβρη. Το κείμενο αυτό ενσωματώθηκε σε ένα τελικό ντοκουμέντο που εκπόνησε ο κομμουνιστής αναρχικός Burnette J. Haskell, εκδότης της Αλήθειας του Σαν Φρανσίσκο. Ο Tucker δήλωσε κατηγορηματικά πως το ντοκουμέντο αυτό ήταν αποτυχία. Επιπλέον, θεώρησε ότι είναι τόσο «ανυπόληπτο», που το χαρακτήρισε «ίσως το πιο ανόητο και ασυνεπές κείμενο που υπέπεσε ποτέ στην αντίληψή μας». Σε μια πιο προσωπική σημείωση -και ίσως την πιο σημαντική– γι’ αυτήν τη διαμάχη ήταν ότι ο Tucker έμαθε με έκπληξή του την πρόθεση του Haskell να εκδόσει σε συνέχειες την αγγλική μετάφραση του βιβλίου του Μπακούνιν Θεός και Κράτος, στην εφημερίδα Αλήθεια. Ο Tucker ενοχλήθηκε με αυτή την πρόθεση γιατί ήταν ο πρώτος που «εισήγαγε τον Μπακούνιν στην Αμερική». Είχε δε ήδη ανακοινώσει τη δική του πρόθεση να μεταφράσει και να δημοσιεύσει μια αγγλική έκδοση του εν λόγω έργου. Εν ολίγοις, ο Tucker δεν ήθελε την πρώτη αγγλική μετάφραση του Θεού και Κράτους να εκδοθεί από τον Haskell. Αντί αυτού, «έσπευσε να ολοκληρώσει» τη δική του μετάφραση, «το έβαλε στα χέρια» των εκτυπωτών και έστειλε μια διαφήμιση της μετάφρασής του στην Αλήθεια . Η διαφήμιση αυτή φυσικά απορρίφθηκε όπως ήταν αναμενόμενο. Υποτίθεται ότι περιελάμβανε "τερατώδεις εκφράσεις κατά του Karl Marx και του Lassalle». Ο Χάσκελ από την άλλη εξήγησε ότι προσπαθούσε να συμβιβάσει όλες τις μορφές του σοσιαλισμού και να διαμορφώσει «κοινό έδαφος για ενότητα μεταξύ σοσιαλιστών και αναρχικών». Η εκτύπωση της διαφήμισης του Τάκερ έρχοταν σε αντίθεση με αυτόν τον στόχο.
Ο Tucker απάντησε με χαρακτηριστικό τρόπο: «Εκτός από τα μάτια του Βελζεβούλ, έχετε αποκτήσει την ήπια γλώσσα του Μεφιστοφελή; ... Πόσο ευτελής η δικαιολογία σας! Ειλικρινά, τώρα δεν ήταν αυτός ο πραγματικός λόγος για την απόρριψη της διαφήμισής μου αλλά η επιθυμία σας να αποτρέψει τους αναγνώστες σας να γνωρίζουν ότι προπορευόμουν στη δημοσίευση του “Θεού και Κράτους”» ... Όσο για την προσπάθεια του Haskell να ενοποιήσει τους σοσιαλιστές και τους αναρχικούς, ο Τάκερ εξέφρασε τον βαθύ του σκεπτικισμό.
Προφανώς, ο Haskell ανταπάντησε και εκείνος μέσα από τις σελίδες του δικού του εντύπου, ωθώντας έτσι τον Tucker να του απευθύνει ακόμα μια ανοιχτή επιστολή στην Liberty΄ Παρ’ ότι το δεύτερο γράμμα δεν προσέφερε καμία ουσία σε σχέση με την προηγηθείσα, σαφώς η σχέση μεταξύ των δύο εκδοτών είχε επιδεινωθεί και η πικρία οδήγησε σε ad hominem επιθέσεις που δεν έσβησαν ποτέ. Απόδειξη είναι ότι όταν ο Haskell έγραψε προσωπικά στον Tucker χρόνια αργότερα, ζητώντας του μια χάρη, ο Tucker αρνήθηκε να τον εξυπηρετήσει.
