Τι θα μπορούσε να μας πει μια προβλήτα λιμανιού και ένας παλιός αλευρόμυλος;
Αν περιπλανηθούμε κάποια στιγμή στο λιμάνι της Καλαμάτας, ίσως μπορέσουμε να νιώσουμε τους πόθους, τα όνειρα και τον μόχθο των ανθρώπων που έζησαν σ’ αυτό το μέρος. Το ίδιο μπορεί να συμβεί αν οδηγήσουμε τα βήματά μας και στο κουφάρι των παλιών αλευρόμυλων, που δεσπόζει δίπλα στην προβλήτα του λιμανιού. Το κτήριο παραμένει παρέα με πολλά μηχανήματα, διοικητικά χαρτιά και σακιά με την επωνυμία των αλευρόμυλων. Ακόμα και τα αποκόμματα από εφημερίδες και περιοδικά της εποχής που βρίσκονται κολλημένα στις ντουλάπες των εργατών μαρτυρούν με τον τρόπο τους κάποια ιδιαίτερα μυστικά των τελευταίων ανθρώπων που δούλευαν εκεί λίγο πριν κλείσουν οι μύλοι.
Το λιμάνι και οι αλευρόμυλοι έχουν πολλές ιστορίες να μας διηγηθούν. Ιστορίες για ανθρώπους που ήρθαν από μακριά και για άλλους που ήταν γεννημένοι σ’ αυτό τον τόπο και συνυπήρχαν στο λιμάνι δουλεύοντας για κάποιο αφεντικό πλουτίζοντάς το ενώ οι ίδιοι έμεναν σε προσφυγικά παραπήγματα στην παραλία και σε διάφορες λαϊκές γειτονιές της Καλαμάτας. Η ιστορία όμως που έμελλε να σημαδέψει αυτό το μέρος δεν είναι χαρούμενη αλλά βαμμένη με το αίμα δεκάδων απεργών και αλληλέγγυων.
Η αιματοβαμμένη εξέγερση των λιμενεργατών και των μυλεργατών τον Μάη του 1934 ενάντια στα αφεντικά και το κράτος άφησε πίσω της οχτώ νεκρούς, δεκάδες τραυματίες και πολλές υλικές καταστροφές σε διάφορα κτήρια εκ των οποίων αυτό της Τράπεζας Αθηνών, το σπίτι ενός εκ των ιδιοκτητών των μύλων ‘’Ευαγγελίστρια’’ Πάστρα καθώς και το τραμ της πόλης.
Η εξέγερση της Καλαμάτας στις 9 Μαΐου του 1934 δεν είχε ‘’μέντορες’’ και ‘’επαναστατικές κομματικές φυσιογνωμίες’’ αφού οι εργάτες είχαν αποκηρύξει τέτοιου είδους αποστήματα μέρες πριν το αιματοκύλισμα. Γι’ αυτό το λόγο τα γεγονότα της Καλαμάτας παρά την δραματική εξέλιξη που πήραν και τον θόρυβο που προκάλεσαν σε όλο τον ελλαδικό χώρο δεν έγιναν ποτέ σήμα κατατεθέν ως ''μοντέλο αγώνα'' για την καθεστωτική αριστερά.
Μάλιστα προς αποφυγή οποιοδήποτε πολιτικού προσεταιρισμού από το κώμα του λαού καθώς και για τωρινά συμπεράσματα σε πρακτικές του κώματος σχετικά με τον χαρακτήρα που θα πρέπει να έχει μια εξέγερση είναι καλό να αναφερθεί ότι στην 2η Ολομέλειά του το ΚΚΕ τον Νοέμβριο του 1934 ανακοινώνει ότι ''η Κομματική Οργάνωση Πελοποννήσου βρέθηκε έξω από τα γεγονότα της Καλαμάτας όσο και από την τελευταία εξέγερση των σταφιδοπαραγωγών".
ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΑΙΜΑΤΟΒΑΜΕΝΗΣ ΕΞΕΓΕΡΣΗΣ
Το 1934 ήταν μια χρονιά όπου τα κοινωνικά κινήματα βρίσκονταν σε αναβρασμό. Απανωτές απεργίες και εξεγέρσεις εργατών-κρατουμένων πονοκεφαλιάζουν το κράτος. Αναφορικά θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τα εξής:
2/1/1934 Στάση και μαζική απεργία πείνας των κρατουμένων στις φυλακές του Συγγρού, Ακραίου κ.α.
7/1/1934. Κινητοποιήσεις εργατών και επαγγελματιών κατά τις εταιρίας ηλεκτροδότησης ‘’Πάουερ’’.
17/1/1934 Απεργία των μεταλλωρύχων στο Λαύριο.
20/1/1934 Στις Σέρρες καταλαμβάνεται από άνεργους καπνεργάτες το κτήριο του ταμείου ανεργίας.
16/2/1934 Στην Θεσσαλονίκη άνεργοι καπνεργάτες και αρτεργάτες επετέθησαν στο γραφείο Ευρέσεως Εργασίας, στην γενική Διοίκηση και την Δημαρχία.
Το λιμάνι της Καλαμάτας βρισκόταν σε αναβρασμό για τουλάχιστον δύο χρόνια. Αιτία του αναβρασμού ήταν η ‘’ρουφήχτρα’’ που εγκατέστησαν στην προβλήτα τα αφεντικά των αλευρόμυλων ‘’Ευαγγελίστρια’’ Πάστρας και Τραβασάρας. Η ρουφήχτρα εγκαταστάθηκε από 1928 αλλά η τελειοποίησή της καθώς και οι νέες αλυσιδωτές ανάγκες που αυτή έφερνε στην παραγωγή είχε ως αποτέλεσμα οι φορτοεκφορτωτές να απασχολούνται για τέσσερα ακόμα χρόνια.
Από το 1932 η κατάσταση στο λιμάνι οξύνεται καθώς οι φορτοεκφορτωτές τον Οκτώβριο κηρύττουν απεργία και απαιτούν εκ παρατροπής εργασία για να μην χάσουν κάποιο συνάδελφοι την δουλειά τους. Τα αφεντικά απορρίπτουν το αίτημα και οργανώνουν απεργοσπαστικό μηχανισμό. Οι ξυλοδαρμοί και τα μαχαιρώματα των απεργών με την αστυνομία και τους απεργοσπάστες είναι καθημερινό φαινόμενο. Το σκηνικό αυτό κρατάει ένα μήνα με το λιμάνι να έχει παραλύσει καθώς οι ιδιοκτήτες φορτηγίδων κηρρύσουν λοκ αουτ.
Στις αρχές του 1933 οι λιμενεργάτες κατεβαίνουν σε απεργία ζητώντας να μην λειτουργήσει η ‘’ρουφήχτρα’’ ή να αποζημιωθούν όσοι απολυθούν. Τον Σεπτέμβρη του 1933 η εκφόρτωση ενός καραβιού γίνεται η αφορμή να σκοτωθεί από πυροβολισμό ο Κ. Καλογεράκος, ιδιοκτήτης μιας φορτηγίδας, από τον Απ. Διαμαντόπουλο που ήταν πρόεδρος της Ένωσης Φορτοεκφορτωτών Λιμένος. Μέσω της συνεχιζόμενης όξυνσης στο λιμάνι οι κρατούντες οδηγούνται στις 26 Απριλίου σε σύσκεψη υπό τον αντιπρόσωπο του Υπ. Εργασίας και αποφασίζουν την μείωση των λιμενεργατών από 340 σε 140, ίδρυση ταμείου σύνταξης σε όσους ήταν μεγαλύτεροι από 40 χρονών και αποχωρούσαν καθώς και αποζημίωση των εργατών με το ποσό των 5 δραχμών για κάθε κιλό που θα ξεφόρτωνε η ρουφήχτρα. Οι αποφάσεις δεν βρίσκουν σύμφωνους τους εργάτες με κύριο σημείο διαφωνίας την αποζημίωση των 5 δραχμών ενώ οι ίδιοι επιθυμούσαν 8 δραχμές.
