Του Άγι Στίνα”*
«Υπάρχει κίνδυνος υποτροπής του στρατιωτικού πραξικοπήματος και πώς μπορούν οι λαϊκές μάζες να προφυλάξουν τον εαυτό τους απ' αυτόν τον κίνδυνο; Είναι ένα ζήτημα απείρως σημαντικότερο από όλα συλλήβδην τα εκλογικά προγράμματα όλων δίχως εξαίρεση, των πολιτικών κομμάτων. Πρέπει άμεσα δίχως καθυστέρηση να απασχολήσει τους αγωνιστές και τις μάζες. Οι παρακάτω γραμμές είναι μία αρχή και θέλουμε να ελπίζουμε μία μικρή συμβολή σ' αυτή την προσπάθεια.
Ο κίνδυνος αναμφισβήτητα υπάρχει. Θα είμαστε ασυγχώρητα αφελείς εάν πιστεύαμε ότι μία κλίκα πρακτόρων της CIA μπόρεσε να επιβληθεί στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας και παρά τη θέλησή τους να τα χρησιμοποιεί εφτά ολόκληρα χρόνια για δήμιους, σφαγείς, δεσμοφύλακες και βασανιστές του λαού. Το πράσινο φως στην γκαγκστερική συμμορία του Παπαδόπουλου και του Ιωαννίδη το άναψε στις 21 Απριλίου 1967 ή CIA με την εντολή και για το συμφέρον του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Αλλά αυτό που έκανε ο Παπαδόπουλος ήταν αυτό που επιθυμούσαν και αυτό που περίμεναν ένας αρκετά μεγάλος αριθμός αξιωματικών δίχως αυτοί να είχαν από προηγούμενα στρατολογηθεί στη Χούντα. Είναι αυτό το ίδιο το σώμα των αξιωματικών, που, διαπαιδαγωγημένο με μιλιταριστικό, καποραλιστικό, πραιτωριανό, αντιλαϊκό και αντιδημοκρατικό πνεύμα, διαποτισμένο με μίσος και περιφρόνηση για τον λαό, αποτελεί μία διαρκή, μόνιμη απειλή για τα πολιτικά, δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματα των λαϊκών μαζών. Αυτό το κοινωνικό στρώμα, που στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία κατέχει μία εξαιρετικά προνομιούχα θέση, είναι ο πιο θανάσιμος εχθρός της εργατικής τάξης και του απελευθερωτικού της κινήματος. Και είναι ο πιο θανάσιμος εχθρός γιατί ξέρει ότι στην κοινωνία της οποίας ιστορικός φορέας είναι ή εργατική τάξη δεν θα υπάρχει θέση γι’ αυτό.
Ποιος μπορεί λοιπόν να εγγυηθεί σήμερα ότι οι στρατηγοί, οι συνταγματάρχες, οι ταξίαρχοι δεν θα επιχειρήσουν ένα νέο πραξικόπημα; Η Κυβέρνηση; Αλλά και να θέλει δεν έχει τη δύναμη να τους εμποδίσει. Δεν υπάρχει μέσο που να κάνει ικανή την Κυβέρνηση να ελέγχει πραγματικά τον στρατό. Δεν πρόκειται για την σημερινή αλλά για την οποιαδήποτε κυβέρνηση.
Στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, βασιλευόμενη ή αβασίλευτη, άλλο πράγμα είναι το κοινοβούλιο μέσω του οποίου υποτίθεται ότι ασκεί ο λαός την εξουσία του και άλλο το κράτος. Το πρώτο δεν έχει στα χέρια του καμμιά ουσιαστική δύναμη. Την «εξουσία» του και την ύπαρξή του την αντλεί από το σύνταγμα και τους νόμους. Δηλαδή από τα χαρτιά. Η πραγματική δύναμη είναι το Κράτος. Δηλαδή οι ένοπλες δυνάμεις, τα σώματα ασφαλείας, ή ΚΥΠ, οι μυστικές υπηρεσίες. Σε τελευταία φυσικά ανάλυση και το ίδιο το κράτος χρωστάει τη δύναμή του και την ύπαρξή του στις εξουσιαστικές αντιλήψεις και στις εξουσιαστικές σχέσεις που αποτελούν το υφάδι και το στιμόνι κάθε εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Προορισμός του Κράτους είναι να υπερασπίζει το εκμεταλλευτικό καθεστώς, να κρατάει τις εργαζόμενες μάζες στην υποταγή και να κάνει δυνατή την εκμετάλλευσή τους. Κι από αρκετά χρόνια αυτό συγχωνεύεται με τους εκμεταλλευτές κι ακόμα σε μία σειρά χωρών γίνεται αυτό το ίδιο καπιταλιστής και μάλιστα ο πιο σκληρός και ο πιο αυταρχικός καπιταλιστής. Όταν το κοινοβούλιο γίνεται ενοχλητικό στους εκμεταλλευτές, τότε επεμβαίνει το κράτος με τις ένοπλες δυνάμεις του, διαλύει το κοινοβούλιο μετατρέπει τη χώρα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και οι στρατηγοί και συνταγματάρχες αναλαμβάνουν τη διοίκηση του στρατοπέδου. Την πιο χονδροειδή απάτη στην κοινοβουλευτική δημοκρατία θα την βρούμε στο πιο βασικό και το πιο θεμελιώδες άρθρο του Συντάγματος. Σ' αυτό που μας λέει ότι πηγή και φορέας όλων των εξουσιών είναι ο λαός. Δεν είναι μόνον που στο κοινοβούλιο μέσω του οποίου «ασκεί την εξουσία του» δεν διαθέτει καμμία ουσιαστική δύναμη, άλλα και με ποια έννοια μπορεί να είναι ο λαός πηγή και φορέας όλων των εξουσιών, όταν η μόνη σχέση που έχει με την εξουσία, είναι να καλείται κάθε τέσσερα χρόνια να εκλέγει τους βουλευτές. Από εκεί και πέρα δεν έχει καμμιά δουλειά με την εξουσία. Κι ακόμα μπορεί άλλα να του υπόσχεται ο υποψήφιος βουλευτής ότι θα κάνει και άλλα εντελώς αντίθετα να κάνει όταν εκλεγεί βουλευτής. Και αυτός που είναι «πηγή και φορέας όλων των εξουσιών» να μην έχει δικαίωμα ούτε να τον ανακαλέσει, ούτε να του κόψει το μισθό, ούτε να του κάνει μήνυση για απάτη. Κράτος και κυριαρχία του λαού είναι απολύτως ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Αυτό είναι που πρέπει να γίνει αρχή και συνείδηση για την μαχόμενη για την απελευθέρωσή της εργατική τάξη.