Οι εμπρησμοί στην Νέα Υόρκη
Στο τεύχος της Ελευθερίας του Μαρτίου του 1886\, σε ένα άρθρο με τίτλο «Το κτήνος του κομμουνισμού», ο Tucker εξέθεσε δημοσίως ένα σκάνδαλο «του κινήματος». Ανέφερε ονόματα και ένα από αυτά ήταν του Μοστ. Ο Tucker άρχισε καταδικάζοντας τους «Γερμανούς της Νέας Υόρκης» για τη μετατροπή της λέξης «αναρχικός» στον κοινό νου της εποχής σε έναν όρο συνώνυμο της εγκληματικής δραστηριότητας, της βίας και της καταστροφής. Έγραφε: «... η λέξη έχει σφετεριστεί, μπροστά σε κάθε λογική και συνέπεια, από ένα κομμάτι κομμουνιστών που πιστεύουν σε μια τυραννία χειρότερη από αυτή που υπάρχει τώρα…». Ο Tucker χαρακτήρισε αυτόν τον σκληρό πυρήνα του κομμουνισμού «Μια συμμορία εγκληματιών των οποίων τα γεγονότα για τα τελευταία δύο χρόνια ανταγωνίζονται την χειρότερη στιγμή που μπορεί να βρεθεί στην ιστορία του εγκλήματος». Η Liberty κατά γενική ομολογία είχε τόσο αιχμηρή γλώσσα για τους πολιτικούς και τους λοιπούς παράγοντες του κράτους. Τι ήταν αυτό που την οδήγησε να χαρακτηρίσει έτσι μέχρι πρότινος συντρόφους του κινήματος; Ο Tucker εξηγεί γιατί απεύθυνε αυτή την σκληρή γλώσσα προς τους άλλους ριζοσπάστες, δηλώνοντας ότι «πολλοί από τους πιο δραστήριους ηγέτες της Γερμανικής Ομάδας του Διεθνούς Εργατικού Λαϊκού Συνδέσμου στη Νέα Υόρκη και της Κοινωνικής Επαναστατικής Λέσχης» προκάλεσαν φωτιά στη δική τους ιδιοκτησία προκειμένου να εισπράξουν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια. Σε μια τέτοια φωτιά, μια μητέρα και ένα νεογέννητο μωρό είχαν καεί μέχρι θανάτου. Σε μια άλλη, μια μητέρα και τα δύο της παιδιά έχασαν τη ζωή τους.
Επιπλέον, ο Tucker επέκτεινε τις κατηγορίες του και συμπεριέλαβε και συντάκτες κορυφαίων περιοδικών του λεγόμενου κομμουνιστικού αναρχισμού. Τους κατηγόρησε ότι γνώριζαν το θάνατο των αθώων, αλλά έμειναν στη σιωπή τους. Ειδικά δε για τον Μοστ, ανέφερε ότι προστατεύει τους εγκληματίες. "Επειδή αυτός έλαβε γνώση αυτών των πράξεων", συνέχισε ο Tucker, «όχι μόνο αρνήθηκε να τους αποκηρύξει, αλλά συνέχισε να τους διατηρεί ως το δεξί του χέρι». Ως ένας από τους πιο εξέχοντες αναρχικούς στη χώρα, ο Tucker ένιωθε υποχρεωμένος να εκθέσει τα δολοφονικά εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομα της δικαιοσύνης.
Στη συνέχεια, σε μια κίνηση θεωρούμενη προδοτική από πολλούς άλλους ριζοσπάστες, κάλεσε κάθε εφημερίδα στην Αμερική να θέσει αυτά τα γεγονότα στους αναγνώστες της, τοποθετώντας την ευθύνη από όπου ανήκει και διαχωρίζοντας τους αθώους από τους ένοχους: «Ειδικά απευθύνομαι στον Αναρχικό Τύπο. Κάθε αναρχικό περιοδικό θα πρέπει να αντιγράψει αυτό το δημοσίευμα και να την δημοσιεύσει …». Πολλές αστικές εφημερίδες έκαναν δεκτό στο αίτημά του.
