Το άρθρο του Σταύρου Κουχτσόγλους με τίτλο «Ποιος είνε ο κλέφτης και ποιος ο νοικοκύρης» δημοσιεύτηκε στο τεύχος 72 της εφημερίδας «Άμυνα» (Τρίτη, 16 Ιουνίου 1920). Στο άρθρο αυτό ο Σ. Κουχτσόγλους ασκεί έντονη κριτική στην πολιτική και τις απόψεις του Αβραάμ Μπεναρόγια σχετικά με τη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ):
«Ποιος είνε ο κλέφτης και ποιος ο νοικοκύρης
Ώστε λοιπόν ο κ. Μπεναρόγιας δέχεται κι’ αυτός το ξεκαθάρισμα. Ως εργάτης είμαι συμφωνότατος μαζή του, και πλειοδοτώ μάλιστα. Πρέπει χωρίς άλλο, όχι μόνον οι οργανώσεις να κάμουν το εσωτερικό αυτό ανακουφιστικό μπάνιο, αλλά και η Συνομοσπονδία, που αυτή προ πάντων, έχει απόλυτον ανάγκη ενός τοιούτου. Διότι τι ωφελεί αν το κάμουν μόνον αι οργανώσεις, η δε Συνομοσπονδία μείνη πάλιν αυτή το μίασμα της εις τας οργανώσεις;
Αλλ’ από τα γραφόμενά του φαίνεται ότι κι’ αυτός δεν είνε άλλο τι παρά ένα από τα πολλά μιάσματα που τριγυρνούν την δύστυχη Συνομοσπονδία και από τα οποία έχει άμεσον ανάγκην απαλλαγής. Διότι κατά βάθος δεν βλέπει εργάτην, αλλά ψήφον, δεν σκέπτεται οργανώσεις, αλλά βουλευτιλίκι.
Τολμά μάλιστα να γράφη: «Φωνάζη ο κλέφτης, για να φύγη ο νοικοκύρης». Σωστά. Αλλ’ ας δούμε ποιος είνε ο κλέφτης και ποιος ο νοικοκύρης.
Γνωρίζουμε ότι δυο είδη κλεφτών υπάρχουν. Οι κλέπτοντες φανερά, αυθαίρετα, και οι κλέπτοντες υπούλως. Από τους πρώτους, επειδή φαίνονται, είνε εύκολο να προφυλαχθή κανείς, αλλ’ από τους δευτέρους, που κρατούν όλα τα προσχήματα των αστικών νόμων, τους «νομίμους» κλέπτας, απ’ αυτούς είνε κάπως δύσκολο. Και όμως, αυτούς ακριβώς πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, αν θέλωμε να σώσουμε την κοινωνία απ’ την αθλιότητα.
«Ο Μαχαίρας, ο Δελαζάνος και ο Χατζημιχάλης», φωνάζει, «επούλησαν τους εργάτας». Αυτό θα πη ότι έχει απτάς αποδείξεις της πράξεώς των. Άρα έκαμαν κλοπήν φανεράν; Και αν είνε έτσι, οι κατερχόμενοι εις το Συνέδριον αντιπρόσωποι, δεν έχουν παρά να το λάβουν υπ’ όψιν τους, και (επειδή δεν έχει αυτός και η παρέα του το κουράγιο να παρουσιασθή σ’ αυτό), αφού το εξετάσουν και το βρουν βάσιμο, να τους ξεκαθαρίσουν.
Αλλά αυτός ο ίδιος, που καταγγέλλει τους άλλους, αφού πλέκει το εγκώμιον των εργατών «που ξύπνησαν (γνωρίζοντας μέσα του τι μαύρο ξύπνημα έκαμαν) και γίνονται σοσιαλισταί, για να μπορέσουν κάτω από την κόκκινη παντιέρα να γκρεμίσουν το κοινωνικό σύστημα», καταλήγει εις το: «Να γιατί οι εργάται παρεδέχθησαν πως είνε ανάγκη να γείνη και στη πολιτική μορφή της η πάλη των τάξεων. Γι’ αυτό γυρεύουν πια (όχι χωρίς την ουρά σας) την σύνδεσιν των επαγγελματικών σωματείων των, με το κόμμα εκείνο, που αποβλέπει στην κατάλυσι του αστικού καθεστώτος, δηλαδή την άνοδο στην αρχή Μπεναρόγια και Σιας».
Εδώ ευρισκόμεθα προ ενός «νομίμου» εμπόρου... Προ ενός επιχειρηματίου, που κατώρθωνε να ξυπνήση ή να κοιμίση τους εργάτας, κατά τον τρόπον που επεδίωκεν αυτός, βέβαιος ων πλέον ότι θα μπόρεση και αυτός να κάμη μια «νόμιμον» κλοπή, αφού δεν μπορεί να κατορθώση την αυθαίρετον... Ο καυγάς για το πάπλωμα!...
Διότι αν μας ξυπνούσε διαφορετικά, δηλαδή πραγματικά, τότε αλλοίμονον στα συμφεροντάκια του, γιατί θα κάμναμε την εξής σκέψι. Εάν δεν μας δέρνη στο δρόμο η Κυβέρνησις, όπως έκαμνε άλλοτε, είνε διότι την ημέρα που θα θέληση να το κάμη αυτό, ο λαός σύσσωμος θα εξεγερθή και θα λυντσάρη τους εκτελεστάς. Εάν ο αριστοκράτης δεν ανοίγει πια στο πέρασμά του τον δρόμο κτυπώντας δεξιά και αριστερά καμτσικιές όπως άλλοτε, είνε γιατί οι δούλοι του που θα εκτελούσαν τις διαταγές του, τρέχοντας μπροστά στην άμαξά του, θα κομματιαστούν εκεί στον τόπο, με το πρώτο που θα θελήσουν να κτυπήσουν.
