Μια συνοπτική παγκόσμια ιστορία της επαναστατικής αναρχικής κομμουνιστικής μαζικής οργανωτικής θεωρίας και πρακτικής
Του Michael Schmidt
Εισαγωγή
Ο αναρχικός κομμουνισμός αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια των προηγούμενων 140 ετών ως μια μαχητική παράδοση της εργατικής τάξης καθώς και ως επαναστατικός πόλεμος ενάντια σε όλες τις μορφές εκμετάλλευσης. Ο στόχος του ήταν και είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας όσο πιο ελεύθερης και πιο ισότιμης γίνεται, όσον αφορά και τα μεμονωμένα και τα συλλογικά ενδιαφέροντα των ανθρώπων, με έναν όσο το δυνατόν δικαιότερο τρόπο. Αλλά οι δυσφημιστές μας – και της αριστεράς και της δεξιάς – αναρωτιούνται εάν ο αναρχισμός είναι αρκετά ισχυρός ώστε να εφαρμοστεί στην πράξη.
Τα παραδείγματα των επαναστάσεων, όμως, στο Μεξικό, την Ουκρανία, την Μαντζουρία, την Ισπανία, την Κούβα και το Ιράν, δείχνουν ότι ο αναρχικός κομμουνισμός – που αποτελεί αληθινή εργατική αυτοδιεύθυνση από τα κάτω με βάση την πλήρη κοινωνική, πολιτική και οικονομική ισότητα – είναι πρακτικός, βιώσιμος και υπερασπίσιμος, για τόσο διάστημα όσο οι βασικές του αρχές της άμεσης δημοκρατίας είναι βαθιά ριζωμένες στην εργατική τάξη.
Επίσης, άλλοι επαναστάτες λένε ότι ο τρόπος της οργάνωσής μας δεν είναι αρκετά ισχυρός, είτε για να στηρίξουμε τις επαναστατικές κατακτήσεις είτε για να τις υπερασπίσουμε. Με την συνοπτική ιστορία που παραθέτουμε εδώ θα επιδιώξουμε να δείξουμε με ποιο τρόπο καταπιάστηκαν με το ζήτημα αυτό οι αναρχικοί διαμέσου του τελευταίου αιώνα (σ.τ.μ.: των 19ου και 20ού αιώνα). Θα επιδιώξουμε να δείξουμε, επίσης, ότι μακριά από το να είναι χαοτικοί ή αντι-οργανωτικοί, οι αληθινοί αναρχικοί μαχητές είναι εραστές της δίκαιης κοινωνικής τάξης και πιστεύουν στην οργάνωση των δυνάμεών τους για να την επιτύχουν.
Επίσης, πιστεύουμε ότι αυτή η (οργανωτική) μέθοδος, η οποία όχι μόνο είναι συμβατή με τις αναρχικές οργανώσεις - αρχίζοντας από τις μικρές «ομάδες συγγένειας» και τους πυρήνες και πηγαίνοντας έως της μεγάλης κλίμακας ενώσεις και τις πολιτικές ομοσπονδίες - αλλά και με την επίτευξη ενός υψηλού βαθμού εσωτερικής εκπαίδευσης και άμεσης συμμετοχής, είναι περισσότερο αναρχική από ό,τι τα διάφορα χαλαρά οργανωτικά σχήματα που εμπεριέχουν τον κίνδυνο μια ενεργός μειονότητα να καθοδηγεί μια παθητική πλειοψηφία μελών.
Ο κανόνας, όπως πάντα για τους αναρχικούς, είναι ότι τα μέσα καθορίζουν το σκοπό (σ.τ.μ.: και όχι το αντίθετο). Έτσι, η εσωτερική δημοκρατία στις οργανώσεις μας είναι ο σημαντικότερος εγγυητής ότι οι εξωτερικές μας σχέσεις με την εργατική τάξη θα παραμείνουν, επίσης, άμεσα δημοκρατικές και αληθινά ελεύθερες. Ο επαναστατικός αναρχικός κομμουνισμός (ή «αναρχοκομμουνισμός») ξεπήδησε από τις μαζικές εργατικές εκείνες οργανώσεις που ίδρυσαν την Α’ Διεθνή το 1864.
Από τότε, ο αναρχισμός είχε περιόδους καλές και κακές, σύμφωνα, κυρίως, με τις συνθήκες στις οποίες έζησαν η παγκόσμια εργατική τάξη, η αγροτιά και οι φτωχοί, αλλά και με τις αντιστάσεις των τάξεων αυτών στις φάσεις ανάπτυξης και ύφεσης του κεφαλαίου καθώς αυτό επιδίωκε συνεχώς να υπερνικήσει τις εσωτερικές του αντιφάσεις. Ο αναρχικός κομμουνισμός δεν είναι ένα νεοφανές, συναισθηματικά νεανικό, αποδιοργανωμένο τέλμα αυτοεξυπηρέτησης ή ένα σύνολο μισοσυγκροτημένων ελευθεριακών ιδεών, αλλά μια συνεπής, εξισωτική, μαχητική, αμεσοδημοκρατική, οργανωμένη επαναστατική θεωρία και πρακτική.
Ο αναρχισμός δεν εξαφανίστηκε ξαφνικά από το θέατρο της ταξικής πάλης με τη συντηρητική αντεπανάσταση της δεκαετίας του 1920, μέσω της οποίας γεννήθηκε ο φασισμός, ο σταλινισμός και άλλα είδη ρεφορμισμών, όπως, επίσης, το κράτος κοινωνικής πρόνοιας. Και όχι μόνο δεν εξαφανίστηκε, αλλά επέζησε και μετά την κατάρρευση της Ισπανικής Επανάστασης, μέσω σημαντικών και μεγάλης κλίμακας αγώνων εν μέσω του Ψυχρού Πολέμου, σε τόσο διαφορετικές μεταξύ τους χώρες όπως η Χιλή, η Κορέα, η Κίνα και η Κούβα κατά τις δεκαετίες του 1940 και 1950, μέχρι την αναδιοργάνωσή του ως αποτέλεσμα της κοινωνικής αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του 1970.
Σήμερα, γίνεται αντικείμενο των τίτλων των έντυπων και ηλεκτρονικών ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο - όπως έγινε κάποτε στο απόγειό του, το διάστημα 1890-1930 - όντας η καρδιά, οι μύες και ο εγκέφαλος του αντικαπιταλιστικού κινήματος, ένας Φοίνικας που αναγεννιέται από τις στάχτες των ψευτοκομμουνιστικών («κρατικοκαπιταλιστικών») και ιδιωτικών καπιταλιστικών καθεστώτων που έχουν ήδη καταρρεύσει (όπως, για παράδειγμα, πρώην ΕΣΣΔ και Αργεντινή), παρέχοντας ένα αποδεδειγμένα μαχητικό και εναλλακτικό μοντέλο για έναν κόσμο που βρίσκεται σε κρίση.
Βάσει μιας μακροπρόθεσμης προοπτικής, μπορεί κάποιος να δει την τύχη του αναρχισμού - όπως και αυτήν της μαχητικής, αυτόνομης εργατικής τάξης – να βρίσκεται στα ύψη και να πέφτει κατά κύματα (σ.τ.μ.: δηλαδή κατά περιόδους). Η φύση αυτών των κυμάτων είναι σαν ένα σύνθετο κλωστοϋφαντουργικό προϊόν, που αγκαλιάζει το υφάδι της κουλτούρας και της συνείδησης της εργατικής τάξης που παραμορφώθηκαν από το κεφάλαιο καθώς αυτό βρισκόταν σε περιόδους κρίσης, την άμπωτη και τη ροή των λαϊκών κινημάτων και των ιδεών σε παγκόσμια κλίμακα.
Η εργασία αυτή απέχει αρκετά από το να είναι μια συνολική ιστορία του κινήματος. Σκιαγραφεί μόνο τις ευρύτερες περιλήψεις αυτών των κυμάτων. Τα αποσπάσματα που παρατίθενται δεν είναι κάποιο είδος ιερού κανόνα, αλλά δείχνουν το πώς σε αποφασιστικές στιγμές, το κίνημα καταπιάστηκε με το πολύπλοκο ζήτημα που αποτελεί τον πυρήνα της πρόκλησης μιας κοινωνικής επανάστασης και που έχει εξοργίσει όλους τους αριστερούς επαναστάτες: το ζήτημα της σχέσης μεταξύ της ειδικής αναρχικής επαναστατικής οργάνωσης και της μάζας των εκμεταλλευόμενων και καταπιεσμένων.
