Θα μιλήσουμε εδώ για το έργο του Alexandre Skirda, Makhno, Anarchy’s Cossak (Μάχνο, ο Κοζάκος της Αναρχίας), που κυκλοφόρησε από την AKPress (σε αγγλική μετάφραση του Paul Sharkey, το 2004), το οποίο ήταν ένα πολυ-αναμενόμενο βιβλίο. Το έργο αυτό κυκλοφόρησε αρχικά στα γαλλικά το 1982. Η αγγλική έκδοσή του είχε προαναγγελθεί μερικά χρόνια πριν από την AKPress, έως ότου είδε τελικά το φως της ημέρας, και η αναμονή αυτή άξιζε πραγματικά τον κόπο. Η αξιόλογη αυτή εκδοτική εργασία περιλαμβάνει ενδιαφέρουσες φωτογραφίες από την αρχική έκδοση, συν ένα νέο παράρτημα σχετικά με την κατάσταση και τις συνθήκες της όλης έρευνας γύρω από το μαχνοβίτικο κίνημα, μετά από την πρώτη γαλλική έκδοσή της. Αποτελεί ένα ανεκτίμητο ντοκουμέντο της ιστορίας του αναρχισμού και παρέχει μια αρκετά αξιόλογη ματιά στην εφαρμογή των αναρχικών αρχών στην πράξη, ενώ δίνει και μια σειρά διδαγμάτων που πρέπει να παρθούν υπόψη για τις αυριανές επαναστάσεις. Περιττό να πούμε ότι είμαστε πολύ ευτυχείς που έχουμε πλέον ένα τέτοιο βιβλίο διαθέσιμο στην αγγλική γλώσσα. Για εκείνους που δεν είναι εξοικειωμένοι με το θέμα, οι μαχνοβίτες ήταν ένα ελευθεριακό κίνημα με βαθιές ρίζες στην παράδοση του αναρχικού κομμουνισμού, που ανέπτυξε μια εμπειρία επαναστατικών αλλαγών στις οικονομικές και πολιτικές δομές της καθυστερημένης ουκρανικής κοινωνίας και το όνομά του προέρχεται από τον Nestor Makhno, έναν αξιόλογο μαχητή που παρέμεινε η κύρια φυσιογνωμία του κινήματος. Για να υπερασπίσουν τις κατακτήσεις της κοινωνικής επανάστασης, οι μαχνοβίτες εγκαινίασαν ένα αντάρτικο στην Ουκρανία ενάντια σε διάφορους εχθρούς: ξένα στρατεύματα, εθνικιστές, λευκούς, διάφορους πολέμαρχους και μπολσεβίκους. Τελικά, ηττημένοι ύπουλα από τους μπολσεβίκους, το βιβλίο αυτό προβάλει την ιστορία του κινήματος από την ίδια την προέλευσή του, αντιπαλεύοντας την παραδοσιακή άποψη που λέει ότι εμφανίστηκε στην κυριολεξία από το πουθενά.
Το κίνημα αναδύθηκε από την επαναστατική ιστορία των αγροτών και τις εξεγέρσεις των κοζάκων της περιοχής, όπου το έδαφος για τις αναρχικές ιδέες είχε προετοιμαστεί πολύ καλά για περισσότερο από 10 χρόνια πριν από την επανάσταση του 1917, κυρίως από τις επαναστατικές δραστηριότητες της αναρχικής κομμουνιστικής ομάδας του Gulyai Polye, που ιδρύθηκε από τους αδελφούς Semenyuta και τον V.Antoni. Έτσι, ο αναρχισμός είχε ήδη αποκτήσει μια τοπική παράδοση μεταξύ του τοπικού πληθυσμού και ήταν αυτό το πλεονέκτημα που έκανε το έδαφος εύφορο για την εμπειρία του μαχνοβίτικου κινήματος.