Δεν υπάρχει παρά μία και μόνη δύναμη, ικανή να εμποδίσει ένα στρατιωτικοφασιστικό πραξικόπημα: Οι ίδιες οι λαϊκές μάζες και πρώτα από όλα οι εργάτες. Αυτές οι ροζιασμένες γροθιές που στις μεγάλες στιγμές της ιστορίας τους τινάξανε στον αέρα αιωνόβιους θρόνους και πανίσχυρα καθεστώτα, αυτές έχουν την δύναμη να εμποδίσουν ένα στρατιωτικοφασιστικό πραξικόπημα και να σκορπίσουν και να κάνουν σκόνη, τον σκοτεινό συρφετό της αντίδρασης.
Ο εργαζόμενος λαός είναι πανίσχυρος, αρκεί να μην έχει αυταπάτες και αρκεί να έχει συνείδηση της δύναμής του, συνείδηση των καθηκόντων του, συνείδηση των κινδύνων πού τον απειλούν και συνείδηση των εχθρών και των φίλων του. Δεν υπάρχει τίποτε πιο επικίνδυνο για τις αγωνιζόμενες μάζες από τις αυταπάτες και δεν υπάρχει τίποτε πιο πολύτιμο από την αλήθεια.
Για να επιτύχει ένα φασιστικό πραξικόπημα πρέπει να έχουν δημιουργηθεί κατάλληλες γι’ αυτό πολιτικές συνθήκες, πρέπει να υπάρχει ένας ευνοϊκός γι’ αυτό συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων. Όσο οι λαϊκές μάζες βρίσκονται ορθές στα οχυρά τους, σε διαρκή επαγρύπνηση και σε διαρκή μαχητική ετοιμότητα κανείς δεν θα επιχειρήσει και κανείς ποτέ δεν επιχείρησε ένα πραξικόπημα εναντίον τους. Και ο κύριος λόγος είναι ότι μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα και σ' αυτό το κλίμα, ο μηχανισμός του ρομπότ των στρατιωτών παθαίνει εμπλοκή και οι κάνες των όπλων αλλάζουν κατεύθυνση.
Οι κατάλληλες για το φασιστικό πραξικόπημα συνθήκες αυτές που κάνουν δυνατή την επιτυχία του, δημιουργούνται όταν εξατμιστεί ο ενθουσιασμός των μαζών, όταν πέσει ή δραστηριότητά τους, το μαχητικό τους πνεύμα, το πολιτικό τους ενδιαφέρον, όταν εγκαταλείψουν τα οχυρά τους, αποσυρθούν οι ίδιες από την πολιτική σκηνή και εμπιστευτούν την υπόθεσή τους στους δήθεν πολιτικούς και κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους τους.
Υπάρχει πάνω σ' αυτό μια πολύ πρόσφατη και με πολύ αίμα και πολλά δάκρυα πληρωμένη πείρα:
Η παύση του Παπανδρέου από τον βασιληά τον Ιούλιο του '65 προκαλεί μια αυθόρμητη εξέγερση των λαϊκών μαζών σ' όλη τη χώρα. Παντού τεράστιες σε όγκο μαχητικές διαδηλώσεις και στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Το «πεζοδρόμιο» κυριαρχεί αποφασισμένο να επιβάλλει τη θέλησή του. Από τις πρώτες συγκρούσεις με την αστυνομία γίνεται φανερό ότι αυτή δεν είναι ικανή να επιβληθεί και να καταστείλη την εξέγερση. Ο τρόμος βασιλεύει στους κύκλους των βιαστών της λαϊκής θέλησης και των πατρώνων τους ντόπιων και ξένων. Να χρησιμοποιήσουν τον στρατό ξέρουν ότι είναι πολύ επικίνδυνο. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μάζες θα μπορούσαν εκείνες τις μέρες να σαρώσουν τα πάντα. Κανείς δεν μπορούσε τότε να ημερώσει και να δαμάσει τις εξαγριωμένες αυτές μάζες εκτός από εκείνους που οι ίδιες οι μάζες θεωρούσαν δικούς τους. Η Ένωση Κέντρου και η ΕΔΑ. Κι αυτό κάνανε.
Οι λαϊκές εξεγέρσεις δεν είναι θρησκευτικές λιτανείες. Οι εξεγερμένες μάζες βάζουν φωτιές, καίνε αυτοκίνητα, καταστρέφουν βιτρίνες, ξυλώνουν πεζοδρόμια, στήνουν οδοφράγματα κι ακόμα προμηθεύωνται απ’ όπου μπορούν όπλα. Αυτά είναι φυσικά για το κράτος «έκτροπα» και «παράνομα» και τιμωρούνται αυστηρά από τον ποινικό νόμο. Κανονικά και νόμιμα είναι η εκμετάλλευση των εργατών απ' τους καπιταλιστές οι φόροι που επιβάλλει το κράτος, η σφαγή των μαζών από τους χωροφύλακες, όταν αυτές διεκδικούν τα δικαιώματά τους, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης τα βασανιστήρια, οι πόλεμοι, με τη βαρβαρότητα τους, τις καταστροφές τους, την κτηνωδία τους, τα εκατομμύρια των ανθρώπινων υπάρξεων που δίνονται τροφή στα κανόνια. Έκτροπα και παράνομα ήταν αυτά και για τους κυρίους της Ενώσεως Κέντρου και της ΕΔΑ. Με επίσημα ανακοινωθέντα και σε δημόσιους λόγους τα καταγγέλλουν, τα καταδικάζουν και τα αποδίδουν σε προβοκάτορες και ανεύθυνα στοιχεία. Ο λαός καλείται να προφυλάσσεται απ' αυτούς τους προβοκάτορες και τα ανεύθυνα στοιχεία τροτσκιστές, κινεζόφιλους κ.λπ. και να πειθαρχεί μόνον στους υπεύθυνους φορείς και τους επίσημους εκπροσώπους του δηλ. σ' αυτούς. Έτσι, όπως ήταν αναπόφευκτο, το τεράστιο και πανίσχυρο αυτό λαϊκό κίνημα, χάνει τον αυθόρμητο χαρακτήρα του, τη μαχητικότητά του και την ορμή του. Η αμφιβολία, η δυσπιστία και ο φόβος εισχωρούν στις γραμμές των μαχόμενων μαζών και τις διαλύουν Οι συγκεντρώσεις είναι τώρα «υπεύθυνες», «προγραμματισμένες» και «ευπρεπείς». Από την Ιπποκράτους πραγματοποιείται ειρηνική πορεία προς την Ομόνοια με τους «υπεύθυνους φορείς» επικεφαλής και με τους κομματικούς φρουρούς πού παρακολουθούν έτοιμοι να επέμβουν για να εμποδίσουν απρεπείς εκδηλώσεις εκ μέρους «προβοκατόρων». Εκεί στην Ομόνοια αφού ψάλλουν σε στάση προσοχής τον εθνικό ύμνο διαλύονται με τη σύσταση πάντα για πειθαρχία, ησυχία, τάξη και ευπρέπεια!!!
