Maurizio Lazzarato / Προλεταριακή Πρωτοβουλία
Το ακόλουθο κείμενο του Μαουρίτσιο Λατσαράτο, σχετικά με το αδιάκοπο κύμα των μαζικών και πολύμορφων κινητοποιήσεων που βρίσκονται σ’ εξέλιξη στη Γαλλία ενάντια στη αντεργατική “μεταρρύθμιση” του συνταξιοδοτικού συστήματος, κυκλοφόρησε τον Απρίλη, στα ιταλικά, τα αγγλικά και τα ισπανικά (μεταξύ άλλων) στο illwill.com.
Μεταφράστηκε στα ελληνικά από τους Δ.Μ και Λ.Β. Δημοσιεύεται ως μια μικρή συμβολή στην διεθνιστική – προλεταριακή αντιπληροφόρηση & αυτομόρφωση και ενόψει της Εκδήλωσης -με τη συμμετοχή του συγγραφέα του- που διοργανώνεται από τους συντρόφους και τις συντρόφισσες της Ταξικής Αντεπίθεσης [ομάδα αναρχικών και κομμουνιστ(ρι)ών] και θα πραγματοποιηθεί σύντομα στην Αθήνα.
Ο κοινωνιολόγος και φιλοσόφος Maurizio Lazzarato γεννήθηκε το 1955. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα, όπου και δραστηριοποιήθηκε πολιτικά στο κίνημα της Εργατικής Αυτονομίας. Ζει και εργάζεται στο Παρίσι, όπου και αυτοεξορίστηκε το 1979, όπως και δεκάδες άλλοι διωκόμενοι αγωνιστές και αγωνίστριες, μετά την ευρύτατη κατασταλτική επιχείρηση που εξαπέλυσε το ιταλικό Κράτος τον Απρίλη εκείνης της χρονιάς, αρχής γενομένης “σ’ αυτήν την πόλη των κακών δασκάλων” και στη συνέχεια σ’ όλη τη χώρα, η οποία βασίστηκε σ’ αυτό που ιστορικά έμεινε γνωστό ως “θεώρημα Calogero” (από το όνομα του “προοδευτικού” εισαγγελέα που το κατασκεύασε).
Μέσα στα χρόνια, η πλούσια ερευνητική – συγγραφική δουλεία του έχει εστιαστεί στην άυλη εργασία, τον καπιταλισμό της γνώσης, τη βιοπολιτική και την βιοικονομία, το χρέος και το φασισμό, τον πόλεμο και την επανάσταση, καθώς και σ’ αυτή που έχει προσδιορίσει ως Μηχανή Κράτους – Κεφαλαίου.
Με αφορμή τον ιμπεραλιαστικό μέτωπο που μαίνεται στην Ουκρανία κυκλοφόρησε πρόσφατα το κείμενο του με τίτλο Πόλεμος. Καπιταλισμός. Οικολογία. Σχετικά με τα όρια της οικολογικής φιλοσοφίας, διαθέσιμο στα ιταλικά στο machina-deriveapprodi.com και στα αγγλικά, τα ισπανικά και τα πορτογαλικά στο illwill.com. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του κυκλοφόρησε (στα ιταλικά) με τίτλο Πόλεμος και νόμισμα. Ιμπεριαλισμός του δολαρίου. Νεοφιλελευθερισμός. Επαναστατικές Ρήξεις. Εκδόσεις Derive Approdi (2023). Στα ελληνικά, κυκλοφορούν τα βιβλία του
– Η Κατασκευή του Χρεωμένου Ανθρώπου. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια (2012)
– Πόλεμος ή Επανάσταση. Γιατί η ειρήνη δεν είναι μια εναλλακτική.Εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα (2022)
Η ακόλουθη μετάφραση αφιερώνεται αλληλέγγυα στον σύντροφο Serge που από τις 25 του περασμένου Μαρτίου, “αγωνίζεται σαν λιοντάρι για να κρατήσει τη ζωή που το κράτος προσπάθησε να του αφαιρέσει”, με τον βαρύτατο τραυματισμό του από τη ρίψη αστυνομικής χειροβομβίδας σε ευθεία βολή, κατά τη διάρκεια της απαγορευμένης, μαζικής και μαχητικής κινητοποίησης στο Saint-Soline.
Προλεταριακή Πρωτοβουλία
Αθήνα, Μάης 2023
Σχετικά με τους ταξικούς αγώνες στη Γαλλία.
Ας μπούμε κατευθείαν στην καρδιά του προβλήματος: μετά τις τεράστιες διαδηλώσεις ενάντια στη “μεταρρύθμιση” των συντάξεων, οπότε ο πρόεδρος Μακρόν αποφάσισε να περάσει διά πυρός, παρακάμπτοντας το κοινοβούλιο και επιβάλλοντας τον νόμο με τον οποίο το όριο συνταξιοδότησης αυξάνεται από τα 62 στα 64 χρόνια, οι διαδηλώσεις απάντησαν άμεσα: “και εμείς θα επιβάλουμε την απόφασή μας”. Ανάμεσα σε δύο αντίθετες επιδιώξεις, από τη μια αυτή της κυριαρχίας της Μηχανής Κράτους – Κεφαλαίου και από την άλλη εκείνης της θέλησης της Τάξης, εκείνη που θα κρίνει το αποτέλεσμα είναι η ισχύς. Ο συμβιβασμός μεταξύ Εργασίας και Κεφαλαίου έχει διαρρηχθεί από τη δεκαετία του 1970, αλλά η οικονομική κρίση και ο πόλεμος έχουν ριζοσπαστικοποιήσει τις συνθήκες της σύγκρουσης.
Ας προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τους δύο πόλους αυτού του συσχετισμού εξουσίας που βασίζεται στην ισχύ, μέσα στις πολιτικές συνθήκες μετά το 2008 και μέχρι το 2022.
Ο Γαλλικός Μάρτης
Το κίνημα φαίνεται να έχει αντιληφθεί την αλλαγή της πολιτικής κατάστασης που προκλήθηκε αρχικά από την κρίση του 2008 και έπειτα από τον πόλεμο. Χρησιμοποίησε διάφορες από τις μορφές αγώνα που αναπτύχθηκαν από το γαλλικό προλεταριάτο κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων, φέρνοντάς τες μαζί, κατανοώντας τες, νομιμοποιώντας έτσι -εκ των πραγμάτων- τις διαφορές τους. Στους συνδικαλιστικούς αγώνες με τις ειρηνικές τους πορείες που σταδιακά μεταβάλλονταν, εντάσσοντας και μη μισθωτά κομμάτια (στις 23 του Μάρτη, η παρουσία της νεολαίας, των φοιτητών και των μαθητών ήταν τεράστια), προστέθηκαν οι “άγριες” διαδηλώσεις που εξελίχθηκαν με τη δύση του ήλιου στους δρόμους της πρωτεύουσας και των άλλων μεγάλων πόλεων (όπου υπήρξαν και οι πιο τεταμένες).
