Δεν είμαστε κάτι λιγότερο από τους εργάτες στην Κομμούνα του Παρισιού: αντιστάθηκαν για 70 ημέρες και εμείς συνεχίζουμε για ενάμιση χρόνο.
Omar Aziz, 2012
Της Leila Al Shami*
Στις 18 Μαρτίου 2021, άνθρωποι σε όλο τον κόσμο γιόρτασαν την επέτειο των 150 χρόνων από την Κομμούνα του Παρισιού. Εκείνη τη χρονολογία, απλοί άντρες και γυναίκες διεκδίκησαν την εξουσία για τους εαυτούς τους, ανέλαβαν τον ελεγχο της πόλης τους και διαχειρίστηκαν τις υποθέσεις τους ανεξάρτητα από το κράτος για πάνω από δύο μήνες, προτού συντριβούν σε μια αιματηρή εβδομάδα από τη γαλλική κυβέρνηση στις Βερσαλλίες. Το πείραμα των Κομμουνάρων της αυτόνομης, δημοκρατικής αυτοοργάνωσης –ως μέσου τόσο για την αντίσταση στην κρατική τυραννία όσο και για τη δημιουργία μια ριζικής εναλλακτικής λύσης– κατέχει μια σημαντική θέση στο συλλογικό φαντασιακό και έχει εμπνεύσει γενιές επαναστατών.
Στις 18 Μαρτίου πέρασε άλλη μία επέτειος, αλλά σίγουρα με πολύ λιγότερη αναγνώριση παγκοσμίως: την ίδια ακριβώς ημερομηνία πριν από μια δεκαετία, πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις μεγάλης κλίμακας στη νότια συριακή πόλη Dera’a ως απάντηση στη σύλληψη και βασανισμό μιας ομάδας παιδιών σχολείου που είχαν ζωγραφίσει αντικυβερνητικά γκράφιτι σε τοίχο. Οι δυνάμεις ασφαλείας άνοιξαν πυρ εναντίον των διαδηλωτών, σκοτώνοντας τουλάχιστον 4 και προκαλώντας ευρέως τη δημόσια οργή.
Τις μέρες που ακολούθησαν, διαμαρτυρίες εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη τη χώρα που μετατράπηκαν σε ένα επαναστατικό κίνημα, απαιτώντας ελευθερία από τη δικτατορία 4 δεκαετιών του καθεστώτος Άσαντ.
Τα επόμενα χρόνια, κι ενώ οι άνθρωποι πήραν τα όπλα και ανάγκασαν το κράτος να υποχωρήσει από τις κοινότητές τους, οι Σύριοι συμμετείχαν σε αξιοσημείωτα πειράματα αυτόνομης αυτοοργάνωσης παρά τη βαρβαρότητα της αντεπανάστασης που εξαπολύθηκε εναντίον τους.
Ήδη από το 2012, ο Omar Aziz, Σύριος οικονομολόγος, διανοούμενος και αναρχικός αντιφρονούντας, συνέκρινε το πρώτο από αυτά τα πειράματα με την Κομμούνα του Παρισιού.
Ο Omar Aziz δεν ήταν ένας απλός παρατηρητής των γεγονότων που έλαβαν χώρα στη Συρία. Ενώ ζούσε και εργαζόταν στην εξορία, επέστρεψε στην πατρίδα του τη Δαμασκό το 2011, σε ηλικία 63 ετών, για να συμμετάσχει στην εξέγερση ενάντια στο καθεστώς. Ασχολήθηκε με την επαναστατική οργάνωση και παρείχε βοήθεια σε οικογένειες που εκτοπίστηκαν από τα προάστια της Δαμασκού υπό το καθεστώς επίθεσης. Ο Aziz εμπνεύστηκε από το επίπεδο αυτοοργάνωσης που είχε το κίνημα στην αντίστασή του στο καθεστώς. Στις πόλεις και τις γειτονιές ολόκληρης της χώρας, οι επαναστάτες είχαν σχηματίσει τοπικές συντονιστικές επιτροπές. Αυτά ήταν οριζόντια οργανωμένα φόρουμ μέσω των οποίων θα σχεδίαζαν διαμαρτυρίες και θα μοιράζονταν πληροφορίες σχετικά με τα επιτεύγματα της επανάστασης και τη βίαιη καταστολή που αντιμετώπιζε το κίνημα.
