Πρόκειται για την εισήγηση του Κώστα Γαρδούνη, μέλους της Ελευθεριακής Πορείας, στην παρουσίαση του βιβλίου “Γιατί η Μοναξιά μου θεωρείται ασφαλής χώρα. Αγώνες αιτούντων άσυλο και τοπικές αντιδράσεις στο συνοριακό καθεστώς της Χίου (2015-2016)” των Νίκου Σούζα, Ιουλίας Μέρμηγκα, Τζότζο Διακουμάκου. Η συγκεκριμένη βιβλιοπαρουσίαση-συζήτηση διοργανώθηκε από την ομάδα στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα στις 20-1-2023.
Έχουμε την ευκαιρία και τη χαρά σήμερα να παρουσιάσουμε το βιβλίο “Γιατί η Μοναξιά μου θεωρείται ασφαλής χώρα”. Αγώνες αιτούντων άσυλο και τοπικές αντιδράσεις στο συνοριακό καθεστώς της Χίου (2015-2016)» των Νίκου Σούζα, Ιουλίας Μέρμηγκα, Τζότζο Διακουμάκου. Κι έχουμε την ανάγκη να συζητήσουμε μαζί τους, να συζητήσουμε μαζί σας και να χρησιμοποιήσουμε σαν αφετηρία της συζήτησης τις παρεμβάσεις από την Ιουλία Μέρμηγκα εκ μέρους της συγγραφικής ομάδας, τον Ερβίν Σέχου, μέλος της Πρωτοβουλίας Αλβανών Μεταναστών και Αλληλέγγυων, τον Γιώργο Τσιμούρη, ανθρωπολόγο, καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και τον Ιάσονα Αποστολόπουλο, διασώστη στο καράβι Μάρε Ιόνιο. Εκ μέρους της Ελευθεριακής Πορείας, της διοργανώτριας ομάδας, να τους ευχαριστήσω δημόσια για την αποδοχή της πρόσκλησης όπως και εσάς που είστε εδώ για να κουβεντιάσουμε με αφετηρία αυτό το κείμενο. Το βιβλίο περιλαμβάνει την καταγραφή και τη μελέτη της συγκεκριμένης περιόδου στο νησί της Χίου σε σχέση με τις μαζικές αφίξεις μεταναστών και προσφύγων μέσα από την εμπειρία των συγγραφέων – πολιτικών υποκειμένων και ερευνητών, που δούλεψαν ή βρέθηκαν εκεί.
Κατ’ αρχάς μια σημείωση: στην επικρατούσα γλώσσα υπάρχει ένας διαχωρισμός μεταξύ α) προσφύγων: είναι τα υποκείμενα στα οποία έχει αναγνωριστεί επίσημα η ιδιότητα του/της πρόσφυγα β) αιτούντων/ουσών άσυλο: δεν τους έχει αναγνωριστεί η συγκεκριμένη ιδιότητα και αναμένουν τη σχετική απόφαση και γ) μεταναστών/στριών: πρόκειται για όσες και όσους είτε δεν έχουν καταθέσει αίτηση είτε έχουν λάβει απορριπτική απόφαση στο αίτημα ασύλου– θεωρείται ότι δεν δικαιούνται την παροχή του προσφυγικού καθεστώτος γιατί το κίνητρό τους δεν είναι η φυγή από κάποια συνθήκη πολέμου ή διώξεων αλλά λόγοι οικονομικοί, εν πολλοίς σχετιζόμενοι με την ανεύρεση εργασίας.
Πρόκειται προφανώς για μια διάκριση που εξαρτάται από τα μεταβαλλόμενα κριτήρια της εκάστοτε κυβέρνησης ή πολιτικής διαχείρισης, που διευρύνονται ή περιστέλλονται, δηλαδή διαμορφώνονται ανάλογα με τις κυβερνητικές επιδιώξεις στη βάση της εκάστοτε συγκυρίας. Από την πλευρά μας –θέλω να πιστεύω από την πλευρά αρκετών από εδώ μέσα– η μετανάστευση για οικονομικούς λόγους και η προσφυγιά είναι διαφορετικές στιγμές ή όψεις του πολέμου, που είναι διαρκής και ασταμάτητος ενάντια στους φτωχούς και στους καταπιεσμένους αυτού του κόσμου· πρόκειται για όψεις που διαπλέκονται τόσο στενά μεταξύ τους, ώστε πολιτικά δεν έχει νόημα να διαχωρίζονται. Χρησιμοποιώ, λοιπόν, τους όρους «μετανάστης/στρια» ή «πρόσφυγας» ως διαφορετικές λέξεις που εκφράζουν όμως την ίδια συνθήκη: τον ερχομό ανθρώπων που φτάνουν σε ευρωπαϊκό έδαφος αναζητώντας μια καλύτερη τύχη.