Αυτή η στρατηγική της δράσης ανά ομάδες που κινούνται συνεχώς από το ένα σημείο της πόλης στο άλλο, διασκορπίζοντας έτσι τους μπάτσους [flics], είναι μια ξεκάθαρη κληρονομιά από τις μορφές αγώνα των Κίτρινων Γιλέκων, που είχαν αρχίσει να “τρομοκρατούν” τους αστούς, όταν αντί να πορεύονται ειρηνικά ανάμεσα στις πλατείες Republique και Nation, έφεραν τις φωτιές στις πλούσιες γειτονιές του δυτικού Παρισιού. Τη νύχτα της 23ης Μαρτίου, μονάχα στο Παρίσι, καταγράφηκαν 923 εστίες φωτιάς. Οι μπάτσοι δηλώσαν πως οι “‘άγριες” νύχτες έφτασαν σε επίπεδα έντασης υψηλότερα και από εκείνα των “επιδρομών” των Κίτρινων Γιλέκων.
Κανένα συνδικάτο, ούτε καν το πιο φιλοπροεδρικό (CFDT), δεν καταδίκασε τις “άγριες” διαδηλώσεις. Όλα τα ΜΜΕ -που χωρίς καμία εξαίρεση ανήκουν σε ολιγάρχες- περίμεναν ανυπόμονα μετά τις πρώτες “εκδηλώσεις βίας” μια αναστροφή της κοινής γνώμης και έχουν απογοητευτεί: τα 2/3 των Γάλλων συνεχίζουν να στηρίζουν τον ξεσηκωμό. Ο “άρχοντας” αρνήθηκε να συναντηθεί με τα συνδικάτα, εκφράζοντας έτσι ξεκάθαρα τη θέλησή του για μια άμεση σύγκρουση, χωρίς διαμεσολαβήσεις. Έτσι, έγινε αντιληπτό απ’ όλους πως η στρατηγική που έπρεπε να υιοθετηθεί ήταν μονάχα μία, η χρήση των διάφορων μορφών αγώνα, χωρίς το βάρος του διαχωρισμού “βίας/ειρηνισμού”.
H μαζικότητα και η διαφορετικότητα των συμμετεχόντων στις πορείες γίνεται αντιληπτή και στις απεργιακές περιφρουρήσεις που είναι σημαντικές όσο και οι διαδηλώσεις, αν όχι ακόμα περισσότερο απ’ αυτές. Η επιλογή του Μακρόν πιθανότατα προέκυψε από το όχι απολύτως επιτυχημένο μπλοκάρισμα που προκλήθηκε από τη γενική απεργία στις 7 του Μάρτη (αφού την επόμενη ημέρα η κατάσταση είχε σχεδόν ομαλοποιηθεί!). Όμως, αυτό που δεν προέβλεψε ο Μακρόν ήταν η γιγάντωση του κινήματος μετά την απόφαση του να εφαρμόσει το συνταγματικό άρθρο 49.3.
Το μόνο κίνημα που δεν έχει ενταχθεί σ’ αυτόν τον αγώνα είναι εκείνο των προαστίων [banlieues]. Η συνάρθρωση των “μικρών λευκών” [“petits blancs”] (των φτωχότερων στρωμάτων του λευκού προλεταριάτου) με τους “βάρβαρους” [“barbares”] (τα παιδιά με γαλλική υπηκόοτητα και μετανάστες γονείς, οι “αυτόχθονες της Δημοκρατίας”). Δεν πρόκειται για κάτι το αμελητέο, αφού -όπως θα δούμε παρακάτω- αυτό που διακυβεύεται είναι μια πιθανή παγκόσμια επανάσταση, η συνάρθρωση Βορρά και Νότου.
Εκ των πραγμάτων, έχει προκύψει -και έχει γίνει απ’ όλους αποδεκτή- μια διασύνδεση μεταξύ των μαζικών αγώνων και εκείνων μιας μειοψηφικής τάσης που επικεντρώθηκε στην συνέχιση της σύγκρουσης κατά τη διάρκεια της νύχτας, μέσω της χρήσης των κάδων σκουπιδιών που συσσωρεύονται στις άκρες των δρόμων από την απεργία των οδοκαθαριστών, έτσι ώστε να μπλοκάρουν την αστυνομία και να δημιουργήσουν zbeul (ταραχή, από την αραβική λέξη του Μαγκρέμπ zebla που σημαίνει σκουπίδι). Προς το παρόν, ας ονομάσουμε αυτήν την τάση “πρωτοπορία” γιατί δεν ξέρω πως αλλιώς να την αποκαλέσω, ελπίζοντας πως οι συνήθεις κρετίνοι δεν θα με κράξουν για λενινισμό. Εδώ, δεν τίθεται το ζήτημα εμφύσησης της συνείδησης στο προλεταριάτο που τη στερείται, ούτε αυτό της λειτουργίας πολιτικής ηγεσίας, αλλά μονάχα εκείνο της συνάρθρωσης του αγώνα ενάντια στη σιδερένια πυγμή που επιβάλλεται από την κατεστημένη τάξη. Η σχέση μεταξύ μαζών και ενεργών μειοψηφιών είναι υπαρκτή σε όλα τα επαναστατικά κινήματα. Αυτό που τίθεται είναι ο αναστοχασμός της μέσα στις νέες συνθήκες και όχι η αναίρεση της.
Πριν από τις μαζικές κινητοποιήσεις αυτών των ημερών, υπήρχαν διαφορές και διαχωρισμοί που διαπερνούσαν το γαλλικό προλεταριάτο και αδυνάτιζαν την ισχύ της δράσης του. Εδώ, μπορούμε μονάχα να συνοψίσουμε: τα συνδικάτα και τα θεσμικά κόμματα της αριστεράς (με εξαίρεση εκείνο της France Insoumise [Ανυπότακτη Γαλλία] του Μελανσόν) ποτέ δεν κατάλαβαν τα Κίτρινα Γιλέκα, ούτε τη φύση τους ούτε τις διεκδικήσεις αυτών των εργαζόμενων που δεν εμπίπτουν στις κλασικές νόρμες των μισθωτών στρωμάτων. Αντιμετωπίσαν με αδιαφορία, αν όχι με εχθρότητα τους αγώνες τους. Η εχθρότητα τους εκφράστηκε εν τούτοις ανοιχτά προς τους “βάρβαρους” των προαστίων (με εξαίρεση την “Ανυπότακτη Γαλλία”), στην οποία προστέθηκε εκείνη κομματιών του φεμινιστικού κινήματος, μέσα από την ευθυγράμμιση τους με τις ρατσιστικές καμπάνιες που εξαπέλυσαν οι συστημικές δυνάμεις και τα ΜΜΕ ενάντια στην “ισλαμική μαντίλα”. Από την πλευρά τους, κανένα από αυτά δεν στάθηκε ικανό ν’ αναπτύξει τις δικές του αυτόνομες και ανεξάρτητες μορφές οργάνωσης, ικανές να φέρουν τη δικη τους οπτική γωνία, την οποία ούτε τα συνδικάτα ούτε τα κόμματα -που βρίσκονται κλεισμένα σε μια βάση που συνεχώς μειώνεται- δεν θέλουν να λάβουν ούτε καν υπ’ όψη τους. Μέσα στους “βάρβαρους” έχει αναπτυχθεί μια απο-αποικιακή θεωρία με την οποία μπορούμε να συμμεριστούμε πολλές θέσεις. Αυτή όμως δεν στάθηκε ποτέ ικάνη να ριζώσει στις συνοικίες και να μορφοποιηθεί μέσα από μια μαζική οργάνωση. Από την άλλη, το φεμινιστικό κίνημα είναι καλά οργανωμένο και έχει αναπτύξει νηφάλιες και βαθιές αναλύσεις, εκφράζοντας ριζοσπαστικές θέσεις, οι οποίες όμως δεν επιφέρουν πολιτικές ρήξεις μιας τέτοιας έκτασης. Δεν έχει δώσει τις μάχες του μέσα στους εξελισσόμενους αγώνες, παρά το γεγονός ότι οι γυναίκες είναι οι πλέον πληγείσες από τις “μεταρρυθμίσεις”. Επομένως, το γαλλικό προλεταριάτο ήταν κατακερματισμένο από το ρατσισμό, το σεξισμό και τις νέες μορφές επισφαλούς εργασίας.
