Επιμέλεια και αντιγραφή: Αντώνης Ζήβας**
«Η μουσική ήταν και είναι η αγαπημένη μου τέχνη. Πάντα μου ξυπνούσε ένα θρησκευτικό αίσθημα, πίστη στη ζωή και το κυνήγι της ζωής μέσα μου. Πρώτα η μουσική, μετά τα πούρα ή τα τσιγάρα τούρκικου καπνού, μετά τα βιβλία και μετά ο επιούσιος άρτος».[ii]
~Μιχαήλ Μπακούνιν
Αρκετοί γνωρίζουν ότι ο Μπακούνιν βρέθηκε στα οδοφράγματα της Δρέσδης το Μάη του 1849 δίπλα στο Ρίχαρντ Βάγκνερ. Η σχέση του όμως με τη μουσική ήταν πιο πλούσια και πιο βαθιά. Η «μικροϊστορία» των ανθρώπων και των έργων της μουσικής που ήρθαν σε επαφή με το Μπακούνιν και το πάθος του ίδιου για τη μουσική είναι το θέμα της μελέτης που πραγματεύεται το βιβλίο του Γιάννη Μαλλούχου, Το τραγούδι των Ωκεανίδων. Ο Μιχαήλ Μπακούνιν και η μουσική που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα.
Τι ήταν αυτό που ο διαβόητος Ρώσος αναρχικός του 19ου αιώνα άκουγε στη μουσική για να της προσδώσει αυτή την εξέχουσα θέση ανάμεσα στις τέχνες, αλλά και ανάμεσα στις αγαπημένες ασχολίες του; Ποια μουσική ήταν αυτή και πώς ήρθε σε επαφή μαζί της; O André Reszler γράφει στην Αναρχική Αισθητική:
Ο Μπακούνιν δεν έχει αφιερώσει κάποια συγκεκριμένη μελέτη στην τέχνη. Για να κατανοήσουμε την αισθητική του σκέψη, είναι απαραίτητο να συσχετίσουμε τις περιστασιακές παρατηρήσεις που έχει κάνει σε μαχητικά άρθρα και φυλλάδια με το συνολικό του όραμα, και να τις αντιπαραβάλλουμε τόσο με τη μαρτυρία των δικών του ενεργειών, όσο και με τις μαρτυρίες της οικογένειας και των φίλων του.[iii]
Αν σε αυτά τα γραπτά προσθέσουμε κάποια σχετικά αποσπάσματα από φιλοσοφικά κείμενά του, καθώς και από κάποια γράμματα της πλούσιας αλληλογραφίας του, συνδέοντάς τα με ιστορικά/βιογραφικά στοιχεία (ιδίως τις συναντήσεις και τις φιλίες του με μουσικούς) τότε θα έχουμε μια πληρέστερη εικόνα της αντίληψής του για την τέχνη, και ειδικά για τη μουσική. Το υλικό αυτό εκτείνεται από πρώιμα μουσικοφιλοσοφικά αποσπάσματα (όπως π.χ. για το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ και τον καθολικισμό) μέσα από γράμματα προς αδέλφια και φίλους όπως ο Ράιχελ[iv], μέχρι αισθητικές φιλοσοφικές παρατηρήσεις στα ώριμα γραπτά του.[v] Η μουσική στην οποία αναφέρεται είναι η έντεχνη ευρωπαϊκή μουσική κυρίως της κλασικής και της ρομαντικής εποχής, και σπανιότερα η έντεχνη μουσική παλιότερης εποχής. Σε ένα από τα κείμενα της τελευταίας περιόδου[vi] αναφέρεται στα λαϊκά τραγούδια των σοσιαλιστών εργατών που «ανοίγουν μια νέα εποχή και προφητεύουν έναν νέο κόσμο, αυτόν της καθολικής απελευθέρωσης».
