Με αφορμή τους αγώνες των κατοίκων του Ζωγράφου, μια πολύ καλή παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο πέρασε η γη, κατά την ίδρυση του Ελληνικού κράτους, στους μεγαλοκτηματίες και μεγαλοτσιφλικάδες.
Στην Αττική του 1800 τρεις ήταν οι κοινωνικές ομάδες που ζούσαν από τη γαιοπρόσοδο: οι Έλληνες και Τούρκοι μεγαλοκτηματίες και ο ελληνικός κλήρος, κυρίως τα μοναστήρια.
Το 1830 η Αθήνα δεν έχει ακόμα παραδοθεί από τους Οθωμανούς στους Έλληνες. Έχει συμφωνηθεί μεταξύ των συμμάχων που μας υποστήριξαν στον απελευθερωτικό αγώνα να αποχωρήσουν από την Αθήνα στις 30/12/1830. Οι Οθωμανοί, βλέποντας προς τα πού γέρνει η πλάστιγγα, άρχισαν να πουλάνε όσο-όσο τις κτηματικές τους περιουσίες στην Αττική, παρότι όλα τα κτήματα ανήκαν στο Αυτοκρατορικό Θησαυροφυλάκιο, και χρειαζόταν άδεια για να πουληθούν. Σε πολύ φθηνές τιμές, με ιδιωτικά συμφωνητικά (Χοτζέτια) για ένα γρόσι το στρέμμα, δίνοντας την ευκαιρία στους πλούσιους της εποχής και στα μοναστήρια να αγοράσουν την έκταση της αττικής γης ώστε να μη μείνει τελικά ούτε στρέμμα για δημόσια περιουσία. Όλη λοιπόν η γη της Αττικής που κατεχόταν από τους Τούρκους είχε περάσει στα χέρια κυρίως Ελλήνων, αλλά και ξένων κτηματιών.
Οι έλληνες κτηματίες είδη επί οθωμανικής κατοχής βρίσκονταν σε συνεργασία με τον σουλτάνο και αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό έναν επί πλέον και μάλιστα πολλές φορές πιο βαρύ ζυγό για τον ελληνικό λαό. Ακόμα όμως κι αν κάποιος επιμένει σε μια ομορφοποιημένη εικόνα, που θέλει του έλληνες συνεργάτες των Οθωμανών, να είναι βασικοί συμμέτοχοι της επανάστασης υπάρχει ένα ακλόνητο επιχείρημα για την βαθιά ιδιοτέλεια και κλοπή του ελληνικού λαού μέσω των αγοροπωλησιών γης. Αυτοί συνέχισαν και μετά την επανάσταση να είναι οι βασικοί εκμεταλλευτές της ελληνικής γης, απέναντι στο αίτημα του επαναστατημένου ελληνικού λαού της αναδιανομής της γης που δεν έγινε ποτέ.
Είναι προφανές ότι αυτοί που αγόραζαν τόσο φτηνά τη γη, γνώριζαν ότι αγόραζαν την αυριανή δημόσια γη του ελληνικού κράτους, άρα στην πραγματικότητα έκλεβαν και κορόιδευαν τον ελληνικό λαό χωρίς μάλιστα να τιμωρηθούν ποτέ γι αυτό. Αντιθέτως αυτοί που έγραψαν την ιστορία φρόντισαν, τους περισσότερους να τους αναφέρουν ως ευεργέτες. Οι Έλληνες εκμεταλλευτές της ελληνικής γης ολοκληρωτικά διαδέχτηκαν τους Οθωμανούς και η ανακήρυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους το 1834, τη βρήκε χωρίς ζωτικούς δημόσιους χώρους για τη δημιουργία των αναγκαίων κοινόχρηστων εγκαταστάσεων. Με αποτέλεσμα όταν στην Αττική άρχισαν να συγκεντρώνονται τεράστιες μάζες ελληνικού πληθυσμού, η μεγάλη ιδιοκτησία του 1839 κατόρθωσε και καρπώθηκε μια εκπληκτικά υψηλή γαιοπρόσοδο ως οικοπεδική αξία πλέον.