Ο δρόμος τώρα είναι ελεύθερος για τον Αποστολάκο και εν συνεχεία με τη δύναμη φυσικού νόμου για τη φασιστική Χούντα. Οι «υπεύθυνοι φορείς» βαθείς γνώστες των ιστορικών νόμων, χαρακτηρίζανε τότε τη δικτατορία παραλογισμό και θεωρούσαν αδύνατη την επιβολή της. Δεν ξέρανε, δεν μάθανε, δεν διάβασαν πουθενά ότι ακριβώς η ιστορία είναι γεμάτη παραλογισμούς. Και μ' αυτή τη σιγουριά τους πιάστηκαν στον ύπνο όπως οι μωρές παρθένες του Ευαγγελίου όταν ο παραλογισμός έγινε πραγματικότητα.
Η Ένωση Κέντρου και η ΕΔΑ είναι οι κύριοι υπεύθυνοι της εφιαλτικής νύκτας που έζησε η χώρα εφτάμισυ ολόκληρα χρόνια. Το ίδιο έγινε και το 1936.
Λίγο μετά την επιστροφή του Γεωργίου και τη γενική αμνηστεία κύματα αγρίων απεργιών κατακλύζουν τη χώρα. Σ' όλα τα βιομηχανικά κέντρα συγκρούσεις με νεκρούς και τραυματίες. Το κίνημα φτάνει στο αποκορύφωμά του με τα φονικά γεγονότα της 9ης του Μάη στη Θεσσαλονίκη. Οι μάζες απαντούν αμέσως στους δολοφόνους. Όλη η εργατιά της Θεσσαλονίκης και των περιχώρων πλημμυρίζει με ασυγκράτητη ορμή και οργή στους δρόμους. Οι χωροφύλακες απωθούνται και τα αστυνομικά τμήματα πολιορκούνται. Τμήματα στρατιωτών περνούν με το μέρος της μάζας. Οι μάζες είναι κύριες της πόλης. Η μόνη πραγματική εξουσία είναι ή Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή. Σ' όλη τη χώρα οι εργατικές μάζες είναι ανάστατες. Παντού άγριες κραυγές για γενική απεργία παντού έτοιμες να κατέβουν στους δρόμους. Εάν σ' αυτές τις κρίσιμες ώρες οι μάχες θα κατέληγαν στην αποφασιστική τελική αναμέτρηση με το καθεστώς αυτό εντελώς εξαρτιώνταν από τη συνειδητή πλέον ικανότητα των μαχόμενων μαζών να αποδεσμευτούν από την επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ξέρουμε ότι αυτό δεν έγινε. Οι μέρες που οι μάζες θα αποτινάξουν την ξένη κι εχθρική σ' αυτούς κηδεμονία των «κομμάτων τους» και θα αναλάβουν αυτές οι ίδιες με δικά τους όργανα τη διεύθυνση του κινήματός τους, δεν είχαν φτάσει ακόμα. Εξακολουθούσαν και μέσα σ' αυτές τις συνθήκες που ήταν κυρίαρχες να διατηρούν την εμπιστοσύνη τους στο ΚΚΕ και αυτό χρησιμοποίησε αυτή την εμπιστοσύνη για να ανακόψει την ορμή τους, να τις συγκρατήσει, να τις ημερώσει και να βοηθήσει έτσι το καθεστώς να αποκαταστήσει την «τάξη» και τον νόμο. Οι έτοιμες να κατέβουν στους δρόμους μάζες συγκρατούνται από την Ενωτική Γενική Συνομοσπονδία με το πρόσχημα ότι πρέπει αυτή να συνεννοηθεί με τη ρεφορμιστική Γενική Συνομοσπονδία και να συντονίσουν από κοινού τις ενέργειες τους και από κοινού να κηρύξουν γενική απεργία. Ένα αισχρό, ηττοπαθές ανακοινωθέν σχετικά με τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, υπογραμμένο από τον Θέο και τον Καλομοίρη, προσπαθεί να καθησυχάσει την πανικόβλητη κυβέρνηση και την αστική τάξη ενώ σκορπάει την αμφιβολία και τη σύγχιση στους εργάτες. Η γενική 24ωρη απεργία θα κηρυχτεί ύστερα από αρκετές μέρες αφού υποχωρήσει και το μαχητικό πνεύμα και το μίσος και η οργή των μαζών. Ένα μέρος μόνο των εργατών απλώς απέσχε από την εργασία δίχως καμία εκδήλωση στους δρόμους.
Στη Θεσσαλονίκη γίνονται δεκτοί στην Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή δύο Βενιζελικοί βουλευτές οι Ζάννας και Μαυροκορδάτος. Δύο διεθνιστές εργάτες μέλη της Κεντρικής Απεργιακής Επιτροπής, οι Ταμτάκος (αντιπρόσωπος των υποδηματεργατών) και Βασιλειάδης (των υφαντουργών), διαμαρτύρονται και καταγγέλλουν το δίχως προηγούμενο γεγονός να γίνονται μέλη στο Επιτελείο των μαχόμενων μαζών στελέχη της εχθρικής τάξης. Η διαμαρτυρία δεν εισακούεται, αφού η πρόταση για την αποδοχή των δύο Βενιζελικών βουλευτών έγινε από το ΚΚΕ. Αυτό δεν μπορεί να μην ήξερε τι κάνει Τέλος η προδοσία ολοκληρώνεται σε μία συγκέντρωση που κάλεσε ό διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού. Αυτός αφού είδε ότι δεν μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη στους στρατιώτες του, αποφάσισε να αλλάξει τακτική. Καλεί ο ίδιος μία συγκέντρωση των εργατών και των ηγετών τους και εκεί δημόσια υπόσχεται με τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής ότι θα γίνουν δεκτά όλα τα αιτήματα των εργατών, ότι θα τιμωρηθούν οι χωροφύλακες που πυροβόλησαν απεργούς, ότι θα αποζημιωθούν οι οικογένειες των θυμάτων κλπ. Οι εργάτες δεν δώσανε φυσικά καμία σημασία και καμία πίστη στις υποσχέσεις και στους λόγους τιμής του στρατηγού. Τότε όμως επεμβαίνει ό Μ. Σινάκος βουλευτής Χαλκιδικής του Κομμουνιστικού Κόμματος και δίπλα στον στρατηγό καλεί τους εργάτες να δώσουν πίστη στο λόγο τιμής ενός ανωτάτου έλληνα αξιωματικού, να δείξουν ότι είναι πειθαρχημένες μάζες και όχι μπουλούκι και να... διαλυθούν. Αυτόν οι μάζες τον άκουσαν. Δεν ήταν στρατηγός αλλά κομμουνιστής βουλευτής. Αυτός πρέπει να ήξερε τι κάνει! Και αναμφισβήτητα ήξερε αλλά το αντίθετο από εκείνο πού νόμιζαν οι εργάτες.