Πρώτο κύμα - Οι «αόρατοι οδηγητές» οδηγούν την μυστική επαναστατική οργάνωση
Ρίχνοντας μια ματιά στο οικογενειακό δέντρο του αναρχισμού αρκετά πρόχειρα και με αναφορές σε διάφορες ημερομηνίες, μπορούμε να δούμε την Γαλλική Επανάσταση του 1873 να δίνει ώθηση στον ριζοσπαστικό ρεπουμπλικανισμό, ο οποίος εναγκαλίστηκε και τον αυταρχισμό των Γιακωβίνων από τα «δεξιά» και τον οργισμένο φιλελευθερισμό από τα «αριστερά». Μετέπειτα, από την Πανευρωπαϊκή Επανάσταση του 1848 ξεπήδησε ένα διακριτό σοσιαλιστικό ρεύμα. Περιέχοντας ακόμα αυτά τα αντιφατικά νήματα, αλλά ξεχωρίζοντας από το ριζοσπαστικό ρεπουμπλικανισμό, οι διάφορες αυτές αντιφάσεις βρέθηκαν στο αποκορύφωμά τους το 1868, με την εμφάνιση μιας διακριτής αναρχικής κομμουνιστικής πλειοψηφίας και μιας μαρξιστικής μειοψηφίας μέσα στην Α’ Διεθνή.
Ο μαρξισμός διασπάστηκε περισσότερο σε δεξιούς σοσιαλδημοκράτες και αριστερούς λενινιστές κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Εξέγερσης το 1905-1906. Νωρίτερα, το 1881, μια αναρχοεξεγερτική μειοψηφία, της οποίας το προσφιλές μέσο αγώνα ήταν η ένοπλη πάλη, διακλαδώθηκε στα αριστερά της αναρχοκομμουνιστικής πλειοψηφίας της εργατικής τάξης, προσεγγίζοντας σε αρκετές απόψεις τις μικρές «αριστερές κομμουνιστικές» και «συμβουλιακές κομμουνιστικές» τάσεις που αποκόπηκαν από την αριστερά του λενινισμού στο διάστημα 1918-1923.
Αλλά η μαζική υφή του αναρχισμού αναδύθηκε κατά τη διάρκεια της επεκτατικής εμπορευματικής και δημοσιονομικής φάσης του καπιταλισμού στη δεκαετία του 1860, όταν οι πρωτοπόροι ιμπεριαλιστές άρχισαν τις επιχειρήσεις τους στο ήδη κατακτημένο κομμάτι της Βόρειας Αμερικής και έστρεψαν τα πεινασμένα τους βλέμματα στις πρώτες ύλες και το ανθρώπινο δυναμικό της Αφρικής, της Κεντρικής Αμερικής, της Κίνας και άλλων περιοχών. Αναδύθηκε από τα γκέτο του άρτι βιομηχανοποιημένου προλεταριάτου στην καρδιά του ιμπεριαλισμού και των εθνών-«κλειδιών» της παραγωγής πρώτων υλών και στις πρώτες του δεκαετίες επηρέασε με τη γνήσια φύση του τον καθένα, από μποέμ ακαδημαϊκούς μέχρι Μεξικάνους αγρότες.
Η ίδρυση το 1864 του Διεθνούς Συνδέσμου Εργατών (IWMA) ή Α’ Διεθνούς, κατέδειξε όλες τις προϋποθέσεις πραγματοποίησης του επαναστατικού αναρχικού κομμουνισμού: σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης είχαν επιτύχει την απόκτηση μιας διεθνιστικής, επαναστατικής συνείδησης και είχαν δημιουργήσει μια διεθνική ομοσπονδία των δικών τους οργανώσεων οι οποίες βασίζονταν πρωταρχικά στην οργανωμένη εργασία.
Η πρωτο-αναρχική «ελευθεριακή αλληλοβοήθεια» του Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, γιου ενός κατασκευαστή βαρελιών, καθιερώθηκε γρήγορα ως το σημαντικότερο ρεύμα στην Α’ Διεθνή, αλλά αντικαταστάθηκε βαθμιαία από τη φυσική ώριμη έκφρασή του, τον αναρχοκομμουνισμό. Οι κύριες και ανεξάντλητες πηγές του αναρχοκομμουνισμού μέσα στην Α’ Διεθνή ήταν οι ίδιες οι οργανώσεις των εργαζομένων στην Α’ Διεθνή, βοηθούμενες και υποκινούμενες από τη «Διεθνή Αδελφότητα» (IB) που δημιουργήθηκε από τον Μιχαήλ Μπακούνιν το 1868 ως το μυστικό σκέλος της νόμιμης Διεθνούς Συμμαχίας Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας (IASD).
Έτσι, ξεπήδησε ένα πρώτο κύμα συνδικαλιστικής οργάνωσης: η Ισπανική Περιφερειακή Ομοσπονδία (FRE) που ιδρύθηκε το 1868 από το μέλος της IB Τζουζέππε Φανέλλι, ακολουθούμενη από τον Προλεταριακό Κύκλο (CP) στο Μεξικό το 1869, την Περιφερειακή Ομοσπονδία της Ανατολικής Δημοκρατίας της Ουρουγουάης (FRREU) το 1872, τη Βόρεια Ένωση Ρώσων Εργατών (NURW) το 1878, το Κεντρικό Συμβούλιο Χειροτεχνών (JAC) στην Κούβα το 1883 και την Κεντρική Εργατική Ένωση (CLU) στις ΗΠΑ το 1883.
Η κάθε μία από αυτές τις οργανώσεις ήταν σημαντική στο ιδιαίτερο περιβάλλον της: η ισπανική FRE έφτασε να έχει 60.000 μέλη μέσα σε τέσσερα χρόνια, ενώ ο Μεγάλος Κύκλος των Εργαζομένων (CGO), που αναπτύχθηκε από τον Προλεταριακό Κύκλο (CP) στο Μεξικό, έφτασε στα 15.000 μέλη περίπου μέσα σε έξι χρόνια. Αναφέρουμε τα στοιχεία αυτά για να υπογραμμίσουμε τη σημασία του πρώτου αυτού κύματος.
Είναι σημαντικό, αφενός, να σημειωθεί ότι από τις έξι κύριες χώρες, οι τέσσερις επρόκειτο αργότερα να έχουν την εμπειρία επαναστάσεων με σημαντική συμμετοχή αναρχικών. Στην περίπτωση της Κούβας, το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα κυριαρχούσε στην εργατική τάξη από εκείνη την περίοδο μέχρι τη δεκαετία του 1920, με μια σημαντική αναγέννηση προς το τέλος της δεκαετίας του 1930 και τον «καθοδηγητικό» του ρόλο στην Κουβανική Επανάσταση του 1952-1959.
Στο Μεξικό, το κίνημα κυριάρχησε στην οργανωμένη εργατική τάξη κατά τη δεκαετία του 1910 και ήταν η κύρια δύναμη πίσω από την επαναστατική κορύφωση του 1916, ενώ στην Ισπανία έγινε ο σημαντικότερος επαναστατικός φορέας στη δεκαετία του 1930. Αλλά στη Ρωσία και τις ΗΠΑ, το κίνημα ποτέ δεν εξελίχθηκε σε κάτι περισσότερο από μια μαχητική τάση ή μειονότητα. Στην Ουρουγουάη, το κίνημα παρέμεινε ένα αρκετά ισχυρό μειοψηφικό ρεύμα για να συμμετάσχει στον ανταρτοπόλεμο με το κράτος στο διάστημα 1968-1976.
Από την άλλη, η παρουσία μη ευρωπαϊκών οργανώσεων σε αυτό το πρώτο κύμα υπονομεύει την πεποίθηση ότι ο αναρχοσυνδικαλισμός ήταν γαλλική εφεύρεση της δεκαετίας του 1890 και υπογραμμίζει την προσαρμοστικότητα και τη δυνατότητα εφαρμογής του σε χώρες τόσο βιομηχανικές όπως οι ΗΠΑ ή τόσο οπισθοδρομικές όπως η Ρωσία. Με άλλα λόγια, αναδύθηκε και στον Βορρά και στον Νότο, αλλά πάντα στα πλαίσια της επεκτατικής βιομηχανικής ανάπτυξης και όχι μεταξύ μιας παρακμάζουσας τάξης χειρωνακτών.