Το τωρινό κίνημα έχει διαρρήξει τις γραμμές, bouger les lignes όπως λένε οι Γάλλοι, μετακινώντας τις γραμμές διαχωρισμού, ανασυνθέτοντας σε μερικό βαθμό τις διαφορές. Επίσης, οι οικολογικές δράσεις έχουν αποκτήσει ισχύ και πόρους μέσα στους αγώνες. Οι συγκρούσεις στο Saint-Soline ενάντια στην κατασκευή μεγάλων ταμιευτήρων νερού για την αγροδιατροφική βιομηχανία, όπου η αστυνομία έκανε χρήση πολεμικών όπλων, προκάλεσαν αγανάκτηση και κινητοποιήσεις τις επόμενες μέρες, μέσα από την επανεκκίνηση των “άγριων” -αν και μικρότερης έντασης- διαδηλώσεων.
Πρόκειται για ένα άλμα των ανασυνθέσεων; Ίσως είναι πολύ νωρίς να μιλάμε για κάτι τέτοιο. Σε κάθε περίπτωση, τα διάφορα κινήματα που εξελίσσονται στη Γαλλία αυτά τα χρόνια, έχουν μπολιαστεί μέσα στις συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις προσφέροντάς τους μια διαφορετική εικόνα και ουσία: την αναμέτρηση με την εξουσία και το κεφάλαιο. Μέσα σε δύο μήνες, έκαψαν τον Μακρόν και έφεραν την προεδρία του σ’ ένα αδιέξοδο δρόμο.
Όταν το πολιτικό σύστημα στις δυτικές χώρες γίνεται ολιγαρχικό και η συναίνεση σε αυτό δεν μπορεί να εξασφαλιστεί με μισθούς, απολαβές και κατανάλωση, που υπόκεινται συνεχώς σε αποκλεισμούς και μειώσεις, η αστυνομία γίνεται ο βασικός άξονας “διακυβέρνησης”. Επί της προεδρίας του, ο Μακρόν έχει διαχειριστεί τους κοινωνικούς αγώνες μονάχα με την αστυνομία.
Η βαρβαρότητα των επεμβάσεων βρίσκεται σήμερα στην καρδιά της γαλλικής στρατηγικής για τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης. Η Γαλλία δεν έχει μονάχα μια μεγάλη επαναστατική παράδοση αλλά και μια παράδοση άσκησης αντεπαναστατικής βίας, δίχως προηγούμενο στις αποικίες της και ανάλογα με την απειλή που διατρέχει η εξουσία στη μητρόπολη, όπου το 1848 είχε επέμβει ο αποικιακός στρατός -ο Στρατός της Αφρικής [Armée d’Afrique] που είχε κατακτήσει την Αλγερία- ώστε να καταστείλει την επανάσταση.
Τώρα πλέον το διακύβευμα του κινήματος δεν έγκειται μονάχα στην εργασία και την άρνηση της, αλλά και στο μέλλον του ίδιου του καπιταλισμού και του Κράτους του, όπως συμβαίνει πάντοτε όταν ξεσπάνε συγκρούσεις μεταξύ ιμπεριαλισμών!
Το δίδαγμα που μπορούμε να εξάγουμε από αυτούς τους δυο μήνες αγώνα είναι η επείγουσα αναγκαιότητα αναστοχασμού και αναδιαμόρφωσης του ζητήματος της ισχύος, της οργάνωσης και της χρήσης της. Η τακτική και η στρατηγική καθίστανται και πάλι σε πολιτικές αναγκαιότητες, με τις οποίες τα κινήματα λίγο ασχολήθηκαν, όντας σχεδόν αποκλειστικά απασχολημένα με τις ιδιαιτερότητες της δικής τους (σεξιστικής, ρατσιστικής, οικολογικής, μισθωτής) σχέσης εξουσίας. Παρ’ όλα αυτά, ανέβασαν το επίπεδο της σύγκρουσης κινούμενα αντικειμενικά μαζί, υπό την έλλειψη ενός υποκειμενικού συντονισμού, αποδομώντας την κατεστημένη εξουσία.
Είτε θα επανατεθεί το πρόβλημα της ρήξης με τον καπιταλισμό και όλων αυτών που αυτή σηματοδοτεί, είτε η δράση θα συνεχίσει να είναι μονάχα αμυντική. Αυτό που αναδύεται ιστορικά όταν ξεσπάει ο πόλεμος μεταξύ ιμπεριαλισμών είναι πάντοτε η δυνατότητα της “κατάρρευσης” του (όπου μπορεί και ν’ αναδυθεί ένας νέος καταμερισμός εξουσίας στην παγκόσμια αγορά και ένας νέος κύκλος της συσσώρευσης). Οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ρωσία έχουν κατανοήσει πλήρως αυτό το διακύβευμα. Είναι όμως αμφίβολο ακόμα αν ο ταξικός αγώνας θα μπορέσει ν’ αναβαθμιστεί μέσα σ’ αυτό το επίπεδο της σύγκρουσης.
Η Δυτική Aυταρχία
Το γαλλικό σύνταγμα δίνει πάντοτε τη δυνατότητα στον “άρχοντα” ν’ αποφασίζει μέσα στους λεγόμενους δημοκρατικούς θεσμούς. Έτσι, προκύπτει η εφεύρεση του άρθρου 49.3 που επιτρέπει τη νομοθέτηση χωρίς την ψήφιση της από τη βουλή. Αυτή η συνταγματική διάταξη καταδεικνύει τη συνέχεια που υπάρχει στις διαδικασίες πολιτικού συγκεντρωτισμού, οι οποίες και ξεκίνησαν πολύ πριν από τη γέννηση του ίδιου του καπιταλισμού. Η διαδικασία συγκεντρωτισμού της στρατιωτικής ισχύος (το νόμιμο μονοπώλιο της χρήσης της) που -επίσης- προϋπάρχει του καπιταλισμού, αποτελεί την άλλη απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάδυση της Μηχανής Κράτους – Κεφαλαίου, η οποία με τη σειρά της προχώρησε άμεσα σε μια συγκεντροποίηση της οικονομικής ισχύος, μέσω της συγκρότησης μονοπωλίων και ολιγοπωλίων που -μέσα στη μακρά ιστορία του καπιταλισμού- δεν έκαναν άλλο από το να επεκτείνουν την οικονομική και πολιτική βαρύτητα τους.
Μια μεγάλη μερίδα της πολιτικής σκέψης αγνόησε τον πραγματικά υπαρκτό καπιταλισμό, αναιρώντας τις διαδικασίες του “κυρίαρχου” συγκεντρωτισμού του, ανοίγοντας έτσι το δρόμο στις έννοιες της “κυβερνησιμότητας” [“governamentalità”](Φουκώ), της “κυβέρνησης” [“governo”] (όπως ο Aγκάμπεν που αναστατώθηκε πολύ κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά εξαφανίστηκε με τον πόλεμο μεταξύ ιμπεριαλισμών που είναι ελάχιστα βιοπολιτικός) και της “διακυβέρνησης” [“governance”].
