Το ξημέρωμα της 7ης Φεβρουαρίου 1921 (ακριβώς πριν από 101 χρόνια), στην πόλη Rosario, στην Αργεντινή, μια πολιτική ομάδα αποτελούμενη από φοιτητές και εργαζόμενους του τοπικού Δήμοιυ –κυρίως αναρχικούς αγωνιστές– επηρεασμένους από το κύμα ταραχών που ελάμβανε χώρα σε όλο τον κόσμο, και Ιδιαίτερα επηρεασμένοι από τις απεργίες στο La Forestal και στην Παταγονία -εκτός βέβαια από την απήχηση της Ρωσικής Επανάστασης- αποφασίζουν να αιφνιδιάσουν το Παλάτι των Λιονταριών, δηλαδή το κυβερνητικό μέγαρο της πόλης Rosario (Santa Fe) -που τότε διοικείτο από τον Fernando Schleisinger- ιδρύοντας μέσα σε αυτό μια Ελευθεριακή Κομμούνα.
Να θυμίσουμε ότι επί μέρες οι Δήμοι απεργούσαν κατά της περικοπής μισθών, βασιζόμενοι στην αλληλεγγύη των καθηγητών (τους οποίους δεν χρέωναν επί μήνες), των ναυτεργατών, των σιδηροδρομικών και των οδηγών ταξί, εκτός από τους φοιτητές της Ιατρικής Σχολής του Παράκτιου Εθνικού Πανεπιστημίου, οι οποίοι επίσης διεκδικούσαν κάποια πράγματα για τους νοσηλευόμενους στα δημόσια νοσοκομεία.
Εν μέσω αυτής της σύγκρουσης, η Επαρχιακή Εργατική Ομοσπονδία καλεί στις 5 Φλεβάρη 1921, μια περιφερειακή γενική απεργία για την υποστήριξη των καταπιεσμένων εργατών της La Forestal, η οποία υποστηρίχθηκε από 25 συνδικάτα και είχε ως επίκεντρο τη δράση που εκτυλίχθηκε στην πλατεία Sarmiento. Ως απάντηση, ο Γενικός Εισαγγελέας Fernando Schleisinger, διέταξε να ακυρωθεί η Γιορτή των Απόκρεω και η αργία του Καρναβαλιού και να απολυθούν αρκετοί δημοτικοί υπάλληλοι που ηγήθηκαν της κινητοποίησης.
Έτσι, τη Δευτέρα, 7 Φλεβάρη, ημέρα του Καρναβαλιού, μια ομάδα φοιτητών και εργαζομένων θα εξαπολύσει πυροβολισμούς, ως έκφραση απόρριψης των όσων συνέβαιναν, ελπίζοντας ότι θα έχει τη γρήγορη θετική αντίδραση των υπολοίπων απεργών.
Μεταξύ των κυρίων φυσιογνωμιών που ήταν στελέχη εργατικών οργανώσεων που συμμετείχαν στην εξέγερση και είχαν προσχωρήσει στο αναρχικό κίνημα, ήταν οι αδελφοί Carlos και Ricardo Chaminaud, Felipe Morales, Armando Roche, Luis Tafalta, Saturnino Ricardo, Loren zo Biamino, Adolfo Gómez, Telemaco Giorgiades, José Manuel Dumas, Francisco Schor, Carlos Abalos, Carlos Oliva, Antonio Zemberg, Manuel Martínez, Antonio Ferreyra και Juan Carlos Siembre, μεταξύ άλλων.
Αμέσως όταν υψώθηκε η κόκκινη σημαία στο κεντρικό μπαλκόνι του κτιρίου, έγινε η συγκρότηση μιας «εργατικής διεύθυνσης», η «καθαίρεση του κυβερνήτη και του συμβουλίου του» (άρα, η ανάθεση ολόκληρης της διοίκησης στην Τοπική Εργατική Ομοσπονδία). Ακολούθησε η ανάκληση των απολύσεων, η αύξηση των μισθών, η κατάργηση πολλών φόρων και η βελτίωση των συνθηκών εργασίας στα νοσοκομεία της πόλης, τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για τους «εσωτερικούς ιατρούς» (φοιτητές Ιατρικής).
Ωστόσο, πέρα από τη συμπάθεια ανάμεσα στους υπόλοιπους εργαζόμενους της περιοχής, η κατάληψη του κτιρίου -που έχει ήδη περάσει 8 ώρες- δεν ευδοκίμησε λόγω της ταχείας άφιξης και πολιορκίας αστυνομίας και στρατού. Επικεφαλής της καταστολής ήταν το 11ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο, μετά από μια γρήγορη επίθεση και εισβολή στο κτίριο, κατάφερε να σταματήσει την κατάληψη –οι συμμετέχοντες στην οποία ήταν κακώς οπλισμένοι και μη προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο. Τους συλληφθέντες -που κατηγορήθηκαν για ανταρσία- θα υπερασπιστεί ο γιατρός Rafael Bielsa.
Μετά από αυτά τα επεισόδια, η εφημερίδα «Santa Fe» θα γράψει ότι «στο εσωτερικό των κοινωνιών φυτρώνει ένας άλλος κόσμος, οδηγούμενος από την επιθυμία για καλύτερη τάξη και καλύτερη ζωή» και ότι «στις απεργίες το οικονομικό ζήτημα είναι είναι το δευτερεύον».
*Πηγή: Emilio Crisi. Μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.