Μια μεγάλη κρίση ξέσπασε στους ριζοσπαστικούς κύκλους, που επιδεινώθηκε από το γεγονός ότιπολλοί άρπαξαν την ευκαιρία ως μέσο δυσπιστίας κατά του αναρχισμού. Το ριζοσπαστικό Der Arme Teufel -μια εβδομαδιαία γερμανική έκδοση που εκδίδονταν στο Ντιτρόιτ από τον Ρόμπερτ Ρίτιτσελ- ανέφερε ότι «αυτές οι κατηγορίες δημοσιεύονται από τον καπιταλιστικό Τύπο με μεγάλη ικανοποίηση».
Ο Tucker, παρά τις προτροπές, αρνήθηκε να υποχωρήσει. Σε ένα άρθρο με τίτλο «Time Will Tell», επανέλαβε τις κατηγορίες και δήλωσε: «Έκανα ό,τι μπορούσα για να σώσω τις ζωές ανθρώπων και να σώσω την Αναρχία από το να μαστίζεται από εγκληματίες». Δυστυχώς για το κίνημα, οι έρευνες που ακολούθησαν «τεκμηρίωσαν» (δεν γνωρίζουμε αν πραγματικά και σε ποιο βαθμός ίσχυαν) τις περισσότερες κατηγορίες που είχε φέρει ο Tucker ενάντια στους κομμουνιστές αναρχικούς. Η εξουσία βρήκε την ευκαιρία να κατηγορήσει το αναδυόμενο πολιτικό και εργατικό κίνημα που είχε αρχίσει να δείχνει ότι ήταν αρκετά απειλητικό.
Tα γεγονότα του Haymarket
Η πόλη του Σικάγου φαινόταν να λειτουργεί ως μαγνήτης για κάθε λογής ριζοσπάστες, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν μετανάστες -κομμουνιστές, σοσιαλιστές και Αναρχικοί- πολλοί από τους οποίους ήταν βαθιά αφοσιωμένοι στο εργατικό κίνημα. Η πιο δημοφιλής οργάνωση ήταν η Διεθνής Ένωση Εργαζομένων. Πράγματι, το Σικάγο έστειλε περισσότερους αντιπροσώπους από οποιαδήποτε άλλη πόλη στο δεύτερο συνέδριο της ‘Ενωσης» που είχε καταγγείλει ο Tucker όπως είδαμε νωρίτερα. Την περίοδο εκείνη η αστυνομική καταστολή στο Σικάγο ήταν υπέρμετρη προς κάθε εργατική συγκέντρωση.
Ίσως ως απάντηση στην αστυνομική βαρβαρότητα, οι αναρχικοί του Σικάγου αγκάλιασαν ανοιχτά τη βία ως πολιτική στρατηγική. Ο Α. Spies, ο συντάκτης του Die Arbeiter Zeitung -και ένας από τους κατηγορούμενους του Haymarket που εκτελέστηκε- έγραψε ψήφισμα που ενέκρινε η Κεντρική Ένωση Εργαζομένων του Σικάγο. Το ψήφισμα μεταξύ άλλων έγραφε: «Ζητάμε επειγόντως την τάξη των εκμεταλλευομένων να οπλιστεί για να μπορέσει να βάλει εναντίον των εκμεταλλευτών τους με το μόνο επιχείρημα που μπορεί να είναι αποτελεσματικό - Βία !» [Έμφαση στο πρωτότυπο] Ο ιθαγενής Αμερικανός Άλμπερτ Πάρσονς, συντάκτης του Συναγερμού, δεν ήταν λιγότερο παθιασμένος με την έκκλησή για ένοπλη αντίσταση. Έγραφε: «Κάθε κομμουνιστής και αναρχικός πρέπει να προτρέπει τους εργαζόμενους να μελετήσουν βιβλία για τη χημεία και να διαβάσουν σχετικά για τη σύνθεση και την κατασκευή όλων των ειδών εκρηκτικών για να αντιταχθούν στα θανατηφόρα όπλα».