Εν προκειμένω, το βιβλίο μάς δίνει δεδομένα για τι συνέβη ή συμβαίνει ακόμα στη μεθόριο μέσα από την καταγραφή μιας επιτόπιας εμπειρίας. Μας επιτρέπει να έχουμε μια εικόνα πιο συγκεκριμένη, πράγμα σημαντικό για να είναι οι λόγοι και οι παρεμβάσεις, που κινούνται σε χειραφετητική κατεύθυνση, πιο στοχευμένοι. Μας δίνει μια αφετηρία και μια αφορμή να πάμε ένα βήμα παραπέρα από τη γενική καταγγελία – σημαντική βέβαια, ίσως όμως όχι αρκετή. Όταν αναφέρεσαι στη μετανάστευση, σκοντάφτεις στον ένα ή στον άλλο καθεστωτικό αντίλογο που λέει ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση» πέρα από την καταστολή, τον εγκλεισμό και τη βία εναντίον των μεταναστών/στριών – και ξέρουμε ότι οι δυνάμεις της μιας ή της άλλης ρεαλπολιτίκ εμφανίζονται καλά αρματωμένες, όταν πρόκειται να συζητήσεις μαζί τους. Το παρόν πόνημα λοιπόν, επειδή ακριβώς είναι προϊόν μιας άμεσης και επιτόπιας εμπειρίας,μας δίνει τη δυνατότητα να οπλιστούμε και εμείς καλύτερα, με περισσότερες γνώσεις από το πεδίο, ώστε να αντιπαρατεθούμε μαζί τους. Και αυτό όχι κατ’ ανάγκην συμφωνώντας σε όλα με το ίδιο το κείμενο, οπωσδήποτε όμως διαλεγόμενοι μαζί του.
Το βιβλίο μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε κάπως καλύτερα την κοινωνική και πολιτική σύνθεση της μεθορίου έτσι όπως διαμορφώνεται από την παρουσία πολλών και διαφορετικών παραγόντων – ο καθένας τους έχει μια ιδιαίτερη πολιτική και στάση απέναντι στους/στις πρόσφυγες. Τι εννοώ; Όπως ξέρουμε, στα νησιά και γενικότερα στις περιοχές όπου συγκεντρώνονται και κρατούνται μετανάστες έχουμε έναν πολυεθνικό και ανομοιογενή προσφυγικό πληθυσμό. Υπάρχουν επίσης οι ντόπιοι, μεταξύ των οποίων εντοπίζουμε στάσεις διαφορετικές: άλλες φορές στάσεις ξεκάθαρου ρατσισμού, άλλες φορές πιο μετριοπαθείς κι άλλες φορές τη στάση εκείνων –των σχετικά πιο λίγων, αλλά πάντως δραστήριων–, που υπερασπίζονται την αξία της αλληλεγγύης. Υπάρχουν επίσης οι πολυπληθείς δυνάμεις ασφαλείας που γενικά εφαρμόζουν μια ρατσιστική πρακτική. Ακόμη, είναι ενεργές οι υπηρεσίες του ελληνικού κράτους και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συνεργάζονται στο πλαίσιο των διαδικασιών για την παροχή ασύλου, αλλά οι ατζέντες τους δεν ταυτίζονται πάντα μεταξύ τους. Να μη ξεχνάμε και την ΄Ύπατη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες, σημαντικό παράγοντα στη διαχείριση της μετανάστευσης, που τηρεί μια στάση θεσμικής υπεράσπισης των προσφύγων, αλλά όχι κοινωνικής αλληλεγγύης. Και έχουμε. βέβαια, και το αρχιπέλαγος των Μ.