Προωθούσαν τη μη βίαιη πολιτική ανυπακοή και συμπεριλάμβαναν τις γυναίκες και τους άνδρες όλων των κοινωνικών, θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων. Οι επαναστάτες οργάνωναν επίσης την παροχή καλαθιών τροφίμων σε όσους είχαν ανάγκη και δημιούργησαν ιατρικά κέντρα κατάλληλα για τους τραυματισμένους διαδηλωτές που φοβούνταν να πάνε σε νοσοκομεία λόγω του κινδύνου σύλληψης.
Ο Aziz πίστευε ότι, παρόλο που τέτοιες δραστηριότητες αποτελούσαν σημαντικό μέσο για την αντίσταση στο καθεστώς και όντως αμφισβήτησαν την εξουσία του, δεν προχώρησαν αρκετά παραπέρα. Μέσω της οργάνωσής τους, οι επαναστάτες ανέπτυσσαν νέες σχέσεις ανεξάρτητα από το κράτος με βάση την αλληλεγγύη, τη συνεργασία και την αμοιβαία βοήθεια, αλλά εξακολουθούσαν να εξαρτώνται από το κράτος για τις περισσότερες από τις ανάγκες τους, συμπεριλαμβανομένης της απασχόλησης, των τροφίμων, της εκπαίδευσης και της υγειονομικής περίθαλψης. Αυτή η πραγματικότητα επέτρεψε στο καθεστώς να διατηρήσει τη νομιμότητά του και να διαιωνίσει τη δύναμή του παρά την ευρύτερη αντίθεση των ανθρώπων σε αυτό.
Σε 2 μελέτες που δημοσιεύθηκαν τον Οκτώβριο του 2011 και τον Φεβρουάριο του 2012 –όταν η επανάσταση ήταν ακόμη σε ένα μεγάλο βαθμό ειρηνική και το μεγαλύτερο μέρος της συριακής επικράτειας παρέμενε υπό τον έλεγχο του καθεστώτος–, ο Aziz άρχισε να συνηγορεί για τη δημιουργία Τοπικών Συμβουλίων. Τα είδε αυτά ως φόρουμ των από-τα-κάτω μέσω των οποίων οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συνεργαστούν συλλογικά για να καλύψουν τις ανάγκες τους, να αποκτήσουν πλήρη αυτονομία από το κράτος και να επιτύχουν ατομική και κοινοτική ελευθερία από τις κυρίαρχες δομές. Πίστευε ότι η οικοδόμηση αυτόνομων, αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων, που συνδέονται περιφερειακά και εθνικά μέσω ενός δικτύου συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας, ήταν ο δρόμος προς την κοινωνική επανάσταση. Σύμφωνα με τον Aziz, «όσο περισσότερο είναι σε θέση να εξαπλωθεί η αυτοοργάνωση… τόσο περισσότερο η επανάσταση θα έχει δημιουργήσει τα θεμέλια για τη νίκη».