Το σχετικό απόσπασμα από τον Φουκώ είναι ενδεικτικό του θεωρητικού κλίματος της αντεπανάστασης: “Η οικονομία είναι μια επιστήμη χωρίς ολότητα, η οικονομία είναι μια επιστήμη όπου αρχίζει να εκδηλώνεται όχι τόσο η έλλειψη χρησιμότητας, αλλά η αδυναμία από μια οπτική γωνία του κυρίαρχου” [1]. Τα μονοπώλια είναι ο “κυρίαρχος” της οικονομίας, κάτι που δεν κάνει άλλο από το να μεγεθύνει τη θέλησή τους για την απολυτοποίηση [totalizzazione] τους, μέσω της σύμφυσης τους με την “κυρίαρχη” εξουσία του πολιτικού συστήματος και τις “κυρίαρχες” εξουσίες του στρατού και της αστυνομίας.
Ο καπιταλισμός δεν ταυτίζεται ούτε με τον φιλελευθερισμό ούτε με τον νεοφιλελευθερισμό. Πρόκειται για δυο πράγματα εντελώς διαφορετικά και η περιγραφή της ανάπτυξης της Μηχανής Κράτους-Κεφαλαίου, ως ένα πέρασμα από τις κοινωνίες της κυριαρχίας στις κοινωνίες της πειθάρχησης και την κοινωνία του ελέγχου, δεν αποτέλεσε τίποτα άλλο από μια ανοησία. Σε κάθε περίπτωση, οι τρεις συγκεντρωτισμοί ολοκληρώνονται, διοικώντας τις μορφές (φιλελεύθερης ή νεοφιλελεύθερης) κυβερνησιμότητας, τις οποίες εφαρμόζουν και έπειτα τις εγκαταλείπουν, όταν η ταξική σύγκρουση ριζοσπαστικοποιείται.
Οι τεράστιες ανισορροπίες και πολώσεις μεταξύ των Κρατών και μεταξύ των Τάξεων καθορίζονται από αυτούς τους συγκεντρωτισμούς και οδηγούν κατευθείαν στον πόλεμο, ο οποίος εκφράζει -για ακόμα μια φορά- το αληθινό πρόσωπο του καπιταλισμού (τη σύγκρουση μεταξύ ιμπεριαλισμών) και έχει άμεσες πολιτικές επιπτώσεις, κυρίως για τα μικρά ευρωπαϊκά κράτη. Την ώρα που ο Γάλλος πρόεδρος εφαρμόζει την κυριαρχία του ενάντια στον “πληθυσμό”του, ταυτόχρονα -ως πειθήνιος υποτελής- χάνει ένα άλλο μεγάλο κομμάτι της, προς όφελος των ΗΠΑ που -χάρη στον πόλεμο ενάντια στο Ρώσο “ολιγάρχη”- έχουν αντικαταστήσει τον γαλλο-γερμανικό άξονα μ’ εκείνο των ΗΠΑ-Μεγάλης Βρετανίας και χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, στο επίκεντρο του οποίου οι ΗΠΑ έχουν τοποθετήσει την πιο αντιδραστική, σεξιστική, θεοκρατική, ομοφοβική, αντεργατική και φιλοπόλεμη χώρα της Ευρώπης, την Πολωνία. Τώρα πλέον, όχι μονάχα η ομοσπονδιοποίηση της Ευρώπης αλλά και ίδια η Ευρώπη των εθνών φαντάζουν ουτοπικές. Το μέλλον θα καθοριστεί από εθνικισμούς και νέους φασισμούς. Αν τυχόν κάποιος θελήσει ν’ αναγεννήσει το ευρωπαϊκό σχέδιο, μετά από ακόμα μια δουλική συναίνεση στη λογική του ιμπεριαλισμού του δολαρίου, θα πρέπει πρώτα να διεξάγει έναν αγώνα για την απελευθέρωση από την αποικιοκρατία των Γιάνκηδων.
Στη διεθνή σκακιέρα, η Γαλλία μετράει λιγότερο απ’ όσο μετρούσε πριν από τον πόλεμο, αλλά όπως όλοι οι περιθωριοποιημένοι κυριούληδες, ο Μακρόν εξαπολύει όλη την αγριότητα και την αδυναμία του ενάντια στους δικούς του “υπηκόους”, στους οποίους και επιφυλάσσει την αντιμετώπιση τους από την αστυνομία του.
Σύμφωνα με τους Financial Times (25/3/2023), “η Γαλλία έχει εκείνο το πολίτευμα το οποίο, ανάμεσα στις πιο ανεπτυγμένες χώρες, προσιδιάζει περισσότερο σε μια αυταρχική δικτατορία”. Είναι διασκεδαστικό να διαβάζουμε τον διεθνή Τύπο του Κεφαλαίου (Wall Street Journal) που ανησυχεί γιατί “η καταναγκαστική πορεία του Μακρόν για τη μετατροπή της γαλλικής οικονομίας σ’ ένα φιλεπιχειρηματικό περιβάλλον γίνεται σε βάρος της κοινωνικής συνοχής”. Η πραγματική τους ανησυχία δεν αφορά τις συνθήκες ζωής εκατομμυρίων προλετάριων αλλά τον “λαϊκιστικό” κίνδυνο που δύναται να θέσει σε αμφισβήτηση την Ευρωατλαντική Συμμαχία, το Παγκόσμιο ΝΑΤΟ και επομένως τις ΗΠΑ που το διοικούν: η “κοινοβουλευτική εξέγερση” και το “χάος που εξαπλώνεται στη χώρα θέτει ανησυχητικά ερωτήματα σχετικά με το μέλλον της χώρας, για όσους ελπίζουν ότι η Γαλλία θα παραμείνει στο φιλελεύθερο, φιλο-Ε.Ε. και φιλο-ΝΑΤΟ στρατόπεδο” (Politico). Οι Financial Times φοβούνται πως η Γαλλία “ακολουθεί τους Αμερικάνους, τους Βρετανούς, τους Ιταλούς και στρέφεται προς την λαϊκίστικη ψήφο”. Δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό αν είναι υποκριτές ή απλώς ανεύθυνοι. Θέλουν να έχουν δυο πράγματα ταυτόχρονα: τη χρηματοπιστωτική απόδοση και την μονοπωλιακή απόδοση, αλλά και την κοινωνική συνοχή, τη δημοκρατία και τη δικτατορία του κεφαλαίου, τις εταιρίες απαλλαγμένες από τους φόρους να χρημαδοτούνται απλόχερα από ένα κοινωνικό κράτος [welfare] εντελώς διαστρεβλωμένο προς όφελος τους, αλλά και την κοινωνική ειρήνη. Το Der Spiegel μιλάει για “δημοκρατικό έλλειμα” και “απειλή για την ίδια τη δημοκρατία”, ενώ είναι αυτές οι οικονομικές πολιτικές που υπεράσπίζονται καθημερινά τις επιταγές της δυτικής αυταρχίας, η οποία δεν έχει τίποτα, μα τίποτα, να ζηλέψει από την αντίστοιχη ανατολική.