Η έντονη κοινωνική αναταραχή που δημιουργήθηκε εκείνη την εποχή, η ύπαρξη ενός δυνατού και συνεχούς εργατικού κινήματος σε όλο τον κόσμο και η απώλεια του πολιτικού ελέγχου από τις παλαιές ολιγαρχίες της γης (σ.τ.μ.: τσιφλικάδες) είχαν ως συνέπεια την άνοδο μιας εκσυγχρονιστικής αστικής τάξης, της οποίας το απρόσμενο (για τους αστούς) αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση ενός μαχητικού βιομηχανικού προλεταριάτου. Από πολιτικής πλευράς, ο αναρχισμός εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου (του πρώτου κύματος) ως απάντηση στην ανεπάρκεια, τον εξουσιαστικό χαρακτήρα και το ρεφορμισμό και του ριζοσπαστικού ρεπουμπλικανισμού και του μαρξιστικού σοσιαλισμού καθώς και ως μια οργανωμένης, βασισμένης στις μάζες, εναλλαγής στον τυχοδιωκτισμό της εμπροσθοφυλακής που εμφορείτο από τον ναρόντνικο λαϊκισμό.
Το πρώτο κύμα ξέσπασε με την καταστροφή της Κομμούνας του Παρισιού του 1871 – κάτι που αναμενόταν μετά από την προηγούμενη, μπακουνικής έμπνευσης, εξέγερση στη Λυών – η οποία είχε ως αποτέλεσμα την είσοδο στην παρανομία και την υπόγεια δραστηριότητα των περισσότερων επαναστατικών οργανώσεων - καθώς και με τη διάσπαση, τον επόμενο χρόνο, της Α’ Διεθνούς ανάμεσα σε μια αναρχική πλειοψηφία και σε κάποια βραχύβια μαρξιστικά απομεινάρια που πρακτικά διαλύθηκαν μετά από μόνο ένα χρόνο. Αλλά οι αναρχικοί απέκτησαν, επίσης, την εμπειρία από τη συγκρότηση και λειτουργία των δικών τους «Κομμουνών», όπως της Γρανάδας, της Σεβίλλης, του Malagar, του Alcoy και του San Lucar de Barramed στην Ισπανία, κατά τη διάρκεια της επανάστασης των καντοναλιστών (σ.τ.μ.: Cantonalist) το 1873-1874.
Η τελική κατάρρευση της αναρχικής Α΄ Διεθνούς (IWMA) το 1877, έδωσε ένα τέλος στην πρώτη πραγματική διεθνή προσπάθεια οργάνωσης της κοινωνικά συνειδητοποιημένης εργατικής τάξης. Αν και η σκυτάλη αναλήφθηκε σύντομα από την οργάνωση σύνθεσης Αντιεξουσιαστική Διεθνή (AAI) (ή «Μαύρη Διεθνή»), το 1881, χρόνο της δολοφονίας του τσάρου Αλέξανδρου ΙΙ της Ρωσίας από τους ναρόντνικους. Η «Μαύρη Διεθνής», που διήρκεσε μέχρι το 1893 περίπου, ήταν υπό τον έλεγχο μιας μειοψηφικής αναρχοεξεγερτικής τάσης.
Γενικά, το ριζοσπαστικό κίνημα της εργατικής τάξης εισήλθε σε μια περίοδο ήττας, με αποτέλεσμα μια υποχώρηση των αναρχικών στις μαζικές οργανώσεις, ενώ η τρομοκρατία έγινε η μόδα όλων των επαναστατικών τάσεων καθώς ο καπιταλισμός συνταράχθηκε από δύο μεγάλες οικονομικές κρίσεις, η τελευταία το 1893. Η «Μαύρη Διεθνής» τήρησε μια στάση επικίνδυνης παράνομης δραστηριότητας και αν και το CLU, για παράδειγμα, που συνέχισε να λειτουργεί έως το 1909, η κύρια αναρχική δραστηριότητα της εποχής με κάποια έμφαση ήταν η δολοφονία το 1886 από το κράτος των μαρτύρων του Haymarket, αγωνιστές που τους φέρνουμε στη μνήμη μας σε παγκόσμια κλίμακα κάθε χρόνο με τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς.
Το 1868, ο Μπακούνιν έγραψε το δημιουργικό «Πρόγραμμα και Αντικείμενο της Μυστικής Επαναστατικής Οργάνωσης της Διεθνούς Αδελφότητας» (IB). Σε αυτό, ο Μπακούνιν σχεδίασε τους βασικούς κανόνες για την IB που ιδρύθηκε αυτό το χρόνο. Το «Πρόγραμμα» απεικόνιζε την απόρριψη από τον Μπακούνιν της εξουσιαστικής κρατικής λύσης στην κοινωνική επανάσταση - «επαναστατικής με τη γιακωβίνικη έννοια», όπως την ονόμασε - ένδειξη της αυξανόμενης έντασης μεταξύ αναρχικών και μαρξιστών στην IWMA εκείνη την περίοδο.
Μετά από την εκλαΐκευση των αρχών της αναρχικής επανάστασης, το «Πρόγραμμα» ασχολείτο με την εξέταση οργανωτικών ζητημάτων μετά από την (επερχόμενη όπως πίστευαν. σ.τ.μ.) διάλυση του έθνους-κράτους και των ενόπλων δυνάμεών του, της γραφειοκρατίας, των δικαστηρίων, του κλήρου και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Προσδοκώντας την αναρχοσυνδικαλιστικού τύπου αντικατάσταση του κράτους με μια αποκεντρωμένη διαχείριση των πρώτων υλών, με το «Πρόγραμμα» διακηρύχθηκε ότι όλη η εκκλησιαστική και κρατική ιδιοκτησία θα έμπαινε στη διάθεση της «συνενωμένης σε ομοσπονδία συμμαχίας όλων των εργατικών ενώσεων, η οποία συμμαχία θα αποτελέσει την Κομμούνα».
Ένα «Επαναστατικό Κοινοτικό Συμβούλιο» εκλεγμένο από μια «ομοσπονδία μόνιμων οδοφραγμάτων» που αποτελείται από τους εξουσιοδοτημένους, υπεύθυνους και ανακλητούς εκπροσώπους κάθε τέτοιου αμυντικού οδοφράγματος, ίσως «επέλεγε ξεχωριστές εκτελεστικές επιτροπές από τα μέλη κάθε κλάδου της επαναστατικής διοίκησης (σ.τ.μ.: διαχείρισης) της Κομμούνας». Αυτή η διοίκηση θα ήταν, σύμφωνα με τις αναρχικές αρχές, των δημοσίων υπηρεσιών και όχι του λαού. Η άποψη αυτή θα διαδιδόταν παντού από τους επαναστάτες προπαγανδιστές προκειμένου να οικοδομηθεί «η συμμαχία της παγκόσμιας επανάστασης ενάντια σ΄ ολόκληρη την ενοποιημένη αντίδραση», μια οργάνωση η οποία «αποκλείει οποιαδήποτε έννοια δικτατορίας και εξουσία εποπτικής ηγεσίας».
Το «Πρόγραμμα» καταπιάστηκε τότε με τη συζήτηση για το συγκεκριμένο ρόλο της επαναστατικής αναρχικής οργάνωσης στην προώθηση της κοινωνικής επανάστασης:
«Αλλά εάν αυτή η επαναστατική συμμαχία πρόκειται να δημιουργηθεί και εάν η επανάσταση πρόκειται να είναι καλύτερη από την αντίδραση, τότε, μέσα στη δημοφιλή αναρχία, που αντιπροσωπεύει την ίδια την πηγή ενέργειας της επανάστασης, πρέπει να βρεθεί ένας αντιπρόσωπος να εκφράσει αυτή την ιδιομορφία της σκέψης και της επαναστατικής δράσης».
«Και αυτός ο αντιπρόσωπος πρέπει να είναι η μυστική παγκόσμια ένωση της Διεθνούς Αδελφότητας. Η ένωση αυτή αρχίζει να δραστηριοποιείται στη βάση του ότι οι επαναστάσεις δεν γίνονται ποτέ από άτομα ούτε ακόμη και από μυστικούς συνδέσμους. Είναι σαν να λέμε αυτοπαραγωγή, παράγωγο της λογικής των πραγμάτων, προερχόμενο από τη ροπή των γεγονότων και των δραστηριοτήτων. Είναι μια μακροπρόθεσμη εκκόλαψη στις βαθύτερες κοιλότητες της ενστικτώδους συνείδησης των λαϊκών μαζών και έπειτα εκρήγνυται, πυροδοτούμενη συχνά από τις κοινοτοπίες».