Η διαρκής επαναστατική επιφυλακή των μαζών λύνεται. Και τότε βλέπουμε ένα φαινόμενο που μπορεί να εκπλήσσει τους ιστορικούς και τους ψυχολόγους αλλά που δεν είναι καθόλου σπάνιο στην ιστορία: Αυτές οι ατρόμητες και ηρωικές μάζες, αυτοί οι εργάτες και εργάτριες με την αδάμαστη θέληση και με την γεμάτη φωτιά ψυχή, αυτοί που ακράτητοι ορμούσαν πάνω στα πολυβόλα και με τη γροθιά τους τα έκαναν σκόνη κι αυτά και εκείνους που τα χειρίζονταν, αυτοί οι ίδιοι και οι ίδιες μεταμορφώνονται τώρα απότομα σε φιλήσυχα αδύναμα και ειρηνικά ανθρωπάκια.
Την άλλη μέρα παντού στις γωνίες των δρόμων της Θεσσαλονίκης ισχυρά αποσπάσματα χωροφυλακής με βαρειά πολυβόλα. Τώρα μπορεί δίχως φόβο να χρησιμοποιηθεί και ο στρατός. Πολεμικά πλοία στο λιμάνι και τα κανόνια του Καραμπουρνού με τις μπούκες προς τις εργατικές συνοικίες. Αυτά τα μέτρα τα υπαγορεύει μόνον ο πανικός γιατί περίπτωση να κατέβουν ξανά οι μάζες στους δρόμους δεν υπήρχε. Το ηρωικό προλεταριάτο της Θεσσαλονίκης όπως και το προλεταριάτο όλης της χώρας, θα κάνει πολλά χρόνια για να ξανασηκωθεί στα πόδια του. Συλλήψεις ενεργούνται κατά μάζες δίχως να προβάλλεται η παραμικρή αντίσταση και τα κρατητήρια γεμίζουν από εργάτες αγωνιστές. Και οι ηγέτες του ΚΚΕ; Έκαναν κι αυτοί το καθήκον τους. Πήγαν στον διοικητή του Γ' Σώματος και «διαμαρτυρήθηκαν εντόνως», γιατί τους γέλασε και δεν κράτησε τον λόγο της στρατιωτικής του τιμής.
Ο δρόμος τώρα είναι ελεύθερος για την αντίδραση. Το ΚΚΕ τον καθάρισε από όλα τα εμπόδια. Σε δυο μήνες η δικτατορία του Μεταξά θα επιβληθεί δίχως ν' ανοίξει μύτη. Αυτή ήταν η μοιραία κατάληξη της ηττοπαθούς πολιτικής του ΚΚΕ. Όποιος αμφιβάλει για την ακρίβεια αυτών των στοιχείων δεν είναι δύσκολο να τα ελέγξει. Για το '65 δεν υπάρχει θέμα. Δεν έχουν περάσει παρά εννιά χρόνια και πρέπει να είναι ζωντανά ακόμη στη μνήμη μας. Για το '36 μπορούν να τα ελέγξουν είτε από πληροφορίες παληών εργατών, είτε από τον τύπο της εποχής, είτε ακόμα από το βιβλίο του Λιναρδάτου για την 4η Αυγούστου, παρ' όλο που αυτός αποδίδει την ευθύνη για την δικτατορία της 4ης Αυγούστου, στην άρνηση των αστικών κομμάτων να συνεργαστούν με το ΚΚΕ, παρά τις διαρκείς όπως γράφει προτάσεις και εκκλήσεις αυτού του τελευταίου.
Τα παραπάνω στοιχεία είναι χρήσιμα στις σημερινές γενεές και γιατί δείχνουν σε ποιες πολιτικές καταστάσεις είναι δυνατή και σε ποιες δεν είναι η επιβολή και η επικράτηση ενός φασιστικού πραξικοπήματος αλλά και γιατί αποκαλύπτουν τον ρόλο του κομμουνιστικού Κόμματος, ρόλο όχι συμπτωματικό και συγκυριακό αλλά μόνιμο και αυστηρά από την ταξική του φύση καθορισμένου από την Ιστορία.
Ποια είναι σήμερα ή πολιτική κατάσταση;
Η δικτατορία δεν ανατράπηκε από μια λαϊκή εξέγερση. Η αντίδραση κατέχει πολύ ευαίσθητους δέκτες των μεταβολών πού συντελούνται στις διαθέσεις και στις συνειδήσεις των μαζών. Και από τα σήματα που συνέλαβαν, είδαν παγωμένα από φόβο την επερχόμενη τρομοκρατική καταιγίδα. Την είδαν στην οργή που προκάλεσε στις λαϊκές μάζες το φασιστικό πραξικόπημα στην Κύπρο, και την είδαν ακόμα πιο καθαρή στις διαθέσεις των επιστρατευθέντων εφέδρων. Ποια έκταση και ποια μορφή θα έπαιρνε η λαϊκή εξέγερση είχαν για την εκτίμηση της ένα σαφές προηγούμενο: Το Πολυτεχνείο.
Αυτά τα αγόρια κι αυτά τα κορίτσια που ατρόμητα αντιμετώπιζαν άοπλα με άφθαστο θάρρος και ηρωισμό, με αυταπάρνηση και δίχως όρια περιφρόνηση του θανάτου, τους πάνοπλους στυγνούς δολοφόνους, θα ήταν για τους δικτάτορες ένας διαρκής εφιάλτης.