Κ.Ο., που περιλαμβάνει πολλές και διαφορετικές πραγματικότητες στο εσωτερικό του: άλλες Μ.Κ.Ο μικρές, άλλες μεγάλες, άλλες πιο ριζικά υπέρ των προσφύγων, άλλες πιο διακριτικά, με τους εργαζόμενους αλλά και τους διάφορους διευθυντές τους να υιοθετούν ποικίλες στάσεις απέναντι στο ζήτημα. Να συμπληρώσω –προκειμένου να σκιαγραφήσω λίγο περισσότερο την κοινωνική συνθήκη της παραμεθορίου– ότι στις αντιρατσιστικές πορείες και εκδηλώσεις που οργανώνονταν εκεί, τουλάχιστον βάσει της προσωπικής μου εμπειρίας από εκείνη την περίοδο, συνήθως συμμετείχαν κάποιοι, σχετικά λίγοι, ντόπιοι, ορισμένοι από τους εκπαιδευτικούς, τους γιατρούς και το προσωπικό που είχαν βρεθεί σε αυτές τις περιοχές προσωρινά για λόγους εργασιακούς και αρκετοί εργαζόμενοι σε Μ.Κ.Ο., μάλιστα μερικοί και σε πιο «υψηλές» θέσεις. Οι άνθρωποι που στήριζαν τους πρόσφυγες συνήθως, αλλά όχι πάντα, δεν ήταν ντόπιοι, ήταν, θα λέγαμε, «μέτοικοι» Το πόνημα που παρουσιάζουμε σήμερα μας βοηθάει επομένως να γνωρίσουμε κάπως καλύτερα τις πολιτικές στάσεις διαφορετικών κοινωνικών ομάδων απέναντι στην άφιξη των προσφύγων.
Μας ενημερώνει επίσης πάνω σε γεγονότα και εξελίξεις που έλαβαν χώρα στα νησιά – σημαντικό στοιχείο για να κατανοήσουμε τις συνθήκες αιχμαλωσίας και κοινωνικού αδιεξόδου που διαμορφώθηκαν, όπως για παράδειγμα την απαγόρευση γεωγραφικής μετακίνησης στην οποία θα αναφερθούμε πιο αναλυτικά. Στο σημείο αυτό μπορούμε ίσως να σημειώσουμε ότι ο ρατσισμός δεν είναι κάτι που προκύπτει επειδή οι ντόπιοι είναι απλώς μισάνθρωποι ή έχουν απολέσει για πάντα την ικανότητα κριτικής σκέψης. Ο ρατσισμός είναι σύνθεση διάφορων συντελεστών, που περιλαμβάνουν τις κρατικές αποφάσεις, την ιδεολογική ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στην κοινωνία και τις συγκεκριμένες, υλικές πραγματικότητες που υπάρχουν στο κοινωνικό πεδίο. Για παράδειγμα, όταν δημιουργείται ένας καταυλισμός που φτάνει να έχει 8.000 διαμένοντες ακριβώς δίπλα σε ένα χωριό 6.000 κατοίκων, ένας καταυλισμός με άθλιες συνθήκες διαβίωσης που, δυστυχώς, τροφοδοτούν στο εσωτερικό του και το άλλο αδέρφι της εξαθλίωσης, δηλαδή τη βία, τότε κάτι τέτοιο προσφέρει μια καλή ευκαιρία για την ανάπτυξη ρατσιστικού λόγου μέσα στους ντόπιους. Είναι αναγκαίο να μελετήσουμελοιπόν πώς κυριαρχεί ο ρατσιστικός λόγος, πώς θρέφεται, πώς αναδύεται, ποιων υλικών, κοινωνικών, πολιτικών και ψυχικών διεργασιών είναι αποτέλεσμα, ώστε να μπορέσουμε να τον αντιπαλέψουμε.