Με την εμφάνιση του κινήματος για το οκτάωρο την άνοιξη του 1886, 65.000 εργαζόμενοι στο Σικάγο κατέβηκαν σε απεργία, είτε ήταν απειλήθηκαν από τους εργοδότες τους. Καθώς πλησίαζε η μέρα του Μαΐου, οι βιαιότητες μεταξύ εργατών και αστυνομίας αυξήθηκαν. Στις 3 Μαΐου, ηαστυνομία άνοιξε πυρ κατά πλήθος εργατών, σκοτώνοντας αρκετούς από αυτούς. Την επόμενη μέρα, πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην πλατεία Haymarket. Καθώς το πλήθος άρχισε να διασπάται ειρηνικά λόγω βροχής, η αστυνομία διέκοψε την ομιλία του Samuel Fielden, ενός από τους διοργανωτές της συγκέντρωσης. Κάποιος μέσα στο πλήθος έριξε βόμβα στην αστυνομία, και οι αστυνομικοί ανταπέδωσαν τα πυρά. Τελικό αποτέλεσμα, επτά αστυνομικοί νεκροί ενώ ο αριθμός των νεκρών εργατών δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ, αλλά εκτιμάται ότι υπερβαίνει τα είκοσι άτομα.
Στην πόλη του Σικάγο επικράτησε υστερία. Οι επιχειρήσεις έκλεισαν. Η αστική τάξη απαίτησε αίμα στο αίμα. Οι αναρχικοί κατηγορήθηκαν χωρίς στοιχεία είτε είχαν εμπλακεί είτε όχι στην υπόθεση. Τριάντα ένα άτομα κατηγορήθηκαν για δολοφονία και εξήντα εννέα για μικρότερα εγκλήματα. Τελικά, οκτώ άνδρες παρέμειναν κατηγορούμενοι για δολοφονία και οδηγήθηκαν σε δίκη-παρωδία. Για παράδειγμα, οι ένορκοι δεν επιλέχθηκαν με τον συνήθη τρόπο: ένας δικαστικός επιμελητής κλήθηκε να βγει στο δρόμο και να επιλέξει όποιον ήθελε να παραστεί. Τα γεγονότα στην πλατεία Haymarket και η αντίδραση που έφερε στη συνείδηση του αμερικανικού κοινού ήταν η αρχή μιας συνεχιζόμενης προκατάληψης και μίσους κατά του αναρχισμού. Ο αντίκτυπος του συμβάντος επηρέασε και τον ευρύτερο ριζοσπαστικό χώρο.
Η ατομικίστρια αναρχική Voltairine de Cleyre, επηρεασμένη από τον χαλκευμένο Τύπο είχε αναφωνήσει: «Θα έπρεπε να κρεμαστούν!» Μετάνιωσε αμέσως για την δήλωσή της αυτή, ειδικά όταν έμαθε, λίγο αργότερα, για τις πραγματικές συνθήκες και τα γεγονότα. Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, η De Cleyre εξακολουθούσε να την στοιχειώνουν αυτά τα λόγια: «Για εκείνη την εξωφρενική με αίμα διψασμένη πρόταση παρ’ όλη την άγνοια που είχα δεν θα με συγχωρήσω ποτέ ...» Τα επόμενα χρόνια ήταν εκείνη που έδωσε τις πιο συγκινητικές ομιλίες στα ετήσια μνημόσυνα για τους μάρτυρες του Haymarket.
Η Ρωσίδα αναρχοκομμουνίστρια Έμα Γκόλντμαν περιέγραψε την αντίδρασή της στην αυτοβιογραφία της: Ήταν «ένα μεγάλο ιδεώδες, μια θερμή πίστη, να αφιερωθώ στη μνήμη των μαρτύρων σύντροφων μου, να κάνω την αιτία τους, δική μου ...» Η Goldman εγκατέλειψε τον νεαρό σύζυγό της και πήγε στη Νέα Υόρκη για να αφιερωθεί στον σκοπό που θα καταλάμβανε το υπόλοιπο της ζωής της: την Αναρχία!