Ο Aziz δεν ασχολήθηκε με την κατάληψη της κρατικής εξουσίας και δεν υποστήριξε ένα κόμμα εμπροσθοφυλακής που να ηγηθεί της επανάστασης. Όπως και οι Κομμουνάριοι, πίστευε στην έμφυτη ικανότητα των ανθρώπων να κυβερνούν τον εαυτό τους χωρίς μία καταναγκαστική εξουσία. Κατά την άποψή του, οι νέοι αυτοοργανωμένοι κοινωνικοί σχηματισμοί που αναδύονταν θα «επέτρεπαν στους ανθρώπους να πάρουν τον αυτόνομο έλεγχο στη δική τους ζωή και να αποδείξουν ότι αυτή η αυτονομία σημαίνει ελευθερία». Στη σκέψη του Aziz προβλεπόταν ότι ο ρόλος των Τοπικών Συμβουλίων θα ήταν να υποστηρίξουν και να εμβαθύνουν αυτή τη διαδικασία ανεξαρτησίας από τους θεσμούς του κράτους. Η προτεραιότητά τους θα ήταν να δουλέψουν από κοινού με άλλες δημοφιλείς πρωτοβουλίες για την εξασφάλιση των βασικών αναγκών, όπως είναι η πρόσβαση σε στέγαση, εκπαίδευση και υγειονομική περίθαλψη· να συλλέγουν πληροφορίες σχετικά με τη μοίρα των κρατουμένων και να παρέχουν υποστήριξη στις οικογένειές τους· να συντονίζονται με τις ανθρωπιστικές οργανώσεις· να υπερασπίζονται τη γη από τις κρατικές απαλλοτριώσεις· να υποστηρίζουν και να αναπτύσσουν οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες· να συντονίζονται με τις πρόσφατα σχηματισμένες πολιτοφυλακές του Ελεύθερου Στρατού για τη διασφάλιση της ασφάλειας και της κοινοτικής άμυνας. Για τον Αζίζ, η πιο ισχυρή μορφή αντίστασης στο κράτος ήταν η άρνηση συνεργασίας με αυτό μέσω της δημιουργίας εναλλακτικών στο παρόν, οι οποίες προετοιμάζουν ένα χειραφετητικό μέλλον.
Τον Νοέμβριο του 2012, ο Omar Aziz, όπως και πολλοί άλλοι επαναστάτες της Συρίας, συνελήφθη και πέθανε στη φυλακή λίγο αργότερα…
Ωστόσο, πριν από τη σύλληψή του, βοήθησε στην ίδρυση τεσσάρων τοπικών συμβουλίων στα εργατικά προάστια της Δαμασκού. Το πρώτο ήταν στο Ζαμπάντανι, μια αγροτική και τουριστική πόλη που περιβάλλεται από βουνά, περίπου 50 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα. Η πόλη προσχώρησε γρήγορα στην εξέγερση τον Μάρτιο του 2011, πραγματοποιώντας τακτικές διαδηλώσεις και ζητώντας ελευθερία και απελευθέρωση των κρατουμένων. Μέχρι τον Ιούνιο, νεαροί άνδρες και γυναίκες είχαν συγκροτήσει μια τοπική επιτροπή συντονισμού για την οργάνωση των διαδηλώσεων και την ενασχόληση με τα μέσα ενημέρωσης ώστε να επικοινωνούν στον έξω κόσμο το τι συνέβαινε στην πόλη. Όπως και οι γυναίκες Κομμουνάριες του Παρισιού, οι γυναίκες του Ζαμπάντανι δημιούργησαν επίσης τα δικά τους φόρουμ. Στα μέσα του 2011 ιδρύθηκε ο Σύλλογος Γυναικών Επαναστατών του Ζαμπάντανι. Συμμετείχαν στις διαδηλώσεις σε τεράστιο αριθμό και καλούσαν σε ειρηνική πολιτική ανυπακοή. Έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Απεργία Αξιοπρέπειας τον Δεκέμβριο του 2011, μια πανεθνική γενική απεργία που προσπάθησε να ασκήσει οικονομική πίεση στο καθεστώς. Τον Ιανουάριο του 2012 ίδρυσαν το περιοδικό Oxygen Magazine, ένα διμηνιαίο έντυπο περιοδικό που παρέχει αναλύσεις σχετικές με την επανάσταση, προωθώντας την ειρηνική αντίσταση. Η ομάδα εξελίχθηκε αργότερα στο Δίκτυο Γυναικών Damma, το οποίο συνεχίζει να εργάζεται, υποστηρίζοντας τη γυναικεία οικοδόμηση της ανθεκτικότητας, ανακουφίζοντας από τον αντίκτυπο της βίας στις κοινότητες που πλήττονται από συγκρούσεις, καθώς και παρέχοντας εκπαίδευση και ψυχολογική υποστήριξη στα παιδιά.