Μια νέα λαϊκή εξέγερση θα σάρωνε τα πάντα, θα καθάριζε το πολιτικό έδαφος της χώρας από κάθε είδους, κάθε μορφής και κάθε χρώματος αντίδραση και θα άνοιγε το δρόμο για την πραγματική χειραφέτηση των λαϊκών μαζών. Έτσι για να προλάβουν την εξέγερση και για να σώσουν και το καθεστώς και τα τομάρια τους, κατασκεύασαν πανικόβλητοι στα γρήγορα την κυβέρνηση Καραμανλή. Και αναμφισβήτητα κάνανε μία πρώτης τάξεως επιτυχία. Η κυβέρνηση Καραμανλή πλαισιωμένη από γνωστές δημοκρατικές και σοσιαλιστικές φίρμες «ταλαιπωρημένους, βασανισμένους αντιστασιακούς αγωνιστές» κλπ. κλπ. κάνει υπέρ του καθεστώτος (αυτού του ίδιου του καθεστώτος που με τον τρόπο τους υποστήριξαν οι δικτάτορες), ό,τι ποτέ δεν θα μπορούσε να κάνει η Χούντα. Κατόρθωσε πρώτ' απ' όλα να εκτονώσει τις μάζες. Το μίσος και η οργή εναντίον των δικτατόρων έχουν αρκετά υποχωρήσει. Το μένος και η απόφαση των λαϊκών μαζών να λυντσάρουν τους ηγέτες της Χούντας και τους κτηνώδεις βασανιστές έχει περιοριστεί σε μια ευσεβάστως υποβαλλόμενη ευχή στην Κυβέρνηση για νόμιμες κυρώσεις κλπ.
Ο ιστορικός χώρος στον οποίον στην περίπτωση επαναστατικής ανατροπής της Χούντας, έπρεπε να βρίσκονται οι μάζες, κατέχεται σήμερα εξ ολοκλήρου από επιτροπές, ηγέτες και εκπροσώπους κομμάτων, οργανώσεων, μετώπων κλπ. Τα πληρεξούσιά τους φυσικά είναι από το 1964. Αλλά αυτό δεν έχει κατά τη γνώμη τους σημασία, αυτά εξακολουθούν να ισχύουν και να διατηρούν το κύρος τους. Πιστεύουν ή κάνουν ότι πιστεύουν ότι σ' αυτά τα 10 χρόνια, δεν έχει τίποτε αλλάξει. Δεν έχουν πραγματοποιηθεί ανακατατάξεις στα βάθη της κοινωνίας, δεν έχουν δημιουργηθεί νέες καταστάσεις, δεν έχουν συντελεστεί αλλαγές στη σκέψη, στη διάθεση, στη νοοτροπία, στη συνείδηση των μαζών.
Ο λαός περιορίστηκε σε πανηγυρικές εκδηλώσεις και επί του παρόντος βρίσκεται σε αναμονή.
Τι λένε, τι υπόσχονται στο λαό αυτοί που βρίσκονται στην πολιτική σκηνή, έστω και αν ανέβηκαν σ' αυτήν με την ανεμόσκαλα ή από την σκάλα της υπηρεσίας;
Το μεγαλύτερο μέρος απ' αυτό που λένε στις συγκεντρώσεις τους κι απ' αυτά που γράφουν στις εφημερίδες τους δεν είναι τίποτε άλλο και τίποτε περισσότερο από τις πολύ γνωστές και πολύ συνήθεις πατριωτικές σαπουνόφουσκες. Αυτό που του υπόσχονται κι αυτό που ήδη έχουν αρχίσει, όπως λένε, να οικοδομούν είναι: η Ελλάδα αποδεσμευμένη από την εξάρτηση, την επέμβαση και την επιρροή των ξένων, μία Ελλάδα που θα ανήκει στους Έλληνες, μία Ελλάδα εθνικά ανεξάρτητη, μία Ελλάδα με όλους τους έλληνες ενωμένους, με τον στρατό αδελφωμένο με τον λαό. Για την οικοδόμηση αυτής της Ελλάδος είναι σύμφωνοι και έχουν συνενώσει τις προσπάθειές τους η άκρα «αριστερά», το «δημοκρατικό» κέντρο και η «πατριωτική» δεξιά. Αυτή η αποδέσμευση της χώρας από τους ξένους, είναι μάς λένε προϋπόθεση για τη δημοκρατία την ελευθερία και την κυριαρχία του λαού.
Πόση περιφρόνηση και πόση αηδία θα δοκιμάζουν προ παντός για την «άκρα αριστερά» όσοι εργάτες διατηρούν απλώς υγιές το ταξικό τους ένστικτο. Πόση απάτη και πόση αγυρτεία κρύβεται κάτω απ' αυτές τις μεγαλόστομες φράσεις για εθνική ανεξαρτησία, ελευθερία, δημοκρατία, κυριαρχία του λαού κ.λπ.
Αυτή η αποδεσμευμένη από την εξάρτηση των ξένων Ελλάδα, αυτή η ανεξάρτητη Ελλάδα, αυτή η Ελλάδα που θα ανήκει σε όλους τους Έλληνες, θα είναι ό,τι ήταν και πριν: μια καπιταλιστική κοινωνία. Και σε μια καπιταλιστική κοινωνία ούτε υπάρχει, ούτε είναι δυνατόν ποτέ να υπάρξει ελευθερία, δημοκρατία και κυριαρχία του λαού. Είτε εξαρτημένη είτε «ανεξάρτητη» είναι, μία κοινωνία στην οποίαν μία ασήμαντη αριθμητικά μειοψηφία εκμεταλλεύεται, ληστεύει και απομυζά την απέραντη πλειοψηφία του λαού. Αυτή η πλειοψηφία με το αίμα της, τον κόπο της, τον ιδρώτα της παράγει τα πάντα μηχανές, σπίτια, καράβια, αυτοκίνητα, όλων των ειδών τα αγαθά, ολόκληρο τον κοινωνικό πλούτο. Κι όλος αυτός ο κοινωνικός πλούτος σφετερίζεται απ' αυτή την ασήμαντη αριθμητικά μειοψηφία. Για να κρατάει αυτή η μειοψηφία την απέραντη πλειοψηφία του λαού στην κατάσταση του μισθωτού δούλου, διαθέτει από το ένα μέρος τους δεξιούς, κεντρώους και «αριστερούς» λακέδες της και από το άλλο το κράτος, τον στρατό, την αστυνομία, τα δικαστήρια, τις φυλακές. Και τα δύο μέρη εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό με διαφορετικά μόνον μέσα, το πρώτο με την απάτη και το δεύτερο με τη βία. Και σήμερα την απροκάλυπτη βία των συνταγματαρχών την έχει αντικαταστήσει η απάτη των πολιτικών κομμάτων.