Σε αυτό το σκηνικό της παθιασμένης και βαθιάς αντίδρασης, ο Tucker έγινε η κύρια φωνή της σύνεσης μέσα στη ριζοσπαστική κοινότητα. Πράγματι, η αρχική του απάντηση ενόχλησε μερικούς συνεργάτες του. Αν και πίστευε ότι μόνο η απόλυτη καταστολή της ελευθερίας του λόγου μπορεί να δικαιολογήσει μια ένοπλη επανάσταση, ο Tucker καταγγέλλει σαφώς τη βαρβαρότητα της αστυνομίας του Σικάγου και όλων των άλλων που εμπλέκονται στο κυνήγι των συλληφθέντων: «Η συμπεριφορά κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών της αστυνομίας, του δικαστηρίου, της έδρας και του τύπου, συμπεριλαμβανομένων και πολλών από τα ίδια τα εργατικά όργανα, ήταν ντροπή στο έπακρο». Συνέχιζε όμως να επικρίνει τους κομμουνιστές αναρχικούς εν γένει και τους συλληφθέντες ειδικότερα επειδή υποστήριζαν τη χρήση βίας για την επίτευξη πολιτικών τους σκοπών. Στις συναντήσεις τους έλεγε, για παράδειγμα, οι κομμουνιστές ομιλητές συχνά και συνειδητά υποκίνησαν τους ακροατές τους στη βία. «Παρ’ όλα αυτά, ο Tucker υπεράσπισε τους συλληφθέντες του Σικάγο καθώς και τον Μοστ που είχε συλληφθεί στην Νέα Υόρκη για τις απόψεις του, χωρίς όμως ποτέ να μην είναι αντίθετος με την ένοπλη επανάσταση.
Γι’ αυτόν ως κοινωνικό μεταρρυθμιστή η στάση του ήταν και παρέμενε εχθρική σε κάθε πράξη βίας, το ίδιο ίσχυε για άλλους ατομικιστές αναρχικού. Σε ένα άρθρο του ο Appleton με τίτλο «Οι αναρχικοί της Βοστώνης» περιγράφει τις ειρηνικές αρχές και τις πολιτικές του ατομικιστικού αναρχισμού που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με εκείνες του κομμουνιστικού αναρχισμού. Ο Appleton συνέχισε με ένα ακόμα κείμενο με τίτλο «Authority-blinded» («Οι τυφλωμένοι για εξουσία»). Αν και δεν συγχωρεί τους κομμουνιστές αναρχικούς για την βία, ο Appleton κατήγγειλε την κακομεταχείριση των συλληφθέντων από την αστυνομία και το δικαστήριο.
Στο ίδιο τεύχος και στην απέναντι σελίδα, ο κομμουνιστής αναρχικός Dyer D. Lum επισήμανε ότι «η σοβαρή κατάσταση στην οποία οι κομμουνιστές του Σικάγου (αν θέλετε) έχουν βρεθεί απαιτούν... κάτι πολύ περισσότερο ως υποστήριξη από διατριβές ή καλά στρογγυλεμένες και προσεκτικές διακρίσεις από τον “Χ” [Appleton] μεταξύ των “αναρχικών της Βοστώνης” και των “άγριων κομμουνιστών του Σικάγο”». Βλέπουμε εδώ ότι και εντός των σελίδων της Liberty γινόταν ένα ιδεολογικός πόλεμος Ο Tucker, απάντησε στον Lum: «Έχω καταγγείλει τους Κομμουνιστές του Σικάγου με τους ισχυρότερους όρους που θα μπορούσα να σκεφτώ από αυτό το βήμα. Δεν θα μπορούσα όμως να κάνω τίποτα άλλο απέναντι στην αδικία που υφίστανται παρά να συνταχθώ για την υπεράσπισή τους και να ζητήσω από το αναγνωστικό κοινό της Liberty να πράξει ομμοίως». Στη συνέχεια παρέθεσε εκ νέου την πεποίθησή του ότι η χρήση βίας για την αντίσταση στο κράτος απλώς έδωσε την αιτία για την επακόλουθη καταστολή. Υπενθυμίζοντας το παράδειγμα του διωγμού πολλών ριζοσπαστών του ελεύθερου λόγου όπως ο Anthony Comstock στη δεκαετία του 1870. Σε μια από τις πρώτες μεγάλες εμφανίσεις του στις σελίδες της Ελευθερίας, ο Ρώσος μετανάστης Βίκτωρ Γαρρός προκάλεσε νέα διαμάχη με τον Tucker (φαίνεται εδώ ξεκάθαρα ότι η εφημερίδα δεν έκανε λογοκρισία δημοσιεύοντας και τις αντίθετες απόψεις). Ο Γαρρός προειδοποίησε ότι οι «φιλόσοφοι αναρχικοί» βρισκόταν σε άμεσο κίνδυνο να γίνουν «αξιοσέβαστοι» από τους εχθρούς τους. Αυτοί είναι που πρέπει να φύγουν από τη Liberty. Ο Γιαρρός αναφέρονταν στον αστικό Τύπο - ο οποίος επαίνεσε ή τον Tucker που καταδίκασε τους εμπρηστές της Νέας Υόρκης όπως είδαμε παραπάνω. Ο ίδιος δήλωνε αλλού: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλοί από τους καλύτερους φίλους μας είναι αηδιασμένοι με αυτή την αμφίσημη στάση».