Ο Παγκόσμιος Κύκλος Αγώνων μετά το 2011
Αυτό που αρχίζει τώρα να διακρίνεται μέσα στους αγώνες στη Γαλλία, η πρόκληση ενάντια στο κράτος και το κεφάλαιο, είναι αυτό που στους αγώνες στον παγκόσμιο Νότο έγινε άμεσα αντιληπτό από το 2011 κι έπειτα.
Ήδη από τον 20ο αιώνα και έπειτα, ο μεγάλος Νότος επιτέλεσε μια στρατηγικά αποφασιστική λειτουργία, σε μεγαλύτερο βαθμό από εκείνον των αγώνων στη Δύση. Η διεθνής διάσταση των συσχετισμών ισχύος παίζει καθοριστικό ρόλο ώστε να γίνει κατορθωτή η ανάκτηση της πρωτοβουλίας. Η κρίση του 2008 όχι μονάχα έδωσε τη δυνατότητα του πολέμου (ο οποίος και έφτασε με συνέπεια) αλλά κι εκείνη του ανοίγματος επαναστατικών ρωγμών (η πραγματικότητα των αγώνων είναι μετακινούμενη και αναγκασμένη να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, αν δεν επιθυμεί το τσάκισμα της από την παράλληλη δράση του πολεμου και των νέων φασισμών).
Η τελευταία παγκοσμιοποίηση δεν αρκέστηκε μονάχα στο βάθεμα των διαφορών αλλά δημιούργησε Βορράδες μέσα στο Νότο και εγκατέστησε Νότους μέσα στο Βαρρά. Με βάση αυτό, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εξαχθεί ένα συμπέρασμα ομογενοποίησης των πολιτικών συμπεριφορών και των διαδικασιών υποκειμενικοποίησης στο εσωτερικό αυτών των δυο διαφορετικών κομματιών. Η πόλωση μεταξύ Κέντρου και Περιφέρειας είναι σύμφυτη του καπιταλισμού και πρέπει επιτακτικά και συνεχώς ν’ αναπαράγεται. Χωρίς τη καταλήστευση του Νότου, χωρίς την επιβολή μιας “λούμπεν” ανάπτυξης και μιας “άνισης ανταλλαγής” (Samir Amin), το ποσοστό κέρδους μοιραία θα μειώνεται εκθετικά, παρ’ όλες τις καινοτομίες, τις τεχνολογίες και τις εφευρέσεις που ο Βορράς μπορεί να παράξει, υπό τον έλεγχο του μεγαλύτερου τεχνικό-επιστημονικού επιχειρηματία, δηλαδή του αμερικανικού Πενταγώνου. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία του πολεμου που βρίσκεται σ’ εξέλιξη. Ο Νότος θέλει να εξέλθει από αυτή τη σχέση υποταγής και σε κάποιο βαθμό το έχει ήδη κάνει. Αυτή είναι η πολιτική βούληση που απειλεί τη αμερικάνικη χρηματοπιστωτική και νομισματική ηγεμονία και την πολιτική και παραγωγική πρωτοκαθεδρία της.
Υπάρχουν τουλάχιστον δύο σημαντικές πολιτικές διαφορές που παραμένουν ανάμεσα τη Δύση και τον υπόλοιπο κόσμο. Η μη-ένταξη των “βάρβαρων” των γαλλικών προαστίων στους αγώνες που βρίσκονται σ’ εξέλιξη, παρά το γεγονός ότι αποτελούν ένα από τα πιο φτωχά και εκμεταλλευόμενα στρώματα του γαλλικού προλεταριάτου, αποτελεί ήδη ένα σύμπτωμα -χαρακτηριστικό των δυτικών χωρών- των δυσκολιών του ξεπεράσματος της “αποικιακής ρωγμής”, από την οποία καιρό τώρα επωφελούνται οι λευκοί.
Μέσα στον κύκλο των αγώνων που ξεκίνησαν το 2011 προέκυψε μια διαφοροποίηση, παρόμοια μ’ εκείνη που είχε καταγραφεί και κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Εκείνη την εποχή υπήρξαν σοσιαλιστικές ή εθνοαπελευθερωτικές επαναστάσεις (σε κάθε περίπτωση, με σοσιαλιστικές αναφορές) που εξαπλώθηκαν στον Νότο και μαζικοί αγώνες, ενίοτε πολύ δυναμικοί, οι οποίοι όμως δεν στάθηκαν ικανοί να μετεξελιχθούν σε νικηφόρες επαναστατικές διαδικασίες στη Δύση.
Σήμερα έχουμε μεγάλες απεργίες στην Ευρώπη (Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία, Ισπανία αλλά και στη Γερμανία) ενώ από την άλλη έχουμε κυριολεκτικές εξεγέρσεις και ξεσηκωμούς, μέσα από μια εκκίνηση των επαναστατικών διαδικασιών στο Νότο.
Ας λάβουμε υπ’ όψη μερικά παραδείγματα, την Αίγυπτο και την Τυνησία που εγκαινίασαν τον κύκλο του 2011, τη Χιλή και το Ιράν πιο πρόσφατα, ώστε να υπογραμμίσουμε τις διαφορές αλλά και τις πιθανές συγκλίσεις.
Είναι δύσκολο να συγκρίνουμε την Αραβική Άνοιξη με το κίνημα του “Occupy Wall Street”, ακόμα και αν υπήρξε μια κάποια κυκλοφορία των μορφών αγώνα: κατάρρευση της κατεστημένης εξουσίας, εκατομμύρια άνθρωποι στις κινητοποιήσεις, πολιτικά συστήματα να τρίζουν συθέμελα, καταστολή μ’ εκατοντάδες νεκρούς, δυνατότητα εκκίνησης μιας πραγματικά επαναστατικής διαδικασίας, η οποία όμως απέτυχε άμεσα, αφού όπως ανέφερε κατά τη διάρκεια της εξέγερσης κι ένα πλακάτ στο Κάιρο: “half revolution, no revolution” [“μισή επανάσταση, όχι επανάσταση”]. Το κίνημα του “Occupy Wall Street” δεν έθεσε ποτέ επί του πεδίου συσχετισμούς ισχύος τέτοιου μεγέθους ούτε παρήγαγε -έστω και για λίγο- “κενά”, δηλαδή αποδομήσεις και απονομιμοποιήσεις των μηχανισμών εξουσίας, όπως οι εξεγέρσεις στο Νότο ανά περιόδους κατάφεραν. Επίσης, ο Νότος είναι εκείνος που ανοίγει και προωθεί νέους κύκλους αγώνων (πχ, τον λατινοαμερικάνικο φεμινισμό), οι οποίοι αναπαράγονται με λιγότερη ένταση και ισχύ στον Βορρά.
Στη Χιλή, ο “νεοφιλελευθερισμός” γεννήθηκε αφού πρώτα η Μηχανή Κράτους -Κεφαλαίου είχε προκαλέσει τη φυσική καταστροφή των επαναστατικών διαδικασιών που βρίσκονταν σ’ εξέλιξη, ενώ παράλληλα είχε καλέσει τους Hayek και Friedman για να χτίσουν πάνω στα συντρίμμια την αγορά, τον ανταγωνισμό και το ανθρώπινο κεφάλαιο (δεν πρέπει να συγχέουμε τον νεοφιλελευθερισμό με τον ιμπεριαλισμό και τον καπιταλισμό αλλά είναι απαραίτητη πάντοτε η προσεχτική διάκριση τους). Η Χιλή λοιπόν αποτελεί μια άλλη τυπολογία εξέγερσης, από την οποία μπορούν να εξαχθούν ορισμένα διδάγματα. Όπως επίσης ισχύει και για τη βόρεια Αφρική, πρόκειται για πολιτικές ήττες.
