P.D. Gardner*
Τον Μάη του 1886 ο David Andrade, ο αδελφός του Will και μισή ντουζίνα άλλοι σχημάτισαν το Melbourne Anarchist Club (MAC - Αναρχική Λέσχη Μελβούρνης) - απ' όσο γνωρίζω την πρώτη αναρχική οργάνωση στην Αυστραλία. Ο Andrade έγινε γραμματέας του MAC και ένας από τους κύριους προπαγανδιστές του. Η οργάνωση κυκλοφόρησε το περιοδικό «Honesty» («Τιμιότητα») στο οποίο δημοσιεύονταν νέα της οργάνωσης και θεωρητικά άρθρα. Ο Andrade ήταν τακτικός συνεργάτης.
Μαζί με τον αδελφό του, Will, ο David Andrade ακολούθησε το επάγγελμα του βιβλιοπώλη. Αρχικά σε ένα πρακτορείο εφημερίδων στο Brunswick και αργότερα στο Liberty Hall, στο Russell St. στο κέντρο της Μελβούρνης, λειτούργησαν τα πρώτα αναρχικά βιβλιοπωλεία στην Αυστραλία. Εδώ διακινούνταν και πουλούνταν αναρχικές εκδόσεις, αλλά και «σοσιαλιστική βιβλιογραφία όλων των ειδών (Κομμουνιστική, Κολεκτιβιστική και Αναρχική), βιβλία, φυλλάδια και εφημερίδες που προμηθεύονταν από όλα τα μέρη του κόσμου».
Ο Andrade ήταν μια ενεργητική και επιδεικτική προσωπικότητα που βυθίστηκε βαθιά στις αναρχικές δραστηριότητες της εποχής, ως συγγραφέας, εκδότης, τυπογράφος, διανομέας, οργανωτής, προπαγανδιστής και ακτιβιστής για την αναρχική υπόθεση. Εκτός από τις συνεισφορές του στο «Honesty», κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε μια μεγάλη ποικιλία τοπικών και ξένων περιοδικών. Τα κύρια έργα του περιλαμβάνουν το «Χρήμα: μια μελέτη για το ζήτημα του νομίσματος» (1887), «Το κοινωνικό μας σύστημα» (που ήταν μια επίθεση στο μονοπώλιο της ιδιοκτησίας γης όσο και στην τοκογλυφία) και «Anarchist Plan of Campaign» (1888). Το 1892 δημοσίευσε το «ρεαλιστικό» μυθιστόρημα «Οι εξεγέρσεις της Μελβούρνης και πώς ο Χάρι Χόλντφαστ και οι φίλοι του χειραφέτησαν τους εργάτες».
Τόσο οι εξεγέρσεις της Μελβούρνης όσο και ο David Andrade έχουν περιγραφεί πρόσφατα ως «ουτοπικοί».
Ο Andrade ήταν σημαντικός συμμετέχων στη διάσπαση του MAC το 1888, ερχόμενος σε σύγκρουση με τον J.A. Andrews και άλλους αναρχοκομμουνιστές. Η αιτία της διάσπασης του MAC ήταν η «βίαιη ανάκτηση και υπεράσπιση της ελευθερίας» - με άλλα λόγια η βία. Ο Andrade έχει περιγραφεί ποικιλοτρόπως ως «προυντονιστής» και «μουτουελιστής» και ήταν εκείνη τη στιγμή που τασσόταν σθεναρά αντίθετος σε κάθε μορφή βίας. Φαίνεται ότι μετά τη διάσπαση απομονώθηκε και σταμάτησε και την κυκλοφορία του «Honesty». Το μέλος του MAC και αναρχοκομμουνιστής Larry Petrie, περιέγραψε αργότερα την οργάνωση ως κατά βάση «τολστοϊκή».
Μετά τη διάσπαση, ο Andrade συνέχισε να γράφει, να εκδίδει και να πουλάει βιβλία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1890 ήταν γραμματέας του Unemployed Workers Association (Σύνδεσμος Ανέργων Εργατών) στο Richmond και το 1893 ως μέλος μιας αντιπροσωπείας των ανέργων επιτέθηκε δριμύτατα στο σύστημα της αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης: «Μας κυβερνούν πολλοί ληστές, και όταν βλέπω κάποιον να εκλέγεται και να μπαίνει στη Βουλή τον λυπάμαι, γιατί το μόνο που κάνει είναι να φτιάχνει μια ακόμα φωλιά παρασίτων... Οι νομοθέτες μας είναι πιο ταπεινωμένοι από ένα άτομο που κακοποιεί μια γυναίκα ή ένα παιδί και δεν τους έχω καμία εμπιστοσύνη».