Εάν υπάρχη σχετική τις ισότης μεταξύ παραφέντου και εργάτου στους δρόμους ή στα δημόσια μέρη, είνε διότι ο εργάτης απέκτησε ένα αίσθημα προσωπικής αξιοπρέπειας, η οποία δεν του επιτρέπει να υποφέρη την προσβολήν του παραφέντου, και όχι διότι τα δικαιώματά του αυτά εγράφησαν στον κώδικα. Αν μας ξυπνούσε πραγματικά, θα μαθαίναμε ότι δεν είνε πλέον στους συνταγματικούς ή σοσιαλιστικούς νόμους που πρέπει να ζητούμε αυτά τα δικαιώματά μας. Δεν είνε μέσα σε ένα νόμον - σε ένα κομμάτι χαρτί, που μπορεί στο παραμικρό καπρίτσιο να το σχίση κανένας - που πρέπει να ζητήσουμε να προφυλάξουμε τα φυσικά μας δικαιώματα. Είνε μόνον όταν θα γίνουμε δύναμις ικανή να επιβολή τας θελήσεις της, που θα μπορέσουμε να κάμουμε σεβαστά τα δίκαιά μας.
Θέλουμε να έχουμε την ελευθερίαν του λόγου; Θέλουμε το δικαίωμα του συνέρχεσθαι; Δεν είνε από τη Βουλή, από τους Μπεναρόγηδες, που πρέπει να περιμένουμε την άδεια, δεν είνε από τον νόμον που πρέπει να το ζητιανεύσουμε αυτό. Ας γίνουμε μία δύναμις, αφυπνίζοντες την πρωτοβουλία των ατόμων, την αυτενέργειαν, διδάσκοντες αυτούς να μη αναμένουν τίποτε και να μη βασίζονται σε κανέναν επιχειρηματίαν Μπεναρόγιαν, αλλά στην ατομική τους δράσι μόνον, και τότε θα σχηματίσουμε δραστηρίας οργανώσεις, ικανάς να δείξουν τα δόντια τους, όταν θα θελήση κανένας να περιορίση τας ελευθερίας μας. Μόνον τότε θα είμεθα βέβαιοι ότι κανένας δεν θα τολμήση να εγγίση τα δικαιώματά μας, διότι όλοι οι εκμεταλλευόμενοι θα σηκωθούμε – στον δρόμο, στα εργοστάσια, στους κάμπους – να τα υπερασπισθούμε. Αλλά τότε μόνον θα τα αποκτήσουμε, όταν θα παύσουμε να τα ζητιανεύουμε δυο ή τρείς ντουζίνες χρόνια από τους Μπεναρόγηδες, από την Βουλήν. Αι ελευθερίαι δεν δίδονται από τας Βουλάς, αλλά παίρνονται. Αι Βουλαί δεν κάμνουν παρά να κωδικοποιούν τας ανάγκας που δεν μπορούν να αποφύγουν...
Αλλ’ αν ξυπνούσαμε πραγματικά, και κάμναμε αυτές της σκέψεις, θα μας έπιανε φρίκη, γιατί θα βλέπαμε τότε τη πραγματική μορφή του Μπεναρόγια και των συν αυτώ. Και τότε δεν θα τρομάζαμε από εκείνους που νομίζουν την κοινωνική επανάστασι «πράσινα άλογα», όπως γράφει, αλλά από εκείνους που την νομίζουν βουλευτιλίκι δηλ. ανταλλαγή ρουσφετιών, και οι οποίοι, έχοντες ως καινούρια μάσκα της νέας των εκμεταλλεύσεως τον σοσιαλισμόν, εξασκούν, ως πραγματική εμπορική επιχείρησι, την πάλην των τάξεων, θωπεύοντες εμάς τους εργάτας, αποκλειστικώς, από αγάπη προς τα τομάρια μας, για να μπορέσουν κατ’ αυτόν τον τρόπον ευκολώτατα να τα παραδώσουν στο βυρσοδεψείον, που λέγεται Βουλή.
Κατά συνέπειαν το πραγματικό ξύπνημά μας δεν συμφέρει στους διαφόρους Μπεναρόγηδες, γιατί τότε θα φανή φανερά πια ποιος είνε ο κλέφτης και ποιος ο νοικοκύρης. Γι’ αυτό φαίνεται ξελαρυγγίζονται να μη λάβουν μέρος σ’ αυτό το συνέδριο, που δεν μυρίζει βουλευτιλίκι, αποφεύγοντες ούτω και τας επικρίσεις της υπαρχούσης σήμερα αντιπολιτεύσεως, και όντες βέβαιοι ότι κατόπιν στο συνέδριο του κόμματος θα χειροκροτηθούν, και σαν καλοί σύντροφοι, αλληλοσυγχωρούμενοι, δια τα τυχόν λάθη, θα διασαλπίσουν την πλήρη επιτυχίαν των και την προσχώρησίν των και πέραν της 3ης Διεθνούς!
Το άρθρο που ακολουθεί με τίτλο «Το Πρόγραμμα των εν παρενθέσει κομμουνιστών» δημοσιεύτηκε στα τεύχη 195 και 196 της εφημερίδας «Άμυνα» (Κυριακή, 18 και Δευτέρα, 19 Οκτωβρίου 1920) και ασκεί κριτική σε διάφορα σημεία του τότε Προγράμματος του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας (ΣΕΚΕ, αργότερα ΚΚΕ):
ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΕΝ ΠΑΡΕΝΘΕΣΕΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ
Στο 9ον άρθρον του προγράμματός των οι σοσιαλκομμουνισταί ζητούν άμεσον και οριστικήν κατοχήν των αγρών από τους αγρότας άνευ αποζημιώσεως, κατάσχεσιν των εκτάκτων κερδών των τσιφλικούχων και γαιοκτημόνων που απεκτήθησαν κατά την διάρκειαν του πολέμου, δια τον εφοδιασμόν των γεωργών με μηχανήματα, κατασκευήν υδραυλικών έργων και κατάργησιν των παλαιών χρεών που έχουν σε τοκογλύφους, μοναστήρια και το Κράτος.
Το άρθρον αυτό τεθέν ειδικώς προς παραπλάνησιν των αγροτών, θα το εξετάσωμεν εν περιλήψει, επιφυλασσόμενον να επανέλθωμεν εν εκτάσει επ’ αυτού, μετά συνοπτικόν έλεγχον των 10 εντολών των καλογήρων.