Συγχρόνως, στο βιβλίο δίνεται μια αρκετά λεπτομερής περιγραφή της ζωής του Nestor Makhno. Για να καταλάβει κανείς τη ριζοσπαστικότητα των επαναστατικών του πεποιθήσεων, δίνονται λεπτομερώς η προέλευση της οικογενείας του, η σκληρή παιδική του ζωή ως εργάτης, το σύντομο χρονικό διάστημα που πήγε στο σχολείο, η εμπειρία της πρόωρης επανάστασής του ενάντια στην άδικη μεταχείριση του λαού εκ μέρους των τσιφλικάδων, οι δραστηριότητές του στην αναρχική κομμουνιστική ομάδα του Gulyai Polye, η περίοδος της τρομοκρατίας και η φυλάκισή του στα διάφορα μπουντρούμια του τσαρικού καθεστώτος.
Ολόκληρο το ογκώδες αυτό βιβλίο (σ.τ.μ.: πάνω από 400 σελίδες στην αγγλική του έκδοση) αφιερώνεται στην επαναστατική περίοδο μεταξύ των χρόνων 1917 - όταν ο Makhno επανέκτησε την ελευθερία του με την επανάσταση του Φλεβάρη - και 1921, όταν οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να αποκτήσουν τον πλήρη έλεγχο της Ουκρανίας. Απεικονίζει, με την παράθεση πληροφοριών και ιστορικών πηγών, την εκστρατεία του μαχνοβίτικου κινήματος, τις δυσκολίες του επαναστατικού πολέμου και του πολιτικού αγώνα για το θρίαμβο των «ελεύθερων Σοβιέτ». Πολύ καλά ενημερωμένο, το εν λόγω βιβλίο συγκεντρώνει πολύτιμα στοιχεία που καταρρίπτουν το μεγαλύτερο μέρος της συνηθισμένης μυθομανίας των μπολσεβίκων ενάντια στο κίνημα αυτό: ληστεία, αντισημιτισμός, ο υποτιθέμενος αλκοολισμός του Makhno και η ανοχή του στα όργια (!). Όλες αυτές οι κατηγορίες εκτίθενται και αντιμετωπίζονται συστηματικά στο βιβλίο ως ολοκληρωτικά ψέματα, που δεν στηρίζονται σε πραγματικά στοιχεία και με ξεκάθαρη πρόθεση να βλάψουν το κίνημα. Είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη ότι ακόμη και ο πανίερος «επίσημος αναρχικός ιστορικός» της Ρωσικής Επανάστασης Volin, υιοθετεί αυτές τις ψεύτικες κατηγορίες – πιθανώς εξαιτίας της προσωπικής του βεντέτας με τον Makhno, με το οποίο διαφώνησαν σε μια σειρά ζητήματα, κυρίως όταν ήσαν και οι δύο εξόριστοι στο Παρίσι. Έτσι, με την συνεχή επανάληψη ενός ψέματος, πολλοί κατέληξαν στο ότι αυτό είναι αλήθεια. Αυτό το βιβλίο είναι ένας υγιής τρόπος ευθείας αντιμετώπισης του μαχνοβίτικου κινήματος.
Μια άλλη αξία του βιβλίου αυτού, είναι ότι παρουσιάζει τη γελοιότητα του επιχειρήματος ότι η περίοδος της εξορίας του Makhno στο Παρίσι ήταν γι’ αυτόν περίοδος πλήρους παρακμής από την άποψη της δραστηριότητάς του ως αναρχικού αγωνιστή. Ακριβώς το αντίθετο: ήταν αυτή την περίοδο που ο Makhno αποδείχθηκε πλουσιότερος από την άποψη της ιδεολογικής και θεωρητικής του συνεισφοράς στο αναρχικό κίνημα, κυρίως μέσω της εφημερίδας «Dyelo Trouda» και παρ’ όλες τις δυσκολίες της ζωής του ως εξόριστος. Ήταν εδώ που άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του, που είχε το χρόνο να εξάγει συμπεράσματα από την εμπειρία του στην επανάσταση και που συμμετείχε στη σύνταξη της διάσημης «Πλατφόρμας». Κατά συνέπεια, η ενεργός συμμετοχή του στην όλη συζήτηση της εποχής αυτής περί οργάνωσης καθώς και για το ποιο δρόμο έπρεπε να ακολουθήσει το αναρχικό κίνημα, που διαμόρφωσε κατά κάποιο τρόπο το διεθνές αναρχικό κίνημα των αμέσως επόμενων δεκαετιών, εξακολουθεί να διατηρεί μια πολύ μεγάλη σημασία και μας παρέχει αρκετό υλικό για σκέψη και πράξη ακόμη και στην δική μας εποχή.