Ο Γιαρρός επιθυμούσε να διαμαρτυρηθεί έντονα ενάντια στην αναπαράσταση του αναρχισμού του Τάκερ ως «Μη βίαιη». Εκφράζοντας την περιφρόνησή του για τη «χριστιανική γαλήνη και την αληθινή αγάπη», ο Γιαρρός υπερασπίστηκε ότι «αναρχισμός σημαίνει πόλεμος.. Έχουμε το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουμε βία και να αντισταθούμε με κάθε τρόπο...»
Απαντώντας στη δήλωσή για τον πόλεμο εναντίον του κράτους, ο Tucker παρατήρησε ότι τα πολεμικά μέτρα «είναι σχεδόν πάντα παραβιάσεις των δικαιωμάτων». Στη συνέχεια, σημείωσε μια σημαντική διάκριση μεταξύ των κομμουνιστών της Νέας Υόρκης που είχαν προκαλέσει το θάνατο των αθώων και των Κομμουνιστών του Σικάγου που επέλεξαν και απερίσκεπτα να αντισταθούν στο κράτος. «Οι εμπρηστές της Νέας Υόρκης είναι περιφρονημένοι κακοποιοί. Επειδή η ειρηνική διέγερση (αγκιτάτσια) και η παθητική αντίσταση είναι όπλα πιο θανατηφόρα για την τυραννία για αυτό και τα υποστηρίζω ... ο δρόμος της βίαιης αντίδρασης ενισχύει την τυραννία ... Ο πόλεμος και η εξουσία είναι σύμμαχοι αντίθετα η ειρήνη και η ελευθερία είναι σύντροφοι... Τους δικαζόμενους (αναρχο)Κομμουνιστές του Σικάγου τους βλέπω ως γενναίους και σοβαρούς άνδρες και γυναίκες. Αυτό δεν τους εμποδίζει όμως να είναι εξίσου λανθασμένοι».
Καθώς η ημέρα εκτέλεσης πλησίαζε, ο Tucker εξέφρασε την βαθιά του λύπη, αλλά δεν άλλαξε την άποψή του για την κατάσταση: «η μέρα πλησιάζει που το βάναυσο κράτος πρόκειται να εκτελέσει αυτούς τους σφαλεμένους, για την οποία θα πρέπει να υπάρξει εκδίκηση. Αλλά πώς; Όχι με δυναμίτη. Αυτό δεν θα το βλάψει. Πώς τότε; Με το φως. Αυτό που ευδοκιμεί στο αίμα των θυμάτων του. Αυτό πρέπει να πλημμυρίσει το καντήλι με το φως της ελευθερίας. Εάν αυτοί οι επτά πρέπει να πεθάνουν, αυτό πρέπει να είναι το μάθημα της θυσίας τους».
Στις 11 Νοεμβρίου, τελικά έγιναν οι εκτελέσεις. Το πρωτοσέλιδο της 19 Νοέμβρη της Ελευθερίας ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στη μνήμη των μαρτύρων του Haymarket. Ωστόσο, στις εσωτερικές σελίδες υπήρχες επίσης μια διάλεξη που είχε δώσει ενώπιον σε μια τοπική λέσχη αναρχικών, λίγες μέρες πριν από τις εκτελέσεις. Εκεί, και πάλι, ο Tucker εξέφραζε μια αμφίσημη στάση: Από την μια ήταν εξοργισμένος με την προοπτική του κράτους να εκτελέσει αθώους άνδρες, αλλά ήταν αποφασισμένος να κάνει τον διαχωρισμό μεταξύ του ατομικιστικού αναρχισμού από τον αναρχισμό του Σικάγου.