Το κύριον αυτό ζήτημα οι συνδικαλισταί το αφήνουν συνήθως τελευταίο στα συνέδριά τους, ως δευτερεύον τάχα, διότι αντιλαμβάνονται ότι αν διασαφηνίσουν τας επ’ αυτού απόψεις των δεν θα ημπορέσουν να σύρουν τον χωρικόν προς την ονειρευομένην επανάστασιν της εργατοκαπηλείας των.
Με τας αορίστους φράσεις των «κατοχή των αργών» και «εθνικοποίησις της γης» κλπ.. καλύπτουν τους απωτέρους σκοπούς των, προφασιζόμενοι ότι οι χωρικοί δεν μπορούν να εννοήσουν τας σοφάς ιδέας των, και οργανούνται αυτοί ως σωτήρες του λαού, εις εκτελεστικάς επιτροπάς, τοπικά τμήματα, επαρχιακά, ομοσπονδιακά, εθνικά δια να λάβουν μέρος εις όλην την πολιτικήν ζωήν όπου μπορεί να κερδηθή καμμιά έδρα, κάμνοντες τον σοσιαλιστήν, εάν η αντίληψις του κοινού τον δέχεται ή συζητούντες για τα συμφέροντα του κανδηλανάπτου εάν ιδούν ότι το κοινόν δεν φθάνει πέραν αυτού... Ελπίζουν ούτω ότι θα βάλλουν πόδι στην πολιτικήν και θα αντικαταστήσουν την παλαιάν οργάνωσιν θεσπίζοντες νέους νόμους, κάτω από τους οποίους οφείλουν να υποταχθούν όλα. Και αυτό το ονομάζουν κοινωνικήν επανάστασιν.
Η κατάκτησις της γης, των μηχανών και όλου του κοινωνικού πλούτου δεν γίνεται δια διαταγμάτων, ως είπομεν εξετάζοντες τα προηγούμενα άρθρα τους (περιττόν δε να επανέλθωμεν) και το να αλλάξωμεν αφεντάδες δεν είνε ικανοποίησις που να αξίζη μίαν επανάστασιν.
Εκείνοι οι οποίοι θα κάμουν την επανάστασιν δεν έχουν να περιμένουν τίποτε από κανένα Κράτος. Είνε από τους εαυτούς των που θα βγη η χειραφέτησίς των. Οφείλουν λοιπόν αυτοί να γνωρίζουν πώς θα ενεργήσουν και η τοιαύτη ενέργειά των δεν έχει καμμίαν ανάγκην επικυρώσεως από κανένα Κράτος. Μη έχοντες καμμίαν μικροφιλοδοξίαν μας να εκπληρώσωμεν, καμμίαν εκμετάλλευσιν εις βάρος του λαού να κάμωμεν και μη προσβληθέντες εκ του προστύχου πάθους της αρχομανίας των καλογήρων, ομιλούμεν συγκεκριμένως προς τους αγρότας και τους λέγομεν.
Αγρόται. Μη πλανάσθε όπως οι συνάδελφοί σας της Ρωσσίας από τις μεγάλες φράσεις των σοσιαλιστών οι οποίοι ζητούν να σας σύρουν σε νέα σκλαβιά. Μάθετε ότι άλλοτε η γη ανήκε στας κοινότητας, αι οποίαι απηρτίζοντο απ’ αυτούς τους γεωργούς που καλλιεργούσαν τη γη με τα χέρια τους. Αλλά με κάθε είδους απάτην, δόλον, βίαν, αρπαγήν, απέτυχαν να σας την αφαιρέσουν. Όλαι αυταί αι γαίαι που ανήκουν σήμερα εις εν κύριον ή εις το Κράτος ή εις τα μοναστήρια, ήσαν άλλοτε της κοινότητος, ιδικαί σας. Σήμερον αισθάνεσθε την ανάγκην να ζήσετε σεις και αι οικογένειαί σας. Ανάγκη λοιπόν να οργανωθήτε κατά κοινότητας και να πάρετε πίσω τους αγρούς σας, δια να τους θέσετε εις την διάθεσιν εκείνων οι οποίοι θέλουν να τα καλλιεργήσουν οι ίδιοι. Αι υποθήκαι είνε άδικοι. Με το να σας εδάνεισαν χρήμα, δεν έχει κανένας το δικαίωμα να σας αποξενώση της γης σας η οποία, άνευ της εργασίας σας, δεν έχει καμμίαν αξίαν. Η Διεθνής των Χωρικών οφείλει να καύση τους τίτλους των υποθηκών και να κατάργηση μια για πάντα το επαχθές σύστημα... Οι φόροι που σας κατατσακίζουν καταβροχθίζονται από συμμορίας υπαλλήλων, όχι μόνον αχρήστων, αλλά και εντελώς επιζημίων. Καταργήσατέ τους, λοιπόν. Ανακηρύξατε την χειραφέτησίν σας και δηλώσετε ότι γνωρίζετε να κάμνετε τις δουλειές σας μόνοι σας, πολύ καλύτερα από τους γαντοφορεμένους κυρίους.
Σας χρειάζεται ένας δρόμος; οι κάτοικοι των πέριξ κοινοτήτων, οι οργανώσεις των, ας συνεννοηθούν αναμεταξύ τους και θα τον κάμουν καλύτερον, παρά ο υπουργός των Δημοσίων Έργων. Σιδηρόδρομος; Αι οργανώσεις των ενδιαφερομένων κοινοτήτων μιας ολοκλήρου επαρχίας θα τον κάμουν καλύτερον από τους εργολάβους, οι οποίοι ενδιαφέρονται περισσότερον δια τα εκατομμύρια που θα επισσωρεύσουν παρά δια τον δρόμον. Σχολεία; Θα τα κάμετε πολύ καλύτερα δια των οργανώσεών σας, παρά δια μέσου του υπουργού της Παιδείας. Το Κράτος είτε αστικόν, είτε σοσιαλιστικόν, δεν έχει τίποτε να κάμη σ’ αυτά. Θα τα κάμετε σεις πολύ καλύτερα απ’ αυτούς, διατηρούντες την πλήρη αυτονομίαν σας.