Οι πρώτες μέρες του Μάη του 1934 βρίσκουν την Καλαμάτα σε απεργιακό κλοιό. Οι εργαζόμενοι της Ελληνικής Εταιρίας Οίνων και Οινοπνευμάτων ξεκινούν τον απεργιακό κλοιό στην πόλη και μετά από μάχες με την αστυνομία συλλαμβάνονται 19 απεργοί. Να σημειωθεί ότι αυτή η απεργία έληξε τον Ιούνιο μετά από άγρια καταστολή της ίδιας της εργοδοσίας με μπράβους και απεργοσπάστες. Αυτή η νίκη των εργοδοτών έδωσε την ευκαιρία στο διευθύνοντα σύμβουλο της εταιρίας Επαμεινώνδα Χαρίλαο, να υπενθυμίσει στο Εμπορικό Επιμελητήριο Αθηνών ότι «εάν εις όλας τας αναλόγους περιστάσεις ο εργοδοτικός κόσμος ηκολούθει σταθεράν τακτικήν δια την αντιμετώπισιν παρομοίων αναρχικών εκδηλώσεων, αυταί θα εξέλιπον».
Μετά από όλα αυτά τα γεγονότα οι λιμενεργάτες στέλνουν αντιπροσωπεία για να διαπραγματευτεί με τους εργοδότες και το Υπουργείο Εργασίας η οποία δέχεται συμφωνία αποζημίωσης 6 δραχμών ανά κιλό που θα ξεφορτώνει η ‘’ρουφήχτρα’’.
Στις 7 Μάη οι συνδικαλιστές ανακοινώνουν τη συμφωνία και αμέσως μετά από συνέλευση οι εργάτες δυσαρεστημένοι αποκηρύσσουν τους συνδικαλιστές τους που ως είθισται βιάστηκαν να συνθηκολογήσουν και αποφασίζουν απεργία στην οποία συμμετέχουν και οι μυλεργάτες για αλληλεγγύη και με αιτήματα για επαναπρόσληψη τριών συναδέλφων τους, την καταβολή των παράνομων κρατήσεων από τους μισθούς τους, και την εξίσωση των μισθών τους με αυτούς των εργατών του Πειραιά που ήταν 30 δραχμές κατώτερη. Επίσης στην απεργία συμμετέχουν και οι μυλεργάτες του μύλου ‘’Φεραδούρου, Αποστολάκη και Σια’’ ως αλληλέγγυοι παρόλο ότι προ 15ημερου είχε γίνει αύξηση των δικών τους ημερομισθίων. Τέλος απεργούν και οι καταστηματάρχες της πόλης σαν ένδειξη αλληλεγγύης.
Η ΑΠΕΡΓΙΑ ΚΑΙ Η ΒΙΑΙΗ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ
Στις 8 Μάη η πόλη έχει νεκρώσει από την απεργία και ο στρατός με την αστυνομία καθώς και η έφιππη χωροφυλακή φυλάσσουν τους μύλους, για τις ανάγκες της τήρησης της τάξης στήνεται ακόμα και πολυβόλο στην ταράτσα των μύλων. Τα εγκαίνια της ‘’ρουφήχτρας’’ είναι στις 9 Μάη καθώς εκείνη την μέρα αναμένεται και το γεμάτο σιτάρι ατμόπλοιο ‘’Λίμνη’’. Το απόγευμα τις 8 Μάη οι απεργοί προσπάθησαν να σπάσουν τον δυτικό κλοιό των στρατιωτών και σημειώθηκαν συγκρούσεις και πετροπόλεμος που έλαβαν τέλος με την επέμβαση της έφιππης χωροφυλακής. Το βράδυ μια έκρηξη βόμβας συνταράσσει το λιμάνι. Η έκρηξη φαίνεται να είχε ως στόχο την ‘’ρουφήχτρα’’ καθώς έγινε σε σημείο κοντά στο μηχάνημα χωρίς ωστόσο να προκαλέσει κάποια φθορά. Βλέποντας την κλιμάκωση της έντασης το κράτος ενισχύει την φρουρά τοποθετώντας έναν επιπλέον λόχο πεζικού.
