Malcolm Archibald*
Ο Maxim Matveyevich Chernyak [1] -εφεξής Τσερνιάκ- ανήκει στη γενιά των Ρώσων εκείνων αναρχικών που πήραν μέρος στις επαναστάσεις του 1905 και του 1917, υπερασπίστηκαν τη νέα επαναστατική κοινωνία ενάντια στους αντιδραστικούς εχθρούς της και στη συνέχεια συντρίφτηκαν από τους πρώην συμμάχους τους, τους κομμουνιστές. Δεν είναι εύκολο να συνθέσουμε την ιστορία της ζωής του, επειδή πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο παρασκήνιο, σε καθεστώς παρανομίας. Στην περίπτωση του Chernyak ένας επιβαρυντικός παράγοντας είναι ότι στην ιστορική βιβλιογραφία συχνά συγχέεται με άτομα με παρόμοια ονόματα.
Γεννήθηκε το 1883 στο Γκρόντνο (Grodno), μια πόλη που βρισκόταν στο ρωσικό "Παλαιό Εποίκισμα” (σ.τ.μ.: “Pale of Settlement” στο αγγλικό πρωτότυπο), σε μια φτωχή εβραϊκή οικογένεια. Ο Chernyak εκπαιδεύτηκε ως κουρέας, ένα επάγγελμα που φαίνεται ότι αποτελούσε οικογενειακή παράδοση. Καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του ασκούσε αυτό το επάγγελμα, όταν δεν ήταν απασχολημένος ως τρομοκράτης, μυστικός πράκτορας ή στρατιωτικός διοικητής.
Ο Chernyak δραστηριοποιήθηκε για πρώτη φορά στο αναρχικό κίνημα στην κοντινή πόλη Μπιαλιστόκ (Bialystok) το 1904-1905, εντασσόμενος της ομάδας Chernoe Znamia [Μαύρο Λάβαρο], η οποία πραγματοποιούσε "αδικαιολόγητες" τρομοκρατικές επιθέσεις κατά της αστικής τάξης. Ο Chernyak συνεργάστηκε στενά με έναν από τους ηγέτες της ομάδας, τον Vladimir Striga. Η ομάδα αποτελούνταν κυρίως από νέους και τα μέλη της έφταναν τις εκατοντάδες. Κατά διαστήματα, ο χαρισματικός Striga απευθυνόταν σε πλήθη 3.000 έως 5.000 ατόμων. Οι αναρχικοί του Μπιαλιστόκ δημιούργησαν στενές επαφές με παρόμοιες ομάδες στην Ουκρανία, ιδίως στην Οδησσό και το Γιεκατερίνοσλαβ. Κατά την επακόλουθη τσαρική καταστολή, οι περισσότεροι αγωνιστές της ομάδας συνελήφθησαν και μαρτύρησαν στα χέρια των αρχών. Ο Striga διέφυγε στο εξωτερικό, συγκεκριμένα στο Παρίσι, αλλά κάποια στιγμή σκόνταψε ενώ μετέφερε μια αυτοσχέδια βόμβα και ανατινάχθηκε.
Ο Τσερνιάκ βρήκε επίσης καταφύγιο στη Γαλλία το 1907, αλλά σύντομα μεταπήδησε στις ΗΠΑ, όπου συμμετείχε στην οργάνωση του ρωσικού τμήματος των Industrial Worhers of the World (IWW - Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου). Η IWW εξέδιδε εφημερίδες σε δώδεκα γλώσσες που απευθύνονταν σε μετανάστες εργάτες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στις ΗΠΑ ο Τσερνιάκ συνέχισε το επάγγελμά του ως κουρέας και ζούσε με τη σύζυγό του Rosa και τα δύο παιδιά του στη Νέα Υόρκη και, αργότερα, στο Σικάγο. Στην τελευταία πόλη όλη η οικογένεια συμμετείχε σε εκδηλώσεις που διοργάνωνε η ρωσική αναρχική κοινότητα των μεταναστών.
