Η ζωή του Antonio Ortiz είναι απλά ανυπέρβλητη. Πρόκειται για έναν προλετάριο από τη Βαρκελώνη, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια από εκείνες τις εργατικές συνοικίες που ήταν τα προπύργια του αναρχισμού. Σε ηλικία 11 ετών, αναγκάζεται να εγκαταλείψει το σχολείο επειδή ο πατέρας του έχει ένα εργατικό ατύχημα. Γίνεται μαθητευόμενος ξυλουργός.

Σε ηλικία 14 ετών είναι μέλος της CNT, η οποία μόλις υιοθέτησε τη δομή του Ενιαίου Συνδικάτου (προαπεικόνιση του βιομηχανικού συνδικαλισμού) και στη συνέχεια συνδικαλίζει το 90% των οικοδόμων της πόλης. Ολοκληρώνει τις σπουδές του τη νύχτα, σε ελευθεριακά σχολεία.

Στα 25 του γίνεται επικεφαλής του τρίτου μεγαλύτερου συνδικάτου της πόλης (ενιαίο συνδικάτο ξύλου, με 10.000 μέλη). Ταυτόχρονα, ανήκει (ή συνεργάζεται) στην ομάδα Nosotros, η οποία αναλαμβάνει de facto τη διεύθυνση των “βαριών” επιχειρήσεων της CNT στην Καταλονία (είναι η ομάδα των Durruti, Oliver, Ascaso και άλλων). Από αυτή την ομάδα θα προέλθει ολόκληρη σχεδόν η “στρατιωτική ηγεσία” του καταλανικού αναρχισμού κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Την εποχή για την οποία μιλάμε, η ομάδα είναι κυρίως υπεύθυνη για τις επιθέσεις και τη στρατιωτική υπεράσπιση των απεργιών και των συνδικαλιστικών χώρων (και την προετοιμασία των εξεγερμένων). Ο Antonio Ortiz ήταν το νεότερο μέλος των Nosotros.

Με την εξέγερση του 1933, οι αναρχικοί είναι δυσαρεστημένοι και ο Ortiz συλλαμβάνεται (μαζί με τα περισσότερα από τα άλλα μέλη της ομάδας). Βασανίζεται άσχημα αλλά αναρρώνει. Το 1936 τον βρίσκουμε στην ομάδα αυτή που εμψυχώνει όλες τις συγκεντρώσεις της CNT πριν και κατά τη διάρκεια του Λαϊκού Μετώπου. Καλυμμένα είναι επίσης γραμματέας των ομοσπονδιακών επιτροπών άμυνας της Βαρκελώνης. Είναι ο νους αυτός που πρέπει να οργανώσει τα σχέδια της εξέγερσης, τη διάρθρωση των δυνάμεων, τον εξοπλισμό των μαχητών, τη διείσδυση στον στρατό και τη μετατροπή των πολιτικών βιομηχανιών σε στρατιωτικές. Είναι μόλις 30 ετών.

Στην Κοινωνική Επανάσταση βρίσκεται στην πρώτη γραμμή, αναλαμβάνοντας διοικητικά καθήκοντα. Μετά την επανάσταση είναι επικεφαλής μιας από τις φάλαγγες της CNT που στέλνεται στην Αραγονία με αποστολή την απελευθέρωση της Σαραγόσα. Αυτό όμω δεν συμβαίνει. Ωστόσο, προστατεύει την πιο ολοκληρωμένη (και απόλυτη) αναρχική εμπειρία του πολέμου: το Συμβούλιο της Αραγωνίας, το οποίο αποτελείται πλήρως από αναρχικούς.

Αν και ρεαλιστής, αποδέχεται τη στρατιωτικοποίηση των πολιτοφυλακών, παραμένει πιστός στις αρχές του και θέλει πάντα είτε να προχωρήσει παραπέρα προστατεύοντας τις κατακτήσεις της επανάστασης. Ως εκ τούτου, έρχεται τακτικά σε σύγκρουση με τη (νέα) γραφειοκρατία της CNT-FAI. Παραμένει όμως ένας πειθαρχημένος αγωνιστής. Αρνείται αλλά τελικά υπακούει. Τις περισσότερες φορές.

Οι συγκρούσεις εντείνονται, ιδίως αυτές με τους κομμουνιστές. Οίδιος βρίσκεται στο σημείο να αποσυρθεί από τα διοικητικά. Ακολούθως έρχεται μια εντελώς συγκλονιστική ιστορία. Μέλη της Εθνικής Επιτροπής της CNT συλλαμβάνονται στα σύνορα με τη Γαλλία, εν μέσω πολέμου, με κοσμήματα και πολύ χρυσό. Ο στόχος ήταν να αγοράσουν για την οργάνωση ό,τι χρειαζόταν. Αλλά αυτό θεωρείται κάτι άσχημο σε μια εποχή που η CNT έχει χάσει όλα τα υπουργεία της και προσπαθεί απεγνωσμένα να επιστρέψει στο δημοκρατικό στρατόπεδο (διαθέτει 50.000 μαχητές αλλά περισσότερο πολιτική ανάληψη). Τότε η ανώτατη διοίκηση ζητά από τον πρόεδρο του Συμβουλίου της Αραγονίας να το πάρει αυτό στους ώμους τους, κάτι που κάνει. Αυτή η ιστορία θα ακολουθήσει τον Ortiz σε όλη του τη ζωή, μιας και ο πρόεδρος είναι φίλος του και δεξί του χέρι, ή/και το αντίστροφο). Παρά τις διάφορες αγωγές που δεν τελείωσαν ποτέ, ο θρύλος του θησαυρού της Αραγονίας τον ακολουθεί σε όλη του τη ζωή.

