Απόσπασμα από το έργο του Πιοτρ Αρσινώφ «Ιστορία του Μαχνοβίτικου κινήματος».
Ο Αρσινώφ εδώ γράφει για τη σχέση της Μαχνοβτσίνα με τις αναρχικές ομάδες και οργανώσεις που δραστηριοποιούνταν εκείνο τον καιρό στη Ρωσία.
Η θεώρησή του περιλαμβάνει μεγάλες δόσεις αυτοκριτικής αλλά και κριτικής αλήθειας, πάνω σε ζητήματα όπως η οργάνωση, ο ταξικός προσανατολισμός και η αποτελεσματικότητα του αναρχικού κινήματος στις συνθήκες προετοιμασίας και πραγμάτωσης της αναρχικής επανάστασης, οι οποίες παραμένουν εξίσου επίκαιρες μέχρι σήμερα.
Οι αντιστοιχίες ανάμεσα στα λάθη των αναρχικών της Ρωσίας του 1917-1820 και του σημερινού αναρχικού κινήματος είναι τόσο προφανείς, ώστε δεν θεωρούμε αναγκαίο να τις επισημάνουμε.
Ο αναρχισμός αγκαλιάζει δυο κόσμους: τον κόσμο της φιλοσοφίας, των ιδεών και τον κόσμο της πράξης, της δράσης. Και οι δυο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένοι. Η αγωνιζόμενη εργατική τάξη τοποθετείται στη συγκεκριμένη, πρακτική πλευρά του αναρχισμού. Η στοιχειώδης και θεμελιακή αρχή αυτής της πλευράς είναι η αρχή της επαναστατικής πρωτοβουλίας των εργατών και της αυτοχειραφέτησής τους. Φυσική απόρροια αυτής είναι η αρχή της εξαφάνισης του κράτους και της αυτοδιεύθυνσης των εργατών στη νέα κοινωνία. Αλλά μέχρι τώρα, η ιστορία των προλεταριακών αγώνων δεν περιλαμβάνει ένα μαζικό αναρχικό κίνημα, στην καθαρή, αυστηρά καθορισμένη, θεωρητική του μορφή. Όλα τα εργατικά κι αγροτικά κινήματα που έχουν εμφανιστεί μέχρι σήμερα, ήταν κινήματα μέσα στα όρια του καπιταλιστικού καθεστώτος κι είχαν λίγο-πολύ κάποια αναρχική απόχρωση. Αυτό είναι εντελώς φυσικό και κατανοητό. Η εργατική τάξη δεν δρα μέσα σ’ έναν κόσμο επιθυμιών, αλλά μέσα στον υπαρκτό κόσμο όπου δέχεται καθημερινά τα σωματικά και ψυχολογικά χτυπήματα των εχθρικών δυνάμεων. Έξω απ’ τον κόσμο των αναρχικών ιδεών, που δεν έχουν εξαπλωθεί αρκετά, οι εργάτες αισθάνονται συνέχεια την επίδραση όλων των πραγματικών συνθηκών του καπιταλιστικού καθεστώτος και των ενδιάμεσων ομάδων του.
Οι συνθήκες της σύγχρονης ζωής κυκλώνουν τους εργάτες απ’ όλες τις πλευρές, τους περιβάλλουν όπως το νερό περιβάλλει τα ψάρια στη θάλασσα. Οι εργάτες δεν είναι σε θέση να ξεφύγουν απ’ αυτές τις συνθήκες. Συνακόλουθα, είναι φυσικό για τον αγώνα που κάνουν να φέρνει αναπόφευκτα τη σφραγίδα των ποικίλων συνθηκών και χαρακτηριστικών της σύγχρονης κοινωνίας. Ο αγώνας ποτέ δεν μπορεί να γεννηθεί με την ολοκληρωμένη και τέλεια αναρχική μορφή, που θα ανταποκρινόταν σ’ όλες τις απαιτήσεις του ιδανικού. Μια τέτοια τέλεια μορφή είναι δυνατή μόνο μέσα σε στενούς πολιτικούς κύκλους κι ακόμα κι εκεί, όχι στην πράξη, αλλά μόνο στα σχέδια και στα προγράμματα. Όταν οι λαϊκές μάζες ξεκινάνε έναν αγώνα μεγάλων διαστάσεων, κάνουν στην αρχή αναπόφευκτα λάθη, επιτρέπουν αντιφάσεις και παρεκκλίσεις και μόνο μέσα στην πορεία αυτού του αγώνα κατευθύνουν τις προσπάθειες τους προς το ιδανικό για τα οποίο παλεύουν.
Έτσι ήταν πάντοτε. Και πάντοτε έτσι θα είναι. Όσο προσεκτικά κι αν έχουμε προετοιμάσει τις οργανώσεις και προβλέψει εκ των προτέρων τη θέση της εργατικής τάξης, σε περιόδους ειρήνης, η πραγματική δράση των μαζών, απ’ την πρώτη κιόλας μέρα του αποφασιστικού τους αγώνα, είναι πολύ διαφορετική από κείνη που υποθέταμε στα σχέδια. Σε μερικές περιπτώσεις το ίδιο το γεγονός της εξάπλωσης της μαζικής δράσης μπορεί να ανατρέψει βέβαιες προσδοκίες. Άλλες φορές πάλι, οι αλλαγές κατεύθυνσης και τα χτυπήματα που καταφέρνουν οι μάζες, μπορεί ν’ απαιτήσουν τον καθορισμό νέων θέσεων. Και μόνο προοδευτικά το τεράστιο κίνημα των μαζών θα στραφεί στο αυστηρά καθορισμένο και προσηλωμένο στις αρχές δρόμο που οδηγεί στον τελικό σκοπό.
