Ο Afanasy Matiushenko ήταν γιος αγροτών από την επαρχία Kharkov (Χάρκοβο) της Ουκρανίας. Γεννήθηκε το 1879 στο χωριό Dergachi. Ο πατέρας του έπρεπε να εγκαταλείψει την άχαρη δουλειά του γεωργού για να γίνει τσαγκάρης. Σε ηλικία εννέα ετών, ο Afanasy γράφτηκε σε ένα κυριακάτικο εκκλησιαστικό σχολείο του χωριού για να μάθει να διαβάζει, κάτι που ήταν μια ασυνήθιστη ευκαιρία για τους αγρότες. Ο μεγάλος λιμός του 1891 κατέστρεψε πολλούς αγρότες. Ο πατέρας του Afanasy, Nikolai, άρχισε να πίνει πολύ. Ο Afanasy αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να αρχίσει να επισκευάζει παπούτσια μετά τις συχνές κρίσεις αλκοόλ του πατέρα του. Στα 15, ο Afanasy μετακόμισε στο Kharkhov και βρήκε δουλειά, πρώτα ως παιδί για όλες τις δουλειές και μετά ως λυπαντής στο αμαξοστάσιο των τρένων. Εκεί εργαζόταν συχνά 6 ημέρες την εβδομάδα, δώδεκα ώρες την ημέρα, με ένα μικρό μισθό και με βάναυσους επιστάτες που δεν ήθελαν να ακούσουν τίποτα για απεργούς εργάτες. Άρχισε να συναντά άλλους εργάτες με επαναστατικές απόψεις.
Άρχισε να κάνει νυχτερινές επισκέψεις στο χωριό του. Κάποιοι από τους γέροντες του χωριού άκουσαν ότι διέδιδε ριζοσπαστικές ιδέες και ζήτησαν από τις αρχές να τον συλλάβουν. Έπρεπε να καταφύγει στην Οδησσό όταν ήταν μόλις λιγότερο από 18 χρόνων. Εδώ εργάστηκε στο λιμάνι και μετά έγινε καρβουνιάρης σε ένα ατμόπλοιο στο δρόμο για το Βλαδιβοστόκ στην Άπω Ανατολή. Εδώ εργάστηκε για δύο χρόνια ως μηχανουργός στους σιδηρόδρομους και στη συνέχεια εργάστηκε ως λιμενεργάτης στο Rostov-on-the-Don. Εντάχθηκε σε έναν κύκλο μελέτης που δημιούργησε ένας σοσιαλδημοκράτης. Ωστόσο, ήταν ήδη καλά διαβασμένος και αυτομορφωμένος. Επιλέχθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο Ναυτικό τον Μάη του 1900, σε ηλικία 21 ετών, υπηρετώντας στον Στόλο της Μαύρης Θάλασσας.
Στο ναυτικό ξεκίνησε ως μηχανικός και έγινε υπαξιωματικός. Ήταν μέλος μιας μυστικής ομάδας σοσιαλδημοκρατών. Κλήθηκε ως έφεδρος στο ξέσπασμα του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου του 1904-1905. Διατήρησε επαφή με την πολιτική του ομάδα στη στεριά και υπηρέτησε στο Θωρηκτό «Ποτέμκιν» ως διοικητής του τμήματος τορπιλών. Έκανε προπαγάνδα μεταξύ του πληρώματος του «Ποτέμκιν» και άλλων πλοίων του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας και πέτυχε να σχηματίσει πολλούς επαναστατικούς πυρήνες. Ο Γερμανός αναρχοσυνδικαλιστής Ρούντολφ Ρόκερ, που τον συνάντησε πολύ αργότερα, τον περιγράφει ως έναν «καλόψυχο, χαμογελαστό Ρώσο αγρότη, περίπου μεσαίου αναστήματος και δυναμικό άνθρωπο».