Το ξημέρωμα τις 9 Μάη βρίσκει σχεδόν όλη την πόλη στο λιμάνι να προσπαθεί να αποτρέψει την εκφόρτωση του πλοίου ‘’Λίμνη’’. Οι στρατιώτες χτυπούν τους συγκεντρωμένους με τους υποκόπανους των όπλων για να αποτρέψουν την επαφή του κόσμου με το πλοίο που ήδη έχει μπει στο λιμάνι. Οι συγκεντρωμένοι δεν υποχωρούν και μια ομάδα ανθρώπων που αποτελούνται ακόμα και από παιδιά μπαίνει σε μια βάρκα για να προσεγγίσουν το πλοίο μέσω θαλάσσης. Ο κόσμος τους ενθαρρύνει και προσπαθεί και αυτός με την σειρά του να σπάσει τον στρατιωτικό κλοιό.
Στο σημείο αυτό οι στρατιώτες διατάσσονται να ανοίξουν πυρ στο πλήθος ενώ συγχρόνως η βάρκα γαζώνεται από το πολυβόλο που είχε στηθεί στην ταράτσα. Ορισμένοι εργάτες ισχυρίζονται κατηγορηματικά ότι το πυρ το ξεκίνησε ο ίδιος ο Πάστρας που είχε οχυρωθεί στην ταράτσα των μύλων καθώς οι στρατιώτες αρνήθηκαν στην διαταγή. Ό,τι και να συνέβη στην πραγματικότητα το γεγονός αυτό υποδεικνύει την οργή και την άποψη που είχαν οι απεργοί για το αφεντικό των μύλων. Ο απολογισμός είναι δύο νεκροί στην βάρκα, τρεις στην προκυμαία και δεκάδες τραυματίες.
Οι συγκεντρωμένοι εναποθέτουν τους νεκρούς σε ξύλα και τους μεταφέρουν στο κέντρο της πόλης για να δουν και οι υπόλοιποι το αιματοκύλισμα. Στο διάβα τους οι συγκεντρωμένοι καταστρέφουν το σπίτι του ενός από τους ιδιοκτήτες των μύλων Πάστρα, την Τράπεζα Αθηνών και το τραμ της πόλης. Στη συνέχεια αφού σπανέ την στρατιωτική φρουρά οι συγκρούσεις γενικεύονται. Αποτέλεσμα των συγκρούσεων στο κέντρο της πόλης είναι άλλοι τρεις νεκροί και δεκάδες τραυματίες. Η χωροφυλακή απαγορεύει για ώρες την περισυλλογή των πτωμάτων προς παραδειγματισμό!
Τα ονόματα των νεκρών είναι: Μαραγκουδάκης Αντώνης, Σπάλας Ανδρέας, Μπλίκος Παναγιώτης, Γιαλατσινός Βασίλης, Καπετανέας Βασίλης και Γκριζέπη Μαρία. Ο Βασίλης Καπετανέας πέθανε λίγο μετά από τα γεγονότα στο νοσοκομείο όπως και η Μαρία Γκριζέπη που τραυματίστηκε βαριά στο περίπτερό της και εξέπνευσε λίγο μετά στο νοσοκομείο. Η κηδεία γίνεται την επομένη των αιματηρών γεγονότων.