Όμως ο Τσερνιάκ δεν ήταν έτοιμος να καταλαγιάσει στις ΗΠΑ. Το 1917 επέστρεψε στη Ρωσία με την οικογένειά του και ρίχτηκε αμέσως στην επαναστατική εργασία. Πήγε στη βιομηχανική περιοχή Ντονμπάς (Donbas) στην Ουκρανία, και οργάνωσε ένα απόσπασμα της Μαύρης Φρουράς με έδρα την πόλη Μακέγιεβκα (Makeyevka). Στο πρώτο μέρος του 1918 πολλά αποσπάσματα της Μαύρης Φρουράς δημιουργήθηκαν σε όλη την πρώην Ρωσική Αυτοκρατορία για να υπερασπιστούν την Επανάσταση από τους εχθρούς της. Στην περίπτωση του αποσπάσματος της Μακέγιεβκα οι εχθροί ήταν οι κοντινοί Κοζάκοι του Λευκού Ντον. Χωρίς να αρνούνται τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα αυτής της μονάδας, οι κομμουνιστικές αρχές την κατηγορούσαν επανειλημμένα ότι συμμετείχε σε ληστείες και ότι φιλοξενούσε εγκληματικά στοιχεία. Τον Μάιο του 1918 αφόπλισαν το απόσπασμα, αλλά στη συνέχεια έπρεπε γρήγορα να το επανεξοπλίσουν για να το ρίξουν στη μάχη εναντίον των απειλητικών Λευκοφρουρών.
Αργότερα, το 1918, το απόσπασμα του Τσερνιάκ αναδιοργανώθηκε ως σύνταγμα του Κόκκινου Στρατού, που μόλις είχε σχηματιστεί. Ο Τσερνιάκ βρέθηκε σε μια μονάδα υπό την ηγεσία του αναρχικού ναύτη Ανατόλι Ζελεζνιάκοφ (Anatoly Zheleznyakov), διάσημου για την αποπομπή της Συντακτικής Συνέλευσης τον Ιανουάριο του 1918. Ο Τσερνιάκ οργάνωσε το kontrrazvedka (τμήμα αντικατασκοπείας) αυτού του αποσπάσματος και ήταν εδώ που συνήψε για πρώτη φορά μια σχέση με τον αναρχικό Λεβ Ζάντοβ (Lev Zadov) από το Ντονμπάς, έναν τεράστιο άνδρα με ασυνήθιστη δύναμη που την απέκτησε δολεύοντας στις υψικαμίνους.
Ο Ζελεζνιάκοφ βρισκόταν σε συνεχή σύγκρουση με τις κομμουνιστικές αρχές και τον Σεπτέμβριο του 1918 ο Τσερνιάκ εγκατέλειψε τη θέση του σε καλή κατάσταση για να ασχοληθεί σε υπόγεια εργασία στο Ντονμπάς κατά των γερμανικών δυνάμεων κατοχής και του καθεστώτος τους-μαριονέτα Χέτμαν (Hetman). Όταν η γερμανική κατοχή και εξουσία στην Ουκρανία κατέρρευσε, οι αντάρτες του Τσερνιάκ βοήθησαν τους κομμουνιστές να καταλάβουν το Χάρκοβο (Kharkov) τον Δεκέμβριο τυ ίδιου χρόνου. Ο αναρχικός Μπόρις Γιελένσκι (Boris Yelensky), επίσης επιστρέψας από τις ΗΠΑ, περιέγραψε μια συνάντηση με τον Τσερνιάκ εκείνη την περίοδο:
"Παρατήρησα έναν άνδρα που ήταν ζωσμένος με όπλα από το κεφάλι έως τα πόδια και ο οποίος έδινε εντολές στους αντάρτες. Φαινόταν τόσο οικείος που ήμουν σίγουρος ότι τον είχα συναντήσει στο παρελθόν. ... μας πλησίασε, φώναξε το όνομά μου και με αγκάλιασε. Χρειάστηκε να κοιτάξω για μια στιγμή μέσα από τη μακριά γενειάδα του πριν τον αναγνωρίσω ως τον Μαξ Τσερνιάκ, τον κουρέα από το Σικάγο... Κανείς μας δεν μπορούσε να ονειρευτεί ότι είχε την ικανότητα να ηγηθεί μιας αντάρτικης ομάδας και να δώσει μάχες εναντίον καλά οργανωμένων μονάδων του Λευκού Στρατού. Τον ρώτησα πώς συνέβησαν όλα αυτά και μου απάντησε απλά ότι, σε επαναστατικούς καιρούς συμβαίνουν κάθε είδους θαύματα".