«Αυτό που έχει να κάνει πρώτα ένας καλά οργανωμένος (μυστικός) σύνδεσμος, είναι να γίνει η μαμή της επανάστασης με τη διάδοση μεταξύ των μαζών ιδεών ανάλογων με τα ένστικτά τους και να οργανώσει, όχι τον στρατό της επανάστασης – που για τους ανθρώπους είναι ένας στρατός - αλλά κάποια επαναστατική γενική οργάνωση αποτελούμενη από αφοσιωμένα, ενεργητικά και ευφυή άτομα που να είναι, προπάντων, αληθινοί φίλοι των ανθρώπων και όχι επίδοξοι ηγετίσκοι, δρώντας ως μεσάζοντες μεταξύ της επαναστατικής ιδέας και των ενστίκτων των ανθρώπων».
Έτσι, σύμφωνα με την άποψη της Διεθνούς Αδελφότητας, η επαναστατική αναρχική οργάνωση είναι πιο μικρή από έναν μεσάζοντα, είναι μια μαμή και ένας ικανός παράγοντας της μαζικής κοινωνικής επανάστασης, αλλά είναι σαφώς και μια ευδιάκριτη οργάνωση, αν και «χάνεται» μέσα στον κοινωνικό αγώνα.
Στην ενωρίτερη εργασία του με τίτλο «Ο Διεθνής Επαναστατικός Σύνδεσμος ή Αδελφότητα» (1865), ο Μπακούνιν εξήγησε ξεκάθαρα την εσωτερική δυναμική μιας τέτοιας οργάνωσης - η οποία από πρακτική άποψη ήταν εκείνη την εποχή μόνο ένα έμβρυο - καθώς και τα καθήκοντα των μελών, προβαίνοντας σε μια λεπτομερή περιγραφή της επαναστατικής κατανόησης και της πρακτικής εφαρμογής της ισότητας.
«Πρέπει να καταλάβουμε ότι μια ένωση με επαναστατικό σκοπό πρέπει απαραιτήτως να πάρει τη μορφή ενός μυστικού συνδέσμου. Και κάθε μυστικός σύνδεσμος, για χάρη της υπόθεσης που εξυπηρετεί και για την αποτελεσματικότητα της δράσης του, καθώς επίσης και για την ασφάλεια του κάθε μέλους του, πρέπει να υπόκειται σε αυστηρή πειθαρχία, η οποία σε κάθε περίπτωση αποτελεί μόνο την απόσταξη και το καθαρό προϊόν της αμοιβαίας υποχρέωσης που αναλαμβάνεται από όλα τα μέλη, του ενός προς το άλλο, καθώς και ότι, κατά συνέπεια, είναι μια υπόσχεση τιμής και καθήκοντος που κάθε μέλος πρέπει να τηρήσει».
Η πειθαρχία αυτή εισήχθηκε – όπως τόνισε ο Μπακούνιν – από την «ελεύθερη συγκατάθεση» των μελών, των οποίων το πρώτο καθήκον ήταν προς το σύνδεσμο και μετά προς την οργάνωση. Ο Μπακούνιν, που σε μια από τις επιστολές του κάλεσε τους αναρχικούς να είναι οι «αόρατοι πιλότοι της λαϊκής θύελλας», επικρίθηκε στη συνέχεια για τη μυστική αυτή φύση των ενεργειών του, οι οποίες θεωρήθηκαν από μερικούς αναρχικούς αυταρχικές λόγω των μυστικοπαθών διαδικασιών και των απαιτήσεων για πειθαρχία.
Αλλά πρέπει, πρώτον, να αναγνωριστεί ότι οι κατασταλτικές συνθήκες της εποχής ήταν που απαίτησαν τη μυστικότητα αυτή, δεύτερον, ότι η πειθαρχία αυτή δεν επιβλήθηκε από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά ήταν μια αυτοπειθαρχία ώστε να τηρηθούν οι ελεύθερα συμφωνημένες υποχρεώσεις και, τρίτον, ότι ως αποτέλεσμα της δραστηριότητας της Διεθνούς Αδελφότητας του Μπακούνιν είχαμε τη συγκρότηση των πρώτων, βασισμένων στις μάζες, επαναστατικών αναρχικών οργανώσεων στους κόλπους της εργατικής τάξης από τη Ρωσία έως την Ουρουγουάη, δηλαδή των αναρχοσυνδικαλιστικών συνδικάτων.
Επηρεασμένο από τα επιχειρήματα του Μπακούνιν, επίσης, ιδρύθηκε το 1877 στη Βέρνη της Ελβετίας, ένα γερμανόφωνο Αναρχοκομμουνιστικό Κόμμα (AKP), η πρώτη από μια σειρά αναρχοκομμουνιστικών οργανώσεων σε όλο τον κόσμο. Το ζήτημα-«κλειδί» που τέθηκε από τον Μπακούνιν, αυτό του ρόλου της αναρχικής κομμουνιστικής επαναστατικής οργάνωσης, έμελλε να παραμείνει ένα θεμελιώδες ζήτημα στους κόλπους του αναρχικού κινήματος τα επόμενα 140 χρόνια.
Δεύτερο Κύμα - Η «Γενική Ένωση» οικοδομεί μια οργανωτική πλατφόρμα
Ο καπιταλισμός άρχισε εντυπωσιακά στα μέσα της δεκαετίας του 1890, με το άνοιγμα των αφρικανικών αποικιών στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση, ενώ είχαμε και ένα δεύτερο κύμα αναρχοσυνδικαλιστικής οργάνωσης, μεγαλύτερο από το πρώτο, που εμφανίστηκε στην παγκόσμια σκηνή. Μια αρκετά και συχνά παραμελημένη σήμερα βασική οργάνωση-«κλειδί» της αναγέννησης αυτής ήταν η Εθνική Γραμματεία Εργασίας (NAS) της Ολλανδίας που κυριάρχησε στο ολλανδικό εργατικό κίνημα για μια δεκαετία και έφτασε περίπου τα 18.700 μέλη το 1895 - αλλά ήταν αυτό το χρόνο , επίσης, που στη Γαλλία ιδρύθηκε η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT) της οποίας το οργανωτικό πρότυπο αντιγράφηκε σε όλο τον λατινικό κόσμο.
Οι σημαντικότατες αυτές εξελίξεις σημειώθηκαν από τη στιγμή που οι αναρχικοί αγωνιστές κυριάρχησαν στην CGT, η οποία είχε 203.000 ταμειακά εντάξει μέλη, ακολουθώντας την επίδραση του Χάρτη της Αμιένης (1906) σύμφωνα με τον οποίο «αν το συνδικάτο είναι σήμερα οργάνωση αγώνα, στο μέλλον θα είναι οργάνωση για την παραγωγή και τη διανομή καθώς και η βάση της κοινωνικής αναδιοργάνωσης».
Οι εξελίξεις αυτές επιταχύνθηκαν ακόμα και από δύο άλλα εκτινάγματα (σ.τ.μ.: jolts στο αγγλικό κείμενο) που θύμισαν την αμεσοδημοκρατική πρακτική των γαλλικών και ισπανικών Κομμουνών καθώς και των Σοβιέτ της Ρωσικής Επανάστασης: την Μακεδονική Επανάσταση του 1903 και τη Ρωσική Επανάσταση του 1905-1906. Στη Μακεδονία υπήρξαν αναρχικοί αντάρτες μεταξύ εκείνων που συγκρότησαν τις Κομμούνες της Στράντζα (Strandzha) και του Κρούσεβο (Krusevo), ενώ οι αναρχικοί ήταν μεταξύ εκείνων που συγκρότησαν τα πρώτα Σοβιέτ στη Ρωσία, στην Αγία Πετρούπολη και τη Μόσχα. Κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Εξέγερσης του 1905 συγκροτήθηκε, επίσης, στην κατειλημμένη Πολωνία η πιο μακροβιότερη διεθνής αναρχική οργάνωση, ο Αναρχικός Μαύρος Σταυρός (ABC), ένα δίκτυο βοήθειας και αλληλεγγύης σε φυλακισμένους αναρχικούς, που σήμερα έχει τμήματα σε 64 χώρες. Τα εκτινάγματα αυτά βοήθησαν στο σχηματισμό των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (IWW) στις ΗΠΑ το 1905, η συγκρότηση, δηλαδή, ενός επαναστατικού βιομηχανικού συνδικαλιστικού οργανωτικού προτύπου που σάρωσε τον αγγλόφωνο κόσμο ειδικότερα, συμπεριλαμβανομένων των τμημάτων της IWW στην Αυστραλία, τον Καναδά, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Νέα Ζηλανδία/Aotearoa και τη Νότια Αφρική, αλλά και μη αγγλόφωνες χώρες, όπως Αργεντινή, Χιλή και άλλες λατινοαμερικανικές χώρες. Η IWW υπάρχει ακόμα μέχρι σήμερα ως ένα αγωνιστικό «κόκκινο» συνδικάτο, με τμήματα σε τόσο διαφορετικές χώρες όπως η Ισλανδία και η Ρωσία.