Ήδη από την παιδική ηλικία ο Μπακούνιν έκανε μαθήματα μουσικής ως μέρος της γενικότερης εκπαίδευσής του στο οικογενειακό σπίτι στο Πρεμούκινο. Ως νέος ενήλικος θα γνωρίσει στην Αγία Πετρούπολη την οικογένεια μουσικών Λβωφ. Εδώ θα παρακολουθήσει αρκετές συναυλίες που δεν θα τον αφήσουν ανεπηρέαστο. Η προτίμησή του στον Μπετόβεν, που θα εξελιχθεί σε πάθος, είναι κιόλας φανερή. Ακούει συμφωνίες, κουαρτέτα, σονάτες και λήντερ του. Η μουσική του είναι γι’ αυτόν μια «γιορτή του πνεύματος». Δεν λείπουν και αναφορές θαυμασμού για τον Μότσαρτ (Ρέκβιεμ), τον Χάυντν (Επτά Λόγοι του Ιησού) και την αγαπημένη του όπερα του Γκλουκ (Ιφιγένεια εν Ταύροις) καθώς και για τον Μάγερμπεερ. Ακόμη και πιο άγνωστοι σήμερα συνθέτες, όπως ο Όνσλοου και ο Λασκόφσκι, βρίσκονται στην αλληλογραφία του αυτής της περιόδου. Μεταγενέστερα γράμματα μαρτυρούν και τη γνώση παλαιότερων Ιταλών συνθετών, όπως ο Μαρτσέλο, ο Ντουράντε και ο Πόρπορα, αλλά και πιο σύγχρονων όπως ο Μπελίνι. Ο Γάλλος ρομαντικός Φερντινάντ Ερόλντ είναι από τους προτιμώμενους συνθέτες του πρώιμου μέντορά του στη Μόσχα (όπου βρίσκεται από το 1835), Νικολάι Στάνκεβιτς. Στον κύκλο του τελευταίου μοιράζεται τον θαυμασμό των υπολοίπων μελών (ανάμεσα τους ο Μπελίνσκι και ο Μπότκιν) για τον Μπετόβεν και τον Σούμπερτ. Οι φιλοσοφικές, λογοτεχνικές και κατ’ επέκταση μουσικοαισθητικές καταβολές του Μπακούνιν θα σμιλευτούν μέσα σ’ αυτόν τον κύκλο των νεαρών Ρώσων διανοούμενων, που στοχάζονταν, συζητούσαν και έγραφαν με θέρμη για τους φιλοσόφους του γερμανικού ιδεαλισμού, τους λογοτέχνες της Βαϊμάρης και τους συνθέτες της Βιέννης.
Δυο Γερμανοί μουσικοί της Μόσχας είναι αυτοί με τους οποίους θα συνδεθεί στενά ο Μπακούνιν αυτόν τον καιρό: Ο Λάνγκερ[vii], πιανίστας και συνθέτης που ήταν μαθητής του Χούμελ στη Βιέννη, και ο βιολιστής Παλ. Άλλοι μουσικοί που θα γνωρίσει εδώ είναι ο Φραντς Ξάβερ Γκέμπελ (δάσκαλος μουσικής του Στάνκεβιτς) και ο Ιβάν Μπιλίμπιν (μαθητής του Λάνγκερ και ανιψιός του Μπότκιν).