Σε αντίθεση με την Αίγυπτο, στη Χιλή μια πληθώρα κινημάτων (με ιδιαίτερα σημαντικά το φεμινιστικό κι εκείνο των αυτόχθονων) εκφράστηκαν μέσα στην εξέγερση. Όμως, σ’ ένα ορισμένο σημείο της πάλης των Τάξεων, βρισκόμαστε απέναντι σε μια εξουσία που δεν είναι πλέον μόνο πατριαρχική ή ετεροφυλόφιλη, δεν είναι πλέον μονάχα η ρατσιστική εξουσία ούτε μονάχα εκείνη των αφεντικών, αλλά η συνολική εξουσία της Μηχανής Κράτους-Κεφαλαίου που εμπεριέχει, αναδιοργανώνει και ταυτόχρονα ξεπερνά όλες τις άλλες εξουσίες. Ο εχθρός δεν είναι μονάχα η εθνική εξουσία και η κυριότητα ενός κράτους, όπως το χιλιανό. Σε αυτές τις περιπτώσεις, έρχεται η άμεση αντιπαράθεση με τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές αφού ενδεχόμενες πολιτικές ρήξεις, όπως στην Αίγυπτο (περισσότερο ακόμα απ’ όσο στην Τυνησία), τη Χιλή ή το Ιράν, απειλούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τους συσχετισμούς ισχύος μέσα στην παγκόσμια αγορά, και την παγκόσμια κατανομή της εξουσίας: οι εξεγέρσεις τόσο στη Χιλή όσο και την Αίγυπτο παρακολουθούνταν στενά από τις ΗΠΑ, οι οποίες δεν δίστασαν να παρέμβουν με την “στρατηγική επέμβαση” τους. Μια παρόμοια συνθήκη προέκυψε και στη Γαλλία: η ανάπτυξη των αγώνων που εκκίνησαν ως “συνδικαλιστική” πάλη βρίσκεται αντιμέτωπη με το σύνολο της Μηχανής Κράτους-Κεφαλαίου.
Μέσα σ’ αυτές τις στιγμές του αγώνα, υπάρχει -και για τις δυο αντιτιθέμενες πλευρές- ένα σημείο χωρίς επιστροφή, αφού είναι αδύνατο να διατηρηθούν σταθερές μορφές αντιεξουσίας, “απελευθερωμένες” ζώνες και περιοχές, παρά μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα. Η ζαπατίστικη λύση δεν μπορεί να γενικευθεί ούτε μπορεί να αναπαραχθεί (όπως άλλωστε λένε και οι ίδιοι οι Ζαπατίστας). Μέσα στις υπάρχουσες συνθήκες του καπιταλισμού, δεν γίνεται αντιληπτός ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να εγκαθιδρυθεί μια μακρόχρονη “δυαδική εξουσία”. Ταυτόχρονα, η κατάκτηση της εξουσίας δεν φαίνεται ν’ αποτελεί -απο το ’68 και δώθε- μια προτεραιότητα. H κατάσταση φαντάζει ως ένα αίνιγμα!
Παρά τις πολιτικές διαφορές μεταξύ Βορρά και Νότου, ανακύπτουν προβλήματα που τους διαπερνούν εγκάρσια: ποιο είναι εκείνο το πολιτικό υποκείμενο που πρέπει να οικοδομηθεί έτσι ώστε να είναι ικανό να οργανώσει την πολυμορφία των αγώνων και των οπτικών, ενώ ταυτόχρονα να μπορεί να θέσει το ζήτημα της δυαδικότητας της εξουσίας και της οργάνωσης της ισχύος;
Οι ξεσηκωμοί, οι εξεγέρσεις [στο Νότο] (αλλά -έστω και με διαφορετικό τρόπο- και οι αγώνες στη Γαλλία) παράγουν μια σειρά αινιγμάτων: την έλλειψη της δυνατότητας να ολοκληρώσουν και να συνθέσουν τους αγώνες αλλά και εκείνη του να παραμείνουν διασκορπισμένοι μέσα στις διαφορετικότητες τους. Την έλλειψη της δυνατότητας να μην εξεγερθούν αποδομόντας την εξουσία κι εκείνη της κατάκτησης της εξουσίας. Την έλλειψη της δυνατότητας να οργανώσουν το πέρασμα από την πολλαπλότητα στη δυαδικότητα της εξουσίας, η οποία επιβάλλεται από τον εχθρό, και από εκείνη του να παραμείνουν εγκλωβισμένοι μονάχα μέσα στην πολλαπλότητα και τη διαφορετικότητα τους. Την έλλειψη της δυνατότητας συγκεντροποίησης κι εκείνης της αντιμετώπισης του εχθρού χωρίς συγκεντροποίηση. H επίλυση αυτών των αινιγμάτων αποτελεί τη συνθήκη για τη δημιουργία του εφικτού για την επανάσταση. Μονάχα υπό αυτές τις προϋποθέσεις, ξεπερνώντας αυτές τις ελλείψεις των δυνατοτήτων, το ανέφικτο γίνεται εφικτό.
Η δεύτερη μεγάλη διαφορά μεταξύ Βορρά και Νότου αφορά τον πόλεμο που βρίσκεται σ’ εξέλιξη και τον ιμπεριαλισμό. Ο ιμπεριαλισμός ορίζει το ποιοτικό άλμα που επιτεύχθηκε μέσα από τη σύμφυση των τριών διαδικασιών συγκεντρωτισμού, του οικονομικού, πολιτικού και στρατιωτικού. Ένα άλμα που επισφραγίστηκε με τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και έφτασε στο απόγειό του κατά τη διάρκεια του “νεοφιλελευθερισμού”, δηλαδή του ελεύθερου ανταγωνισμού, της ελεύθερης επιχειρηματικότητας και του αγώνα ενάντια σε κάθε συγκεντρωτική εξουσία που μπορεί να νοθεύσει την ανταγωνιστικότητα κλπ, φτάνοντας στο σημείο να επιβάλλει -όπως κάνει στις μέρες μας- τον πληθωρισμό από τα κέρδη (αυτό που αποκαλείται “pricing power”, η δυνατότητα προσδιορισμού των τιμών, σε πλήρη αναντιστοιχία με τον ίδιο τον αποκαλούμενο νεοφιλελευθερισμό), μη αρκούμενος στη λεηλασία που ήδη διαπράττεται σε παγκόσμιο επίπεδο και την αναδιοργάνωση του κοινωνικού κράτους [welfare] που -προς όφελος του- επιβλήθηκε.
Το κίνημα στη Γαλλία δεν έχει ακόμα εκφραστεί σχετικά με τον πόλεμο μεταξύ ιμπεριαλισμών. Ακόμα όμως κι αν το ζήτημα δεν έχει τεθεί, ο αγώνας ενάντια στη μεταρρύθμιση διεξάγεται μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Το γεγονός ότι η Ευρώπη βρίσκεται σε πόλεμο και η Δύση αναδιοργανώνει το κοινωνικό κράτος [welfare] μετατρέποντας το σε πολεμικό κράτος [warfare], αλλάζει αισθητά την πολιτική κατάσταση. Ίσως είναι καλύτερα έτσι, αν και πρόκειται για ένα ξεκάθαρο πολιτικό όριο. Σε περίπτωση που είχε εκφραστεί πιθανώς να είχαν αναδυθεί διαφορετικές πολιτικές τοποθετήσεις, ακόμα και μεταξύ τους αντιτιθέμενες.