Το Ζαμπάντανι απελευθερώθηκε με τις τοπικές πολιτοφυλακές του Ελεύθερου Στρατού τον Ιανουάριο του 2012. Δημιουργήθηκαν οδοφράγματα και η πόλη τέθηκε υπό τον έλεγχο των κατοίκων της. Ένα τοπικό συμβούλιο ιδρύθηκε για να καλύψει το κενό που δημιουργήθηκε από την αποχώρηση του καθεστώτος. Οι σουνίτες και οι χριστιανοί κάτοικοι της πόλης συγκεντρώθηκαν για να εκλέξουν τα 28 μέλη του συμβουλίου ανάμεσα σε σεβαστά άτομα της κοινότητας και να επιλέξουν πρόεδρο. Αυτή ήταν η πρώτη εμπειρία της Συρίας για δημοκρατία εδώ και δεκαετίες. Το συμβούλιο δημιούργησε μια σειρά από υπηρεσίες για τη διαχείριση της καθημερινής πολιτικής ζωής, συμπεριλαμβανομένης της υγειονομικής περίθαλψης και της ανθρωπιστικής βοήθειας, καθώς και μιας πολιτικής επιτροπής που συμμετείχε στη διαπραγμάτευση με το καθεστώς και ένα δικαστήριο για την επίλυση των τοπικών συγκρούσεων. Μια στρατιωτική επιτροπή επόπτευε τα τάγματα του Ελεύθερου Στρατού για να διασφαλίσει την ασφάλεια. Ενώ οι εκπρόσωποι του συμβουλίου ήταν όλοι άντρες, ο Σύλλογος Γυναικών Επαναστατών του Ζαμπάντανι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη των δραστηριοτήτων του Συμβουλίου. Όπως οι Κομμουνάριοι-ες του Παρισιού, οι άνθρωποι του Ζαμπάντανι που ονειρεύονταν μια ελεύθερη και δίκαιη κοινωνία κατάφεραν να αυτοοργανώσουν δημιουργικά την κοινότητά τους ανεξάρτητα από τον κεντρικό κρατικό έλεγχο.
Η τοπική αυτονομία και η από-τα-κάτω δημοκρατία θεωρήθηκε από το καθεστώς ως η μεγαλύτερη απειλή του. Όπως η κυβέρνηση των Βερσαλλιών, η οποία αρνήθηκε να πολεμήσει ενάντια στους Πρώσους, έστρεψε τα όπλα προς τους Κομμουνάριους, έτσι το συριακό καθεστώς έστρεψε όλη του τη δύναμη εναντίον του λαού του Ζαμπάντανι. Η πόλη πολιορκήθηκε από το καθεστώς και τον σύμμαχό του, τη Χεζμπολάχ, που υποστηρίζεται από το Ιράν και οι καθημερινοί βομβαρδισμοί οδήγησαν σε μια δραματική επιδείνωση των ανθρώπινων συνθηκών. Μέσα στην πόλη, οι επαναστάτες αντιμετώπισαν επίσης προκλήσεις από εξτρεμιστικά ισλαμιστικά τάγματα, τα οποία κέρδισαν με την πάροδο του χρόνου και τελικά απέσπασαν τον έλεγχο από το τοπικό συμβούλιο το 2014. Έπειτα από αρκετές αποτυχημένες συμφωνίες για κατάπαυση του πυρός, το καθεστώς ανέκτησε τον έλεγχο του Ζαμπάντανι τον Απρίλιο του 2017, από όταν και στο εξής πολλοί από τους κατοίκους του το εκκένωσαν βιαίως.
Η εμπειρία του Ζαμπάντανι ήταν αξιοσημείωτη, αλλά όχι η μοναδική. Κατά τη διάρκεια της Συριακής Επανάστασης, τα εδάφη απελευθερώθηκαν σε τέτοιο βαθμό που, έως το 2013, το καθεστώς είχε χάσει τον έλεγχο περίπου των 4/5 της εθνικής επικράτειας.