Αυτό βέβαια, δε σημαίνει πως η προκαταρκτική οργάνωση των δυνάμεων και των θέσεων της εργατικής τάξης δεν είναι αναγκαία. Αντίθετα, το προπαρασκευαστικό έργο αυτού του είδους είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση για τη νίκη των εργατών. Μέσα σ’ αυτά τα γενικά πλαίσια. Όμως, δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι το καθήκον δεν τελειώνει εκεί, αλλά ότι ακόμα και μετά τη νίκη, το κίνημα θα πρέπει να είναι πάντα διορατικά, θα πρέπει να μάθει να προσανατολίζεται γρήγορα σε νέες καταστάσεις, με δυο λόγια, θα χρειάζεται ακόμα μια επαναστατική ταξική στρατηγική απ’ την οποία θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η έκβαση του αγώνα.
Το αναρχικό ιδανικό είναι πλατύ και πλούσιο στις διάφορες πλευρές του. Παρόλα αυτά, ο ρόλος των αναρχικών στην κοινωνική πάλη των μαζών είναι εξαιρετικά διακριτικός. Το καθήκον τους είναι να βοηθάνε τις μάζες να βρουν τον σωστό δρόμο στον αγώνα και στην οικοδόμηση της νέας κοινωνίας. ‘Αν το μαζικό κίνημα δεν έχει μπει στη φάση της αποφασιστικής σύγκρουσης, έχουν καθήκον να βοηθήσουν τις μάζες να ξεκαθαρίσουν τη σημασία, τα καθήκοντα και τους στόχους της επερχόμενης πάλης. Τα καθήκον τους είναι να βοηθήσουν τις μάζες ώστε να μπορέσουν να κάνουν τις αναγκαίες στρατιωτικές προετοιμασίες και να οργανώσουν τις δυνάμεις τους. ‘Αν τα κίνημα έχει ήδη μπει στα στάδιο της τελικής σύγκρουσης, οι αναρχικοί θα πρέπει να ενταχθούν στα κίνημα χωρίς να χάσουν στιγμή, θα πρέπει να βοηθήσουν τις μάζες ν’ απαλλαγούν απ’ τις λαθεμένες παρεκκλίσεις, να υποστηρίξουν τις πρώτες δημιουργικές τους προσπάθειες, να τις ενισχύσουν διανοητικά, προσπαθώντας συνεχώς να βοηθήσουν το κίνημα να παραμείνει στον δρόμο που οδηγεί προς τους ουσιαστικούς στόχους των εργατών. Αυτό είναι το βασικό, και στην πραγματικότητα, το μόνο καθήκον των αναρχικών στην πρώτη φάση της επανάστασης. Η εργατική τάξη μόλις νικήσει στον αγώνα κι αρχίσει την κοινωνική οικοδόμηση, δεν πρόκειται πια να παραδώσει σε κανέναν την πρωτοβουλία για δημιουργική δουλειά. Η εργατική τάξη θα διευθύνεται τότε απ’ την ίδια της τη σκέψη, θα δημιουργήσει την κοινωνία της σύμφωνα με τα σχέδια της. Είτε είναι αναρχικά είτε όχι, αυτά τα σχέδια, καθώς κι η κοινωνία που στηρίζεται σ’ αυτά, θ’ αναδυθούν μέσα απ’ τους κόλπους της χειραφετημένης εργατικής τάξης, με τη μορφή και τα πλαίσιο που θα τους δώσει η σκέψη κι η θέληση της.
Όταν εξετάζουμε τη Μαχνοβτσίνα, συνειδητοποιούμε αμέσως δυο βασικές πλευρές αυτού του κινήματος: 1) την αληθινά προλεταριακή καταγωγή του, σαν ένα λαϊκά κίνημα των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων: το κίνημα ξεπήδησε απ’ τα κάτω, κι απ’ την αρχή ως το τέλος ήταν οι ίδιες οι λαϊκές μάζες που τα υποστήριξαν, το ανέπτυξαν και το κατεύθυναν. 2) την όχι τυχαία στήριξη του, απ’ την αρχή του ακόμα, σε μερικές αναμφισβήτητα αναρχικές αρχές, όπως: α) το δικαίωμα των εργατών να έχουν πλήρη πρωτοβουλία, β) τα δικαίωμα των εργατών για οικονομική και κοινωνική αυτοδιεύθυνση και γ) η αρχή της άρνησης του κράτους στην κοινωνική δόμηση. Σ’ όλη την πορεία της ανάπτυξης του, το κίνημα παρέμεινε, πεισματικά κι επίμονα, πιστό σ’ αυτές τις αρχές, στο όνομα των οποίων έχασε 200 - 300 χιλιάδες απ’ τους καλύτερους γιους του λαού, απόρριψε συμμαχίες με κάθε κρατική εξουσία και 3 ολόκληρα χρόνια, μέσα σε αφάνταστα δύσκολες συνθήκες και μ’ έναν ηρωισμό σπάνιο στην ανθρώπινη ιστορία, κράτησε ψηλά την μαύρη σημαία της καταπιεσμένης ανθρωπότητας, το λάβαρο που διακηρύσσει την αληθινή ελευθερία των εργατών, την αληθινή ισότητα στη νέα κοινωνία.