Το 1840 φεύγει από τη Μόσχα για να σπουδάσει φιλοσοφία στο Βερολίνο. Μαζί του είναι και ο Ιβάν Τουργκένιεφ, τον οποίο θα μυήσει στη λατρεία του Μπετόβεν. Ο Τουργκένιεφ θα συνδεθεί αργότερα με την τραγουδίστρια και συνθέτρια Πωλίν Βιαρντό-Γκαρσία, την οποία θα γνωρίσει ο Μπακούνιν στο Παρίσι. Το 1842 θα γνωριστεί στη Δρέσδη με τον συνθέτη Άντολφ Ράιχελ, ο οποίος θα γίνει ο στενότερος φίλος του και ο συγκάτοικός του μέχρι το 1848. Ο Μπετόβεν ήταν ένας βασικός συνδετικός κρίκος ανάμεσά τους. Ο Ράιχελ, ένας κλασικιστής μουσικοθεωρητικός ήταν ο κατάλληλος ειδικός της τέχνης που ο Μπακούνιν χρειαζόταν στις αισθητικές αναζητήσεις του. Προφανώς και μια τόσο στενή, μακροχρόνια και δυνατή φιλία δεν μπορεί απλώς και μόνο να υπαχθεί στο εργαλειακό στοιχείο. Οι επιρροές και οι βοήθειες, υλικές και ηθικές, ήταν αμφίδρομες. Ο Ράιχελ μέσω του Μπακούνιν θα γνωρίσει πολλούς επαναστάτες, ανάμεσά τους τον Χέρτσεν, τον Μαρξ και τον Προυντόν. Ο Πρώσος συνθέτης θα υποστεί παρακολούθηση και κατ’ οίκον επιδρομή από την αστυνομία του Παρισιού λόγω της σχέσης του με τον Μπακούνιν και των συχνών αποστολών γραμμάτων, βιβλίων, πούρων και χρημάτων από το 1849 μέχρι το 1851, όταν ο τελευταίος ήταν φυλακισμένος στη Γερμανία και την Αυστρία.
Ο Μπακούνιν συνελήφθη για τη συμμετοχή του στην εξέγερση της Δρέσδης τον Μάιο του 1849. Σ’ αυτήν, καθώς και σε όλο το προηγούμενο διάστημα που βρισκόταν στην πόλη (αρχές του 1849), είχε συνδεθεί φιλικά με άλλους δύο μουσικούς. Ο πρώτος ήταν ο Άουγκουστ Ρέκελ[viii], ένας αρχιμουσικός και πολύ δραστήριος δημοκρατικός εκδότης, στου οποίου το σπίτι έμενε ο Μπακούνιν. Ο Ρέκελ έμελλε να είναι ο τελευταίος από τους πολιτικούς κρατούμενους της εξέγερσης που απελευθερώθηκαν το 1862, μετά από 13 χρόνια φυλάκισης. Ο δεύτερος από αυτούς είναι ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, μια συνάντηση που βρήκε συχνά το δρόμο της στην ιστορική και μουσικοϊστορική φιλολογία, δεδομένου ότι και ο Βάγκνερ αφιερώνει αρκετές σελίδες της αυτοβιογραφίας του στον Ρώσο αναρχικό, μιλώντας γι’ αυτόν με μεγάλο ενθουσιασμό. Είναι εδώ, στην γενική πρόβα της σημαδιακής (και μουσικοϊστορικά) εκτέλεσης της 9ης του Μπετόβεν, στην παλιά όπερα της Δρέσδης τον Απρίλη του 1849, όταν πηγαίνει στο πόντιουμ για να πει στον Βάγκνερ πως αν έπρεπε όλη η μουσική να χαθεί μέσα στον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα, εμείς έπρεπε να σταθούμε ενωμένοι και με κίνδυνο της ζωής μας για τη διατήρηση αυτής της συμφωνίας.
Σ’ αυτή τη συμφωνία ο Μπακούνιν ακούει την επαναστατική διάθεση[ix] και τη θέληση για δράση (όπως μεταφέρουν και οι βιογράφοι του Στέκλοβ και Χουχ) ή ακόμη βαθύτερα το «ανθρώπινο φως» προς το οποίο κοιτά φιλοσοφικά.[x] Αργότερα, από τη φυλακή θα γράψει στον Ράιχελ: Μόνο η μουσική έχει σήμερα το πολιτικό δικαίωμα στον κόσμο. […] Η μουσική μονάχα έχει μια θέση στο σύγχρονο κόσμο, ακριβώς γιατί δεν έχει την πρόθεση να πει κάτι συγκεκριμένο, παρά μόνο εκφράζει τη γενική διάθεση, τη μεγάλη επίπονη λαχτάρα, η οποία κυριαρχεί στο παρόν και γι’ αυτό πρέπει να είναι μια μεγάλη τραγική τέχνη.