Τα μέλη του πληρώματος οργάνωσαν μια Επιτροπή Πλοίου, επικεφαλής της οποίας ήταν ο Afanasy Matyushenko. Όταν το πλήρωμα του «Ποτέμκιν» παραπονέθηκε στους αξιωματικούς του πλοίου για το φτωχό φαγητό που σερβιριζόταν, ο ίδιος κάλεσε σε ένοπλη εξέγερση στις 14 Ιούνη 1905. Εδώ είναι τα λόγια του ίδιου του Matyushenko για την έναρξη της ανταρσίας του «Ποτέμκιν»: «Στο άκουσμα της αναταραχής μεταξύ του πληρώματος, ο καπετάνιος του “Ποτέμκιν”... έστειλε τον ανώτερο γιατρό του πλοίου... να εξετάσει το κρέας. Πλησίασε το κρέας, φόρεσε τα ειδικά γιαλιά του για να δει καλύτερα τα σκουλήκια, έστριψε το κρέας μπροστά στο πρόσωπό του, μύρισε και είπε ότι το κρέας ήταν πολύ καλό, ότι το πλήρωμα ήταν απλώς φαύλο και, επομένως, δεν ήθελε απλώς να το φάει. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν «να… ξεπλυθούν τα σκουλήκια με νερό, και το κρέας θα ήταν εξαιρετικό…». Ο καπετάνιος Golikov τότε διέταξε να τοποθετηθεί ένας φρουρός δίπλα στο κρέας… ο φρουρός έλαβε εντολή να γράψει τα ονόματα όλων όσων θα πήγαιναν να κοιτάξουν το κρέας και μετά να τα αναφέρει στον καπετάνιο.
Ο καπετάνιος διέταξε να εκτελεστούν οι αρχηγοί της ανταρσίας. Τότε ο Matiushenko απηύθυνε έκκληση στη φρουρά με τα λόγια: «Σύντροφοι, μην ξεχνάτε τον όρκο σας - μην πυροβολείτε τους δικούς μας άντρες». Τότε τα τουφέκια έπεσαν στο κατάστρωμα και η φρουρά αρνήθηκε να πυροβολήσει. Ο Matiushenko φώναξε: «Σύντροφοι, δείτε τι κάνουν στους συναδέλφους μας! Αρπάξτε τουφέκια και φυσίγγια, πυροβολήστε τους, τα γουρούνια». Οι ναύτες όρμησαν στο κατάστρωμα, άρπαξαν τουφέκια, τα όπλισαν και έτρεξαν έξω στους συντρόφους τους που στέκονταν περικυκλωμένοι από τη φρουρά. Ο Golikov ρίχτηκε στον Matiushenko με την εντολή: «Ρίξε τα όπλο σου». Ο Matiushenko απάντησε: «Θα ρίξω το όπλο μου όταν δεν θα είμαι πια ζωντανός αλλά πτώμα. Κατέβα από το πλοίο. Αυτό είναι πλοίο του λαού και όχι δικό σου». Ο Matiushenko βρήκε τον αρχιφύλακα Giliarovsky με ένα τουφέκι στο χέρι, να στέκεται πάνω από το πτώμα του ναύτη Vakulinchuk, ο οποίος είχε σκοτωθεί από αυτόν και ήταν μεταξύ εκείνων που είχαν καταδικαστεί σε εκτέλεση. Ο Giliarovsky πυροβόλησε κατά του Matiushenko, αλλά αστόχησε και έκανε να διαφύγει, όμως ο Matiushenko τον εκτέλεσε επιτόπου. Οι δε αξιωματικοί πετάχτηκαν στη θάλασσα.
Ο Matiushenko εξελέγη πρόεδρος της Επιτροπής Πλοίων. Το «Ποτέμκιν» έπλευσε στο λιμάνι της Οδησσού. Μια εξέγερση είχε ξεσπάσει στην πόλη καθώς ξεκινούσε η Επανάσταση του 1905. Μια μάζα εργατών υποδέχτηκε το πλοίο. Το πτώμα του Vakulinchuk μεταφέρθηκε στην ακτή και περικυκλώθηκε από ένα τεράστιο πλήθος. Καθώς εκτυλίσσονταν τα γεγονότα, στρατιώτες και αστυνομικοί πυροβόλησαν κατά του πλήθους, σκοτώνοντας περίπου 2.000 άτομα. Το επόμενο πρωί, πραγματοποιήθηκε η κηδεία του Vakulinchuk. Οι αρχές, τρομοκρατημένες από το ενδεχόμενο νέων αναταραχών, συμφώνησαν να δώσουν ασυλία στους εκπροσώπους των ναυτών για να ηγηθούν της πομπής, συμπεριλαμβανομένου του Matiushenko. Το βράδυ, το «Ποτέμκιν» έριξε πέντε οβίδες στο Θέατρο της πόλης όπου συνεδρίαζε το Στρατιωτικό Συμβούλιο. Ένας κατάσκοπος που επέβαινε στο πλοίο έκανε εσκεμμένα λάθος στην εκτόξευση των οβίδων. Μια μοίρα του Στόλου της Μαύρης Θάλασσας στάλθηκε τώρα από τη Σεβαστούπολη για να καταπνίξει την ανταρσία. Η επιτροπή του «Ποτέμκιν» πήγε με το συνοδευτικό τορπιλοβόλο της σε ένα από τα καταδρομικά, το «George», όπου συνέλαβε τους αξιωματικούς και τους έβγαλε στη στεριά. Το πλήρωμα του «George» συμμετείχε στην ανταρσία. Ωστόσο, κάποιοι αναξιόπιστοι κατώτεροι αξιωματικοί που παρέμεναν στο «George» κατάφεραν να πείσουν το πλήρωμα να αλλάξει γνώμη. Το «Ποτέμκιν» αναγκάστηκε να πλεύσει στην Κωνστάντζα της Ρουμανίας, όπου οι στασιαστές το κατέστρεψαν και αναζήτησαν καταφύγιο στην ξηρά.