Ελλείψει του κράτους, ήταν η αυτοοργάνωση των ανθρώπων που συνέχισε τη λειτουργία των κοινοτήτων και τους επέτρεψε να αντισταθούν στο καθεστώς, σε ορισμένες περιπτώσεις για χρόνια. Εκατοντάδες τοπικά συμβούλια ιδρύθηκαν στις νεοσύστατες αυτόνομες ζώνες που παρείχαν ουσιαστικές δημόσιες υπηρεσίες, όπως νερό και ηλεκτρικό ρεύμα, συλλογή απορριμμάτων, και υποστήριξη των σχολείων και των νοσοκομείων ώστε να συνεχίσουν να λειτουργούν. Σε ορισμένες περιοχές μεγάλωσαν και διανείμαν φαγητό. Οι άνθρωποι συνεργάστηκαν επίσης για τη δημιουργία ανθρωπιστικών οργανώσεων, κέντρων παρακολούθησης ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ανεξάρτητων ενώσεων μέσων ενημέρωσης. Γυναικεία κέντρα ιδρύθηκαν ώστε να ενθαρρύνουν τις γυναίκες να δραστηριοποιηθούν πολιτικά και οικονομικά και να αμφισβητήσουν τα πατριαρχικά ήθη. Ένα παράδειγμα είναι το κέντρο Mazaya στο Kafranbel, Idlib, το οποίο δίδαξε επαγγελματικές δεξιότητες στις γυναίκες, πραγματοποίησε συζητήσεις για θέματα δικαιωμάτων των γυναικών και αμφισβήτησε τις απειλές των εξτρεμιστικών ισλαμιστικών ομάδων. Ιδρύθηκαν σωματεία για μαθητές, δημοσιογράφους και εργαζόμενους στον τομέα της υγείας. Στη βόρεια πόλη Manbij, οι επαναστάτες ίδρυσαν το πρώτο ελεύθερο συνδικάτο της Συρίας, το οποίο αγωνίστηκε για καλύτερους μισθούς. Οι πολιτιστικές δραστηριότητες άνθισαν, συμπεριλαμβανομένων ανεξάρτητων συλλογών ταινιών, γκαλερί τέχνης και θεατρικών ομάδων. Στην απελευθερωμένη πόλη Νταράγια, κοντά στη Δαμασκό, οι επαναστάτες έχτισαν μια υπόγεια βιβλιοθήκη από βιβλία που διέσωσαν από τα κατεστραμμένα σπίτια του λαού.
Μετά το 2011, προτού τους γονατίσει η αντεπανάσταση, οι κοινότητες σε ολόκληρη τη Συρία ζούσαν ελεύθερες από την τυραννία του καθεστώτος. Η εξουσία μειώθηκε σε τοπικό επίπεδο και οι άνθρωποι συνεργάστηκαν για αμοιβαίο όφελος, συχνά σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, για να χτίσουν μια πλουραλιστική, διαφορετική, χωρίς αποκλεισμούς και δημοκρατική κοινωνία –σε πλήρη αντίθεση με τον ολοκληρωτισμό του κράτους. Δεν υποκινούνταν από μεγάλες ιδεολογίες ούτε καθοδηγούνταν από κάποια φράξια ή κόμμα. Οδηγούνταν από την αναγκαιότητα. Η ίδια η ύπαρξή τους αμφισβήτησε τον μύθο που διαδόθηκε από το κράτος ότι η επιβίωσή του ήταν απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η εκπλήρωση των βασικών αναγκών και της σταθερότητας.
Οι Σύριοι έδειξαν ότι ήταν περισσότερο από ικανοί να οργανώσουν τις κοινότητές τους, απουσία κεντρικής, καταναγκαστικής εξουσίας, χτίζοντας ισότιμες κοινωνικές δομές και αναδημιουργώντας κοινωνικούς δεσμούς αλληλεγγύης, συνεργασίας και αμοιβαίου σεβασμού. Δεν υπήρχε κανένα μοντέλο ή σχέδιο. Κάθε κοινότητα οργανώθηκε σύμφωνα με τις δικές της ανάγκες, τις μοναδικές τοπικές συνθήκες και αξίες της –η ίδια η ουσία της αυτοδιάθεσης, απαραίτητη σε μια χώρα που είναι τόσο κοινωνικά και πολιτιστικά διαφορετική όσο η Συρία.
Αυτό που μοιράστηκαν ήταν η επιθυμία για αυτονομία από το καθεστώς και μια δέσμευση για αποκεντρωμένες, αυτοδιαχειριζόμενες μορφές οργάνωσης.