Η Μαχνοβτσίνα είναι ένα αναρχικό κίνημα των εργαζόμενων μαζών — όχι εντελώς ολοκληρωμένο, ούτε απόλυτα αποκρυσταλλωμένο, αλλά που αγωνίζεται παρόλα αυτά για το αναρχικό ιδανικό κι ακολουθεί τον αναρχικό δρόμο.
Ακριβώς όμως επειδή αυτό το κίνημα βγήκε απ’ τα σπλάχνα των μαζών, δε διέθετε τις αναγκαίες θεωρητικές δυνάμεις, την ικανότητα της γενίκευσης που είναι αναπόσπαστη από κάθε πλατύ κοινωνικό κίνημα. Αυτή η αδυναμία εκδηλώθηκε στο γεγονός ότι το κίνημα, αντιμέτωπο με τη γενική κατάσταση, δεν πέτυχε ν’ αναπτύξει τις ιδέες και τα συνθήματα του ή να επεξεργαστεί τις συγκεκριμένες και πρακτικές του μορφές. Αυτός είναι ο λόγος που το κίνημα αναπτύχθηκε αργά κι οδυνηρά, ιδιαίτερα επειδή είχε να αντιμετωπίσει τις πολυάριθμες εχθρικές δυνάμεις που του επιτίθονταν απ’ όλες τις πλευρές.
Θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι οι αναρχικοί — που μιλούσαν πάντα τόσο πολύ για ένα επαναστατικό κίνημα των μαζών, που περίμεναν πολλά χρόνια ένα τέτοιο κίνημα όπως άλλοι περιμένουν τον ερχομό του Μεσσία -θα έτρεχαν να προσχωρήσουν σ’ αυτό το κίνημα, να γίνουν ένα μ’ αυτό, να του προσφέρουν όλο τους το είναι. Αλλά στην πράξη δεν έγινε κάτι τέτοιο. Η πλειοψηφία των Ρώσων αναρχικών που πέρασαν απ’ το θεωρητικό σχολειό του αναρχισμού, παρέμειναν απομονωμένοι στους κύκλους τους, που δεν χρησίμευαν σε κανέναν. Στέκονταν στο περιθώριο, ρωτώντας να μάθουν τι είδους κίνημα ήταν, γιατί θα έπρεπε να συνδεθούν με αυτό, και, χωρίς να κάνουν καμιά κίνηση, καθησυχάζονταν με τη σκέψη πως τα κίνημα δεν φαινόταν να είναι καθαρά αναρχικό.
Κι όμως η συμβολή τους στο κίνημα, ιδιαίτερα πριν απ’ την περίοδο που ο Μπολσεβικισμός μπλόκαρε τη φυσιολογική του ανάπτυξη, θα ήταν πολύτιμη. Οι μάζες είχαν άμεση ανάγκη από αγωνιστές που θα μπορούσαν να διατυπώσουν και ν’ αναπτύξουν τις ιδέες τους, να τους βοηθήσουν να υλοποιήσουν αυτές τις ιδέες στο μεγάλο στίβο της ζωής και να επεξεργαστούν τις μορφές και τις κατευθύνσεις του κινήματος. Οι αναρχικοί δε θέλησαν, ή δεν ήξεραν πώς να γίνουν τέτοιοι αγωνιστές. Το αποτέλεσμα ήταν να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά και στο κίνημα και σ’ αυτούς τους ίδιους. Έβλαψαν το κίνημα αποτυγχάνοντας να του αφιερώσουν έγκαιρα τις οργανωτικές και πνευματικές τους δυνάμεις κι αναγκάζοντας το έτσι να αναπτυχθεί αργά κι οδυνηρά με τις πενιχρές θεωρητικές δυνάμεις που διέθεταν οι Ίδιοι οι φτωχότεροι αγρότες. Έβλαψαν τους εαυτούς τους μένοντας έξω απ’ τη ζωντανή ιστορία, καταδικάζοντας τους έτσι στην αδράνεια και τη στειρότητα.
Είμαστε υποχρεωμένοι να δηλώσουμε ότι οι Ρώσοι αναρχικοί παρέμειναν αδρανείς στους κύκλους τους ενώ δίπλα τους υπήρχε ένα μαζικό κίνημα ύψιστης σημασίας, ένα κίνημα μοναδικό στην τωρινή επανάσταση γιατί ανέλαβε να εκπληρώσει το ιστορικό καθήκον της καταπιεσμένης ανθρωπότητας.
Ταυτόχρονα όμως, ανακαλύπτουμε ότι αυτή η αξιοθρήνητη κατάσταση δεν είναι τυχαία, αλλά πως έχει πολύ συγκεκριμένα αίτια, που θα εξετάσουμε τώρα.