Το προοίμιο της IWW έκανε την ταξική πολιτική της οργάνωσης αρκετά σαφή:
«Η εργατική τάξη και η εργοδότρια τάξη δεν έχουν τίποτα κοινό. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία ειρήνη εφ’ όσον η πείνα και η ανέχεια κυριαρχούν μεταξύ των εκατομμυρίων των εργαζομένων ανθρώπων και οι λίγοι, που αποτελούν την εργοδότρια τάξη, απολαμβάνουν όλα τα καλά πράγματα της ζωής. Μεταξύ αυτών των δύο τάξεων πρέπει να υπάρξει μια πάλη έως ότου οι εργάτες του κόσμου οργανωθούν ως τάξη, αποκτήσουν την κατοχή των μέσων παραγωγής και καταργήσουν το μισθωτό σύστημα».
«Είναι ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης να καταργήσει τον καπιταλισμό. Ο στρατός της παραγωγής πρέπει να οργανωθεί, όχι μόνο για την καθημερινή πάλη με τους καπιταλιστές, αλλά και για να συνεχίσει την παραγωγή όταν θα έχει ανατραπεί ο καπιταλισμός. Με να οργανωθούμε βιομηχανικά διαμορφώνουμε τη δομή της νέας κοινωνίας μέσα στο κέλυφος της παλαιάς».
Με την Εξέγερση του 1905 στη Ρωσία, σημειώθηκε, επίσης, μια συγκέντρωση στο Λονδίνο διαφόρων εξόριστων Ρώσων αναρχικών συμπεριλαμβανομένων των αναρχοκομμουνιστών θεωρητικών Πέτρου Κροπότκιν και Μαρίας Ισιντίν (Μαρία Γκόλντσμιτ) και του τρομοκράτη – που εξελίχθηκε σε συνδικαλιστή Νοβομίρσκι (Κιριλόφσκι), που συναντήθηκαν και συζήτησαν το ενδεχόμενο μιας οργανωμένης ανταπόκρισης. Ο Νοβομίρσκι είπε ότι προκειμένου να καταπολεμηθεί η αντίδραση, όλοι οι «αντιαυταρχικοί σοσιαλιστές πρέπει να ενωθούν σε ένα Αναρχικό Κόμμα Εργατών. Το επόμενο βήμα θα ήταν ο σχηματισμός μιας μεγάλης ένωσης όλων των επαναστατικών στοιχείων κάτω από τη μαύρη σημαία του Διεθνούς Αναρχικού Κόμματος Εργατών».
Το κόμμα αυτό θα υιοθετούσε τη θεωρητική ενότητα ως εργαλείο για να καταστεί δυνατή η «ενότητα της δράσης». Θα ήταν το «μόνο επαναστατικό κόμμα, που, αντίθετα από τα συντηρητικά κόμματα που επιδιώκουν να συντηρήσουν την κατεστημένη πολιτική και οικονομική τάξη και τα προοδευτικά κόμματα (όπως το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα: και η μενσεβίκικη και η μπολσεβίκικη τάση του) που επιδιώκουν να μεταρρυθμίσουν το κράτος με κάποιο τρόπο, ώστε να μεταρρυθμιστούν οι αντίστοιχες οικονομικές σχέσεις, ενώ οι αναρχικοί στοχεύουν να καταστρέψουν το κράτος, προκειμένου να καταργηθεί η κατεστημένη οικονομική τάξη και να την αναδημιουργήσουν σε νέες αρχές».
Ο Νοβομίρσκι διακήρυξε ότι ένα τέτοιο «κόμμα» ήταν «η ελεύθερη ένωση των ατόμων που αγωνίζονται για έναν κοινό στόχο» και ως τέτοια απαιτείται «ένα σαφές πρόγραμμα και μια τακτική» που να είναι ευδιάκριτη από άλλα ρεύματα. Χρειάζεται να «συμμετέχουμε στο επαναστατικό συνδικαλιστικό κίνημα (ως) τον κεντρικό στόχο της εργασίας μας, έτσι ώστε να μπορούμε να κάνουμε αυτό το κίνημα αναρχικό» και να μποϊκοτάρουμε όλες τις κρατικές δομές, αντικαθιστώντας τις με «εργατικές κομμούνες, με Σοβιέτ των εργατικών εκπροσώπων, δρώντας ως βιομηχανικές επιτροπές, στην ηγεσία τους».
Στο Διεθνές Αναρχικό Συνέδριο στο Άμστερνταμ το 1907, οι εξεγερτιστές τρομοκράτες που προσδιορίζονταν ως αναρχικοί ηττήθηκαν ξεκάθαρα, με το ψήφισμα ότι «αναρχία και οργάνωση, μακριά από το να είναι ασυμβίβαστες έννοιες, όπως έχει υποστηριχθεί μερικές φορές, είναι αμοιβαίες έννοιες και διασαφηνίζουν η μια την άλλη. Το πρωταρχικό ηθικό δίδαγμα της αναρχίας βρίσκεται στην ελεύθερη οργάνωση των παραγωγών (τα συνδικάτα τα επηρεασμένα από τον αναρχοσυνδικαλισμό)».
Το συνέδριο χαιρέτησε περαιτέρω τη «συλλογική δράση» και το «ενορχηστρωμένο κίνημα», δηλώνοντας ότι «η οργάνωση των δυνάμεων των αγωνιστών θα εξασφάλιζε την προπαγάνδα των νέων τμημάτων και δεν θα μπορούσε παρά να επιταχύνει τη διείσδυση των ιδεών του φεντεραλισμού και της επανάστασης στην εργατική τάξη». Δήλωσε, εντούτοις, ότι η εργατική οργάνωση δεν απέκλειε την πολιτική οργάνωση και υποστήριξε ότι «οι σύντροφοι κάθε χώρας πρέπει να θέσουν στην ημερήσια διάταξή τους τη δημιουργία αναρχικών ομάδων και ομοσπονδίας των υπαρχόντων ομάδων».
Ως αποτέλεσμα αυτής της ισχυρής μετατόπισης προς την πολιτική δράση μέσα στο πλαίσιο της μαζικής οργάνωσης, προέκυψε η Περιφερειακή Εργατική Ομοσπονδία Αργεντινής (FORA) η οποία ιδρύθηκε το 1903 και παρείχε το μοντέλο για την ίδρυση παρόμοιων ομοσπονδιών σ’ ολόκληρη τη Λατινική Αμερική - ειδικότερα στη Βραζιλία, την Χιλή, το Περού, την Παραγουάη και την Ουρουγουάη - ενώ στην Ιβηρική Χερσόνησο το κίνημα είχε ωριμάσει με τη συγκρότηση της μαζικής Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (CNT) της Ισπανίας, που ιδρύθηκε το 1910 και τη σχετικά μεγαλύτερη Εθνική Ένωση Εργατών (UON) της Πορτογαλίας, που ιδρύθηκε το 1914.
Ο διεθνιστικός προσανατολισμός αυτού του νέου κύματος συνδικαλισμού βρήκε την έκφρασή του στη Συνδικαλιστική Διάσκεψη του 1913 στο Λονδίνο, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από 12 ευρωπαϊκές και λατινοαμερικανικές χώρες και έβαλε τις προκαταρκτικές βάσεις για την ίδρυση του Διεθνούς Συνδέσμου Εργαζομένων (IWA – της αναρχοσυνδικαλιστικής διεθνούς που υπάρχει μέχρι σήμερα – σ.τ.μ.) στο Βερολίνο το 1922. Στην ίδια περίοδο, ξεφύτρωσαν οι ειδικές πολιτικές αναρχικές ομοσπονδίες, υποκινούμενες εν μέρει από την υπέρ της οργάνωσης Αναρχική Διεθνή (AI), που ιδρύθηκε στο Άμστερνταμ το 1907 από εκπροσώπους από την Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική, την Ιαπωνία, τη Ρωσία και τις ΗΠΑ και η οποία διήρκεσε έως το 1915 περίπου.