Έχοντας ζήσει δυο χρόνια στην παραμεθόριο σε μια περίοδο μεταγενέστερη από αυτήν της συγγραφής του βιβλίου, όταν δούλευα ως ψυχολόγος σε υπηρεσίες της λεγόμενης «ψυχοκοινωνικής υποστήριξης προς πρόσφυγες και αιτούντες άσυλο», και με βάση την προσωπική μου εμπειρία μπορώ να επαναλάβω ότι για τους πρόσφυγες εφαρμόζεται ένα καθεστώς εξαίρεσης από όλες τις τυπικές εγγυήσεις της φιλελεύθερης αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Πέρα από την πραγματικότητα της καθημερινής υποτίμησης, υπάρχουν άνθρωποι που τουλάχιστον μέχρι τις αρχές και τα μέσα του 2022 είχαν βιώσει μια συνθήκη χωρικού περιορισμού –ουσιαστικά εγκλεισμού– σε μια γεωγραφική περιοχή για διάστημα τριών ή περισσότερων ετών. Στον νομικό πολιτισμό της Δύσης υποτίθεται ότι τα μέτρα που είναι στερητικά της ελευθερίας μπορούν να εφαρμοστούν, μόνον εφόσον υπάρχει σχετική δικαστική απόφαση. Όμως στα νησιά οι τριτοκοσμικοί προλετάριοι υφίστανται καταδίκη χωρίς δίκη, έναν εγκλεισμό επ’ αόριστον – μόνο τους έγκλημα η πληβειακή τους προέλευση. Το habeas corpus φαίνεται ότι δεν υπάρχει για αυτούς εκεί. ‘Έχουμε εδώ ένα παράδειγμα της γυμνής ζωής, για την οποία έγραψε ο Αγκάμπεν, τη ζωή που τείνει να απογυμνωθεί από όλα τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που την έκαναν ανθρώπινη, μέχρι του σημείου να έχει εκπέσει σε απλή βιολογική επιβίωση. Το παρόν βιβλίο κάνει πιο απτή την πραγματικότητα της γυμνής ζωής και τους τρόπους με τους οποίους γίνεται ορατή αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζει και τις χειρονομίες αντίστασης ενάντια σε μια τέτοια συνθήκη.
Last but not least: Το κείμενο είναι ένα υβρίδιο. Είναι ένα κείμενο πολιτικό αλλά ταυτόχρονα και ερευνητικό, ένα κείμενο που μελετά την κοινωνική πραγματικότητα χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα θεωρητικά πλαίσια και μεθόδους ανάλυσης. Ανοίγει μια μεγάλη λοιπόν συζήτηση για τη χρησιμότητα της συνάντησης της πολιτικής με τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Νομίζω ότι αυτή η συνάντηση προσφέρει υλικό, μας επιτρέπει να σχηματίσουμε ενδιαφέρουσες ιδέες και να εξάγουμε πολύτιμα συμπεράσματα.
Ωστόσο παραμένουν ορισμένα ερωτήματα που δεν έχουν αυτονόητες απαντήσεις: αυτή η συνάντηση πολιτικής-κοινωνικών/ανθρωπιστικών επιστημών είναι αναγκαία ή μήπως μας οδηγεί απλώς σε πράγματα που έτσι κι αλλιώς πάντα τα ξέραμε από τη γενική μας εμπειρία; Χρειαζόμαστε τις κοινωνικές επιστήμες για να πλουτίσουμε τη γνώση και τις παρεμβάσεις μας στον κόσμο, και αν ναι, με ποιον τρόπο τις χρειαζόμαστε; Τι ρόλο έχει ο κοινωνικός επιστήμονας σε αυτήν τη διαδικασία; Γενικότερα τι ρόλο, πρέπει να έχει ο επιστήμονας στα κοινωνικά ζητήματα; Τι σημαίνει ειδικός και μη ειδικός; Τι θέση πρέπει να έχει ο επιστήμονας στην κοινωνία ή τι θέση τού δίνουμε σε συλλογικότητες και σε διαδικασίες που φιλοδοξούν να λειτουργούν με εξισωτικές λογικές; Πρέπει να είναι αυτός που ξέρει τις απαντήσεις και απέναντι στην υποτιθέμενη αυθεντία του οι άλλοι οφείλουν να σιωπούν; Ή πρέπει να είναι εκείνος που καταθέτει και εξηγεί την εμπειρία κάποιας μεθοδικής μελέτης, εκείνος που στο πεδίο του δημόσιου διαλόγου παρουσιάζει την οπτική γωνία μιας συστηματικής έρευνας και την αναλύει ώστε να γίνει κατανοητή· με άλλα λόγια πρέπει να επιβάλλεται ως ένα υποκείμενο-που-υποτίθεται-ότι-γνωρίζει ή πρέπει να συνεισφέρει στην όσο το δυνατόν πιο εμπεριστατωμένη διαμόρφωση άποψης και τη συνακόλουθη λήψη αποφάσεων από τη συλλογικότητα ή την κοινωνία;
Τέτοια ερωτήματα είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ επίκαιρα. Και το παρόν βιβλίο ως κείμενο που πατάει τόσο στη βάρκα της πολιτικής όσο και σε αυτήν της επιστήμης μάς δίνει την αφορμή να ξανοιχτούμε και σε αυτήν τη συζήτηση.