Η πλειοψηφία των αναρχικών θεωρητικών μας έχει τις ρίζες της στην ιντελλιγκέντσια(1). Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Αν και βαδίζουν κάτω απ’ το λάβαρο του αναρχισμού, πολλοί απ’ αυτούς δεν μπορούν να κόψουν κάθε δεσμό με το ψυχολογικό πλαίσιο απ’ το οποίο προέρχονται. Είναι αφοσιωμένοι στην αναρχική θεωρία περισσότερο από άλλους συντρόφους, έτσι φτάνουν σταδιακά στο σημείο να θεωρούν τους εαυτούς τους ηγέτες του αναρχικού κόσμου, καταλήγουν να πιστεύουν ότι το αναρχικό κίνημα ξεκινάει απ’ αυτούς κι ότι εξαρτάται απ’ την άμεση συμμετοχή τους. Αλλά το κίνημα ξεκίνησε πολύ μακριά απ’ αυτούς, σε μια απομακρυσμένη επαρχία κι επιπλέον ανάμεσα στα κατώτερα στρώματα της σύγχρονης κοινωνίας. Πολύ λίγοι ανάμεσα στους μεμονωμένους αναρχικούς θεωρητικούς βρήκαν στον εαυτό τους την απαραίτητη ευαισθησία και το θάρρος ν’ αναγνωρίσουν ότι αυτό το κίνημα ήταν πραγματικά εκείνο που ο αναρχισμός περίμενε εδώ και πολλά χρόνια και να τρέξουν να το βοηθήσουν. Και για να είμαστε πιο ακριβείς, πρέπει να πούμε ότι απ’ όλους τους έξυπνους και μορφωμένους αναρχικούς θεωρητικούς, μόνον ο Βολίν προσχώρησε αμετάκλητα στα κίνημα, θέτοντας στην υπηρεσία του όλες τις ικανότητες, τις δυνάμεις και τις γνώσεις του. Όλοι οι άλλοι αναρχικοί θεωρητικοί έμειναν έξω από το κίνημα. Αυτό δεν βαρύνει την Μαχνοβτσίνα ή τον αναρχισμό, αλλά μόνον τ’ αναρχικά άτομα κι οργανώσεις που υπήρξαν τόσο στενόμυαλες, παθητικές κι ανίκανες για να βοηθήσουν, στη διάρκεια του ιστορικού κοινωνικού κινήματος των εργατών και των αγροτών και που ή δεν τόλμησαν ή δε θέλησαν να συμμετέχουν στα ίδιο τους το σχέδιο όταν παρουσιάστηκε με σάρκα και οστά και καλούσε στα στρατόπεδό του όλους εκείνους στους οποίους ήταν προσφιλείς η απελευθέρωση της εργατικής τάξης κι οι ιδέες του αναρχισμού.
Μια ακόμα πιο σημαντική πλευρά της αδράνειας και της αδιαφορίας των αναρχικών είναι η σύγχυση στην αναρχική θεωρία και τα οργανωτικό χάος στις αναρχικές γραμμές.
Αν και το αναρχικό ιδανικό είναι γεμάτο δύναμη, θετικά και αυταπόδειχτο, περιέχει ωστόσο έναν αριθμό κενών, ασαφειών και παρεκκλίσεων σε πεδία που δεν έχουν καμιά σχέση με τα κοινωνικό κίνημα των εργατών. Αυτό δημιουργεί μια βάση για κάθε είδους διαστρεβλωτικές ερμηνείες των στόχων του αναρχισμού και του πραχτικού του προγράμματος.
Έτσι πολλοί αναρχικοί αφιερώνουν την ενεργητικότητα τους στο ερώτημα αν τα πρόβλημα του αναρχισμού είναι η απελευθέρωση των τάξεων, της ανθρωπότητας ή της προσωπικότητας. Το ερώτημα Αυτό στερείται περιεχομένου, αλλά βασίζεται σε μερικές αδιευκρίνιστες αναρχικές θέσεις και προσφέρει ένα πλατύ πεδίο γιο καταχρήσεις της αναρχικής σκέψης και πρακτικής.
Ένα ακόμα μεγαλύτερο πεδίο για καταχρήσεις έχει δημιουργηθεί απ’ την ασαφή αναρχική θεωρία της ατομικής ελευθερίας. Προφανώς οι άνθρωποι της δράσης, που διαθέτουν αποφασιστική θέληση κι αναπτυγμένο επαναστατικό ένστικτο, καταλαβαίνουν την αναρχική ιδέα της ατομικής ελευθερίας σαν μια ιδέα αναρχικών σχέσεων με όλα τα άλλα άτομα, σαν μια ιδέα του αδιάκοπου αγώνα για την αναρχική ελευθερία των μαζών. Αλλά αυτοί που δεν ξέρουν το πάθος της επανάστασης, που κύρια ασχολούνται με τις διακηρύξεις του «Εγώ» τους, καταλαβαίνουν αυτή την ιδέα με τα δικό τους τρόπο. Όποτε έχει τεθεί σοβαρά τα ζήτημα της πρακτικής αναρχικής οργάνωσης ή το ζήτημα της οργάνωσης, αρπάζονται απ’ την αναρχική θεωρία της ατομικής ελευθερίας και χρησιμοποιώντας την σα βάση, απορρίπτουν κάθε οργάνωση κι έτσι ξεφεύγουν από κάθε ευθύνη. Καθένας απ’ αυτούς κλείνεται στο σπίτι του, κάνει το κέφι του και διακηρύσσει τον δικό του αναρχισμό. Έτσι οι ιδέες κι η δράση των αναρχικών εκμηδενίζονται σε σημείο παραλογισμού.