Κτηματίες της περιοχής
Οι μεγάλοι κτηματίες της περιοχής, Πετράκηδες, Σταματοπουλαίοι Αργυροπουλαίοι, Ζωγραφαίοι, έχοντας αγοράσει το καλύτερο κομμάτι της Αθήνας έχτισαν τις βίλες τους στις πλαγιές των λόφων. Σε όλη την περιοχή των Κουπονιών από Καισαριανή μέχρι Αμπελοκήπους, Γουδί, Παπάγου, Χολαργό, βρίσκουμε ιδιοκτήτες τους Πετράκηδες, όπως και σε άλλες περιοχές της Αττικής. Απ’ τους Πετράκηδες και τους Τούρκους με Χοτζέτια αγόρασε, τα κτήματα του και ο Ιωάννης Κόνιαρης, Δήμαρχος της Αθήνας το 1851-1854, καθώς και ο κτηματίας Λεωνίδας Βουρνάζος ή Μπουρνάζος.
Το 1902 η χήρα του Βουρνάζου Ελένη, πουλάει ένα κτήμα 1.250 στρεμμάτων στην περιοχή Κουπονιών-Γουδί, στον Ιωάννη Ζωγράφου του Σωτηρίου καθηγητή Πανεπιστημίου-οικονομολόγο και πολιτικό. Η οικογένεια Ζωγράφου αγόρασε από το 1902 ως το 1904 μία περιοχή γύρω στα 1.600 στρέμματα στα Κουπόνια -Γουδί. Τα συμβόλαια ήταν ασαφή και τα τοπογραφικά που όριζαν τα όρια των ιδιοκτησιών δεν ήταν ξεκάθαρα. Οι περιγραφές των κτημάτων με όρια, τις βουνοκορφές, τα ρέματα και τους λόφους γίνονταν χωρίς μέτρηση, στο περίπου, μετά της όλης μείζονος εκτάσεως. Οπότε ήταν πολύ εύκολο αυτά τα όρια να επεκταθούν αφού επρόκειτο για θέμα ερμηνείας του τι σήμαινε κάθε φορά ο όρος «μείζων έκταση.
Στο τέλος βρέθηκαν να έχουν ιδιοκτησία γύρω στα 3.000. Χαρακτηριστικό είναι ότι όταν ήταν να λάβουν το τίμημα της απαλλοτρίωσης για την πλατεία Γαρδένιας ουδέποτε αποδόθηκε γιατί δεν είχαν τίτλους ιδιοκτησίας. Αγόρασαν με 0,04 λεπτά τον πήχη, όταν την εποχή εκείνη αγόραζαν τα κτήματα προς 1,25 έως 1,65 λεπτά τον πήχη (μια δρχ. =100 λεπτά).
Έτσι, μετά το θάνατο του Ιωάννου Ζωγράφου, το 1927, και τη διανομή της απούλητης κτηματικής του περιουσίας μεταξύ των κληρονόμων του στο διανεμητήριο συμβόλαιο, όλοι οι συμβαλλόμενοι αναγνωρίζουν ότι η περιοχή ήταν «κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή εις τον γιο του Ιωάννη, Κωνσταντίνο Ζωγράφου και ότι είχε περιέλθει εξ αγοράς παρά των κληρονόμων του Ιωάννη Κόνιαρη.
Ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος εκτός των δικών αγοραπωλησιών λειτουργούσε και ως εκπρόσωπος του Ανδρέα Λουριώτη, μεγαλοκτηματία της εποχής γνωστό Έλληνα πολιτικό με το μοιραίο ρόλο για τον Αγώνα του 1821. Είναι εκείνος που, μαζί με τον Ιωάννη Ορλάνδο, διαπραγματεύτηκε για την Ελλάδα τα δάνεια του Αγώνα στο Λονδίνο, το 1824 και 1825. Κοινή ήταν η γνώμη εκείνη την εποχή ότι ο Λουριώτης είχε καρπωθεί, προσωπικά μεγάλα ποσά από αυτά τα δάνεια. Προς τούτο μάλιστα καταδικάστηκε από το Ελεγκτικό Συνέδριο το 1835, σε πρόστιμο, υποχρεούμενος να καταβάλει στο ελληνικό Δημόσιο το μυθώδες ποσό για εκείνη την εποχή των 835.000 δραχμών. Το ποσόν αυτό ουδέποτε κατεβλήθη στο ελληνικό Δημόσιο, ούτε καν μέρος του. Αντ’ αυτού αγόραζε και πουλούσε με την άνεση του στην Αθήνα. Οι Ζωγραφαίοι κράτησαν ένα μεγάλο τμήμα γύρω στα 40.000 τ.μ., το περιφράξανε, το φυτέψανε με πράσινο και εκεί μέσα έκτισαν τις βίλες τους. Τα υπόλοιπα τα κτήματά τους, τα χώρισαν σε μικρά οικόπεδα «εκτός σχεδίου», χτίζοντας μικρά σπίτια τα οποία πουλούσαν με δόσεις για να χαρακτηρίσουν την περιοχή τους οικισμό, όλα εκτός σχεδίου και αυθαίρετα.
Μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο (1918) αρχίζουν να κτίζουν και να πουλάνε ιδρύοντας τον αρχικό πυρήνα του Δήμου μας. Όλα αυτά προκάλεσαν την έντονη διαμαρτυρία του καθηγητή και διευθυντή του Πολεοδομικού Γραφείου των Αθηνών, Κώστα Μπίρη. Προκειμένου να περιορίσει όσο το δυνατόν την ανεξέλεγκτη κατάσταση της οικοπεδοποίησης της περιοχής, καθώς την ίδια τακτική ακολουθούσαν και οι επόμενοι αγοραστές Στη δεκαετία του 20 η περιοχή μας εθεωρείτο παραθεριστική και δεν ξεπερνούσε τα 100 σπίτια με τις αυλές και τους κήπους. Το 1925, αριθμούνται 15 με 20 σπίτια Το 1929 αναγνωρίστηκε ως κοινότητα περιλαμβάνοντας το Γουδί, ενώ το 1935 πήρε και μέρος των κουπονιών. Χωρίς ένα ουσιαστικό και οργανωμένο Πολεοδομικό σχέδιο, με κριτήρια καθαρά κερδοσκοπικά, η οικογένεια Ζωγράφου δεν άφησε κοινόχρηστους χώρους για σχολεία και άλλες κοινωνικές χρήσεις.
Όπως λέει και ο Ι. Ζώρζος
Με την οικοπεδοποίηση της περιοχής, η οικογένεια κέρδισε πάρα πολλά χωρίς ποτέ να ενδιαφερθεί γι’ αυτόν τον τόπο και να αφήσουν κοινόχρηστους χώρους για σχολεία και για πλατείες. Αφήσανε μόνο δύο μικρά οικόπεδα, ένα για την πλατεία του Αγίου Θεράποντα και ένα κομμάτι για το Δημοτικό Σχολείο Ζωγράφου. Οι σημερινοί υπόλοιποι κοινόχρηστοι χώροι ήταν εκτάσεις στους γύρω λόφους που ανήκαν στο στρατό και το ελληνικό δημόσιο. Το γήπεδο του Ζωγράφου (ΑΟΖ) ήταν διεκδικούμενη περιοχή μεταξύ στρατού και οικογένειας. Το θέμα έληξε όταν ο Σωτήρης Ζωγράφος γιος του Ιωάννη το «δώρισε» όντας δήμαρχος το 1948. Χαρακτηριστικότερο όλων είναι το παράδειγμα της δημιουργίας του νεκροταφείου.
Από το βιβλίο του Τσαλίκη:
Πηγαίνω προς τα εκεί και βλέπω μερικούς ανθρώπους και έναν παπά να σκάβουν. Μαζί του: ήταν και ο τότε πρόεδρος του Ζωγράφου που τον έλεγαν μάλιστα Ζωγράφο. Και από εκείνον πήρε το όνομα ο τόπος. Είχαν ανοίξει δύο τάφους. Τον ένα τον είχαν σκεπάσει και στον άλλον κατέβαζαν εκείνη την ώρα έναν νεκρό. Την άλλη μέρα πρωί-πρωί που αρμέγαμε, ήρθε ένας αξιωματικός με μια διμοιρία στρατιώτες και μαζί τους ο πρόεδρος και κάμποσος κόσμος. Ο αξιωματικός είπε στον Ζωγράφο ότι έχει εντολή να ξεχώσει τους νεκρούς και να κλείσει τους τάφους. Είχαν μάλιστα πληροφορίες ότι οι τάφοι ήταν άδειοι και σκάφτηκαν επίτηδες για να καταπατηθεί ο τόπος και να μην ανήκει στο στρατό.