Τα συμφέροντα των καπιταλιστών και των εργατών είναι απολύτως αντίθετα. Τίποτε το κοινό δεν υπάρχει ανάμεσα στους εργάτες και τους καπιταλιστές, ανάμεσα στα θύματα και τους ληστές. Η εθνική ενότης δεν είναι τίποτε άλλο από απάτη και δεν έχει άλλο σκοπό από το να κρατάει τους εργάτες στην υποταγή των εκμεταλλευτών τους. Δεν υπάρχουν και δεν μπορεί να υπάρχουν για τις εκμεταλλευόμενες μάζες εθνικά συμφέροντα, κοινά δηλαδή συμφέροντα με τους εκμεταλλευτές τους. Κοινά συμφέροντα και κοινά ιδεώδη οι έλληνες εργάτες έχουν μόνον με τους εργάτες του υπόλοιπου κόσμου: τους τούρκους, τους βουλγάρους, τους γιουγκοσλάβους, τους ρώσους, τους γερμανούς, τους αμερικάνους, τους κινέζους, τους εβραίους, τους άραβες, κλπ. κλπ. Ο στρατός, δηλαδή οι αξιωματικοί, υπάρχουν και πληρώνονται, όχι για να συμφιλιώνονται με τους εργάτες, αλλά για να τους κρατούν με τα τανκς και τα πολυβόλα στην ληστρική εκμετάλλευση των καπιταλιστών. Η πνευματική χειραφέτηση των λαϊκών μαζών από την εθνική και πατριωτική μυθολογία είναι αυστηρά απαραίτητη προϋπόθεση της κοινωνικής τους χειραφέτησης.
Οι εξ επαγγέλματος «αντιπρόσωποι» του λαού, πολιτικοί, συνδικαλιστές, συνεταιριστές, αθλοπατέρες, φοιτητοπατέρες κλπ. αποτελούν ένα ιδιαίτερο, αρκετά διογκωμένο στην εποχή μας, κοινωνικό στρώμα, με δικά του ιδιαίτερα οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά συμφέροντα. Αυτά του τα συμφέροντα συμπτωματικά, σε ορισμένες καταστάσεις και πάντα μέσα στα πλαίσια της εκμεταλλευτικής κοινωνίας συμπίπτουν με τα συμφέροντα των μαζών πού υποτίθεται ότι εκπροσωπούν.
Η πολιτική κατάσταση πού δημιουργείται μετά την ανάληψη της Κυβέρνησης από τον Καραμανλή, είναι κομμένη στα μέτρα αυτού του κοινωνικού στρώματος. Ολόκληρος ή πολιτική σκηνή έχει καταληφθεί απ' αυτό. Σύντομα θα γίνουν εκλογές, θα εκλεγούν βουλευτές, δήμαρχοι, δημοτικοί και κοινοτικοί σύμβουλοι. Νέες θέσεις θα δημιουργηθούν μετά τις εκλογές: Πολιτικά γραφεία, γραμματείς, νομικοί σύμβουλοι κλπ. Όρος απαραίτητος για να κατέχει και να διατηρεί τη δεσπόζουσα θέση αυτό το κοινωνικό στρώμα, είναι να διατηρείται αδιασάλευτος η «κοινωνική ειρήνη». Δεν θα πρέπει δηλαδή οι λαϊκές μάζες να θέτουν ζητήματα πού ενοχλούν τους εκμεταλλευτές και προ παντός δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούν στη διεκδίκησή τους τα μέσα της ταξικής πάλης. Όλες οι οποιεσδήποτε διαφορές πρέπει να λύνονται «πολιτισμένα» με πνεύμα συνεργασίας και πάντα μέσω των επισήμων «αντιπροσώπων» τους. Αυτό είναι στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία το κοινωνικό λειτούργημα, αυτού του στρώματος των «αντιπροσώπων».
Τελευταία, σε μερικές δυτικού τύπου δημοκρατίες γίνεται σοβαρή συζήτηση για την νομική αναγνώριση αυτού του κοινωνικού στρώματος σαν του μόνου νομίμου αντιπροσώπου των εργατών. Πράγμα που σημαίνει ότι οι απεργιακές επιτροπές, οι εργοστασιακές επιτροπές και τα εργατικά συμβούλια θα θεωρούνται παράνομα. Γι’ αυτήν την υπηρεσία τους στην καπιταλιστική κοινωνία και για να διατηρούν το κύρος τους, και την «εντολή» αποσπάν από τους εκμεταλλευτές μερικά ψιχία για τις μάζες και αρκετά παχυλούς μισθούς για τον εαυτό τους.
Σ' αυτό το κοινωνικό στρώμμα ανήκει και το κομμουνιστικό κόμμα. Αυτό το κόμμα που κάποτε ήταν το κόμμα του επαναστατικού προλεταριάτου της χώρας, έχει καταλήξει σήμερα στον πιο λυσσώδη εχθρό εκείνου που ήταν κάποτε ο δικός του στρατηγικός σκοπός: Η κοινωνική χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Στις θεωρητικές και πολιτικές του αποσκευές δεν υπάρχει τίποτε που να έχει μία οποιαδήποτε σχέση, είτε γενικά με την επαναστατική θεωρία, είτε ειδικά με τον μπολσεβικισμό της ηρωικής εποχής. Αυτές, οι αρκετά πολυτελείς εξωτερικά αποσκευές του, δεν περιέχουν τίποτε άλλο από τίτλους και λάσπη. Με τους τίτλους προβάλλει τον εαυτό του για τον μόνο νόμιμο ιστορικό κληρονόμο του επαναστατικού κινήματος. Η λάσπη είναι το μόνο αποδεικτικό στοιχείο, για όσους αμφισβητούν την γνησιότητα των τίτλων του.