Σαν αποτέλεσμα όλων αυτών, βρίσκουμε ένα μεγάλο αριθμό πρακτικών συστημάτων που υποστηρίζονται από Ρώσους αναρχικούς. Απ’ τα 1904 ως τα 1907 είδαμε τα πρακτικά προγράμματα της Μπεζνατσάλτσι (Χωρίς Εξουσία) και της Τσερνοζναμέντσι (Μαύρη Σημαία), που κήρυσσαν τη μερική απαλλοτρίωση και την αναίτια τρομοκρατία σα μεθόδους της αναρχικής πάλης. Είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι αυτά τα προγράμματα δεν ήταν τίποτα παραπάνω απ’ τις αυθαίρετες τάσεις ανθρώπων που έγιναν τυχαία αναρχικοί, κι ότι τέτοια προγράμματα ήταν δυνατόν να προταθούν μέσα στα πλαίσια του αναρχισμού μόνον εξαιτίας μιας υποανάπτυκτης αίσθησης ευθύνης απέναντι στο λαό και την επανάσταση του. πιο πρόσφατα είδαμε ένα μεγάλο αριθμό θεωριών, μερικές απ’ τις οποίες εκφράζουν συμπάθεια για την κρατική εξουσία ή για την άσκηση εξουσίας πάνω στις μάζες, ενώ άλλες απορρίπτουν κάθε οργανωτική αρχή και διακηρύσσουν την απόλυτη ελευθερία της προσωπικότητας, άλλες ακόμα ασχολούνται αποκλειστικά με τα «παγκόσμια» καθήκοντα του αναρχισμού και στην ουσία αποφεύγουν τις επείγουσες ανάγκες της στιγμής.
Δεκαετίες ολόκληρες υπέφεραν οι Ρώσοι αναρχικοί απ’ την αρρώστια της ανοργανωσιάς. Αυτή η αρρώστια κατέστρεψε την ικανότητα τους να σκέφτονται συγκεκριμένα και τους καταδίκασε σε ιστορική αδράνεια τη στιγμή της επανάστασης. Η ανοργανωσιά είναι η δίδυμη αδελφή της ανευθυνότητας και οδηγούν μαζί σε φτωχευμένες ιδέες κι ανώφελη πρακτική.
Έτσι όταν το μαζικό κίνημα, με τη μορφή της Μαχνοβτσίνα, ξεπήδησε απ’ τα σπλάχνα του λαού, οι αναρχικοί αποδείχτηκαν εντελώς απροετοίμαστοι, αναποφάσιστοι κι αδύναμοι.
Κατά τη γνώμη μας αυτό είναι προσωρινό. Μπορεί να εξηγηθεί απ’ την έλλειψη αποκρυστάλλωσης κι οργάνωσης των Ρώσων αναρχικών, θα πρέπει να οργανωθούν, ν’ αναπτύξουν τους δεσμούς μεταξύ όλων αυτών που αγωνίζονται για τον αναρχισμό και είναι ειλικρινά αφοσιωμένοι στην εργατική τάξη. Τότε μόνο θα εξαλειφθούν τα διασπαστικά κι αυθαίρετα στοιχεία στον αναρχισμό.
Ο Αναρχισμός δεν είναι μυστικισμός, δεν είναι διάλεξη πάνω στην ομορφιά, δεν είναι κραυγή απελπισίας. Το μεγαλείο του οφείλεται, πάνω απ’ όλα, στην αφοσίωση του στην υπόθεση της καταπιεσμένης ανθρωπότητας. Εμπεριέχει την αλήθεια, τον ηρωισμό και τις επιδιώξεις των μαζών κι είναι σήμερα η μόνη κοινωνική θεωρία στην οποία οι μάζες μπορούν να στηρίξουν τον αγώνα τους. Για να δικαιωθεί όμως αυτή η εμπιστοσύνη, δεν αρκεί μόνο να είναι ο αναρχισμός μια μεγάλη ιδέα κι οι αναρχικοί οι Πλατωνικοί του ρήτορες. Οι αναρχικοί πρέπει να συμμετέχουν αδιάκοπα μέσα στο επαναστατικό κίνημα των μαζών. Μόνον τότε θα εκφράζει τα κίνημα την πληρότητα του αναρχικού ιδεώδους. Αλλά τίποτα δε γεννιέται απ’ τα τίποτα. Κάθε επίτευγμα απαιτεί συνεχή προσπάθεια και θυσίες. Ο αναρχισμός χρειάζεται να βρει την ενότητα της θέλησης και την ενότητα της δράσης για να καθορίσει με ακρίβεια τον ιστορικό του ρόλο. Ο αναρχικός πρέπει να πλησιάσει τις μάζες και να συγχωνευτεί μαζί τους.