Αργότερα εκείνον το χρόνο είχε αναλάβει μια ιδιοκτησία 10 στρεμμάτων στην οροσειρά Dandenong όπου άρχισε να καθαρίζει τη γη, έχτισε ένα σπίτι και άρχισε να εργάζεται ως αποθηκάριος και ταχυδρόμος. Ο δεύτερος γιος του, Proudhon Andrade, γεννήθηκε εκεί την ίδια χρονιά. Ο Andrade επέμεινε σε αυτόν τον τρόπο ζωής για πέντε χρόνια, αλλά η έκταση κάηκε στις καταστροφικές πυρκαγιές του 1898.
Φαίνεται ότι καταστράφηκε οικονομικά, κάτι που τον έκανε να διαλυθεί ψυχικά. Το 1903 έγινε δεκτός στο άσυλο Yarra Bend, και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του σε άσυλα. Πέθανε το 1928 και τα επόμενα χρόνια τον περιέγραψαν ως έναν ευγενικό άνθρωπο με ένα χαμόγελο στα χείλη.
Σε ένα άρθρο του B. Scates («The Utopians - And Early Socialists Who Lost Their Way» (Journal, RHSV 54:4: 1983 ppl 926) η καριέρα του Andrade εξετάζεται εν μέρει. Ο Scates τον περιέγραψε ως «έναν ενεργητικό και ευέλικτο μεταρρυθμιστή, που ξεκίνησε πολλά φιλόδοξα έργα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1890, ανάμεσά τους έναν οικισμό σε χωριό, ένα σχέδιο ίδρυσης συνεταιρισμού, ένα ριζοσπαστικό βιβλιοπωλείο και ένα εστιατόριο για χορτοφάγους». Και για τον αναρχισμό του έγραφε: «Για τον David Andrade, ο σοσιαλισμός ήταν ζήτημα δικαιοσύνης. Αναγνώριζε τα δικαιώματα των φτωχών στην αξιοπρέπεια και την αυτοδιάθεση, θεσπίζοντας τη συνεργασία ως θεραπεία για τα λάθη του καπιταλισμού. Καταδίκαζε επίσης την καταπίεση και την εκμετάλλευση των γυναικών από το οικογενειακό και κοινωνικό σύστημα στο σύνολό του. Προσπάθησε να τερματίσει όχι μόνο την τυραννία του άνδρα έναντι της γυναίκας, του πλούσιου έναντι του φτωχού, αλλά και της τυραννίας του ανθρωπου στη φύση. Δήλωνε ότι τα ζώα είχαν δικαιώματα - μια αρκετά θαρραλέα δήλωση ακόμη και για σήμερα». Ο Scates θεώρησε τον Andrade «ουτοπιστή» και κατέληξε: «Αλλά αυτός που δεν γλίτωσε ποτέ από την Ουτοπία υπέστη μια ακόμη μεγαλύτερη τραγωδία. Οι φιλόδοξες περιπέτειές του τον οδήγησαν σε πτώχευση. Το 1894 πήγε να ζήσει σε έναν οικισμό στο Kallista μόνο και μόνο για να συνατήσει μεγαλύτερες δυσκολίες. Τελικά, μετά το θάνατο των γιων του, αυτό το υπέροχο πνεύμα διαλύθηκε. Ο David Andrade πέθανε το 1928 σε ένα ψυχιατρείο στο Ballarat».
Ενώ τόσο το άρθρο του Scates όσο και η αντιμετώπισή του προς αυτόν είναι αξιοθαύμαστη, η συμπερίληψή του σε ένα δοκίμιο για τον «ουτοπισμό» φαίνεται άδικη. Το κάτι «ουτοπικό» είναι μια ιδανική κατάσταση ή σύστημα που είναι ταυτόχρονα μη πρακτικό και ανέφικτο, ενώ σχεδόν όλα τα σχέδια του Andrade ήταν πρακτικά. Σε αυτά τα σχέδια αφιέρωσε περισσότερα από 12 χρόνια της ζωής του με διάφορους βαθμούς επιτυχίας και αποτυχίας.
Πάνω απ' όλα ήταν απασχολημένος με διάφορα μέσα με τα οποία θα μπορούσε η ιδέα να γίνει πράξη. Η ζωή του Andrade δυστυχώς περιπλέχθηκε από τραγικές συνθήκες. Αυτό, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, πιθανότατα οδήγησε στην ψυχική του κατάρρευση.
Παρ’ όλες αυτές τις φαινομενικές αποτυχίες των αποκαλούμενων «ουτοπικών» σχεδίων και την «παραφροσύνη» του, ο Andrade είναι ένας από έναν πολύ μικρό αριθμό αναρχικών που περιλαμβάνονται στο Australian Dictionary of Biography (Αυστραλιανό Βιογραφικό Λεξικό). Ήταν πρωτοπόρος στην επιλεγμένη φιλοσοφία του με πολλούς τρόπους -ως αναρχικός προπαγανδιστής, οργανωτής, εκδότης και, πάνω απ' όλα, ασκώντας αυτό που κήρυττε- και ως ένας που, μεταφορικά μιλώντας, κάποτε ανέμισε τη μαύρη σημαία πάνω από το Brunswick.
*Μετάφραση: Ούτε Θεός Ούτε Αφέντης.