Ο Tucker έγινε τόσο αποφασισμένος να διαχωρίσει τον ατομικιστικό αναρχισμό από τον κομμουνιστικό αναρχισμό, ο οποίος ανακοίνωσε τότε την έκδοση ενός νέου γερμανόφωνου περιοδικού με τίτλο Libertas, στο οποίο θα έγραφαν οι στενοί του φίλοι George και Emma Schumm, προκειμένου να εκφράσουν τον ατομικιστικό αναρχισμό στους γερμανόφωνους κρατικούς σοσιαλιστές και ριζοσπάστες οι οποίοι ενδέχονταν να αποσυρθούν από τους αγώνες μετά τις εκτελέσεις.
Συμπεράσματα
Αν και όπως είδαμε η διένεξη έχει και πολλά προσωπικά στοιχεία καθώς και αντιπαλότητες μεταξύ των πρωταγωνιστών του σχήματος, όπως διαφαίνεται από την πλευρά των και ειδικά του Tucker υπήρξε έντονα η διάθεση για ηγεμονία πιστεύοντας ότι διακατέχουν το ηθικό πλεονέκτημα. Από την πλευρά των κομμουνιστών υπήρχε έντονη η διάθεση για καταστροφή μιας και διωγμένοι από την Ευρώπη οι συνθήκες που είχαν να αντιμετωπίσουν δεν έμοιαζαν διόλου καλύτερες στις ΗΠΑ, επίσης υπήρχε έντονο το φαντασιακό ότι μπορούσαν άμεσα να επιτύχουν τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Θα επικεντρωθούμε λοιπόν στην ανάλυση των πολιτικών διαφορών που είχαν τα δυο στρατόπεδα. Θα πρέπει να γίνει όμως κατανοητό ότι υπήρχε αρκετή αμφισημία στην πλευρά των ατομικιστών και ειδικά της Liberty που έφτανε σε σημείο να υποστηρίζει ταυτόχρονα αντιφατικά αιτήματα τρέχοντας πίσω από τα γεγονότα τις περισσότερες φορές μην μπορώντας να αντιληφθεί ότι αναδυόταν ένα νέο υποκείμενο αυτό του μισθωτού –εργάτη.
Η σύγκρουση λοιπόν μεταξύ ατομικιστών και κομμουνιστών αναρχικών, τόσο από πλευράς θεωρίας όσο και στρατηγικής, επικεντρώθηκε στο ζήτημα της βίας: θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μια τακτική για την επίτευξη κοινωνικής αλλαγής;
Οι κομμουνιστές αναρχικοί καθόρισαν τη βία από κοινωνικο-οικονομικής πλευράς και, με την ανάλυσή τους, υπήρχε ήδη μια κατάσταση πολέμου μεταξύ της εργατικής και της καπιταλιστικής τάξης. Ως λογικό επακόλουθο, η αυτοάμυνα καθορίστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπει στους κομμουνιστές να επιτεθούν σε οποιονδήποτε ανήκει στην καπιταλιστική τάξη με βάση μόνο την ταξική τους σχέση. Δεδομένου ότι θεωρούσαν ότι υπάρχει ανοιχτός πόλεμος, η χρήση βίας για την επίτευξη των στόχων τους δεν ήταν μόνο στρατηγική αλλά και απαραίτητη.