Μολονότι η Μαχνοβτσίνα γεννήθηκε κι αναπτύχθηκε ανεξάρτητα, χωρίς την επίδραση αναρχικών οργανώσεων, η μοίρα της ήταν στενά συνδεμένη μ’ αυτή του αναρχισμού, στη διάρκεια της Ρώσικης επανάστασης. Η ίδια ι η ουσία της Μαχνοβτσίνα έλαμψε με το φως του αναρχισμού, κι αυθόρμητα τράβηξε τον αναρχισμό στους κόλπους της. Οι μάζες των επαναστατών υιοθέτησαν μόνον τον αναρχισμό ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες κοινωνικές θεωρίες. «Ένας μεγάλος αριθμός επαναστατών αυτοαποκαλούνταν αναρχικοί και δεν αποκήρυξαν αυτό το όνομα ούτε κι όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον θάνατο. Ταυτόχρονα, ο αναρχισμός έδωσε στην Μαχνοβτσίνα μερικούς ξεχωριστούς αγωνιστές, που με πάθος κι αφοσίωση αφιέρωσαν όλες δυνάμεις και τις γνώσεις τους σ’ αυτά τα κίνημα.
Όσο μικρός κι αν ήταν ο αριθμός αυτών των αγωνιστών, πέτυχε να προσφέρει πολλά στο κίνημα και συνέδεσε τον αναρχισμό με την τραγική μοίρα της Μαχνοβτσίνα. Τα πεπρωμένα του αναρχισμού και της Μαχνοβτσίνα άρχισαν να συνδέονται στα μέσα του 1919. Οι δεσμοί τους εδραιώθηκαν στην Ουκρανία τα καλοκαίρι του 1920 απ’ την ταυτόχρονη επίθεση των Μπολσεβίκων ενάντια στους Μαχνοβίτες και τους αναρχικούς, και τονίστηκαν ιδιαίτερα τον Οκτώβρη του 1920, την εποχή της στρατιωτικοπολιτικής συμφωνίας μεταξύ Μαχνοβιτών και Σοβιετικής εξουσίας. Όταν οι Μαχνοβίτες απαίτησαν, σαν πρώτο όρο αυτής της συμφωνίας, ν’ αφεθούν ελεύθεροι όλοι οι Μαχνοβίτες κι αναρχικοί κρατούμενοι στις φυλακές της Ουκρανίας και της Μεγαλορωσίας, και να τους δοθεί τα δικαίωμα της ελεύθερης κήρυξης και διάδοσης των ιδεών και θεωριών τους. θα περιγράψουμε τη συμμετοχή των αναρχικών στο Μαχνοβίτικο κίνημα με χρονολογική σειρά:
Στη διάρκεια των πρώτων ημερών της επανάστασης του 1917, οργανώθηκε στα Γκιουλάι-Πολέ μια ομάδα αναρχοκομμουνιστών. Η ομάδα αυτή έκανε σημαντική επαναστατική δουλειά στην περιοχή. Απ’ αυτή την ομάδα βγήκαν μερικά αξιόλογα μέλη και καθοδηγητές της Μαχνοβτσίνα: ο Ν. Μάχνο, ο Σ. Καρέτνικ, ο Μαρτσένκο, ο Καλασνίκωφ, ο Λιούτυι, ο Γκριγκόρυ Μαχνό κι άλλοι. Αυτή η ομάδα διατήρησε στενούς δεσμούς με το Μαχνοβίτικο κίνημα απ’ τις απαρχές του κιόλας.
Γύρω στα τέλη του 1918 και στις αρχές του 1919, οργανώθηκαν στην περιοχή της Μαχνοβτσίνα κι άλλες αναρχικές ομάδες και προσπάθησαν να συνδεθούν μαζί της. Πάντως, μερικές απ’ αυτές τις ομάδες, όπως στο Μπερντιάνσκ και σε μερικά άλλα μέρη, δε στάθηκαν αντάξιες του ονόματος τους και μόνον εμπόδια δημιούργησαν στο κίνημα. Ευτυχώς το κίνημα ήταν αρκετά υγιές για να μπορεί ν’ ανταπεξέλθει και χωρίς αυτές.
Στις αρχές του 1919 υπήρχαν στο Γκιουλάι-Πολέ όχι μόνο ντόπιοι αναρχικοί αγρότες όπως ο Μάχνο, ο Καρέτνικ, ο Μαρτσένκο, ο Βασιλέφσκυ κι άλλοι, αλλά κι αναρχικοί που προέρχονταν από οργανώσεις άλλων πόλεων, όπως ο Μπουρμπόγκα, ο Μιχάλεφ - Παβλένκο κι άλλοι. Δούλεψαν αποκλειστικά μέσα στους κόλπους του επαναστατικού στρατού στο μέτωπο ή στα μετόπισθεν.
Την άνοιξη του 1919 έφτασαν στο Γκιουλάι-Πολέ μερικοί σύντροφοι με την πρόθεση να οργανώσουν την πολιτιστική κι εκπαιδευτική δραστηριότητα στην περιοχή: έβγαλαν την εφημερίδα «Πούτκ Σβομπόντ» - το κύριο όργανο των Μαχνοβιτών - κι οργάνωσαν την Αναρχική Ομοσπονδία του Γκιουλάι-Πολέ, που δούλεψε μέσα στο στρατό καθώς κι ανάμεσα στους αγρότες.