Η μανία του στρέφεται προ παντός εναντίον των αριστερών (ή αριστερίστικων) επαναστατικών ομάδων και τάσεων. Και ο λόγος είναι ότι αυτές αμφισβητούν τη γνησιότητα των τίτλων του, αυτές αποκαλύπτουν τον αντικομμουνιστικό και αντεπαναστατικό χαρακτήρα του και αυτές διεκδικούν τον ιστορικοκοινωνικό χώρο για τον όποιον αυτό παρουσιάζει τίτλους Ιδιοκτησίας. Είναι απαραίτητο να σταθούμε πολύ γενικά στις μικρές επαναστατικές ομάδες και στις σχέσεις τους με τα μαζικά εργατικά κινήματα. Στην ιστορία του εργατικού κινήματος δεν υπάρχουν μαζικά εργατικά επαναστατικά κινήματα. Την εξήγηση αυτού του φαινομένου θα την βρούμε στην ιστορική αντίφαση μέσα στην οποίαν κινείται από τη γέννησή του το κίνημα της εργατικής τάξης. Οι εργατικές μάζες αγωνίζονται, διεκδικούν και λύνουν προβλήματα μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής κοινωνίας. Σ' ορισμένες στιγμές, που είναι και οι πιο μεγάλες στιγμές της ανθρώπινης ιστορίας, αυτές οι μάζες μετατρέπονται σε τρομακτικό τυφώνα που σαρώνει τα πάντα, κονιορτοποιεί θρόνους και θεσμούς, γκρεμίζει απόρθητα τείχη και φρούρια και ανοίγει το δρόμο στη χειραφέτηση και στην εξουσία των λαϊκών μαζών. Σ' άλλη πνευματική κατάσταση βρίσκονται οι μάζες στην περίοδο των αμέσων οικονομικών και πολιτικών διεκδικήσεων και σ' άλλη στην Επανάσταση. Για να γίνει ένας μικρός προπαγανδιστικός κύκλος, μαζικό πολιτικό κόμμα, πρέπει να επηρρεάσει και να κατακτήσει μάζες, πρέπει να αυξάνει συνεχώς τον αριθμό των μελών του και την κυκλοφορία του τύπου του, πρέπει να παίρνει μέρος στις βουλευτικές και δημοτικές εκλογές και να κερδίζει έδρες στη Βουλή, δημάρχους και δημοτικά και κοινοτικά συμβούλια, προ παντός πρέπει να πάρει στα χέρια του τα εργατικά συνδικάτα. Αλλά για να πραγματοποιηθούν αυτά σε μια περίοδο «ειρηνικής» διεξαγωγής της παλης των τάξεων πρέπει να προσαρμοστεί και να ευθυγραμμιστεί με την κάθε άλλο παρά επαναστατική πνευματική κατάσταση που βρίσκονται οι μάζες σ' αυτή την περίοδο. Έτσι σιγά - σιγά οι επαναστατικές αιχμές του προγράμματος σπάνε η μία κατόπιν της άλλης μέχρι που τελικά να εγκαταλειφθεί ολόκληρο το πρόγραμμα. Από όργανο πάλης για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης γίνεται αντικειμενικό εμπόδιο αυτής της πάλης και εχθρός. Στην οππορτουνιστική ορολογία αυτό λέγεται προσγείωση στην πραγματικότητα. Αυτή είναι η ιστορία όλων των εργατικών κομμάτων και των σοσιαλδημοκρατικών και των κομμουνιστικών.
Οι πραγματικοί επαναστάτες ήταν πάντα μειοψηφία. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς σ' όλη τους τη ζωή αλύπητα, αμείλικτα καυτηριάζανε την οππορτουνιστική πολιτική της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Οι επαναστάτες που συγκεντρώνονταν γύρω από τη Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν μία ασήμαντη αριθμητικά μειοψηφία σ' όλη την περίοδο της Δευτέρας Διεθνούς. Αλλά αυτές οι επαναστατικές μειοψηφίες είναι πού προετοιμάζουν τις μάζες για εκείνες τις μεγάλες στιγμές που κρίνεται η τύχη του κόσμου.
Πριν από το 1914, μέσα σε οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που άφηναν τον κόσμο με την εντύπωση ότι όλα πάνε από το καλό στο καλύτερο, η οππορτουνιστική επιχειρηματολογία είχε μια βαρύτητα και μια αληθοφάνεια. Οι συζητήσεις ανάμεσα στους επαναστάτες και τους οππορτουνιστές διεξάγονταν με θεωρητικά επιχειρήματα. Στην εποχή μας, στην ασύλληπτης φρίκης κόλαση, που έχει βυθίσει ο καπιταλισμός το ανθρώπινο γένος από τον Αύγουστο του 1914, δεν μπορεί, γιατί δεν υπάρχουν, να αντλήσει ο οππορτουνισμός θεωρητικά επιχειρήματα. Έτσι δεν έχουν τίποτε άλλο από τη λάσπη. Και σ' αυτό έχει ειδικότητα τα κομμουνιστικό κόμμα.
Τελευταία γίνεται πολύς λόγος για τους προβοκάτορες. Την αρχή την έκανε το ΚΚΕ με μια θορυβώδη εκστρατεία με τον τύπο του και τους ρήτορές του στις συγκεντρώσεις. Ακολουθεί όλος ο αστικός τύπος και περισσότερο από όλους το συγκρότημα Λαμπράκη. Ο ίδιος ο υπουργός Ασφαλείας κάνει επίσημες δηλώσεις για τον κίνδυνο εκ μέρους των προβοκατόρων και καλεί τον λαό να συνεργαστεί με την αστυνομία για την απομόνωσή τους και τη σύλληψή τους.
Υπάρχει πράγματι σήμερα κίνδυνος από τους προβοκάτορες; Στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα η εκστρατεία όλου του τύπου, οι δηλώσεις των υπουργών κλπ.; Η πρώτη αφορμή δόθηκε από την συγκέντρωση της 18 Αυγούστου στην πλατεία Συντάγματος. Στις περιγραφές των περισσοτέρων εφημερίδων διαβάζουμε ότι όπως συνήθως οι αστυφύλακες πέσανε με τη συνήθη τους αγριότητα πάνω στους διαδηλωτές, σπάσανε κεφάλια. Ξυλοφορτώσανε πολλούς και πιάσανε μερικούς πού όπως συνήθως τους τσακίσανε τα κόκκαλα στα κρατητήρια. Σ' αυτήν την σύγκρουση όμως ο κομμουνιστικός τύπος ανεκάλυψε για πρώτη φορά τους προβοκάτορες. Την επίθεση μας λέει την κάνανε οι προβοκάτορες και οι αστυφύλακες βρέθηκαν στην ανάγκη να αμυνθούν. Έτσι οι σφαγείς του Πολυτεχνείου μεταμορφώνονται «σ' αυτά τα καϋμένα τα παιδιά» του Γκίκα. Κατόπι όλος ο τύπος μιλάει για προβοκάτορες.
Πού βρίσκεται ο κίνδυνος από τους προβοκάτορες; Τί επιδιώκουν;
Θέλουν να δώσουν μάς λένε πρόσχημα στους στρατιωτικούς για να επέμβουν. Αλλά εάν εκείνο που λείπει από τους στρατιωτικούς για να επέμβουν είναι το πρόσχημα, αυτό μπορούν οποτεδήποτε να το κατασκευάσουν. Έχουν και τα μέσα και τους ανθρώπους.