Περίπου την ίδια εποχή προσχώρησε στη Συνομοσπονδία Αναρχικών Ουκρανίας, η οποία αναφέρεται γενικά ως συνομοσπονδία Ναμπάτ (Nabat) - από το όνομα του έντυπου οργάνου της ("nabat" σημαίνει "συναγερμός"). Αυτή η οργάνωση με βάση στις πόλεις δημιουργήθηκε σε μια διάσκεψη στη ρωσική πόλη Κουρσκ (Kursk) τον Νοέμβριο του 1918 και έχει μελετηθεί ελάχιστα σε σύγκριση με το κυρίως αγροτικό κίνημα των Μαχνοβιστών. Στόχος της ήταν να ενώσει όλους τους Ουκρανούς αναρχικούς: αναρχοκομμουνιστές, αναρχοσυνδικαλιστές και ατομικιστές. Τελικά ιδρύθηκαν παραρτήματα σε πολλές ουκρανικές πόλεις, τα περισσότερα από τα οποία εξέδιδαν τις δικές τους εκδόσεις της “Nabat” (για ένα διάστημα υπήρχε μια τέτοια έκδοση στο Gulai-Polye, η οποία ήταν διακριτή από τον μαχνοβίτικο Τύπο). Η οργάνωση είχε έως και 2.500 μέλη στο απόγειο της επιρροής της, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής της έπρεπε να λειτουργεί υπό παράνομες ή μισονόμιμες συνθήκες, υπό τους Λευκούς, τους Κόκκινους ή τους Εθνικιστές. Σε αντίθεση με τη Μαχνοβτσίνα (Makhnovshchina), δεν διάλεξε ποτέ κάποια περιοχή στην οποία να διεξάγει κοινωνικά εγχειρήματα και επικεντρώθηκε στο προπαγανδιστικό έργο.
Η συνομοσπονδία Nabat παρείχε στο μαχνοβίτικο κίνημα πολύτιμους πόρους από την των πολιτιστική-εκπαιδευτική και προπαγανδιστική άποψη. Προμήθευε επίσης σκληροτράχηλους βετεράνους της αναρχικής αντίστασης, όπως ο Τσερνιάκ, οι οποίοι βρήκαν φυσική στέγη στη μαχνοβίτικη μυστική υπηρεσία.
Τον Ιανουάριο του 1919 ο Τσερνιάκ συνάντησε τον υπασπιστή του Μαχνό, Βίκτωρ Μπέλας (Viktor Belash” στο Χάρκοβο όπου ο Μπέλας είχε σταλεί για να διαπραγματευτεί με τους Μπολσεβίκους. Όταν ο Μπέλας επέστρεψε στο Gulai-Polye, έφερε μαζί του τον Τσερνιάκ, καθώς και τον Λεβ Ζάντοβ και τον μικρότερο αδελφό του τελευταίου, Ντανίλο. Ο Τσερνιάκ προχώρησε στην οργάνωση της μαχνοβίτκης αντικατασκοπείας (kontrrazvedka) αξιοποιώντας τους αδελφούς Ζάντοβ και άλλους έμπειρους αναρχικούς αγωνιστές. Ανέλαβε επίσης και άλλες ευθύνες, καθώς εκλέχθηκε στο Στρατιωτικό Επαναστατικό Συμβούλιο για την περιοχή Gulai-Polye και αντιπρόσωπος στο 2ο Συνέδριο των Σοβιέτ στο Gulai-Polye τον Φεβρουάριο του 1919. Σε αυτό το συνέδριο εξέφρασε την άποψή του για την κομμουνιστική δικτατορία ως εξής:
"Μια χούφτα ανθρώπων κατέλαβε την εξουσία και καταπίεσε ένα ολόκληρο έθνος”.
Αξιοποιώντας τις εμπειρίες του από τον αγώνα κατά των Λευκών Κοζάκων το 1918, ο Τσερνιάκ άσκησε καθήκοντα στρατιωτικού διοικητή μονάδων που έφταναν σε μέγεθος ταξιαρχίας.
Τους πρώτους μήνες του 1919, οι ένοπλες δυνάμεις των Μαχνοβιστών εντάχθηκαν στον Κόκκινο Στρατό ως αποτέλεσμα της συμμαχίας με τους κομμουνιστές. Τα δύο μέρη αυτής της συμμαχίας δεν εμπιστεύονταν καθόλου το ένα το άλλο και μόνο η κοινή απειλή από τους στρατούς των Λευκών που πλησίαζαν από το νότο και την ανατολή τους κράτησε ενωμένους. Τον Μάρτιο - Απρίλιο του 1919 οι Μαχνοβίτες διέρρηξαν την ακτή του Αζόφ στο νότο, καταλαμβάνοντας τα σημαντικά λιμάνια του Μπερντιάνσκ (Berdyansk) και της Μαριούπολης. Ο Τσερνιάκ εγκατέστησε στρατηγείο στο Μπερντιάνσκ απ' όπου διηύθυνε τη μαχνοβίτικη αντικατασκοπεία.