Μόνο εκείνοι που ήταν (και είναι) εχθρικοί στις θέσεις της «Πλατφόρμας, της οργανωτικής της προσέγγισης και του επαναστατικού αναρχισμού της ταξικής πάλης, θα μπορούσαν να έχουν χαρακτηρίσει τα χρόνια της εξορίας του Makhno ως μη παραγωγικά, μόνο και μόνο για να μην έρθουν σε επαφή μ’ αυτή τη σημαντικότατη κληρονομιά στο κίνημα και να προσπαθήσουν να την αποσιωπήσουν. Είναι ευκολότερο γι’ αυτούς να γίνει αποδεκτή η φυσιογνωμία του Makhno μόνο ως μέρος του αναρχικού «φολκλόρ», ως κάτι μακρινού από τις ουκρανικές στέπες, από το να προωθηθούν οι απόψεις του για τις ιστορικές αποτυχίες του κινήματός μας. Αλλά σε γενικές γραμμές, η αυτοκριτική δεν αποτελούσε ποτέ ένα ισχυρό χαρακτηριστικό γνώρισμα των αναρχικών.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να αφήσουμε να περάσουν απαρατήρητες ορισμένες πτυχές του βιβλίου που υπονομεύουν σοβαρά την αξία του, ειδικά στα μάτια του μη-αναρχικού αναγνώστη: κατ’ αρχήν, έχουμε το στυλ του Skirda (του συγγραφέα του βιβλίου) που χρησιμοποιεί διάφορα επίθετα και προφανώς αφήνεται να υιοθετεί τη μία ή την άλλη πλευρά. Όλοι γνωρίζουμε ότι η απόλυτη αντικειμενικότητα στην ιστορία δεν είναι παρά ένας μύθος, αλλά ένα ιστορικό βιβλίο (σε αντίθεση με μια πολιτική διατριβή ή μια ιστορικο-πολιτική πολεμική) δεν πρέπει να πηγαίνει τόσο μακριά όσο πηγαίνει ο Skirda από την άποψη της χρησιμοποίησης επιθέτων ή χαρακτηρισμών για απόψεις και τάσεις που δεν συμβαίνει να βρίσκονται υπό την επιείκεια του συγγραφέα: δεν υπήρχε καμία ανάγκη να χρησιμοποιηθούν φράσεις όπως «επαναστάτες των μουντζουρωμένων χαρτιών» (σ.τ.μ.: «blotting paper revolutionaries» στο κείμενο), «ανώτατος οδηγός» (αναφερόμενος στον Λένιν) ή να καταφεύγει σε εμπαιγμούς κάθε φορά που κάποιος αναφέρεται στους μπολσεβίκους, ανεξάρτητα από το πόσο δικαιολογημένη είναι η αγανάκτηση του Skirda εναντίον τους. Από αυτή την άποψη, μου θυμίζει την αντίστροφη μεταχείρισή μας εκ μέρους της «μπολσεβίκικης» ιστορίας, όπου οι αναρχικοί χαρακτηρίζονται συνήθως ως «ληστές», «ονειροπόλοι», «ατομιστές», «μικροαστοί» και πάει λέγοντας. Αμέσως, κάποιος θα έχει σοβαρό λόγο για να αμφιβάλει για την «αντικειμενικότητα» του συγγραφέα – νοούμενης ως σεβασμού προς την ιστορική και πραγματική ακρίβεια. Και όταν κάποιος υποψιάζεται ότι υπάρχει αρκετή προκατάληψη η φυσιολογική του αντίδραση είναι να αφήσει το βιβλίο αυτό κατά μέρος και να διασκεδάσει τον εαυτό του με κάποιο άλλο. Γιατί ενώ γράψει ιστορία μερικές φορές εμφανίζεται να είναι κακεντρεχής.