Θέλετε να υπερασπισθήτε από ξένους επιδρομείς; Μάθετε να υπερασπίζεσθε σεις οι ίδιοι, μη εμπιστευόμενοι εις κανένα ποτέ αρχηγόν, ο οποίος, βεβαιότατα, θα σας προδόση. Γνωρίσετε ότι ποτέ στρατός δεν μπόρεσε να σταματήση έναν επιδρομέα, και μόνον όταν ο λαός, ο χωρικός είδε ότι το συμφέρον του ήτο να κρατήση την ανεξαρτησίαν του, εξεφάνισε τας τρομερωτέρας και γενναιοτέρας στρατιάς.
Σας χρειάζονται εργαλεία, μηχαναί; Συνεννοηθήτε με τους εργάτας των πόλεων οι οποίοι θα σας στείλουν δι’ ανταλλαγής των προϊόντων σας, χωρίς κανένα διάμεσον Κράτος ή παραφέντη, οι οποίοι εξάπαντος θα κλέψουν και από τον εργάτην που κάμνει το εργαλείον και από τον χωρικόν που το αγοράζει. Κρημνίσετε το Κράτος, αλλά χωρίς να το αντικαταστήσετε. Κάμετε δικήν σας επανάστασιν. Καταλάβατε την γην δια των οργανώσεών σας, και δηλώσατε αυτήν κοινήν, εργαζόμενοι κοινώς. Καταργήσετε τας τοκογλυφίας και κάθε ίχνος εκμεταλλεύσεως και δουλείας, κηρύττοντες την απόλυτον ανεξαρτησίαν σας, όπως θα κάμουν και οι εργάται των πόλεων. Οργανωθήτε συνδεόμενοι δι’ ελευθέρων ομοσπονδιών κατά κοινότητας κατ’ επαρχίας, αλλά προσέξατε μη περιπλέξετε την επανάστασιν σας με ανθρωπάρια, τα οποία επεμβαίνοντα, θα σας παρουσιασθούν ως αγροτοσωτήρες, δια να σας σύρουν σε νέα σκλαβιά. Κάμετε την δουλειά σας σεις οι ίδιοι, δια των οργανώσεών σας, χωρίς να περιμένετε τίποτε από κανένα. Αυτή είνε η μόνη αλήθεια, η καθαρή αλήθεια.
Εις το 10ον άρθρον υπόσχονται την γενικήν αμνηστείαν δι’ όλους τους πολιτικούς και στρατιωτικούς καταδίκους ή υποδίκους.
Σύμφωνοι. Όλοι αυτοί πρέπει να αμνηστευθούν. Τόσον οι πολιτικοί, όσον και οι στρατιωτικοί. Δεν είνε έγκλημα να έχη κανείς άλλην γνώμην από την του Πάπα· όπως δεν είνε κακούργημα διότι ένας άνθρωπος δεν υπήκουσε στας διαταγάς των εξ επαγγέλματος ανθρωποκτόνων, δια να υπάγη να σκοτώση αδελφούς του. Αλλά μίαν απορίαν δεν μας λύουν οι καλόγηροι.
Διατί στην Ιταλίαν που έχουν στο κοινοβούλιον 165 βουλευτάς δεν κατόρθωσαν να επιτύχουν την αμνηστείαν τόσων χιλιάδων πολιτικών και στρατιωτικών καταδίκων και υποδίκων; Διατί στην Γαλλίαν, που δεν έχουν ολιγότερους, δεν κατόρθωσαν επίσης την αμνηστείαν περισσοτέρων χιλιάδων πολιτικών και στρατιωτικών καταδίκων; Ειμπορούν να μας το εξηγήσουν αυτό ή δεν το γνωρίζουν;
Όχι. Όλοι οι τσαρλατάνοι, όλοι οι απατεώνες του λαού το γνωρίζουν. Υποσχόμενοι αυτό, είνε αδύνατον, να μη γνωρίζουν και οι καλόγηροί μας, ότι ψεύδονται. Η απάτη προς ψηφοφορίαν τούς αναγκάζει να ψεύδονται σήμερον, όπως αύριον εν το κοινοβουλίω, η απάτη προς το συμφέρον, θα τους αναγκάζη να προδίδουν. Όλοι ειξεύρουν, ότι από το κοινοβούλιον δεν μπορεί ποτέ να βγή δικαιοσύνη, ελευθερία πραγματική δια τον λαόν. Γνωρίζουν ότι κάθε πραγματικόν δίκαιον του λαού, είνε εναντίον των συμφερόντων του κοινοβουλίου, και εν τούτοις, θέλουν να εισέλθουν, όχι βεβαίως δια να καταπολεμήσουν τα συμφέροντα του κοινοβουλίου, διότι τότε θα τα καταπολεμούσαν απ’ έξω αλλά δια να δημιουργήσουν εν αυτώ και δική τους μερίδα... κολλώμενοι σαν τσιμούργια στο κοινωνικό σκελετό για να βυζάξουν κι’ αυτοί με την σειρά τους...
Δια να πραγματοποιηθή η αμνηστεία, πρέπει να εγερθή ο λαός και να την επιβάλη. Τότε μόνον οι άρχοντες, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, θα ευδοκήσουν να βγάλουν κανένα ουκάζιον αμνηστείας, εάν εν τω μεταξύ δεν επέμβουν πάλιν οι σοσιαλισταί και τα θαλασσώσουν. Δι’ αυτό πρέπει ο λαός να θέση στερεάς βάσεις στας οργανώσεις του, δια να απομακρύνη την επέμβασιν κάθε βαγαπόντη, ο οποίος θα ελάμβανε την τόλμην να σταματήση ή να μετριάση, δια ναρκωτικών μέσων, τας κινήσεις του. Η οργάνωσίς του πρέπει να είνε ελευθέρα και να στέκη μακράν από κάθε πολιτικήν σαπίλαν, κλείουσα ούτω την δίοδον εις τους διαφόρους αρριβίστας, είτε ριζοσπάσται λέγονται, είτε σοσιαλισταί, από του να αναμιγνύονται στας υποθέσεις της, βεβαία ότι, αναμιγνυόμενοι, θα την προδόσουν.