Όταν τα γερμανοαυστριακά στρατεύματα κατέλαβαν την Ουκρανία το 1918, οι γαιοκτήμονες και άλλα αστικά στοιχεία που είχαν διαφύγει το 1917 επανήλθαν στις προηγούμενες περιουσίες τους. Αλλά με την κατάρρευση της γερμανοαυστριακής εξουσίας στην περιοχή αργότερα μέσα στο έτος, οι άνθρωποι αυτοί αναγκάστηκαν να φύγουν και πάλι. Για πολλούς στην Αριστερή Όχθη της Ουκρανίας, η μόνη οδός διαφυγής ήταν προς το νότο, προς τα θαλάσσια λιμάνια όπου θα μπορούσαν να προλάβουν ένα ατμόπλοιο που θα τους μετέφερε σε ασφαλές μέρος. Όμως οι Μαχνοβίτες κατέλαβαν την ακτή του Αζόφ τόσο γρήγορα, ώστε πολλοί από αυτούς τους πλούσιους πρόσφυγες έμειναν κρυμμένοι στα δωμάτια των ξενοδοχείων τους. Ένας λευκός επιζών έκανε μια φρικιαστική περιγραφή του Τσερνιάκ:
"... ήταν ένα άτομο ελαφρού σωματότυπου με μονίμως χαμογελαστό πρόσωπο, ένα ατημέλητο μούσι και πονηρά μάτια. Παρά την ήπια συμπεριφορά του, ήταν αδίστακτος προς τους εμπόρους και τους αξιωματικούς. Καθώς ήταν κουρέας, του άρεσε... να ξυρίζει και να κουρεύει. Αυτή την αγάπη για το επάγγελμά του μπόρεσε να την κάνει πράξη σε αυτές τις πόλεις των λιμανιών... Έστησε τα δικά του κουρεία στα ξενοδοχεία πρώτης κατηγορίας, όπου, περιφρονώντας τα ξυριστικά του εργαλεία, έβγαζε τα γένια με τα κοντόχοντρα δάχτυλά του. Αντί να βάζει σαπούνι, έλουζε τα θύματά του με ένα shompol [εύκαμπτη ράβδος που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό των οπών των τουφεκιών].... Όσοι επισκέπτονταν τα μαγαζιά του δεν επέστρεφαν. Μετά τα βασανιστήρια αυτοί οι άνθρωποι μεταφέρονταν στο λιμάνι και τοποθετούνταν κάτω από τα κρύα κύματα.... Ως κουρέας ήταν ήρωας για τους εργάτες και τρόμος για τους αστούς και τους αξιωματικούς".
Αλλά ο Τσερνιάκ είχε περισσότερα για να ανησυχεί από το να εντοπίζει αντεπαναστάτες. Στο Μπερντιάνσκ υπήρχε ένα σύστημα διπλής εξουσίας, διότι αν και οι Μαχνοβίτες είχαν καταλάβει την πόλη, οι Μπολσεβίκοι δημιούργησαν το δικό τους Revkom (επαναστατικό συμβούλιο) με ένα παράρτημα της Τσεκά (Cheka - μυστική αστυνομία) σε ανταγωνισμό με τη Μαχνοβιστική αντικατασκοπεία. Τον Απρίλιο του 1919 ο Τσερνιάκ πήγε στο Gulai-Polye για να παραπονεθεί προσωπικά στον Μαχνό (η συνομιλία αναφέρεται λεπτομερώς από τον Belash):
"Δεν ξέρω τι να κάνω με τους μπολσεβίκους", είπε ο Τσερνιάκ. "Η Τσεκά λειτουργεί παράλληλα με την κοντραζβέντα μου. Το χειρότερο είναι ότι έχουν στρατολογήσει μερικούς από το παλιό μας προσωπικό! Συνεχίζουν σαν χούλιγκαν και προσπαθούν να παρεμβαίνουν με κάθε δυνατό τρόπο στη δουλειά μας. Συλλαμβάνουν δικούς μας ανθρώπους που εξαφανίζονται χωρίς ίχνος. Ο μπολσεβίκικος πυρήνας στην πόλη κυβερνά με αυτό το μέσο".