Αντίθετα, στον παγκόσμιο Νότο η τοποθέτηση γύρω από τον πόλεμο είναι ξεκάθαρη: πρόκειται για έναν πόλεμο μεταξύ ιμπεριαλισμών, η ρίζα του όμως εντοπίζεται στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, στο άρμα του οποίου δένονται -παρουσιάζοντας αυτοκτονικές τάσεις- οι ευρωπαϊκές πολιτικές άρχουσες Τάξεις. Ο Νότος από την πλευρά του χωρίζεται μονάχα μεταξύ Κρατών που είναι υπέρ της ουδετερότητας και εκείνων που τάσσονται με τη Ρωσία, αρνούμενα όμως στο σύνολο τους την επιβολή των κυρώσεων και την αποστολή οπλισμού [*].
Η έννοια του ιμπεριαλισμού δεν τέθηκε ποτέ υπό αμφισβήτηση στο Νότο όπως αντίθετα συνέβη στη Δύση. H τεράστια ανοησία που αναπτύχθηκε από τους Νegri και Ηardt με την “Αυτοκρατορία” [2], της οποίας η υπερεθνική διαμόρφωση ούτε καν άρχισε ποτέ, είναι χαρακτηριστική μιας διαφοράς ως προς την ανάλυση και την πολιτική ευαισθησία που τους οδήγησε να δηλώσουν -στον τελευταίο τόμο της τριλογίας τους- πως η ανέφικτη Αυτοκρατορία θα είχε εστιάσει στον χρηματοπιστωτισμό αφού πρώτα θα είχε δοκιμάσει τον πόλεμο. Το αντίθετο δηλαδή από αυτό που πραγματικά συνέβη: το αμερικάνικο χρηματοπιστωτικό σύστημα, έχοντας προκαλέσει και συνεχίζοντας να προκαλεί επαναλαμβανόμενες κρίσεις -οι οποίες φέρνουν συνέχεια τον καπιταλισμό στο χείλος της κατάρρευσης, απ’ όπου διασώζεται χάρη στην αποκλειστική παρέμβαση της κυριαρχίας των Κρατών, με πρώτο ανάμεσα τους το αμερικανικό- είναι αυτό που ωθεί τις ΗΠΑ τον πόλεμο. Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός, του οποίου η έννοια μπορεί να εντοπιστεί (απλοποιώντας συνοπτικά) στο τρίγωνο μονοπώλια – νόμισμα – πόλεμος, ρίχνει τη σκιά του πάνω και στα όρια των θεωριών που τον αγνόησαν, υποχρεώνοντάς μας να αντιληφθούμε την οπτική γωνία του Νότου που ποτέ δεν τον εγκατέλειψε, αφού τον έχει ακόμα φορτωμένο στις πλάτες του. Όπως άλλωστε κι εμείς που προτιμάμε όμως να παριστάνουμε ότι δεν συμβαίνει τίποτα!
Πώς να βγούμε από την αντεπανάσταση;
Με το δίκιο μας θαυμάζουμε τους αγώνες του γαλλικού προλεταριάτου. Δημιουργούν ενθουσιασμό γιατί εμπεριέχουν ψήγματα των επαναστάσεων του 19ου αιώνα (ακόμα και της μεγάλης επανάστασης) τα οποία ζορίζουν την αντεπανάσταση, με μια συνέχεια και μια πυκνότητα που δεν συναντάται σε καμία άλλη δυτική χώρα. Πρέπει όμως να παραμείνουμε προσεκτικοί. Αν και οι Γάλλοι προλετάριοι εξεγείρονται με εντυπωσιακή συνέπεια ενάντια στις “μεταρρυθμίσεις”, αυτό που καταφέρνουν είναι μονάχα -τουλάχιστον ως τώρα- να καθυστερούν την εφαρμογή τους ή να αλλάζουν λεπτομέρειες τους, παράγοντας και θέτοντας σε κίνηση από την άλλη πλευρά, διαδικασίες υποκειμενικοποίησης που είναι πρωτόγνωρες, οι οποίες συσσωρεύονται μέσα στους εξελισσόμενους αγώνες, στους αγώνες ενάντια στον νόμο για τα εργασιακά μέχρι τα Κίτρινα Γιλέκα, καθώς και μέσω των ζωνών προς υπεράσπιση (ZAD). Όλοι αυτοί οι αγώνες όμως, τουλάχιστον ως τώρα, ήταν αμυντικοί, των οποίων η αντιδραστική σημασία μπορεί σίγουρα ν’ αναστραφεί. Όπως και να έχει, αυτό αποτελεί ένα σημαντικό μειονέκτημα που -από το ξεκίνημα- τούς χαρακτηρίζει.
Για να εξηγήσουμε αυτές που πρέπει -παρά τις μεγάλες αντιστάσεις που εκφράστηκαν- ν’ αποκαλούμε “ήττες”, χρειάζεται ίσως πρώτα ν’ ανατρέξουμε στον τρόπο με τον οποίο επιβλήθηκαν οι κοινωνικές, πολιτικές και μισθολογικές κατακτήσεις. Αν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι πρώτες νίκες αποτέλεσαν τον καρπό των αγώνων των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων, στον 20ο αιώνα ο Νότος έπαιξε έναν στρατηγικό -και ολοένα και σημαντικότερο- ρόλο. Οι επαναστάσεις που τρόμαξαν τον Βορρά και νίκησαν στο Νότο ήταν αυτές που μπλόκαραν τη Μηχανή Κράτους – Κεφαλαίου, αναγκάζοντας την να προβεί σε παραχωρήσεις. Αυτές που τής έσπερναν φόβο ήταν η αυτονομία και η ανεξαρτησία της προλεταριακής οπτικής που εκφραζόταν. Η διασύνδεση των αγροτικών επαναστάσεων στο Νότο με τους εργατικούς αγώνες στο Βορρά καθόρισε ένα αντικειμενικό μέτωπο αγώνων που ξεπέρασαν την “κόκκινη γραμμή”, επιβάλλοντας τις μισθολογικές αυξήσεις και το κοινωνικό κράτος [welfare] στο Βορρά και τη ρήξη με την αποικιακή διαίρεση που βασίλευε επί τέσσερις αιώνες στον ευρύτερο Νότο. Αυτός είναι και ο σημαντικότερος καρπός της σοβιετικής επανάστασης (ο Λένιν ποτέ δεν πήγε στο Λονδίνο ή το Ντιτρόιτ, εμφανίστηκε όμως στο Πεκίνο και το Αλγέρι), η οποία και διευρύνθηκε μονάχα από τους “καταπιεσμένους λαούς”.
Όπως είναι αδύνατο να επιτευχθεί ο σοσιαλισμός σε μια μόνο χώρα, έτσι είναι και αδύνατο να επιβληθούν τετελεσμένες συνθήκες στη Μηχανή Κράτους – Κεφαλαίου μέσα σ’ ένα μονάχα έθνος.