Όλη η πολιτική σοσιαλιστική ιστορία, από της εμφανίσεως του Μαρξ και εντεύθεν, αυτό μαρτυρεί. Παντού και πάντοτε ο εργάτης επροδόθη απ’ αυτούς.
Και εις αυτό ακόμη, το εφαρμοσθέν σοσιαλιστικόν σύστημα εν Ρωσσία, την προδοσίαν του εργάτου βλέπουμε. Δηλαδή εργάται στενάζουν εις τας φυλακάς δια τα πολιτικά των φρονήματα, και χιλιάδες στρατιώται φυλακίζονται ή τυφεκίζονται, δια τον απλούστερον λόγον, ότι αρνούνται να λερώσουν τα χέρια τους μέσα σε ανθρώπινον αίμα. Αι λέξεις μόνον ήλλαξαν, αλλ’ η μονάδα, η ουσία έμεινε η αυτή.
Έρμαιον των αρχηγών (αστών ή σοσιαλιστών) ο εργάτης και ο αγρότης δεν θα ελευθερωθή ειμή μόνον την ημέραν που θα κρημνίση αυτούς, αναλαμβάνων δια των ελευθέρων οργανώσεών του και δια της αναμεταξύ των οργανώσεων ελευθέρας συνεννοήσεως, τα ηνία της κοινωνικής ζωής, ρυθμίζων την παραγωγήν κατά τον επωφελέστερον τρόπον και την κατανάλωσιν κατά τας ανάγκας που θα παρουσιασθούν, και καταργών ούτω και τας φυλακάς και τας ανθρωποκτονίας, διότι δεν θα υπάρχη πλέον τότε πολιτική αιτία δια να δημιουργή πολιτικούς κατάδικους αλλ’ ούτε οικονομική αιτία δια να δημιουργή ανθρωποκτονίας.
Όπως αι φυλακαί θα γίνουν τότε περιττοί, έτσι και οι στρατοί, διότι ο λαός θα είνε βέβαιος ότι ουδείς ξένος επιδρομεύς θα τολμήση να πολεμήση τας οργανώσεις του, και εάν δοκιμάση κανένας, θα αφίση τας στρατιάς του εντός των οργανώσεων και θα είνε ευτυχής εάν δυνηθή να απόδραση εκ των χειρών των ιδίων του στρατιωτών.
Εις το 8ου άρθρον ζητούν την επίταξιν των μεγάλων οικιών και κτιρίων για να εξασφαλίσουν φθηνή κατοικία για τον εργαζόμενον λαόν, να κλείσουν τα ανθυγιεινά σπίτια και να ανοικοδομήσουν αμέσως τα κατεστραμμένα χωριά και πόλεις.
Σαν να βρισκόμαστε στον καραγκιόζη. Αλλά τέλος, μολονότι αυτό το άρθρον μπορούν να το χρησιμοποιήσουν μόνον δια την είσοδον σε καμμίαν νευρολογικήν κλινικήν ουχ’ ήττον ας υποθέσουμε ότι το φέρουν στην Βουλήν και ας εξετάσουμε τι μπορεί να βγή απ’ αυτήν.
Η Βουλή ως γνωρίζουμε είνε μια μεγάλη αίθουσα όπου μαζεύονται οι συνάδελφοι βουλευταί. Μεταξύ αυτών των ανθρώπων που επιφορτίζονται να διορθώσουν τις στραβές υποθέσεις του λαού, μια φιλία συν τω χρόνω αποκαθίσταται. Αυτή η φιλία δεν είνε ούτε εκ συμπαθείας ούτε εξ εμπιστοσύνης αλλά συναδελφότης ή μάλλον κάτι διάμεσον μεταξύ αυτής και της συνενοχής.
Δια να γίνωνται καλά οι δουλειές, έλεγε ο Μοντεσκιαί πρέπει να είνε αι δυνάμεις της Βουλής χωρισταί. Και στην αρχή είνε χωρισταί - αλλά σιγά-σιγά γειτονεύουν και συναντώνται όχι μόνον μέσα στη Βουλή αλλά και στους προθαλάμους, στους διαδρόμους, στα Υπουργεία, στας αιθούσας των δημοσίων ταμείων, στα θέατρα, στα καφενεία. Αδελφικοί σχέσεις γεννιούνται πλέον αναμεταξύ των. Αι δυνάμεις δεν ανακατεύονται, συνδέονται πλέον. Συνδέονται από συμπάθειαν από συνήθειαν ή από τη γειτονιά που έχουν μέσα στη Βουλή, σπανίως δε από αρχάς. Μαλώνουν από το βήμα να κατηγορηθούν αναμεταξύ τους, χωρίς όμως να διακοπούν αι σχέσεις των, μαρτυρούντες ούτω ότι δι’ αυτούς δεν είνε η πολιτική γνώμη των που λογαριάζεται αλλά ο τρόπος πώς να συγκρατηθούν... Από οποιονδήποτε ορίζοντα και αν εξεκίνησαν στο ίδιο μέρος κατέληξαν... αυτό τους ενδιαφέρει· και αν είνε ο ένας φαντάρος ο άλλος του ιππικού και ο άλλος πυροβολητής είνε προ παντός και οι τρείς στρατιώται - και αν είνε ο ένας συντηρητικός ο άλλος ριζοσπάστης και ο άλλος σοσιαλιστής πρώτ’ απ όλα είνε βουλευταί. Βεβαίως ο καθένας μπορεί να διατηρή την προτίμησίν του δια το όπλον του ή δια το κόμμα του αλλά δεν έπεται εκ τούτου ότι θα μεταχειρισθή και ως εχθρόν τον συνάδελφον ενός άλλου όπλου, τον έχοντα εναντίον γνώμην. Έπειτα υπάρχει πολύ μικροτέρα διαφορά μεταξύ δύο βουλευτών ενός συντηρητικού και ενός επαναστάτου, παρά μεταξύ δύο επαναστατών του ενός βουλευτού και του άλλου όχι.