"Τι γουρούνια! Σας το είπα, μην τα βάζετε με αυτούς τους ανθρώπους. Ξεφορτωθείτε τους για τα καλά!" απάντησε ο εξοργισμένος Μαχνό.
Προϊστάμενος του Μαχνό στον Κόκκινο Στρατό ήταν ο μπολσεβίκος Πάβελ Ντιμπένκο (Pavel Dybenko), τον οποίο ο Μαχνό συνήθιζε να τον αποκαλεί "αυτός ο καταραμένος ναύτης". Ο Ντιμπένκο έγραψε απομνημονεύματα από τον Εμφύλιο Πόλεμο, τα οποία δεν έχουν δημοσιευθεί ποτέ και ακόμη και σήμερα δεν είναι εύκολα προσβάσιμα. Ο Ουκρανός ιστορικός Βίκτορ Σαβτσένκο (Victor Savchenko) μπόρεσε να συμβουλευτεί αυτά τα απομνημονεύματα και ανακάλυψε ότι τον Μάρτιο-Απρίλιο του 1919 ο Ντιμπένκο σχεδίαζε συνεχώς να δολοφονήσει τον Μαχνό και τους διοικητές του. Χάρη στην κοντραζβέντα του, ο Μαχνό γνώριζε καλά τις προθέσεις του Ντιμπένκο και αντιμετώπισε αυτή την απειλή σχηματίζοντας μια μυστική στρατιωτική μονάδα με επικεφαλής τον Τσερνιάκ. Αυτή η μονάδα, που δεν αναφέρεται στα επίσημα έγγραφα, περιελάμβανε έως και 1400 Μαχνοβίτες και προστάτευε την αναρχική "απελευθερωμένη ζώνη" από τις εισβολές των Μπολσεβίκων από το βορρά.
Όταν ο Μάχνο κηρύχθηκε παράνομος από τις κόκκινες αρχές τον Ιούνιο του 1919, οι περισσότεροι από τους παρείσακτους εγκατέλειψαν το κίνημα, τουλάχιστον προσωρινά. Ο Τσερνιάκ εντάχθηκε σε μια ομάδα κομάντος που είχε οργανώσει η μανιώδης αναρχική Μαρούσια Νικιφόροβα (Marusya Nikiforova”.Έμπειρη και η ίδια στην υπόγεια εργασία, η Νικιφόροβα χώρισε την ομάδα σε τρεις ομάδες των 15 περίπου ατόμων η καθεμία: μια ομάδα θα πήγαινε στο Χάρκοβο και θα προσπαθούσε να απελευθερώσει τους Μαχνοβίτες διοικητές που είχαν φυλακιστεί εκεί από τους Κόκκινους, μια ομάδα θα πήγαινε στο Ροστόβ (Rostov) και θα δολοφονούσε τον Ντενίκιν, καιη τρίτη ομάδα θα πήγαινε στη Σιβηρία και θα δολοφονούσε τον Κολτσάκ (Kolchak). Η Νικιφόροβα, όπως και ο Τσέρνιακ, είχε εξελιχθεί από υπόγεια αναρχική αγκιτάτορας σε διοικήτρια στρατιωτικών μονάδων, οι οποίες αντί να εγκαταλείψουν το μαχνοβίτικο κίνημα, είναι πιο πιθανό να αποφάσισαν να επιδιώξουν τους στόχους τους με άλλα μέσα. Κανένα από τα σχέδιά τους δεν ήταν επιτυχές. Ο Τσερνιάκ ήταν μέλος της ομάδας που έφυγε για τη Σιβηρία και ίσως συμμετείχε στο εκεί αντάρτικο κίνημα- οι ίδιοι οι Κόκκινοι σκότωσαν τον Κολτσάκ χωρίς τη βοήθειά του.