Η τάση του, επίσης, να κατηγορήσει απολύτως τους μπολσεβίκους για κάθε κακό στον εμφύλιο πόλεμο, κάνει τις, κατά τα άλλα γνήσιες, καταγγελίες του γι’ αυτούς να εμφανίζονται λιγότερο αξιόπιστες στον μη αναρχικό αναγνώστη. Για παράδειγμα, η επίπληξη προς τους μπολσεβίκους για την εμφάνιση των λευκών αντεπαναστατών, όπως υπαινίσσεται ο Skirda σε μερικά μέρη του βιβλίου του, είναι ανακριβής και αφελής: «(Ο Shkuro) άρχισε να αγωνίζεται ενάντια στους μπολσεβίκους (...), έχοντας δοκιμάσει τις συνοπτικές μεθόδους τους περί δικαιοσύνης» (σελ.144 της αγγλικής έκδοσης) ή «(Οι Κοζάκοι του Kuban), αρχικά ουδέτεροι, (...) γρήγορα πείστηκαν για τον έμφυτο κίνδυνο των μπολσεβίκων που κατάργησαν απότομα τα παραδοσιακά τους δικαιώματα και επιπλέον επίταξαν με τη βία τα τρόφιμα και τις περιουσίες τους» (σελ. 70 της αγγλικής έκδοσης). Εδώ ο συγγραφέας φαίνεται ότι δικαιολογεί κάπως όχι την επανάσταση, αλλά την λευκή αντεπανάσταση ενάντια στους μπολσεβίκους και τον Μakhno, που δεν ήταν βέβαια καν μπολσεβίκος αλλά συμφωνούσε ότι η χειρότερη καταστροφή για τη Ρωσία θα ήταν ο θρίαμβος των λευκών. Είναι αφελές να εξηγούνται οι θέσεις των αντιδραστικών στρατιωτικών, η δυσπιστία των οποίων εμποτίζεται από την εναντίωσή τους στην «αλητεία», από την άποψη των «υπερβολών» της κυβέρνησης του Λένιν, δεδομένου ότι μπορούμε να εξηγήσουμε πολλές από τις επαναστάσεις των εργατών και των αγροτών της περιόδου αυτής μάλλον από το φόβο τους μην χάσουν τα προνόμια που απολάμβαναν στο προηγούμενο καθεστώς. Κάθε επανάσταση αντιμετωπίζει αντίσταση από αντιδραστικά κέντρα, τα οποία δεν παρακινούνται ιδιαίτερα από τις «υπερβολές» των επαναστατών, αλλά από τις ίδιες τις υπερβολές όλων αυτών των αντεπαναστατών. Αυτό υπονομεύει τους διάφορους ισχυρισμούς που έχουν πραγματική βάση - όπως τα στρατιωτικά λάθη και η πραγματική δολιοφθορά του νότιου μετώπου από τους μπολσεβίκους ως τον κύριο λόγο για την επιτυχή επίθεση του Denikin στα μέσα του 1919.
Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για την υποστήριξη των συμμάχων προς τους λευκούς: «Ανακαλύπτοντας τις επικίνδυνες συνέπειές του (του σοβιετικού καθεστώτος και της ανακωχής που συνήψε με τις κεντρικές αυτοκρατορίες) με τη μορφή των γερμανικών επιθέσεων στο γαλλικό μέτωπο, το Παρίσι, το Λονδίνο και η Ουάσιγκτον αναγκάστηκαν να πάρουν θέση» (σελ. 73 της αγγλικής έκδοσης). Φαίνεται ότι ο Skirda ξεχνά το γεγονός ότι ο χρόνος αυτός ήταν χρόνος βίαιων προλεταριακών εξεγέρσεων στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης και το έναυσμα που δόθηκε από τη Ρωσική Επανάσταση σκόρπισε τις φλόγες του παντού. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο οι αντιδραστικοί της Δύσης θέλησαν να δουν την επανάσταση να συντρίβεται και όχι για τα, δευτέρου βαθμού, θέματα στρατιωτικής τακτικής. Στην πραγματικότητα, μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, συνέχισαν να υποστηρίζουν τους λευκούς, γιατί ήταν τόσο «αναγκασμένοι» να υιοθετήσουν μια στάση!
Ο αντιμπολσεβικισμός του συγγραφέα επίσης, μπορεί να οδηγήσει μερικές φορές σε διφορούμενες θέσεις όπως η υπεράσπιση εκ μέρους του της Συνταγματικής Συνέλευσης (σελ. 43-44 και 72 της αγγλικής έκδοσης). Ξεχνά ότι η υπεράσπιση της Συνταγματικής Συνέλευσης ήταν η υπεράσπιση της αστικής έννοιας της αντιπροσωπευτικής και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας του «φιλελεύθερου» Κράτους, σε αντίθεση με την άμεση δημοκρατία και την οργανική κοινωνία των εργαζομένων και των αγροτών που διαμορφώνονται από τα κάτω διαμέσου των εργατικών Σοβιέτ, των εργοστασιακών επιτροπών και ολόκληρου του δικτύου των μαζικών οργανώσεων της βάσης που άκμασε στη Ρωσία κατά τη διάρκεια του 1917. Είναι αλήθεια ότι η μπολσεβίκικη αντίθεση στη Συνέλευση αυτή δεν ήταν καθόλου προοδευτική: επιτέθηκαν στο φιλελεύθερο Κράτος (εκεί όπου ήταν μια μειοψηφία) για χάρη της δικτατορίας του μοναδικού τους κόμματος, αλλά δεν ήταν μόνοι στην κριτική τους και πολλά άλλα κέντρα, με διαφορετικά επιχειρήματα, το επέκριναν. Πράγματι, δεν αναφέρει το γεγονός αυτό, που το γνωρίζει σίγουρα, παρά τη βαθιά γνώση του ρωσικού αναρχισμού εκ μέρους του, ότι η Συνέλευση διαλύθηκε πραγματικά από το απόσπασμα του αναρχικού Anatoli Zheleshniakov! Αλλά ακόμα εξακολουθεί να κατηγορεί τους μπολσεβίκους…
Νομίζω ότι είναι ότι είναι ώρα να κινηθούμε πέρα από την ιστορία «των καλών» και των «κακών», «των μαρξιστών» εναντίον «των αναρχικών», και να προσπαθήσουμε να δούμε τις βαθύτερες δυνάμεις της κοινωνίας συνολικά. Η αναρχική άποψη του Skirda για το Κράτος ως αντιδραστικού οργάνου που πρέπει να καταργηθεί υπονομεύεται σοβαρά από την ηθικοπλαστική και απλοϊκή του προσέγγιση της μπολσεβίκικης στρατηγικής κατάληψης της εξουσίας: «(Ο Λένιν) βασιζόταν απλώς και μόνο σ’ αυτές τις (λαϊκές) φιλοδοξίες μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει το σκοπό του, να ανέλθει στην εξουσία. Από τη στιγμή που είχε τον πλήρη έλεγχο, επρόκειτο να αφιερωθεί πρωτίστως στη σταθεροποίηση της εξουσίας του». (σελ. 43 της αγγλικής έκδοσης).