Ο Βάγκνερ εντυπωσιάστηκε από την προσωπικότητα του Μπακούνιν και από τον ριζοσπαστισμό των ιδεών του. Κατά κάποιους (όπως ο Μπέρναρντ Σω) βρήκε σ’ αυτόν την έμπνευση για το μηδενιστικό/εικονοκλαστικό υπόβαθρο της φιγούρας του Ζίγκφριντ, ήρωα της τετραλογίας Το Δαχτυλίδι του Νίμπελουνγκ, την οποία άρχισε να συνθέτει από το 1849. Σ’ αυτά τα χρόνια ο Βάγκνερ θα γράψει και τα επαναστατικά (πολιτικά και καλλιτεχνικά) κείμενα του, εκ των οποίων η Τέχνη και Επανάσταση θα εκδοθεί πρώτη φορά στα γαλλικά το 1895 από τις εκδόσεις της αναρχικής εφημερίδας του Ζαν Γκραβ, Les Temps Nouveaux, και θα συμπεριληφθεί από τον Κροπότκιν και τον Μαξ Νέτλαου στα καλλιτεχνικά και λογοτεχνικά έργα ελευθεριακής έμπνευσης.[xi] Άλλωστε ο βαγκνερισμός στον 19ο αιώνα ήταν συχνά συνυφασμένος με τον επαναστατικό σοσιαλισμό, αφενός λόγω της πολιτικής στάσης και δράσης του νεαρού Βάγκνερ, και αφετέρου λόγω της μουσικοσυνθετικής πρωτοπορίας στο έργο του και του άρρηκτα συνδεμένου με αυτό πολιτισμικού/κοινωνικού οράματός του.
Ο Μπακούνιν όμως, πολέμιος κάθε (πολιτικού ή αισθητικού) συστήματος, δεν ήταν μουσικοαισθητικά βαγκνερικός, αλλά κλασικιστής[xii] και «ιδιαιτέρως μπετοβενικός»[xiii] όπως ο φίλος του Άντολφ Ράιχελ, τον οποίο θα ξανασυναντήσει στη Βέρνη 20 χρόνια αργότερα, το 1868, στα χρόνια που είχε συνδεθεί με την «Λίγκα για την Ειρήνη και την Ελευθερία». Σε αυτά τα πολύ παραγωγικά χρόνια πολιτικής θεωρίας και πράξης για τον Μπακούνιν θα παραμείνουν σε στενή επαφή μέχρι τον θάνατό του το 1876. Ο Ράιχελ ήταν επίσης ο μάρτυρας των τελευταίων λόγων του Μπακούνιν, τους οποίους διέσωσε σ’ ένα γράμμα του στον Κάρλο Γκαμπούτσι. Ο Τζέημς Γκυγιώμ αναφέρει μια συνάντησή τους το 1873, στην οποία γνώρισε τον Ράιχελ και άκουσε λήντερ του πάνω σε ποίηση του Χαφέζ. Ο ίδιος αναφέρει αλλού το τραγούδι των Ωκεανίδων που ο Μπακούνιν οραματιζόταν μουσικά ως άλλος Προμηθέας Δεσμώτης, περιτριγυρισμένος από τη θάλασσα μέσα στη φυλακή του Σλύσελμπουργκ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[i] Το παρόν άρθρο είναι μια εισαγωγή στο θέμα. Για εκτενέστερη ανάγνωση υπάρχει το βιβλίο: Γιάννης Μαλλούχος: Το τραγούδι των Ωκεανίδων, ο Μιχαήλ Μπακούνιν και η μουσική, Αθήνα: Ελευθεριακή Κουλτούρα 2016.