Εκείνη την περίοδο, οργανώθηκε στο Γκιουλάι-Πολέ μια αναρχική ομάδα που συνδεόταν με τη Συνομοσπονδία «Ναμπάτ». Αυτή η ομάδα συνεργάστηκε στενά με τους Μαχνοβίτες, ιδιαίτερα στον πολιτιστικό τομέα κι εξέδωσε μια τοπική εφημερίδα, τη «Ναμπάτ». Σύντομα αυτή η οργάνωση συγχωνεύτηκε με την Αναρχική Ομοσπονδία του Γκιουλάι-Πολέ.
Τον Μάη, ήλθαν στο Γκιουλάι-Πολέ 36 αναρχικοί εργάτες απ» τα Ιβάνοβο-Βοζνέσενκ. Ανάμεσα τους βρίσκονταν οι πασίγνωστοι αναρχικοί Τσερνιάκωφ και Μακέγεφ. Μερικοί απ’ αυτούς εγκαταστάθηκαν σε μια κομμούνα, 4 περίπου μίλια μακριά από το Γκιουλάι-Πολέ, άλλοι ανέλαβαν πολιτιστική δουλειά στην περιοχή, κι οι υπόλοιποι εντάχθηκαν στα στρατό.
Επίσης, τον Μάη του 1919, η Συνομοσπονδία Αναρχικών Οργανώσεων της Ουκρανίας «Ναμπάτ», η πια δραστήρια κι αποτελεσματική απ’ όλες τις αναρχικές οργανώσεις της Ρωσίας, άρχισε να αντιλαμβάνεται πως ο παλμός της επαναστατικής ζωής των μαζών χτυπούσε στην απελευθερωμένη επαναστατική περιοχή. Η «Ναμπάτ» αποφάσισε να κατευθύνει τις δυνάμεις της προς αυτήν την περιοχή. Στις αρχές του Ιούνη του 1919, έστειλαν στο Γκιουλάι-Πολέ μερικούς αγωνιστές, μεταξύ των οποίων ήταν ο Βολίν, ο Μρατσνόι κι ο Ιωσήφ Εμιγκράντ. Επρόκειτο να μεταφέρουν τα κεντρικά όργανα της Συνομοσπονδίας στο Γκιουλάι-Πολέ αμέσως μετά τα συνέδριο εργατών και αγροτών, που είχε οριστεί για τις 15 Ιούνη απ’ τα Επαναστατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο. Αλλά οι ταυτόχρονες επιθέσεις των Μπολσεβίκων και των Ντενικινιστών στην περιοχή, εμπόδισαν την πραγματοποίηση αυτού του σχεδίου. Ο Μρατσνόι ήταν ο μόνος που κατόρθωσε να φτάσει στα Γκιουλάι-Πολέ, αλλά εν όψει της γενικής οπισθοχώρησης αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω μετά 1 - 2 μέρες. Ο Βολίν κι οι άλλοι δεν μπόρεσαν να φύγουν απ’ το Αικατερίνοσλαβ, και μόνον τον Αύγουστο του 1919, κατάφεραν να ενωθούν με τον Μαχνοβίτικο στρατό που οπισθοχωρούσε, κοντά στην Οδησσό.
Οι αναρχικοί λοιπόν, προσχώρησαν στο κίνημα πολύ αργά, αφού είχε ήδη διακοπεί η φυσιολογική του ανάπτυξη, αφού είχε εκτοπιστεί απ’ το πλαίσιο της κοινωνικής οικοδόμησης κι είχε εξαναγκαστεί απ’ την πίεση τών περιστάσεων ν’ αφοσιωθεί πρωταρχικά στη στρατιωτική δραστηριότητα.
Απ’ τα τέλη του 1918 ως τον Ιούνη του 1919 οι συνθήκες για δημιουργική δουλειά στην περιοχή ήταν εξαιρετικά ευνοϊκές: το μέτωπο ήταν 200 περίπου μίλια μακριά, κοντά στα Ταγκανρόγκ, κι ο πολυάριθμος πληθυσμός που βρισκόταν διασκορπισμένος σε 8 - 10 περιφέρειες ζούσε ανενόχλητος.
Αργότερα οι αναρχικοί μπορούσαν να δουλέψουν μόνο μέσα σε συνθήκες στρατιωτικής δράσης, κάτω από συνεχή πυρά που έρχονταν από όλες τις πλευρές κι ήταν υποχρεωμένοι να μετακινούνται καθημερινά από μέρος σε μέρος. Οι αναρχικοί που εντάχθηκαν στο στρατό έκαναν ότι μπορούσαν κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες του αδιάκοπου πολέμου. Μερικοί απ’ αυτούς, όπως ο Μακέγεφ κι ο Κάγκαν, πήραν μέρος σε στρατιωτικές δραστηριότητες. Οι περισσότεροι πάντως έκαναν πολιτιστική δουλειά ανάμεσα στους επαναστάτες και στα χωριά απ’ όπου περνούσε ο Μαχνοβίτικος στρατός. Αυτό όμως δεν ήταν δημιουργική κι εποικοδομητική δουλειά μέσα στις μάζες - με την πιο πλήρη έννοια αυτών των λέξεων. Οι συνθήκες του συνεχούς πολέμου περιόριζαν αυτή τη δραστηριότητα κυρίως σε επιφανειακή προπαγάνδα. Ήταν αδύνατο να διανοηθεί κανείς δημιουργική, θετική δουλειά.