Αυτές οι αναρχικές ομοσπονδίες, μερικές από τις οποίες συνδέθηκαν οργανωτικά με την Αναρχική Διεθνή (AI), λειτούργησαν παράλληλα και μερικές φορές μέσα στις συνδικαλιστικές ενώσεις. Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα τέτοιων ομοσπονδιών είναι η Αναρχική Κομμουνιστική Συμμαχία (ACA), που ιδρύθηκε στη Γαλλία το 1911 και έχει ως απογόνους της στη δεκαετία του 2000 τη Γαλλόφωνη Αναρχική Ομοσπονδία (FAF), το Συντονιστικό Αναρχικών Ομάδων (CGA), την Ελευθεριακή Κομμουνιστική Οργάνωση (OCL) και την Ελευθεριακή Εναλλαγή (Alternative Libertaire -AL).
Πίσω στο 1910, έχουμε την πρώτη μεγάλη αναρχική επανάσταση που ξέσπασε στο Μεξικό, η οποία παρείχε το πρότυπο καθώς αναπαράχθηκε και σε άλλες αναταραχές, ή το πώς αναρχικές πολιτικές οργανώσεις, πολιτοφυλακές και συνδικάτα θα μπορούσαν να εργαστούν από κοινού: το αναρχοσυνδικαλιστικό Σπίτι των Εργαζομένων του Κόσμου (COM) – που είναι άμεσος απόγονος του Προλεταριακού Κύκλου (CP) που είδαμε στο πρώτο κύμα – εργαζόμενο σε συντονισμό με τους μαγονιστές του Μεξικανικού Φιλελεύθερου Κόμματος (PLM) και τους αναρχοκομμουνιστές της ομάδας «Αγώνας» («Lucha»), μια επανάσταση που την υπεράσπισαν τα «Κόκκινα Τάγματα».
Το Μεξικό επέδειξε, επίσης, ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να αποβούν και αρκετά λανθασμένα: παρά το γεγονός ότι οι οπαδοί του παρεμβατισμού ΗΠΑ έδειξαν τις ιμπεριαλιστικές τους προθέσεις με την είσοδό τους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το 1917, οι αναρχικοί απέτυχαν στο πρώτο τους πείραμα ταξικής αλληλεγγύης σπάζοντας τους δεσμούς τους με την Ζαπατιστική αγροτιά, στην οποία επιτέθηκαν τα «Κόκκινα Τάγματα». Οι αναρχοκομμουνιστές έσπασαν τους δεσμούς τους με την COM και υποστήριξαν τους Ζαπατίστας, αλλά η επανάσταση δεν αναπτύχθηκε ποτέ, μαράζωσε και πέθανε τελικά, μετά από 10 εξαντλητικά κατεστραμμένη από το ρεφορμισμό.
Το δεύτερο κύμα δεν διαλύθηκε στους βράχους του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, στην υπεράσπιση του οποίου σύρθηκε η συμβιβασμένη πλέον CGT. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις άρχισαν το λουτρό αίματος επειδή το κεφάλαιο βρισκόταν σε κατακόρυφη πτώση, ενώ βρισκόταν σε πολιορκία από μια μαχητική εργατική τάξη με μια αξιομνημόνευτη ορμή. Παρά την κλίμακα της σφαγής, εξαιτίας της σύγκρουσης αυτής ξέσπασαν άλλες δύο επαναστάσεις – στη Ρωσία και την Ουκρανία – οι οποίες χαρακτηρίστηκαν και οι δύο από την αυτο-οργάνωση της εργατικής τάξης πριν η αντεπανάσταση εξαπολύσει τις κοφτερές της λαιμητόμους.
Στη Ρωσία παρουσιάστηκε ο κίνδυνος να αποσυρθούν οι αναρχικοί από τη μάχη και να κλειστούν μέσα σε πύργους καθαρότητας, ενώ, συγχρόνως, οι προβλέψεις του Μπακούνιν για τη φύση της δικτατορίας του προλεταριάτου αποδείχθηκαν πέρα για πέρα σωστές και σε ξεκάθαρη αντίθεση με τον αναρχικής τάσης σοβιετισμό της εργατικής τάξης. Η Ουκρανία έδειξε την αποτελεσματικότητα του αναρχικού αντάρτικου, βασισμένου στη λαϊκή υποστήριξη, στις αμεσοδημοκρατικές κοινότητες των πόλεων και της υπαίθρου και την εσωτερική δημοκρατία, ένα διπλό μάθημα που θα διατηρούσε τους αναρχικούς σε καλή διάθεση στις σκοτεινές δεκαετίες που έμελλε να έρθουν.
Όταν τερματίστηκε, τελικά, η παγκόσμια επανάσταση το 1923, ο κόσμος ήταν αλλαγμένος συνολικά. Το δεύτερο κύμα μετασχημάτισε τον αναρχισμό σε ένα αληθινά παγκόσμιο φαινόμενο, με τις αρκετά μεγάλες οργανώσεις που διεξήγαγαν τον ταξικό πόλεμο από την Κόστα Ρίκα στην Κίνα, από την Πορτογαλία στην Παραγουάη, από τη Σουηδία στη Νότια Αφρική, και με τον παγκόσμιο συνδικαλισμό με την ίδρυση της IWA, στο Βερολίνο το 1922, όπου αντιπροσωπεύθηκαν 1,5 με 2 εκατομμύρια επαναστάτες εργάτες από όλο τον κόσμο.
Τα πιο αξιοσημείωτα επιτεύγματα του κινήματος ήταν το μοντέλο των κοινοτήτων που αποδείχθηκε η σπονδυλική στήλη των επαναστάσεων στη Ρωσία και Ουκρανία, η δημιουργία μιας βαθιά ριζωμένης παράδοσης εργατικής μαχητικότητας από τη βάση μακριά από κάθε αστική επιρροή, η καθιέρωση της σχεδόν καθολικής προστασίας της εργασίας με την εργάσιμη μέρα των οκτώ ωρών και τις εργατικές αποζημιώσεις, η ουσιαστική συμβολή στην ολοκληρωτική εκμηδένιση του απόλυτου μοναρχισμού καθώς και η οργάνωση μιας σοβαρής αντίστασης στον εκκλησιαστικό έλεγχο της εκπαίδευσης σε όλο τον κόσμο.
Αλλά οι ήττες των επαναστάσεων στο Μεξικό, τη Ρωσία και την Ουκρανία οδήγησαν αρκετούς αναρχικούς στην ηττοπάθεια, κάνοντάς τους να αποσυρθούν από τους κοινωνικούς και βιομηχανικούς αγώνες όπου κυριαρχούσαν για δεκαετίες, αφήνοντας την πόρτα ανοικτή στον μπολσεβικισμό. Όλοι εκείνοι οι οποίοι επέκριναν αυτήν την υποχώρηση έπρεπε να υπερασπίσουν τις θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής επανάστασης.
Όταν ο Νέστορ Μάχνο και οι επιζώντες Ουκρανοί αναρχικοί αντάρτες κατέφυγαν στην εξορία το 1921, μετά από την ήττα τους από τον Κόκκινο Στρατό του οποίου τα νώτα είχαν προστατεύσει για αρκετά χρόνια, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μερικά διλήμματα. Το σημαντικότερο ήταν: εάν ο αναρχισμός δίνει τόση πολλή αξία στην ελευθερία από τον εξαναγκασμό, είναι αυτό μια αρκετά ισχυρή στρατηγική ώστε να νικήσει έναν ενωμένο, στρατιωτικοποιημένο εχθρό; Οι επιζώντες αυτοί δεν ήταν μόνο απογοητευμένοι από την εμπειρία τους στα χέρια των «επαναστατών» κόκκινων, αλλά, επίσης, ήσαν αρκετά απογοητευμένοι από τη φτωχή υποστήριξη που τους δόθηκε από τους Ρώσους αναρχικούς συντρόφους τους.
Βεβαίως, ήταν η Nabat, η Συνομοσπονδία Συναγερμού Αναρχικών Οργανώσεων (ACAO), που λειτούργησε παράλληλα με τον επαναστατικό στρατό της Ουκρανίας (RIAU), η αναρχοσυνδικαλιστικές ενώσεις στις πόλεις και τα διάφορα αποσπάσματα των Μαύρων Φρουρών ανταρτών όπως η Μαρούσκα Νικιφόροβα, αλλά πολύ λίγη ενίσχυση ήλθε από τους αναρχικούς άλλων χωρών. Επιπλέον, η πλειοψηφία της Nabat είχε διαχωριστεί από το RIAU το 1919 εξαιτίας της τρίτης τακτικής ανακωχής του τελευταίου με τους μπολσεβίκους.