Πρέπει να είναι κανείς ηλίθιος με πολλές πατέντες για να πιστέψει ότι μία στρατιωτική οργάνωση με άφθονα διαφόρων ειδών μέσα στη διάθεσή της και με πλήθος αδίστακτους ανθρώπους στην υπηρεσία της θα στείλει έναν εσατζή, έναν ναύτη και έναν υποδηματοποιό για να προβούν σε προκλήσεις και να της δώσουν προσχήματα για επέμβαση. Προβοκάτορες υπήρχαν από αιώνες και υπάρχουν και σήμερα. Κι αυτό που γίνεται σήμερα, αυτός ο θόρυβος, οι καταγγελίες, οι δηλώσεις κλπ. για τους προβοκάτορες, αυτό είναι μια οργανωμένη προβοκάτσια πολύ βρώμικη εναντίον των επαναστατικών ομάδων, εναντίον των επαναστατικών ιδεών και εναντίον της εργατικής τάξης. Προσπαθούν από κοινού Κυβέρνηση, αστυνομία και πολιτικά κόμματα όλων των αποχρώσεων, να ρυπάνουν αυτές τις ομάδες, να τις εκθέσουν, να τις απομονώσουν από τους εργάτες και τους φοιτητές. Το ΚΚ έχει ειδικούς λόγους στην πάλη του εναντίον των επαναστατικών ομάδων. Αυτές είναι πού αποκαλύπτουν τον αντεπαναστατικό και αντικομμουνιστικό χαρακτήρα αυτού του κόμματος. Κι αυτό όμως το κόμμα από κοινού με τα άλλα κόμματα και με την κυβέρνηση προσπαθούν να διαφυλάξουν την εθνική ενότητα και να εμποδίσουν μία αυτόνομη δράση της εργατικής τάξης. Οι επαναστατικές ομάδες αγωνίζονται για μία ταξική πολιτική, για ένα μέτωπο των εκμεταλλευομένων εναντίον των εκμεταλλευτών τους. Εάν λοιπόν αυτές οι ομάδες αποτελούνται από προβοκάτορες και ανεύθυνα στοιχεία, τότε και τα συνθήματα για ταξική δράση, ταξικό μέτωπο, κλπ. είναι ύποπτα και δεν θα πρέπει να επηρεάζονται απ' αυτά οι εργάτες. Αυτός είναι ο κοινός σκοπός κράτους και πολιτικών κομμάτων.
Ίσως δεν είναι περιττό να υπενθυμίσουμε ότι για προβοκάτορες καταγγέλθηκαν στη ρωσική επανάσταση ο Λένιν και ο Τρότσκυ και στη γερμανική η Λούξεμπουργκ και ο Λήμπκνεχτ.
Ο Παπαδόπουλος εφίμωσε και έβαλε ατό γύψο το λαό και κράτησε μόνον για τη Χούντα και τους ανθρώπους της το δικαίωμα να μιλάν, να γράφουν, να χρησιμοποιούν το ραδιοφωνικό σταθμό και την τηλεόραση. Το ίδιο ακριβώς προσπαθούν να κάνουν και εκείνοι που προβάλουν σήμερα τον εαυτό τους για εκπρόσωπο των φοιτητών, των εργατών, του λαού κλπ. Προσπαθούν να μονοπωλήσουν για τον εαυτό τους το δικαίωμα του λόγου και της συγκέντρωσης και να αποκλείσουν προ παντός τις αριστερές επαναστατικές ομάδες. Δηλαδή ο σκοπός τους είναι να μην ακουστεί η φωνή της εργατικής τάξης και της προλεταριακής επανάστασης. Αυτή τη φωνή φοβούνταν και ο Παπαδόπουλος και αυτό το στόμα ήθελε να κλείσει. Εκείνο που τάραξε από τα θεμέλιά της τη δικτατορία, εκείνο που έκανε τους συνταγματάρχες να κιτρινίσουν από το φόβο τους ήταν το Πολυτεχνείο και όχι ο χαρτοπόλεμος και τα ακίνδυνα βαρελότα των αντιστασιακών. Και όταν λέμε Πολυτεχνείο εννοούμε αυτές τις δεκάδες χιλιάδες από τα δίχως περγαμηνές και τίτλους ανώνυμα αγόρια και κορίτσια που τρεις μέρες έδιναν μάχες στους δρόμους της Αθήνας άοπλα ενάντια στα τανκς, στα πολυβόλα και στα αυτόματα της αστυνομίας και του στρατού.
Στις δημόσιες, λαϊκές εργατικές, φοιτητικές συγκεντρώσεις η κάθε πολιτική τάση παίρνει μέρος με τη σημαία της, τα συνθήματά της και ο εκπρόσωπός της πρέπει να έχει το δικαίωμα να μιλήσει. Έτσι πρέπει να γίνεται εάν ή δημοκρατία έχει μία έννοια και μία αξία για τις λαϊκές μάζες. Στις δύο όμως δημόσιες συγκεντρώσεις, στα Προπύλαια και στην πλατεία Κοτζιά, δύο - τρεις οργανώσεις μονοπωλήσανε για τους εαυτούς τους το βήμα και αρνήθηκαν να δώσουν το λόγο σε εκπροσώπους των άλλων τάσεων και οργανώσεων. Καλούσαν τους φοιτητές να προσέχουν για τυχόν προβοκάτορες, υπεδείκνυαν μία ορισμένη ομάδα και δίνανε εντολή στους «φρουρούς της τάξης» να την επιτηρούν. Επρόκειτο για μία ομάδα αναρχικών φοιτητών και εργατών (στη συγκέντρωση που έγινε στα Προπύλαια). Τα «όργανα της τάξης» κινήθηκαν εναντίον αυτής της ομάδος με την ίδια βιαιότητα και το ίδιο μίσος πού κινούνταν εναντίον των φοιτητών και των εργατών οι αστυφύλακες και ακόμα χρησιμοποιούσαν εναντίον τους το ίδιο λεξιλόγιο του τεκέ που χρησιμοποιούσαν οι βασανιστές της ΕΣΑ. Τους σκίσανε τα πανώ και τις σημαίες και θα τους χτυπούσαν εάν δεν επενέβαιναν και δεν τους υπεστήριζαν άλλοι φοιτητές και εργάτες.
Εκείνο που δίνει ελπίδες για το άμεσο μέλλον του κινήματός μας είναι ότι οι τραμπούκοι αποδοκιμάστηκαν και στα Προπύλαια και στην πλατεία Κοτζιά. Σ' αυτή την τελευταία παρ' όλο που με όλη τους τη δύναμη γαύγιζαν από το βήμα ότι εκείνοι πού προσπαθούν να παρασύρουν τη μάζα σε πορεία είναι προβοκάτορες, χιλιάδες εργάτες και φοιτητές πήραν μέρος στην πορεία. Και για πρώτη φορά ύστερα από 38 χρόνια είδαμε να κυματίζουν στους δρόμους της Αθήνας οι μαύρες και οι κόκκινες σημαίες της Προ λ ε τ α ρ ι α κ ή ς Επανάστασης. Και για πρώτη φορά ύστερα από 38 χρόνια ακούσαμε στους δρόμους τον αθάνατο ύμνο της διεθνούς».
*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Πεζοδρόμιο» Νο 5 (Ιούνιος 1975).