Ο Afanasy κατέφυγε στο Βουκουρέστι, όπου βρήκε τον παλιό επαναστάτη Zamfir Ralli, ο οποίος ήταν μέλος της Διεθνούς Αδελφότητας του Μπακούνιν. Από εκεί πέρασε στην Ελβετία, όπου συνάντησε τους ηγέτες διαφόρων ρωσικών επαναστατικών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου και του Λένιν. Δεν του έκανε μεγάλη εντύπωση κανείς από αυτούς. Έγινε μέλος της Επιτροπής Ενωμένων Ναυτικών μετά την επιστροφή του στη Ρουμανία το 1906. Εκτοπίστηκε στην Αυστροουγγαρία. Από εκεί πέρασε μέσω Ελβετίας στη Γαλλία, από όπου τον απέλασαν. Επισκέφθηκε έτσι το Λονδίνο τον Ιούνη του 1906 και συναντήθηκε με αναρχικούς όπως ο Πίτερ Κροπότκιν και ο Γερμανός Ρούντολφ Ρόκερ, ο οποίος είχε οργανώσει τους Εβραίους εργάτες του East End του Λονδίνου. Η ρωσική εφημερίδα του Κροπότκιν, «Listki Chlieb I Wolia», είχε το τυπογραφείο της στην ίδια πολυκατοικία (Dunstan Houses) στο Stepney όπου ζούσαν ο Ρόκερ και πολλοί Εβραίοι αναρχικοί.
Ο Matiushenko ένιωθε δυστυχισμένος και εκτός επαφής στο Λονδίνο. Μετακόμισε από εκεί στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου εργάστηκε στο εργοστάσιο ραπτομηχανών Singer στη Νέα Υόρκη. Εκεί συναντήθηκε με άλλους Ρώσους επαναστάτες. Ο συγγραφέας Μαξίμ Γκόρκι, τον βοήθησε να γράψει τα απομνημονεύματά του για την ανταρσία. Οργάνωσε επίσης μια ομάδα Ρώσων επαναστατών στο Lower East όπου ζούσε, αλλά ένιωθε ότι κάτι τον ωθούσε να επιστρέψει στη Ρωσία. Αναχώρησε για την Αγγλία. Οι φίλοι του εκεί τον προειδοποίησαν για τους κινδύνους που θα αντιμετώπιζε αν επέστρεφε στη Ρωσία, αλλά αυτός αρνήθηκε να ακούσει αυτή τη συμβουλή.
Στα τέλη του 1906 επέστρεψε στο Παρίσι, όπου οργανώθηκε σε μια αναρχοσυνδικαλιστική ομάδα μεταξύ των ανέργων. Τον Ιούνη του 1907 επέστρεψε στη Ρωσία, σκοπεύοντας να αρχίσει αναρχική κομμουνιστική δράση στην πόλη της Οδησσού. Στις 3 Ιούλη του ίδιου έτους συνελήφθη στο Nikolaev. Ένα στρατοδικείο τον καταδίκασε ως αναρχικό κομμουνιστή σε θάνατο (ήταν ένας από τους 167 αναρχικούς και «συμπαθούντες» που δικάστηκαν στην Οδησσό το 1906-1907 από τους οποίους οι 30 απαγχονίστηκαν). Απαγχονίστηκε στη Σεβαστούπολη στις 20 Οκτώβρη 1907. Πέθανε με τη γενναιότητα που τον διέκρινε λέγοντας στους αστυνομικούς που τον είχαν περικυκλώσει: «Κρεμάστε με, δειλοί. Αλλά να ξέρετε ότι θα έρθει η ώρα που θα είστε εσείς κρεμασμένοι από τους φανοστάτες στους δρόμους».
*Η αρχική δημοσίευση έγινε από την Αναρχική Ομοσπονδία της Μ. Βρετανίας και αργότερα από το libcom.org Μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.