Σύμφωνα με μια πηγή, ο Τσερνιάκ επέστρεψε στο μαχνοβίτικο κίνημα και επανήλθε στη θέση του επικεφαλής της kontrrazvedka στις αρχές του 1921. Σε κάθε περίπτωση, ο Τσερνιάκ συνελήφθη από τους Μπολσεβίκους στην Πετρούπολη την ίδια χρονιά, στην πρώτη από μια σειρά συλλήψεων. Στις 11 Μαΐου 1923 καταδικάστηκε σε διετή εξορία στην περιοχή Νάρυμ (Narym) της Σιβηρίας (κοντά στο Τομσκ), την οποία θεωρούσε ουσιαστικά θανατική καταδίκη. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας έκανε απεργία πείνας 28 ημερών και κέρδισε την αποφυλάκιση λίγων μηνών. Υποφέροντας από κακή υγεία λόγω της κακομεταχείρισης στη φυλακή, επιτράπηκε τελικά στον ίδιο και την οικογένειά του να μεταβούν στο εξωτερικό. Όμως ο Τσερνιάκ εξακολουθούσε να μην είναι διατεθειμένος να εγκαταλείψει το επαναστατικό έργο. Άνοιξε ένα κουρείο στη Βαρσοβία το 1924 και ήρθε σε επαφή με την αναγεννημένη συνομοσπονδία Nabat, που λειτουργούσε πλέον υπόγεια στην Ουκρανία. Έκανε ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση ως ταχυδρόμος για το αναρχικό κίνημα εκεί, αλλά το τελευταίο του ταξίδι έληξε πρόωρα όταν συνελήφθη από την πολωνική αστυνομία κοντά στα σύνορα. Εκείνη την εποχή Σοβιετικοί (και πιθανότατα Πολωνοί) κατάσκοποι είχαν διεισδύσει στο αναρχικό υπόγειο κίνημα, αλλά ο ίδιος ο Τσερνιάκ φαίνεται να ήταν αδιάφθορος.
Παρά το γεγονός ότι αντιμετώπισε σοβαρές κατηγορίες στην Πολωνία, ο Τσερνιάκ κατάφερε να απεγκλωβιστεί και πάλι και πήρε το δρόμο για το Παρίσι, ανάμεσα στους Ρώσους αναρχικούς εμιγκρέδες που ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από το περιοδικό “Ντέλο Τρούντα” (Delo Truda) και στους οποίους περιλαμβάνονταν, κυρίως, ο Μαχνό και ο Πιοτρ Αρσίνοφ. Ο Τσερνιάκ δεν συμφωνούσε με την "Πλατφόρμα" που επεξεργάστηκε και εξέδωσε αυτή η ομάδα και σύντομα υπέδειξε ένα μέλος της ως πράκτορα της GPU (σοβιετική μυστική αστυνομία). Μέχρι το 1930 ο Τσερνιάκ είχε μεταναστεύσει στο Μπουένος Άιρες με την οικογένειά του. Σε αυτό το σημείο εξαφανίζεται από τα ιστορικά αρχεία, αν και υπάρχουν ενδείξεις ότι τα παιδιά του επέστρεψαν τελικά στις ΗΠΑ, όπου είχαν γεννηθεί.
Παραπομπές
V. Azarov. Kontrrazvedka. Edmonton, 2008.
V. M. Chop and I. I. Liman. Вольний Бердянськ. [Free Berdyansk]. Zaporozhye, 2007.
V. Danilov and T. Shanin, eds. Нестор Махно. Крестьянское движение на Украине. 1918–1921: Документыиматериалы. [Νέστορ Μαχνό. Το αγροτικό κίνημα στην Ουκρανία, 1918–1921: Ντοκουμ.εντα και υλικά]. Μόσχα, 2006.
R. Drinnon and A. M. Drinnon, ed. Nowhere at Home. Letters from Exile of Emma Goldman and Alexander Berkman. New York, 1975.
V. Savchenko. АвантюристыГражданскойВойни. [Τυχοδιώκτες του εμφυλίου πολέμου]. Μόσχα, 2000.
V. Savchenko, Махно [Μαχνό]. Χάρκοβο, 2005.
L. D. Yarutsky. Махно и махновцы. [Ο Μαχνό και η Μαχνoβτσίνα]. Μαριούπολη,1995.
B. Yelensky, In the Social Storm: Memoirs of the Russian Revolution, στο libcom.org
*Ελληνική μετάφραση: Ούτε Θεός Ούτε Αφέντης.
Στην πρώτη φωτογραφία ο Μαξ Τσερνιάκ (αριστερά) με τον γιο του Μόρις (δεν αναφέρονται τοποθεσία και χρόνος)
Στη δεύτερη φωτογραφία ο Μαξ Τσερνιάκ και η σύζυγός του Ρόζα στο Μπουένος Άιρες, στις 24 Ιανουαρίου 1935
Στην τρίτη φωτογραφία ο Μαξ Τσερνιάκ στο Μοντεβιδέο το 1938