Οι ατομικιστές αναρχικοί χρησιμοποίησαν τα φυσικά δικαιώματα ως ιδεολογικά πλαίσια μέσα στα οποία πρέπει να εξεταστεί το ζήτημα της βίας. Θεωρούσαν την βία κάτι το ανεπίτρεπτο. Επιπλέον γι’ αυτούς, η αληθινή πηγή και το προπύργιο της πολιτικής καταπίεσης δεν έγκειται στις ενέργειες των πολιτικών αλλά στις κυρώσεις ή την υπακοή που προσδίδει στο πολιτικό σύστημα ή την κοινωνία. Το κράτος δεν θα μπορούσε να καταστραφεί εξαλείφοντας μια τάξη ανθρώπων επειδή το κράτος ήταν, στην ουσία, μια ιδέα που την ασπάσθηκε η κοινωνία. Η ίδια η ιδέα έπρεπε να εξαλειφθεί. Όπως έγραφε ο Tucker: «Ο σκοπός μας είναι η κατάργηση, όχι μόνο όλων των υφιστάμενων κρατών, αλλά και του ίδιου του Κράτους ... Δεν είναι κάτι που μπορεί να οριστεί ειδικά ... Το κράτος είναι μια αρχή, ένα φιλοσοφικό λάθος στην κοινωνική ύπαρξη "Η λύση: να εξαλείψει κάθε αίσθηση νομιμότητας που θα μπορούσε να ενισχύει την ύπαρξη κράτους».
Κατά τη διάρκεια της εικοσιπενταετούς περιόδου που εκδίδονταν η Ελευθερία προωθήθηκαν από τους αναρχοατομικιστές πολλές στρατηγικές για την εξάλειψη του φιλοσοφικού λάθους που ήταν «το κράτος». Με την ευρύτερη έννοια, οι στρατηγικές χωρίστηκαν σε τρείς κατηγορίες: εκπαίδευση, παθητική αντίσταση και δημιουργία παράλληλων θεσμών. Η παθητική αντίσταση, σε αντίθεση με την πολιτική ανυπακοή, αφορούσε την παθητική άρνηση υπακοής στον άδικο νόμο και όχι την άμεση αντιπαράθεση με τέτοιους νόμους.
Η απόρριψη της βίας ως πολιτική στρατηγική οδήγησε το ατομικιστικό κίνημα σε άλλες εναλλακτικές στρατηγικές μέσω των οποίων θα μπορούσε να επιτευχθεί η κοινωνική αλλαγή που όμως δεν ευδοκίμησαν. Δεδομένου ότι ο καταπιεστικός χαρακτήρας του κράτους στηρίζεται στην βία, οι στρατηγικές που υποστήριζαν αν και θελκτικός στα αυτιά παρέμεινε αρκετά «φιλοσοφικός».
Από την άλλη πλευρά ο κομμουνιστικός αναρχισμός βρήκε τον δρόμο του μέσα από τον συνδικαλισμό και την οργανωμένη ταξική πάλη απορρίπτοντας την ένοπλη δράση η οποία όμως παρέμεινε υπαρκτή στις ΗΠΑ μέχρι τα μέσα του 1920. Σε πείσμα όλων αυτών που τον θεώρησαν καταδικασμένο, ο αναρχισμός ανέπτυξε μαζί με σοσιαλιστές και ριζοσπάστες συνδικαλιστές την ένδοξη σελίδα αυτό που μετέπειτα θα γινόταν γνωστό ως Επαναστατικός Βιομηχανικός Συνδικαλισμός». Όμως το σίγουρο είναι ότι τα γεγονότα του Σικάγο αποτελούν ορόσημο και για τις δυο τάσεις του αμερικανικού αναρχισμού που ποτέ έκτοτε δεν συμφιλιώθηκαν αλλά τράβηξαν τους δικούς του ξεχωριστούς δρόμους μέχρι και σήμερα. Περισσότερο μακριά και ποτέ αγαπημένοι.
Αντί επιλόγου
Σε μια συζήτηση που είχα με τον σύντροφο Δημήτρη Σ. σχετικά με τα μέσα τους σκοπούς και τις μου υπενθύμισε μια ρήση του Ενρίκο Μαλατέστα: «Μπορούμε και να τα καταφέρουμε αν στο μεταξύ δεν αλληλοεξουδετερωθούμε αναμεταξύ μας». Αυτό συνέβη και στο αμερικανικό κίνημα της εποχής.
Η ιστορική καταγραφή δεν γίνεται για να εξυμνηθεί η μία ή η άλλη τάση αμφότερες με τον τρόπο τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ότι έκαναν λάθη, το επίδικο για μας που συνεχίζουμε σε ακόμα πιο χαλεπούς καιρούς είναι να μάθουμε από αυτά ώστε να μην τα επαναλάβουμε. Ίσως τότε να δικαιώσουμε τον Μαλατέστα και να τα καταφέρουμε.