Οι δυτικές εργατικές Τάξεις είχαν ηττηθεί με το ξέσπασμα του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η συντριπτική πλειοψηφία του εργατικού κινήματος αποδέχτηκε να οδηγηθεί στη σφαγή για τη δόξα των αντίστοιχων εθνικών αστικών Τάξεων. Όταν τόσο η εργατική Τάξη όσο και το εργατικό κίνημα εκβιάστηκαν με τον αντιφασισμό, η πρωτοβουλία των κινήσεων είχε περάσει ήδη στα χερια των “αγροτικών” επαναστάσεων, τον οποίων η ισχύ ώθησε στη μετακίνηση του καπιταλιστικών κέντρων προς ανατολάς. Οι δυτικές εργατικές Τάξεις είχαν πλέον αφομοιωθεί μέσω της ανάπτυξης και ακόμα και όταν εξεγείρονταν δεν στάθηκαν ποτέ ικανές να απειλήσουν πραγματικά τη Μηχανή Κράτους – Κεφαλαίου. Κατά τη διάρκεια της ίδια περιόδου, οι επαναστάσεις του μεγάλου Νότου μετατρέπονταν σε μηχανές παραγωγής ή σε Έθνη – Κράτη.
Όταν κάμφθηκε η απειλή της επανάστασης στο Βορρά αλλά και η πραγματική ύπαρξή της στο Νότο, ο συσχετισμός ισχύος είχε ριζικά αναστραφεί: εμείς αρχίσαμε (και συνεχίζουμε ως σήμερα) να χάνουμε, κομμάτι κομμάτι κάθε φορά, όλα αυτά που είχαν κατακτηθεί (η μετάβαση της ηλικίας συνταξιοδότησης απο τα 60 στα 67 έτη, αυτά τα εφτά επιπλέον χρόνια αιχμαλωσίας μας -μέσα από ένα μόνο χτύπημα του Κεφαλαίου- αποτελούν ίσως το πιο ξεκάθαρο σημάδι αυτής της ήττας). Μέχρι την αντεπανάσταση που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1970, ακόμα και όταν πολιτικά χάναμε, προωθούμασταν οικονομικά και κοινωνικά. Σήμερα χάνουμε σ’ όλα τα μέτωπα. Τώρα πλέον, μετά την κρίση του 2008, ξεσπούν παντού σημαδιακοί αγώνες (ο Γαλλικός Μάρτης είναι ένα από αυτούς), αλλά αν δεν υφανθεί και πάλι εκείνο το δίχτυ των εξεγέρσεων και των αγώνων σε παγκόσμια κλίμακα, αυτή τη φορά υποκειμενικά, αμφιβάλλω αν θα μπορέσουμε να βγούμε από αυτό το κελί της αντεπανάστασης.
Υπάρχουν διάφοροι καλοθελητές που -επικαλούμενοι τους πολέμους μεταξύ των κρατών- προτάσσουν τον εξεγευνισμό του ταξικού πολέμου. Τους ευχόμαστε καλή τύχη. Μέσα σ’ έναν μόνο αιώνα, οι διάφοροι ιμπεριαλισμοί έφεραν τέσσερις φορές την ανθρωπότητα στο χείλος της αβύσσου: ο 1ος και ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος με τη ναζιστική παρόξυνση, ο ψυχρός πόλεμος κατά τη διάρκεια του οποίου πήρε σάρκα και οστά η πιθανότητα για το πυρηνικό τέλος της ανθρωπότητας, ο πόλεμος που βρίσκεται σ’ εξέλιξη -του οποίου η Ουκρανία δεν είναι άλλο από ένα επεισόδιο του- και επαναφέρει αυτήν την πιθανότητα.
Απέναντι σε αυτή την τραγική και συνεχόμενη επανάληψη των πολέμων μεταξύ ιμπεριαλισμών (για να μην αναφερθούμε και στους άλλους), το ζήτημα που τίθεται αφορά την ανοικοδόμηση των διεθνών συσχετισμών ισχύος και την επεξεργασία της έννοιας του πολέμου (της στρατηγικής), προσαρμοσμένη μέσα σ’ αυτή τη νέα συνθήκη. Το “Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος” έδινε έναν ορισμό που ακόμα παραμένει απόλυτα επίκαιρος, ακόμα και αν έχει αποσυρθεί ή πέσει στη λήθη της ειρήνευσης: “ασταμάτητος πόλεμος, άλλοτε κρυφός, άλλοτε φανερός. Είτε κρυφός είτε φανερός, απαιτεί πάντοτε και σε κάθε περίπτωση μια γνώση των συσχετισμών ισχύος, μια στρατηγική και μια τέχνη της ρήξης, προσαρμοσμένη σ’ αυτούς τους συσχετισμούς. Ο πόλεμος ιστορικά, αλλά απ’ ότι φαίνεται και σήμερα, μπορεί να δώσει χώρο σ’ έναν επαναστατικό μετασχηματισμό” ή σε μια νέα συσσώρευση κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα. Μια άλλη πιθανότητα που το Μανιφέστο των Μαρξ και Έγκελς λάμβανε υπ’ όψη, βρίσκεται πλέον στην ημερήσια διάταξη, επιδεινωμένη από την οικολογική κρίση που βρίσκεται σ’ εξέλιξη: “η καταστροφή” όχι μονάχα “των δύο αντιμαχόμενων τάξεων”, αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας.
Σημείωση του Συγγραφέα
[*] Η Laura Richardson, επικεφαλής της νότιας στρατιωτικής διοίκησης των ΗΠΑ (που περιλαμβάνει όλες τις χωρές της Λατινικής Αμερικής, εκτός του Μεξικού) πρότεινε μια “συμφωνία” στην Κολομβία, η οποία -μέχρι την τελευταία αλλαγή κυβέρνησης- υπήρξε ένας ιστορικός σύμμαχος του ιμπεριαλισμού. Αν η χώρα συμφωνούσε να διαθέσει στον ουκρανικό στρατό τα 50 παλιά ελικόπτερα της Mi-8 και Mi-17 σοβιετικής κατασκευής, η Ουάσιγκτον θα τ’ αντικαταστούσε με νέο εξοπλισμό. Η απάντηση του προέδρου Γκουστάβο Πέτρο υπήρξε αιχμηρή και διαφορετική από την ντροπιαστική και αντιπαραγωγική υποτέλεια των ευρωπαϊκών ελίτ: “θα κρατήσουμε αυτά τα όπλα ακόμα και αν πρέπει να τα κάνουμε παλιοσίδερα […] Εμείς δεν είμαστε με το ένα ή το άλλο στρατόπεδο, είμαστε μ’ εκείνο της ειρήνης”.
Σημειώσεις των Μεταφραστών
[1] Από Micheal Foucault. H γέννηση της βιοπολιτικής. Παραδόσεις στο Κολλέγιο της Γαλλίας (1978-79). Εκδόσεις Πλέθρον. Αθήνα, 2012.
[2] Micheal Hardt – Antonio Negri. Αυτοκρατορία. Εκδόσεις Scripta. Αθήνα, 2002.
Το 2005 είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Τζεντάι, η μετάφραση μιας συνοπτικής και αιχμηρής κριτικής στην Αυτοκρατορία των Χαρντ και Νέγκρι, από αναρχική σκοπιά, με την υπογραφή Κροίσος & Οδόθεος, με τίτλο Βάρβαροι. Η άτακτη ανταρσία, η οποία είχε κυκλοφορήσει στα ιταλικά το 2002 από τις εκδόσεις ΝΝ.