Το θέμα της στρατηγικής ήταν το κύριο θέμα της διαφωνίας ανάμεσα στους «συνθετιστές» της πρώην Nabat όπως ο Βολίν και τους πρώην μαχνοβιστές όπως ο Μάχνο. Το 1926, ο Μάχνο, ο μεταλλεργάτης Πιοτρ Αρσίνοφ (που είχε βοηθήσει στην ίδρυση της Nabat), η Εβραία αναρχική αντάρτισσα Ίντα Μετ και άλλοι εξόριστοι της ομάδας «Dielo Truda» («Εργατική Υπόθεση») στο Παρίσι, δημοσίευσαν ένα φυλλάδιο με τον τίτλο «Organizatsionnaia Platforma Vseobshchego Soiuza Anarkhistov: Proekt» («Οργανωτική Πλατφόρμα της Γενικής Ένωσης των Αναρχικών: Σχέδιο).
Περισσότερο γνωστό με τον τίτλο «Οργανωτική Πλατφόρμα των Ελευθεριακών Κομμουνιστών» ή απλώς «Πλατφόρμα», το κείμενο προκάλεσε μεγάλα κύματα στο διεθνές αναρχικό κίνημα λόγω του καλέσματός του για σφιχτή εσωτερική πειθαρχία, αμοιβαία συμφωνηθείσα ενότητα των ιδεών και της τακτικής μέσα στις αναρχικές ομάδες καθώς και για το σχηματισμό μιας «Γενικής Ένωσης των Αναρχικών».
Με τον όρο «ένωση», οι συγγραφείς της «Πλατφόρμας» εννοούσαν μια ενωμένη πολιτική οργάνωση παρά ένα συνδικάτο. Ως αναρχικοί κομμουνιστές, θεώρησαν τον αναρχοσυνδικαλισμό με την εστίασή του στη βιομηχανική οργάνωση, «μόνο μια από τις μορφές της επαναστατικής ταξικής πάλης». Οι ενώσεις των αναρχικών έπρεπε να ενωθούν με τις πολιτικές ομάδες των αναρχικών, την αναρχική πολιτοφυλακή και τα αναρχικά δημοτικά συμβούλια (σοβιέτ). Η «Πλατφόρμα» έδωσε έμφαση στη φύση του αναρχισμού ως προς την ταξική πάλη, υπενθυμίζοντας στους αγωνιστές ότι ήταν ένα ξεκάθαρα εργατικό κίνημα, το οποίο, όμως, δεν στρεφόταν αποκλειστικά και μόνο στη βιομηχανία ή τα συνδικάτα.
Κάλεσε για ιδεολογική και τακτική ενότητα καθώς και για συλλογική ευθύνη και ένα πρόγραμμα επαναστατικής δράσης. Κάπως με πιο αμφιλεγόμενο τρόπο, κάλεσε για μια «εκτελεστική επιτροπή» εντός της Γενικής Ένωσης των Αναρχικών, αλλά με τη λέξη «εκτελεστική επιτροπή», οι συγγραφείς της «Πλατφόρμας» εννοούσαν μια ομάδα εργασίας ενεργών στελεχών των οποίων το αντικείμενο θα ήταν να εκπληρώσει τους στόχους για τους οποίους εξουσιοδοτήθηκε από την Ένωση.
Το όραμα της «Πλατφόρμας» για τη μελλοντική κοινωνική επαναστατική σοβιετική (συμβουλιακή) κοινωνία, προήλθε αναμφισβήτητα, από ένα προηγούμενο μαχνοβίτικο ντοκουμέντο, το Σχέδιο Διακήρυξης του (μαχνοβίτικου) Επαναστατικού Στρατού της Ουκρανίας, που υιοθετήθηκε το 1919 σε ένα συνέδριο του Στρατιωτικού Επαναστατικού Συμβουλίου (σοβιέτ). Η Διακήρυξη αυτή κάλεσε – όπως και το Σοβιέτ της Κροστάνδης το 1921 – για μια «τρίτη επανάσταση» ενάντια στην μπολσεβίκικη καταπιεστική εξουσία σε βάρος της εργατικής τάξης, των φτωχών και της αγροτιάς, διακηρύσσοντας ότι το ελεύθερο σοβιετικό σύστημα - δηλαδή η «ελευθεριακή οργάνωση όπως πραγματώνεται από τις σημαντικές μάζες», ελεύθερα αυτο-οργανωμένες για να αντιταχθούν «στην ιδέα της πολιτικής εξουσίας» - θα ήταν η βάση αυτής της επανάστασης.
Εντούτοις, δεδομένου ότι τα Σοβιέτ και ο RIAU ήταν πλουραλιστικές οργανώσεις, αποτελούμενες από αναρχικούς, σοσιαλεπαναστάτες, ανεξάρτητους επαναστάτες και διαφωνούντες μπολσεβίκους, η Διακήρυξη δεν καθόρισε τους αναρχικούς ως μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα από το όνομα και μόνο. Αντί αυτού, διακήρυξε ότι όχι μόνο όλη η «πολιτική δραστηριότητα» η βασισμένη στο προνόμιο, τον εξαναγκασμό και την υποδούλωση, αλλά και ολόκληρη η πολιτική οργάνωση - συμπεριλαμβανομένων πιθανώς και όλων των γνήσιων σοσιαλιστικών επαναστατικών ομάδων όπως οι αναρχικοί κομμουνιστές – «θα έτειναν προς το μαρασμό» κάτω από επαναστατικές συνθήκες.
Αλλά υπογράμμιζε ότι το RIAU, παρά το ότι πλουραλιστικό, εθελοντικό και ελεγχόμενο από την εργατική τάξη, αποτέλεσε «τον μαχητικό πυρήνα αυτού του επαναστατικού κινήματος του ουκρανικού λαού, ενός πυρήνα του οποίου οι στόχοι εκτείνονταν παντού, από την οργάνωση των επαναστατικών δυνάμεων και τη βοήθεια των επαναστατών εργατών μέχρι τον αγώνα ενάντια σε κάθε κατάχρηση της εξουσίας και του κεφαλαίου». Έτσι, ο στόχος της μαχητικής αυτής μειοψηφίας ήταν σαφώς υπερ-οργανωτικός στην υποστήριξη των λαϊκών επαναστατικών δυνάμεων. Αλλά το ντοκουμέντο αυτό είναι μικρό και δεν καλεί για μια ειδική οργάνωση μιας ξεχωριστής επαναστατικής τάσης για να εκπληρώσει αυτό το καθήκον – όπως έκανε η «Πλατφόρμα» αργότερα.
Αντίθετα από τις εξουσιαστικές σοσιαλιστικές οργανώσεις όπου η (κεντρική) επιτροπή θα ελάμβανε όλες τις πολιτικές αποφάσεις, σε μια «πλατφορμιστική» οργάνωση ολόκληρη η δύναμη των μελών είναι το σώμα λήψης αποφάσεων. Οποιοιδήποτε εκπρόσωποι ή επιτροπές εκτελούν μόνο τους στόχους αυτούς για τους οποίους εξουσιοδοτούνται από όλα τα μέλη. Σε αυτούς που άσκησαν κριτική στην «Πλατφόρμα» συμπεριλαμβάνονταν παλαίμαχοι αναρχικοί αγωνιστές όπως ο Ρώσος Βολίν (Βσέβολοντ Εϊχενμπάουμ) ο οποίος ήταν προηγουμένως μαχνοβιστής, ο Γάλλος Σεμπαστιάν Φορ, ο Ιταλός Ερρίκο Μαλατέστα και ο Αλεξάντερ Μπέρκμαν από τις ΗΠΑ.