[ii] Γράμμα του Μπακούνιν στον αδελφό του, Αλεξέι (16/5/1852).
[iii] Reszler, André: L’esthétique anarchiste, Παρίσι: PUF 1971.
[iv] Adolf Reichel (1816-1896).
[v] Φεντεραλισμός, Σοσιαλισμός, Αντιθεολογισμός (1867/68), Φιλοσοφικές θεωρήσεις πάνω στο θεϊκό φάντασμα, τον πραγματικό κόσμο και τον άνθρωπο (1870), Θεός και Κράτος (1870/71).
[vi] Η κνουτογερμανική αυτοκρατορία και η κοινωνική επανάσταση (1871/72).
[vii] Leopold Langer (1802-1885).
[viii] August Röckel (1814-1876).
[ix] Για την αντίληψη της συμφωνίας στην αναρχική φιλολογία γενικότερα βλ. και τη σχετική θεώρηση από τον Γκούσταβ Λαντάουερ, στο: Η Επανάσταση, Θεσσαλονίκη: Πανοπτικόν 2020, σ. 111.
[x] Knowles, R.: Human Light: The mystical Religion of Mikhail Bakunin, in: The European Legacy 7/1 (2010).
[xi] Reszler, André: L’esthétique anarchiste, Παρίσι: PUF 1971.
[xii] Reszler, André: L‘esthétique anarchiste, Παρίσι: PUF 1971: «Είναι στη “μεγάλη τέχνη” του παρελθόντος, αιώνια και ανυπότακτη, όπου αντιλαμβάνεται μια πραγματικά επαναστατική δυναμική: την “επιστροφή της αφαίρεσης στη ζωή”».
[xiii] IISG: Adolf Reichel Papers, Reichel, A.: Lebenserinnerungen, Βέρνη 1892, S. 22a.
*Το παρόν κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Γιάννη Μαλλούχου, Το τραγούδι των Ωκεανίδων. Ο Μιχαήλ Μπακούνιν και η μουσική (εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα). Δημοσιεύτηκε στο πρόσφατο φύλλο της πανελλαδικής εφημερίδας δρόμου Άπατρις (αριθμός φύλλου 49, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2021)
*Ο Αντώνης Ζήβας είναι D.J. ραδιοφωνικός παραγωγός και record sellector εδώ και 28 έτη. Παράλληλα έχει υπάρξει μπασίστας σε διάφορες γνωστές-άγνωστες Punk και Alternative μπάντες από τη δεκαετία του '80 ως τις μέρες μας, ενώ ανήκει στο απροστάτευτο υπό εξαφάνιση είδος των δισκοπωλών. Γεννήθηκε στη Πάτρα, αλλά διάλεξε να ζήσει για πάρα πολλά χρόνια στη Κρήτη, όπου και απέκτησε τη Κρητική υπηκοότητα, την οποία διατηρεί ακόμη με πείσμα. Τα τελευταία χρόνια κατοικεί στη κοιλιά του τέρατος που ονόμασαν Αθήνα, περιφέροντας το σάρκιον του σε διάφορα Booth της Αθηναϊκής νύχτας και μία φορά την εβδομάδα τα μεσημέρια των Σαββάτων, ξαποστένει στο μικρόφωνο του metadeftero.gr, μέσα από την εκπομπή Reclaim The Music
**Το κείμενο δημοσιεύτηκε εδώ: https://merlins.gr/blog/2037-%CE%BF-%CE%BC%CF%80%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CE%BD%CE%B9%CE%BD-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%BC%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%BA%CE%AE-i?fbclid=IwAR2K5BaWWPGQQRCf756CJVFHCYo0f9o02ZqFYLtUtvhpgQ-GTvKa5GrA78Y