Κι ενώ η εμπειρία της Κομμούνας του Παρισιού είναι γνωστή και γιορτάζεται στη Δύση, θα πρέπει να διερωτηθούμε γιατί παρόμοια πειράματα που συμβαίνουν στην εποχή μας στη Συρία δεν γίνονται εξίσου γνωστά –γιατί συνήθως δεν καταφέρνουν να προσελκύσουν ακόμη και τις πιο στοιχειώδεις μορφές αλληλεγγύης; Ενώ η ριζοσπαστική θεωρία υποστηρίζει τον οικουμενισμό, συχνά δίνει μικρή προσοχή σε άλλα, μη δυτικά περιβάλλοντα ή πολιτισμούς.
Όταν οι αριστεροί στη Δύση σκέφτονται τη Συρία, συχνά σκέφτονται την ξένη κρατική παρέμβαση, τις εξτρεμιστικές ισλαμιστικές ομάδες και πολλές ένοπλες ομάδες που κραυγάζουν και ανταγωνίζονται για εξουσία και έδαφος. Λίγη προσοχή δίνεται στους απλούς άντρες και γυναίκες και στις θαρραλέες πράξεις τους που αψηφούν ένα τυραννικό και γενοκτονικό καθεστώς. Αυτοί οι άνθρωποι αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της πολιτικής αντίστασης της Συρίας. Όχι μόνο αντιστάθηκαν στο καθεστώς αλλά έχτισαν μια βιώσιμη, όμορφη εναλλακτική λύση σε αυτό. Ο αγώνας τους έγινε πολύπλευρος. Υπερασπίστηκαν τη σκληρά κερδισμένη αυτονομία τους από το καθεστώς και αργότερα από τις πολλές ξένες δυνάμεις και εξτρεμιστικές ομάδες που είδαν την ύπαρξή τους ως τη μεγαλύτερη απειλή. Αποσιωπήθηκαν και συχνά συκοφαντήθηκαν από τη διεθνή κοινότητα, ακόμη και από ανθρώπους που θεωρούν τον εαυτό τους μέρος της αντιιμπεριαλιστικής αριστεράς. Η ύπαρξή τους έγινε μια ταλαιπωρία για τις μεγάλες αφηγήσεις στις οποίες κάποιοι ήθελαν να επιδοθούν σχετικά με την επανάσταση της Συρίας και τον αντεπαναστατικό πόλεμο. Ο επιστημολογικός ιμπεριαλισμός άφησε πολύ λίγο χώρο για τις καθημερινές συνθήκες και την πραγματικότητα της Συρίας.
Όπως και με την Κομμούνα του Παρισιού, υπάρχουν πολλά να μάθουμε από την επαναστατική εμπειρία της Συρίας. Σε περιόδους εξέγερσης ή σε περιόδους κρίσης, συχνά εμφανίζονται νέοι τρόποι οργάνωσης που παρέχουν εναλλακτικές λύσεις στα ιεραρχικά, καταναγκαστικά και εκμεταλλευτικά συστήματα που ασκούνται τόσο από τον καπιταλισμό όσο και από το κράτος. Μέσω της αποκεντρωμένης αυτοοργάνωσης, χωρίς την ανάγκη για ηγέτες ή αφεντικά, αλλά μέσω της εθελοντικής ένωσης, της συνεργασίας και της ανταλλαγής πόρων, οι άνθρωποι μπορούν να μεταμορφώσουν τις κοινωνικές σχέσεις και να επηρεάσουν ριζικές κοινωνικές αλλαγές. Μας δείχνουν ότι τα χειραφετητικά μέλλοντα μπορούν να οικοδομηθούν εδώ και τώρα, ακόμη και υπό τη σκιά του κράτους.
Όλα τα αποσπάσματα προέρχονται από την αγγλική μετάφραση των δύο κειμένων του Omar Aziz στο The Formation of Local Councils από το Bordered by Silence, εκτός από το εισαγωγικό απόσπασμα που προήλθε από το Twitter, που πλέον έχει διαγραφτεί.
*Η Leila Al-Shami είναι Βρετανίδα-Σύρια και συγγραφέας. Είναι μία από τις συγγραφείς του Burning Country: Syrians in Revolution and War (Pluto Press, 2016). Συμμετέχει στην καμπάνια “100 Faces of the Syrian Revolution”.
**Πηγή κειμένου: https://www.aftoleksi.gr/2021/06/04/apo-to-parisi-eos-ti-syria-dimioyrgontas-enallaktika-mellonta-paron/