Κατηγόρησαν τους εξόριστους (Ρώσους αναρχικούς) ότι προσπαθούν να «μπολσεβικοποιήσουν τον αναρχισμό» - από την άποψη της αντικατάστασης των επαναστατημένων μαζών με μια επαγγελματική επαναστατική ελίτ – καθώς και εξαιτίας της «στροφής» του Αρσίνοφ αργότερα στον μπολσεβικισμό, κάτι που έκανε ώστε να δοθεί η δυνατότητα στον εξαντλημένο αυτό αγωνιστή να γυρίσει στον τόπο του, παρά το γεγονός ότι εκτελέσθηκε το 1937 κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων του Στάλιν κατηγορούμενος για «προσπάθεια αποκατάστασης του αναρχισμού στη Ρωσία». Αλλά ο Μάχνο και οι συγγραφείς (της «Πλατφόρμας») υποστήριξαν ότι ήταν ακριβώς η αποδιοργάνωση των Ρώσων αναρχικών που αρκετοί από αυτούς προσχώρησαν στη μόνη ομάδα που διέθετε τότε σαφές επαναστατικό σχέδιο – τους μπολσεβίκους.
Οι αναρχικοί, διακήρυξαν, πρέπει να είναι ξεκάθαροι και οργανωμένοι, αλλά σύμφωνα με τις ελευθεριακές και όχι με τις εξουσιαστικές γραμμές, καθοδηγώντας και όχι υπαγορεύοντας φιλοδοξίες στους επαναστάτες εργαζόμενους. Η μεγαλύτερη αντίθεση διαφόρων αναρχικών στην «Πλατφόρμα» είναι αποτέλεσμα παρερμηνείας της.
Αλλά ο αρχικός τίτλος του ως «Σχέδιο» δείχνει ότι προοριζόταν να είναι εσωτερικό ντοκουμέντο, σχέδιο για συζήτηση στο εσωτερικό του διεθνούς αναρχικού κινήματος και δεν ήταν τελικό σχεδιάγραμμα, δεν ήταν η μόνη πιθανή μορφή αναρχικής οργάνωσης. Δεν ήταν ούτε εξουσιαστικό (όπως έχουμε δει όσον αφορά τη συζήτηση για την εκτελεστική επιτροπή) ούτε ήταν προσπάθεια συγκρότησης πρωτοπορίας, δηλαδή της προσπάθειας μια μικροσκοπική ομάδα στελεχών να καθοδηγήσει την εργατική τάξη.
Δεν προοριζόταν, επίσης να διακηρυχθεί ότι όλοι οι αναρχικοί έπρεπε να απορροφηθούν από ογκώδεις πλατφορμιστικές οργανώσεις. Αρκετά ξεκάθαρα, ειπώθηκε ότι οι πλατφορμιστικές ομάδες θα διατηρούσαν τους δεσμούς τους με τις άλλες επαναστατικές οργανώσεις. Ο πλατφορμισμός δεν είναι, επίσης, ένα διαφορετικό σκέλος του αναρχισμού: η πλατφορμιστική μέθοδος εφαρμόστηκε σε όλες τις μορφές αναρχικής κομμουνιστικής οργάνωσης, οικονομικές, πολιτικές, στρατιωτικές και κοινωνικές.
Επιπλέον, η «Πλατφόρμα» δεν αποτέλεσε καινοτομία, αλλά μια σαφή επιβεβαίωση των βασικών αρχών της μαζικής αναρχικής κομμουνιστικής οργάνωσης, πηγαίνοντας πίσω στον καιρό του Μπακούνιν: η ανάγκη για τις κοινά συμφωνηθείσες γραμμές επίθεσης πάνω στις οποίες οι αναρχικές οργανώσεις ήσαν οι αρχικοί υποστηρικτές των αποκλειστικών ενδιαφερόντων της εργατικής τάξης σε παγκόσμια κλίμακα.
Ο έντονος διάλογος σχετικά με την «Πλατφόρμα είχε ως αποτέλεσμα τη διάσπαση του εξόριστου ρώσικου και του ουκρανικού αναρχικού κινήματος, ειδικότερα στη Γαλλία όπου η Ομάδα Ρώσων Αναρχικών του Εξωτερικού διασπάστηκε το 1927 στην πλατφορμιστική τάση και στην τάση των συνθετιστών, ενώ στη Βόρεια Αμερική η αναρχική ρώσικη και ουκρανική διασπορά διασπάστηκε στην ομάδα των οργανωτικών (organisationalists) και σ’ αυτή των svobodnik (ελευθεριακών). Η συγκεκριμένη πλατφορμιστική τάση στη Γαλλία ίδρυσε το 1927 τη Διεθνή Αναρχική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (IACF) με τμήματα στη Γαλλία και την Ιταλία και εκπροσώπους/επαφές στην Κίνα, την Πολωνία και την Ισπανία. Η IACF μπορεί να θεωρηθεί ως ο ιδεολογικός απόγονος της «Διεθνούς Αδελφότητας» του Μπακούνιν και, κατά λιγότερο βαθμό, της οργανωτικής Αναρχικής Διεθνούς.
Ο έντονος αυτός διάλογος επηρέασε, επίσης, τους υπόλοιπους αναρχικούς στη Ρωσία την ίδια, συμπεριλαμβανομένων και των πρώην αγωνιστών της Nabat οι οποίοι, είτε δρούσαν στην παρανομία είτε ήταν φυλακισμένοι. Σύμφωνα με έναν παλαίμαχο της Nabat που έγραψε στην «Dielo Truda» το 1928 – χωρίς όνομα για λόγους ασφαλείας – και ο οποίος εξορίστηκε αργότερα στη Σιβηρία, η ίδια η Nabat, η οποία ήταν αρχικά μια de facto οργάνωση «σύνθεσης», ξεκαθάρισε την οργανωτική της δομή, πάνω στο «αποκορύφωμα της επανάστασης», προσεγγίζοντας μια πλατφορμιστική κατεύθυνση.
Ο παλαίμαχος αυτός της Nabat έγραψε ότι η οργάνωση ήταν κατά μία άποψη ένα «κόμμα» δεδομένου δεν ήταν, όπως ισχυριζόταν ο Βολίν, μια χαλαρή οργάνωση βασισμένη σε ομάδες συγγένειας, αλλά μια ομοσπονδία ομάδων οι οποίες συγκέντρωναν «τους πιο αφοσιωμένους, τους δυναμικότεροι αγωνιστές, στοχεύοντας στην προώθηση ενός υγιούς, καλά δομημένου κινήματος με την προοπτική ενός συγκεκριμένου προγράμματος». Τα μέλη της Nabat έπαιρναν αποφάσεις κατά πλειοψηφία στα συνέδρια της οργάνωσης, ξεπερνώντας τις διάφορες τάσεις και προωθώντας μια ενωτική «πολιτική γραμμή» - «μια ενιαία, συνεπή πλατφόρμα».
«Εν ολίγοις, ήταν ένα καλά δομημένο, καλά πειθαρχημένο κίνημα με μια καθοδηγητική ομάδα, η οποία όμως εκλεγόταν και ελεγχόταν από τη βάση των μελών. Δεν υπήρχε καμιά αυταπάτη όσον αφορά το ρόλο αυτής της ομάδας (που αργότερα ονομάστηκε «Γραμματεία», όπως η «εκτελεστική επιτροπή» της «Πλατφόρμας»): ήταν μόνο εκτελεστική από τεχνικής και μόνο πλευράς όπως συνήθως θεωρείται. Ήταν, επίσης, ο ιδεολογικός πειραματικός πυρήνας του κινήματος, φροντίζοντας εκδοτικές και προπαγανδιστικές δραστηριότητες, χρησιμοποιώντας τα κεντρικά κεφάλαια και προπάντων ελέγχοντας και επεκτείνοντας τους πόρους, αλλά και τους αγωνιστές του κινήματος».
Στη Βουλγαρία, η πλατφορμιστική τάση αποδείχθηκε ισχυρότερη με τη Βουλγαρική Αναρχική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (BACF) η οποία υιοθέτησε την «Πλατφόρμα» ως Διακήρυξη Αρχών και Καταστατικό της. Αυτό ίσως έχει να κάνει εν μέρει με την ποικιλομορφία και την ανθεκτικότητα του βουλγάρικου αναρχικού κινήματος, το οποίο οργάνωσε τους εργάτες, τους αγρότες, τους φοιτητές, τους επαγγελματίες και τους διανοούμενους και όχι μόνο επέζησε, κάτω από τα όπλα, του φασιστικού πραξικοπήματος του 1934, αλλά και από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (για να συντριφθεί, τελικά, από την σταλινοφασιστική αντίδραση το 1948). Ήταν δυστυχές το γεγονός ότι η «Πλατφόρμα δεν μεταφράστηκε στα ισπανικά αρκετά νωρίς ώστε να επηρεάσει την Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία (FAI), που ιδρύθηκε το 1927.
Συνεχίζεται