Το βουλευτιλίκι είνε ένα επάγγελμα, το οποίον έχει τους τρόπους του, τας μεθόδους του και αν δεν θέλη πολλάς πολιτικάς αρετάς, θέλει όμως εκείνος που το μετέρχεται, να φαίνεται ότι κάτι κάμνει και να αρέσκη. Άλλως τε ασπάζεται κανείς αυτό το επάγγελμα όπως θα ησπάζετο και ένα άλλο, ή διότι του ήρεσε, ή διότι δεν βρίσκει άλλο πιο τεμπέλικο και προσοδοφόρο. Μεταξύ όμως ενός υπαλλήλου που φοβάται να μη χάση την θέσι του και ενός βουλευτού δεν υπάρχει καμμία διαφορά. Ο υπάλληλος ξεσκονίζει και περιποιείται τον προιστάμενόν του, υποκρινόμενος ότι ενδιαφέρεται τόσον πολύ γι’ αυτόν· ο βουλευτής, ως πιο κατεργάρης, τάζει τον ουρανό με τ’ άστρα στο χάχα του τον ψηφοφόρο. Όταν πλησιάζουν οι εκλογές όλες οι δουλειές σιάζουν. Σπίτια επιτάσσονται, ο Νείλος κατεβαίνει στη Θεσσαλία διασχίζων την Μεσόγειον! Και και... Όταν ένας βουλευτής τύχη να βρεθή σε κίνδυνον δεν θα κάμη μόνον την σκέψιν: «αυτό που θα κάμω είνε μια υποχώρησις των αρχών μου» αλλά και την σκέψιν: «τι θα κάμω αν χάσω την θέσιν μου;» Γιατί του είνε δύσκολον να ξεκολλήση απ’ εκεί που βρήκε να... βυζαίνη.
Η βουλή στη καλή της ή κακή της χρονιά, θάχη 700-800 σχέδια και προτάσεις νόμων· προσθέσατε άλλες τόσες τροποποιήσεις· κρατήστε λογαριασμόν μερικών εκατοντάδων επερωτήσεων - ενώσετε και κάμποσες χιλιάδες φακέλους αναφορών και θα λάβετε μίαν μικράν ιδέαν της Βαβυλωνίας αυτής.
Θα ερωτήσετε, πότε βρίσκει καιρό και τα συζητεί αυτά; Δύο ή τρείς ώρες 3-4 φορές την εβδομάδα στας περιόδους της. Στην αρχή μαζεύονται συνομιλούντες και θορυβούντες οι βουλευταί. Κατόπι, σηκώνεται ο πρόεδρος και απαγγέλλει με μια σταθερή φωνή τον τίτλο του σχεδίου ενός νόμου, εν μέσω της γενικής αδιαφορίας. Αρχίζει να αναγιγνώσκη και στο τέλος κάθε παραγράφου ερωτά: «έχει κανείς αντίρρησιν;» Κανείς. Ψηφίζονται λοιπόν έτσι εκατοντάδες νόμων και κανένας δεν ξέρει τι είνε και τι γίνονται. ΙΊοίαν δε πρότασιν να εξετάσουν πρώτα μέσα σ’ αυτήν την θάλασσαν των προτάσεων; Και αν θελήσουν να φανούν ευνοϊκοί σ’ ένα επάγγελμα ή σε μια επαρχία δεν θα σηκωθούν άλλα επαγγέλματα ή επαρχίαι να ζητούν και εκείνες ένα νόμον; Χωρίς άλλο. Τότε δεν είνε που αρχινά το παζάρευμα. Ψήφισε για τους δερματοπώλας μου να ψηφίσω για τους υποδηματοποιούς σου ή ψήφισε για τους σιδηροδρομικούς μου να ψηφίσω για τους πνευματοπώλας σου... Τέλος οι κ.κ. βουλευταί συμφωνούν για τα συμφέροντά τους συναμεταξύ τους και μόνον αι υποθέσεις του λαού μένουν εκκρεμείς.
Μέσ’ στη βουλή είνε 300 βουλευταί· για να ψηφισθή ένας νόμος πρέπει τουλάχιστον να ικανοποιή τους μισούς. Κι’ απ’ αυτούς πάλι ο καθένας ως προς τας λεπτομερείας, την εφαρμογή κτλ. θα έχει - δεν γίνεται - ιδικήν του γνώμην. Έτσι δε από τροποποίησιν σε τροποποίησιν καταλήγουν εις ένα νόμον, που δεν έχει καμμιά ομοιότητα με τον προταθέντα αρχικώς. Όλοι οι μεταρρυθμιστικοί νόμοι αυτό παθαίνουν.
Ας υποθέσουμεν ότι οι καλόγηροι ζητούν την επίταξι των μεγάλων οικιών και κτιρίων. Άλλος προσθέτει «και των ξενοδοχείων». Τρίτος ζητεί και τα θέατρα. Και τα ρεστωράν προσθέτει άλλος και έτσι από τροποποίησι, αφίνουν τους καλογήρους προς επίταξιν μόνον το κτίριον του Δρομοκαϊτείου. Κλείστε, λέγουν τα ανθυγιεινά σπίτια οι καλόγηροι. Όλα του Ψυρρή προσθέτει άλλος. Και το Βατραχονήσι λέγει τρίτος. Και των Ασωμάτων λέγει άλλος. Και από τροποποίησι σε τροποποίησι κλειούν μόνον τους καλογήρους στο επιταχθέν μεγάλο κτίριο...