Διαγραμμένος από την CNT, η οποία αρνείται να τον αποκαταστήσει, μετά από μερικούς μήνες αποφασίζει να πάει στη σχολή αξιωματικών και να δώσει εξετάσεις. Γίνεται δεκτός και αναλαμβάνει μια άλλη διοίκηση, όπου διαπρέπει. Όντας όμως σε κρίσιμη σχέση με τη γραφειοκρατία της CNT και τους κομμουνιστές, βρίσκεται στο επίκεντρο συνωμοσιών για την εξόντωσή του. Αποφασίζει, μαζί με τους στενούς του συντρόφους, να περάσει τα σύνορα. Είναι λίγοι μήνες/εβδομάδες πριν το τέλος του πολέμου. Οι Δημοκρατικοί (για την ακρίβεια η CNT) απαιτεί την έκδοσή του, ειδικά για την ιστορία του θησαυρού της Αραγονίας, αλλά η Γαλλία αρνείται την έκδοση. Και εδώ πέφτουμε πραγματικά στη σκοτεινή πλευρά του πολέμου, κάποιος κάπου στη CNT αποφασίζει τη δολοφονία του (αλλά και του πρώην προέδρου του Συμβουλίου της Αραγονίας). Τίποτα λιγότερο. Ένα ολόκληρο σχέδιο είναι έτοιμο με την αναρχική μυστική υπηρεσία (ναι, είναι κάτι τέτοιο). Μεταξύ άλλων επειδή δεν μπορούν να τον πυροβολήσουν απλώς λένε να τον δηλητηριάσουν.

Στο τέλος του εμφυλίου πολέμου, στάλθηκε σε στρατόπεδο προσφύγων όπως όλοι οι άλλοι Ισπανοί που είχαν καταφύγει στη Γαλλία. Μόνο που εκδιώχθηκε επίσημα από την CNT. Οπότε είναι λίγο περίπλοκο. Από τη μια, όλοι τον γνωρίζουν, τον βλέπουν και τον αντιλαμβάνονται ως αναρχικό ηγέτη (στρατηγό, τίποτα λιγότερο), αλλά ταυτόχρονα είναι απομονωμένος. Μετά από πολλές ατυχίες, αποφασίζεται η απέλασή του στην Αλγερία μαζί με περίπου πενήντα επικίνδυνους αναρχικούς (όλοι στρατιωτικοί ηγέτες). Ο στόχος ήταν να τον σκοτώσουν, αλλά η ζωή του θα σωθεί, γιατί λίγο αργότερα οι Γερμανοί εισβάλλουν στη Νότια Γαλλία (όπου ήταν εγκλωβισμένος). Με την απελευθέρωση της Αλγερίας, εντάσσεται στυς κομάντος του γαλλικού στρατούς(όπου είναι υπεύθυνος για τα βαριά πολυβόλα). Έκανε όλο τον πόλεμο στο στρατό και συμμετείχε σε όλες τις εκστρατείες μέχρι τη Γερμανία. Παρασημοφορείται με τον πολεμικό σταυρό από τον de Gaule (από τον οποίο παίρνει πιστοποιητικό καλής διαγωγής).

Στο τέλος του πολέμου, εξακολουθεί να διώκεται από την CNT. Συνεχίζει την επαναστατική δράση μόνος του, μαζί με άλλους ριζοσπάστες που αποχωρούν από την οργάνωση. Προσπαθεί να δημιουργήσει μια σχολή ανταρτών για εσωτερικές επιχειρήσεις, αλλά αποτυγχάνει. Το τελευταίο του χτύπημα θα είναι να οργανώσει μια επίθεση κατά του Φράνκο (με αεροπλάνο!) που επίσης αποτυγχάνει.

Μετά από αυτό, μεταναστεύει στη Λατινική Αμερική και μετά από πολλές ατυχίες καταλήγει στη Βενεζουέλα, όπου εργάζεται ως ξυλουργός μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Το 1987 επιστρέφει στη Βαρκελώνη. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του ζει αξιοπρεπώς χάρη σε μια σύνταξη από το ισπανικό κράτος, το οποίο του αναγνωρίζει έναν βαθμό αξιωματικού του δημοκρατικού στρατού και μια δεύτερη σύνταξη από το γαλλικό κράτος επειδή υπηρέτησε στο γαλλικό στρατό κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Πέθανε σε ηλικία 88 ετών το 1996. Καμία αναρχική εφημερίδα δεν δημοσίευσε κάποια νεκρολογία και ο θάνατός του θα γίνει γνωστός μόνο λίγους μήνες αργότερα, όταν ένας παλιός σύντροφος γράφει γι’ αυτόν.

*Πηγή: Nicolas Phebus. Απόδοση: Ούτε Θεός Ούτε Αφέντης.