Έτσι, η προδοσία της επανάστασης θα μπορούσε να γίνει κατανοητή εξαιτίας της μπολσεβίκικης απληστίας για εξουσία, αντί της αναπόφευκτης λογικής του αστικού καταμερισμού των εξουσιών υπό την μορφή Κρατικών θεσμών. Ανεξάρτητα από το πόσο γνήσιοι επαναστάτες ήσαν ο Λένιν ή άλλοι μπολσεβίκοι (και βεβαίως πολλοί δεν ήταν τέτοιοι) τα αποτελέσματα δεν θα μπορούσαν να είναι καθόλου διαφορετικά, και αυτή είναι η κύρια δύναμη του αναρχισμού ως επαναστατικής εναλλακτικής λύσης: το ζήτημα δεν είναι ποιος βρίσκεται στην εξουσία, αλλά πώς ελέγχουμε την εξουσία από τα κάτω.
Τέλος, η μετάφραση του Paul Sharkey είναι, επίσης, λίγο δύσκολη στον αναγνώστη, πλήρης παραφράσεων και αλλαγών, κυριολεκτικών μεταφράσεων και λέξεων στα γαλλικά, προσδίδοντας μεν μια ορισμένη κομψότητα στην έκδοση, αλλά που, σοβαρά, καθιστούν την ανάγνωση αρκετά δύσκολη σε διάφορα σημεία, ακόμη και στην έκταση του να κάνουν τον αναγνώστη να είναι αβέβαιος για την πραγματική σημασία μερικών παραγράφων. Αυτό έχει γίνει και σε άλλες μεταφράσεις του Sharkey επίσης (όπως για παράδειγμα στο Facing The Enemy, συγγραφέας του οποίου είναι πάλι ο Skirda).
Όλα αυτά βέβαια, καθόλου δεν καθιστούν άχρηστη την όλη εργασία, αλλά την κάνουν τέτοια ώστε να διαβαστεί περισσότερο από το αναρχικό απ’ ό,τι το μη αναρχικό κοινό και, δυστυχώς, οι πληροφορίες που παρέχονται εδώ είναι αρκετά ισχυρές και καλά ερευνημένες, και θα ήταν αρκετά πολύτιμο το βιβλίο αυτό να προωθηθεί και να συζητηθεί σ’ ένα ευρύτερο αριστερό ακροατήριο, αλλά η γλώσσα στην οποία είναι γραμμένο το καθιστά λίγο δύσκολο, καθώς ηχεί κάπως αιρετική (σεχταριστική). Περιμένουμε μια ακόμα ιστορία του μαχνοβίτικου κινήματος που να δοθεί με έναν τέτοιο τρόπο που να μας επιτρέψει να αρχίσουμε μια ευρεία συζήτηση γύρω από τις μεθόδους της επανάστασης κάτω από το φως αυτής της ιστορικής αυτής εμπειρίας.
Θα θέλαμε να κλείσουμε αυτή την κριτική, ευχαριστώντας τους ανθρώπους της AKPress για τη φανταστική εργασία που κάνουν, κυκλοφορώντας τόσα πολλά ενδιαφέροντα βιβλία και ντοκουμέντα, καλύπτοντας βεβαίως πολλά κενά στην αναρχική ιστορία και θεωρία στις αγγλόφωνες χώρες. Ειδικότερα, τους ευχαριστούμε για το ότι μας έδωσαν αυτό το κόσμημα της αναρχικής ιστορίας, δηλαδή την εργασία του Skirda για το μαχνοβίτικο κίνημα, ένα βιβλίο που σίγουρα θα δονήσει οποιοδήποτε ελευθεριακό αγωνιστή.
* Η κριτική αυτή γράφτηκε από τον P. και δημοσιεύτηκε στο τεύχος 10 (Γενάρης-Φλεβάρης 2005) του περιοδικού «Red and Black Revolution», οργάνου του Workers Solidarity Movement (WSM – Κίνημα Εργατικής Αλληλεγγύης) αναρχοκομμουνιστικής οργάνωσης από την Ιρλανδία. Ελληνική μετάφραση «ούτε θεός-ούτε αφέντης», τέλη Δεκέμβρη 2007.