Το αντι-εκλογικό άρθρο-μανιφέστο του Σταύρου Κουχτσόγλους με τον τίτλο «Δεν ψηφίζω», δημοσιεύτηκε στο τεύχος 210 της «Άμυνας», τη Δευτέρα, 2 Νοεμβρίου 1920:
«ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ
Παρήλθεν ήδη αιώνας αφ’ ότου οι αστοί εφεύρον το μέσον της ψήφου, δια να καταπνίγουν δι’ αυτού τους πόθους του λαού, και να τον κρατούν στην αθλιότητα, τούτου, επί τόσα έτη να κάμουν να πιστέψη ότι αυτός - ο πεινασμένος, ο κουρελιάρης, ο άθλιος - είνε ο Κυρίαρχος, αυτοί δε οι υπηρέται του. Και επί 120 έτη τώρα πίστευα κ’ εγώ ο εργάτης - βιομήχανος ή αγρότης - το ψεύδος των αυτό ως αλήθειαν, την κοροιδίαν τους αυτήν ως σοβαρότητα. Και ετυραννήθην παντοιοτρόπως, και εβασανίσθην επί γενεάς γενεών δια να φέρω «τους καλυτέρους» εις τα πράγματα, όπως με υπηρετήσουν, και οι εκλεκτοί μου αυτοί υπηρέται, ερχόμενοι στα πράγματα, πρώτον μέλημα είχαν πάντοτε πως να με βυθίσουν περισσότερον μέσα στο βούρκο της αθλιότητας, απολαμβάνοντες εκ της δυστυχίας μου και ζώντες εκ του θανάτου μου.
Αρκεί πλέον ώς εδώ. Παύω πλέον του να έχω τον τίτλον του Κυριάρχου με υπηρέτας. Δεν θέλω κανενός την υπηρεσίαν, διότι απεφάσισα να υπηρετήσω ο ίδιος τον εαυτόν μου. Δι’ ο αποφασίζω και λέγω.
ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ
Διότι ενόησα πλέον ότι όλοι - Μοναρχικοί, Συνταγματικοί, Δημοκράται, Σοσιαλισταί κλπ – είνε ψεύτες, και ότι όλοι αυτοί, θέλοντες να εργασθούν, προσφέρονται προθύμως να με υπηρετήσουν δήθεν, πράγματι δε να απολαύσουν αυτοί εκ των στερήσεών μου και να ζήσουν ευτυχείς αυτοί καθ’ όλην των την ζωήν εις βάρος μου, αναγκάζοντες εμένα να εργάζομαι δια να διατάσσουν αυτοί και να καρπούνται αυτοί.
ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ
Διότι δεν θέλω πλέον να εκλέγω με τα χέρια μου τους τυράννους μου, επικυρώνων ούτω κάθε τετραετίαν δια της εφευρέσεώς των - της ψήφου το επαχθές αυτό κοινωνικόν Συμβόλαιον, το οποίον με συγκρατεί μέσα στην απόγνωσιν, στον μαρασμόν και στον θάνατον.
ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ
Διότι δεν θέλω πλέον να τρέχω κάθε 4ετίαν, σα σκύλος να εκλέξω δια της κάλπης, εγώ ο ίδιος τους τυράννους που θα λάβουν ενεργόν μέρος εις την λειτουργίαν του συστήματος αυτού, δια να κατασυντρίψουν τους αδυνάτους εάν ζητήσουν λίγο ψωμί στην πείνα τους, πληρώνων, εγώ, αυτούς δια το αποτρόπαιόν των έργον με χρήμα, με προνόμια, με τιμάς.
ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ
Διότι έπαυσα να περιμένω πλέον την σωτηρίαν μου από το θαύμα της ψήφου μου. Πέρασε η εποχή των θαυμάτων, των μάγων, των αγίων, των πνευματιστών, της ψήφου. Σπάζω το κομβολόγιον αυτό των θαυμάτων και αναλαμβάνω την πρωτοβουλίαν μου, οργανούμενος οικονομικώς και μακράν από την πολιτικήν σαπίλαν των επιτηδείων, ως ενοήσας πλέον ότι η χειραφέτησίς μου θα συντελεσθή τότε μόνον και θα επιδοθώ ο ίδιος πλέον - δια της οργανώσεώς μου - εις την αποκατάστασιν της θέσεώς μου.
ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ
Διότι θέλω την εξαφάνισιν πλέον του αισχρού τούτου εμπορίου, όπου οι άνθρωποι αναγκάζονται να πουλούν τα χέρια τους, την ικανότητά τους, τας γνώσεις των, τα κρέατά τους, τας θυγατέρας των, τους υιούς των, τας οικογενείας των, τας φιλίας των, και να τους εκμεταλλεύωνται οι τραπεζίται, οι έμποροι, οι βιομήχανοι, οι μεσίται, η θρησκεία, η γραφειοκρατία, το κράτος, και να εκμεταλλεύεται ο ιατρός τον άρρωστο, ο παπάς τον πεθαμμένο και να τρέχουν όλοι σα στραβοί στον κατήφορο του εξευτελισμού των, προσέχοντες μόνον στο χρήμα, στην φιλοδοξία και στην απόλαυσι του κτηνώδους των εγωισμού.
ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ
Διότι θέλω την εξαφάνισιν πλέον αυτού του αγοράζοντος και πωλούντος την χαμοζωήν του, συρφετού που απαρτίζει την σημερινήν Κοινωνίαν, και την αναδημιουργίαν μιας νέας και ελευθέρας κοινωνίας δια των οργανώσεών μου, εντός των οποίων και μόνον το άτομον θα εύρη πλήρη την ελευθερία και την αξιοπρέπειάν του.
ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ
Διότι εκατάλαβα πλέον ότι αυτοί που παίρνουν μια ετικέττα Ελευθεροφρόνων, Φιλελευθέρων, Σοσιαλιστών κλπ. και κολλούν σαν ψείρες απάνου στην ψώρα μου με την υπόσχεσιν ότι θα την θεραπεύσουν, δεν κάμνουν τίποτε άλλο παρά να αυξάνουν την φαγούρα της, ανοίγοντες βαθύτερα τις πληγές της, να με κρατούν σε μια ελεεινοτάτη κατάστασι από την οποίαν δεν θα απαλλαχθώ παρά μόνον την ημέραν που θα τις πετάξω για πάντα από πάνω μου και θα περιορισθώ προς θεραπείαν μου εις το σανατόριον της οργανώσεώς μου.
ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ
Διότι είδα πλέον ότι δι’ αυτού του μέσου διέρχομαι όλην μου την ζωήν στον πισινό του βοδιού μου οργώνοντας την γη, με ένα τίτλο Κυριάρχου, ενώ αυτοί που με παρουσιάζονται ως Εθνικόφρονες, Φιλελεύθεροι, Σοσιαλισταί κλπ. δια να με υπηρετήσουν δήθεν, απολαμβάνουν όλας τας φυσικάς καλλονάς, ακούουν μουσική αυτοί, την στιγμήν που εγώ ακούω... του βωδιού μου, λούζονται με μυρωδικά αυτοί, την στιγμήν που καθαρίζω εγώ κοπριές, κραιπαλούν αυτοί, την στιγμήν που εγώ μισοπεθαμμένος, βρέχω το ξεροκόμματό μου για να το φάγω.
ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ
Διότι ξύπνησα πλέον απ’ τον λήθαργον στον οποίον μ’ εβύθισαν όλοι αυτοί οι τσαρλατάνοι και είδα ότι η φύσις επροίκισε και εμένα όπως κι’ αυτούς με μυαλό για να το αναπτύξω όσο μπορώ· με μάτια δια να βλέπω ό,τι ωραίο μ’ αρέσει· με αυτιά δια να ακούω όσους ήχους με ευχαριστούν· με όσφρησιν δια να μυρίζω ό,τι ευωδιά προτιμώ· με γεύσι δια να δοκιμάζω ό,τι ουσία με γουστάρει· με δόντια, στόμαχον δια να μασσώ και να στέλνω στον στόμαχόν μου όσην ανάγκην έχει τροφής· με πόδια δια να τα διευθύνω και να περπατώ όσο θέλω και με χέρια δια να εργάζωμαι σύμφωνα με την ανάγκην που θα μου παρουσιάζεται προς ικανοποίησιν των ανωτέρω ορέξεών μου.
ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ
Διότι όλα αυτά τα όργανα με τα οποία με επροίκισε η φύσις, δια του μέσου αυτού της ψήφου, μου τα καθυπέταξαν οι κατεργαρέοι, και καμμιά κίνησις πλέον δεν μου μένει ελευθέρα. Όλαι μου οι ανάγκαι των ματιών μου, του μυαλού μου, των αυτιών μου, της μύτης μου, των δοντιών μου, του στομάχου μου, των ποδιών μου και των χεριών μου, εξαρτώνται από το «Αποφασίζομεν και διατάσσομεν» των Εθνικοφρόνων, των Φιλελευθέρων, των Σοσιαλιστών και λοιπών βαγαπόντηδων, οι οποίοι προσφέρονται ως υπηρέται δήθεν εμού του Κυριάρχου και με κοροϊδεύουν.
ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ
Διότι είνε επάναγκες πλέον να βάλω δια των οργανώσεών μου κάθε κατεργάρη στη θέσι του καταργώ το «Αποφασίζομεν και διατάσσομεν» είτε από τον Γούναρην προφέρεται, είτε από τον Βενιζέλον, είτε από τον Μπριάν, είτε από τον Λένιν. Να «αποφασίζετε και να διατάσσετε» τα τομάρια σας μόνον του λοιπού, διότι ο φυσικός και αληθής νόμος αυτό λέγει· κάθε άτομον «να αποφασίζη και να διατάσση» τον εαυτόν του μόνον σύμφωνα με τας ανάγκας του, καθώς και κάθε οργάνωσις σύμφωνα με τας ανάγκας των μελών αυτής.
ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ
Διότι η ιστορία με εδίδαξε ότι η Πειθαρχία και η Υπακοή εις το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» των άλλων, εμπερικλείουν μέσα των όλην την κακομοιριά μου, την στέρησιν και τον θάνατον όχι μόνον τον ειδικόν μου αλλά και της συζύγου μου και των τέκνων μου, κ’ εκείνων που γεννήθηκαν κ’ εκείνων που θα έχουν το ατύχημα να γεννηθούν, κατερημώνουσαι ούτω ολόκληρους οικογενείας και ολόκληρα έθνη, προς απόλαυσιν μερικών φιλοδοξών ανόητων, βαρβάρων αρχομανών, κτηνανθρώπων.
ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ
Διότι αντελήφθην καλώς πλέον ότι ένας φυσικός νόμος υπάρχει το Πειθαρχείν και Υπακούειν προς ικανοποίησιν των αναγκών του οργανισμού μου, αι οποίαι ανάγκαι θα γίνουν βεβαίως αισθητοί και από τα λοιπά μέλη της οργανώσεώς μου και θα εκπληρωθούν δι’ αυτής και μόνης.
ΔΕΝ ΨΗΦΙΖΩ
Διότι θέλω να ζήσω ελεύθερος πλέον και την ελευθερία μου αυτήν είνε αδύνατον να μου την δώσουν οι οποιοιδήποτε επιτήδειοι καιροσκόποι δια του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» δι’ αυτό «αποφασίζω και διατάσσω» κ’ εγώ τον εαυτό μου, ίνα οργανούμενος μακράν από κάθε φαυλότητα, επιβάλω προς αυτούς την ελευθερίαν, δια των οργανώσεών μου. Έχω δε την πεποίθησιν, ότι, εάν, ούτω σκεπτόμενος, κάθε εργάτης λάβη την ιδίαν απόφασιν με μένα, εντός ολίγου χρονικού διαστήματος θα δοκιμάσουμε τα καλά αποτελέσματα των ελευθέρων και απηλλαγμένων από κάθε πολιτικήν σαπίλαν οργανώσεών μας».
»(1) Το άρθρο του συνεργάτου μας ελήφθη χθες το πρωί μολονότι ταχυδρομημένο απ’ το Βόλο στις 28 π.μ. Χθες επίσης, και μάλιστα αργότερα, λάβαμε από τον ίδιο και άλλο γράμμα παλαιότερον ακόμα της 23ης π.μ. Εν τούτοις λέγεται ότι έχουμε συγκοινωνία... Εν πάση περιπτώσει οι αναγνώσται μας θα πεισθούν, είμεθα βέβαιοι, ότι μ’ όλο το «δεν ψηφίζω» αντί του «δεν εψήφισα», το άρθρο του φίλου δεν χάνει την επικαιρότητα του».
*Από το βιβλίο “Ο ήλιος της Αναρχίας ανέτειλε - Για μια ιστορία του αναρχικού κινήματος του «ελλαδικού» χώρου”, Εκδόσεις Κουρσάλ, Ιούνης 2017.