Την επομένη όλη η πόλη βρίσκεται σε κατάσταση απεργίας και οι κηδείες μετατρέπονται σε συλλαλητήρια ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταστολή. Συλλαλητήρια και απεργίες ως ένδειξη αλληλεγγύης γίνονται σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, ειδικότερα στην Θεσσαλονίκη η απεργία και το συλλαλητήριο είχαν μεγάλη συμμετοχή. Στον υπουργό Οικονομίας ασκήθηκε έντονη κριτική για την επιλογή του να λειτουργήσει πάση θυσία το απορροφητικό μηχάνημα.
Εν μέσω κοινωνικής κατακραυγής η εκφόρτωση του πλοίου ματαιώνεται και η κυβέρνηση προσπαθώντας να σώσει ότι μπορεί από την ‘’πολιτική τιμή’’ της προβαίνει στην απομάκρυνση του νομάρχη, του τοπικού στρατιωτικού διευθυντή, του διοικητή της χωροφυλακής και του λιμενάρχη. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο λιμενάρχης παραπέμφθηκε με το ερώτημα της απόταξης από την υπηρεσία του και ενώ το πρωτοβάθμιο συμβούλιο τον έκρινε παντελώς ανίκανο το δευτεροβάθμιο που συνεδρίασε λίγο καιρό μετά τον δικαίωσε πανηγυρικά διατηρώντας τον βαθμό του. Μόνο η παρέμβαση του υπουργού Ναυτικών Χατζηκυριάκου το 1935 μπόρεσε να τον απομακρύνει από κάθε υπηρεσία.
Σαν να μην έφταναν όλα αυτά τον Γενάρη του 1935 παραπέμπονται σε δίκη και καταδικάζονται οι εργάτες Χρ. Νιάρχος, Π. Αντωνάκας, Στ. Σταθάκος και Γ. Ξενάκης σε 18 μήνες φυλάκιση και 2 χρόνια εξορία στον Άγιο Ευστράτιο.
Αυτή η εξέγερση δεν αναζητά πολιτικούς σπόνσορες γιατί οι άνθρωποι που την έκαναν δεν συντάχθηκαν κάτω από καμιά κομματική ομπρέλα. Είναι γεγονός πάντως ότι από το 1931 και για λίγα χρόνια ακόμα οι λεγόμενοι αρχειομαρξιστές είχαν μεγάλη επιρροή στην Καλαμάτα ελέγχοντας τα σωματεία των μυλεργατών και συμμετέχοντας στο σωματείο των λιμενεργατών. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούμε να δεχτούμε την οικειοποίηση των γεγονότων από τους αρχειομαρξιστές γιατί κάτι τέτοιο θα στερούνταν από σοβαρά στοιχεία και το κυριότερο θα πρόδιδε των αγώνα όλων αυτών που πάλεψαν με ανιδιοτέλεια και χωρίς πολιτικούς και κομματικούς φραγμούς.
Φέρνουμε στη μνήμη την συζήτηση που είχαμε πριν λίγα χρόνια με τον μπάρμπα Στράτη που ως λιμενεργάτης συμμετείχε στην απεργία και θυμόμαστε την θυμωμένη σε ύφος απάντησή του στην ερώτηση:
- Ποιος έλεγχε την απεργία;
- Οι εργάτες έλεγχαν την απεργία. Εμείς οι εργάτες. Δεν υπήρχαν κόμματα σε όλα αυτά.
Στον μπαρμπά Στράτη Κισόγλου που στα εκατόν δύο χρόνια από την ζωή του και ένα χρόνο πριν αφήσει την πολυτάραχη ζωή του ευτήχησα να τον γνωρίσω και να μου δώσει κάτι από τον αιώνα του.
*Αναδημοσίευση από εδώ: http://skourkos2012.blogspot.com.au/2012/10/1934.html