Σε λίγες μόνο σπάνιες περιπτώσεις, όπως λόγου χάρη μετά την κατάληψη του Αλεξαντρόφσκ, του Μπερντιάνσκ, του Μελιτοπόλ κι άλλων πόλεων και περιφερειών, μπόρεσαν οι αναρχικοί κι οι Μαχνοβίτες να βάλουν τις βάσεις για μια πια εκτεταμένη και βαθιά δραστηριότητα. Αλλά ένα ακόμη πολεμικό κύμα απλώθηκε απ’ τη μια πλευρά ως την άλλη, παρασέρνοντας κάθε ίχνος της δουλειάς τους, κι αναγκάζοντας τους για μια ακόμα φορά να περιοριστούν στην επιφανειακή αγκιτάτσια και προπαγάνδα ανάμεσα τους αντάρτες και τους αγρότες. Οι καιροί ήταν εχθρικοί για μεγάλης κλίμακας δημιουργική δουλειά ανάμεσα στις μάζες. Με βάση αυτή την περίοδο, μερικά άτομα που δεν πήραν μέρος στο κίνημα ή που συμμετείχαν για πολύ σύντομο διάστημα, έβγαλαν τα λαθεμένο συμπέρασμα ότι η Μαχνοβτσίνα ήταν υπερβολικά στρατιωτική, ότι αφιέρωσε υπερβολική προσοχή στη στρατιωτική πλευρά και ελάχιστη στη θετική δουλειά μέσα στις μάζες. Στην πραγματικότητα όμως, η στρατιωτική περίοδος της ιστορίας της, δεν προήλθε κατά κανένα τρόπο απ’ τη Μαχνοβτσίνα, αλλά μάλλον απ’ τις συνθήκες που την περιβάλλανε μετά τα μέσα του 1919.
Οι Μπολσεβίκοι κρατιστές συνειδητοποιούσαν πολύ καλά τη σημασία του Μαχνοβίτικου κινήματος και της θέσης του αναρχισμού στη Ρωσία. Ήξεραν πολύ καλά ότι ο αναρχισμός στη Ρωσία, επειδή προς το παρόν δεν είχε καμιά σύνδεση με ένα μαζικό κίνημα τόσο σημαντικό όπως η Μαχνοβτσίνα, δεν είχε ερείσματα και δεν μπορούσε ούτε να τους απειλήσει ούτε να τούς βάλει σε κίνδυνο. Κι αντίστροφα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, ο αναρχισμός ήταν η μόνη αντίληψη πάνω στην οποία μπορούσε να στηριχθεί η Μαχνοβτσίνα στον αδυσώπητο αγώνα της ενάντια στον Μπολσεβικισμό.
Να γιατί έκαναν κάθε προσπάθεια για να κρατήσουν μακριά τα ένα κίνημα απ’ το άλλο. Και, για να είμαστε δίκαιοι μαζί τους, θα πρέπει να τονίσουμε ότι αυτό το πραγματοποίησαν άκαμπτα: έβγαλαν την Μαχνοβτσίνα έξω από κάθε ανθρώπινο νόμο. Και σα συνετοί γνώστες των πολιτικών πραγμάτων, ενήργησαν στη Ρωσία κι ιδιαίτερα στο εξωτερικό, σαν η κήρυξη εκτός νόμου της Μαχνοβτσίνα να ήταν αυτονόητη για τον καθένα, σαν αυτό να ήταν αδύνατο να γεννήσει οποιεσδήποτε αμφιβολίες, και σα μόνον όσοι ήταν τυφλοί ή εντελώς άσχετοι με τη Ρωσία να μην κατόρθωναν ν’ αναγνωρίσουν τα μέτρα τους σα δίκαια και λογικά.
Οι Μπολσεβίκοι δεν κήρυξαν επίσημα παράνομη την αναρχική ιδέα, αλλά έδιναν τον χαρακτηρισμό της «Μαχνοβίτικης» σε οποιαδήποτε επαναστατική χειρονομία και σε οποιαδήποτε ειλικρινή πράξη στην οποία συμμετείχαν αναρχικοί - και με πλήρη αθωότητα, σαν αυτό να ήταν ξεκάθαρο στον καθένα όπως το φως της μέρας, έριχναν τους αναρχικούς στις φυλακές, τους τουφέκιζαν και τους αποκεφάλιζαν. Σε τελευταία ανάλυση, η Μαχνοβτσίνα κι ο αναρχισμός, επειδή δεν έσκυψαν το κεφάλι στους Μπολσεβίκους, είχαν την ίδια μεταχείριση απ’ αυτούς.
1. Ιντελλιγκέντσια: Η διανοητική ελίτ.