Τότε ο πρόεδρος είπε στον αξιωματικό: «Σκάψε να δεις. Εμείς έχουμε ανάγκη από νεκροταφείο. Γι’ αυτό σκάψαμε εδώ να θάψουμε τους νεκρούς μας». Ο αξιωματικός διέταξε έναν φαντάρο να σκάψει με προσοχή τον ένα τάφο. Και τότε φάνηκε το καπάκι της νεκρόκασας και σε λίγο το χέρι του νεκρού. Ο αξιωματικός έδωσε εντολή να σκεπάσουν τον τάφο σταυροκοπήθηκε και είπε: «Τους νεκρούς πρέπει να τους σεβόμαστε». Ζήτησε συγνώμη από τον πρόεδρο, πήρε τους στρατιώτες του και έφυγε.
Ο κόσμος χάρηκε αφάνταστα γιατί ο αξιωματικός άνοιξε εκείνον τον τάφο που είχε πράγματι νεκρό. Γιατί στον άλλο τάφο δεν υπήρχε νεκρός. Έπειτα από μέρες έθαψαν άλλον και άλλον. Και έτσι ο τόπος εκείνος καταπατήθηκε και έγινε το σημερινό νεκροταφείο του Ζωγράφου
Σιγά μη χάλαγε τα οικόπεδα του.
Οι πρώτοι κάτοικοι του Δήμου το 20 και το 30 ήταν από τη μία τσοπαναραίοι της επαρχίας της Δωρίδας, που προσέγγιζαν την περιοχή για να διαθέτουν ευκολότερα τα γαλακτοκομικά και κτηνοτροφικά προϊόντα τους και από την άλλη η «καλή» κοινωνία των Αθηνών που έχτιζαν τις βίλες τους στην περιοχή ως παραθεριστικές. Τελικά επειδή η περιοχή είναι κοντά στο κέντρο επικράτησε η χρήση της ως λαϊκή στέγη και έτσι μέχρι τη δεκαετία του ‘80 τα συνεχόμενα κύματα εσωτερικής μετανάστευσης προς την Αθήνα πύκνωσαν αβάσταχτα την περιοχή.
Τη δεκαετία του 1960 άρχισαν κατασκευαστικές εργασίες στην Πανεπιστημιούπολη, στην περιοχή Ζωγράφου από τη Χούντα. Όχι στο χώρο των στρατοπέδων, αλλά στο βουνό εκεί που ήταν δάσος Φυσικά δε μιλάμε για περιβαντολογικές μελέτες εκείνη την εποχή ούτε καλά καλά σχεδιασμό βάση 10ετίας ή καλύτερα 20ετίας. Ένας χαρακτηριστικός κύκλος αλλαγών χρήσης περιγράφει πιο πολύ τις γειτονιές των μεγαλουπόλεων που οικοδομήθηκαν άτσαλα συνήθως για την στέγαση των κυμάτων αστυφιλίας. Οι κάτοικοι των γειτονιών αυτών με το πέρασμα μιας ή δύο γενεών και την συνολικότερη αναβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου έχοντας εργατικές ή αγροτικές καταβολές επένδυσαν και ανέπτυξαν της γειτονιές τους. Η ανάπτυξη αυτή επειδή πραγματοποιήθηκε χωρίς πολεοδομικό σχέδιο επένδυε το εσωτερικό της κατοικίας επιβαρύνοντας διαρκώς με τη διόγκωση των κτιρίων το εξωτερικό περιβάλλον της γειτονιάς. Και όταν ο υποβαθμισμένος εξωτερικός παράγοντας έγινε αφόρητος και υπερέβη τη δυνατότητα εσωτερικής κτιριακής ανάπτυξης οι κάτοικοι, απόγονοι των πρώτων εποίκων βαστώντας πιο καλά στα πόδια τους μετοίκησαν γι άλλες υπό ανάπτυξη περιοχές, οι περισσότεροι εξ αυτών πουλώντας τις περιουσίες τους.
Οι γειτονιές υποβαθμίζονται και είναι έτοιμες να δεχτούν ένα νέο κύμα μετανάστευσης συνήθως από το εξωτερικό. ΟΙ κάτοικοι αυτοί δεν έχουν απαιτήσεις, οι επενδύσεις της προηγούμενης ανάπτυξης έχουν σιγά-σιγά αποσβεστεί τι και όταν η πόλη φτάσει στα όρια της ζούγκλας ξεκινά η ώρα της ανοικοδόμησης συνήθως με εμπορικές υπερτοπικές χρήσεις. Η υποβάθμιση αυτή έχει συνεισφέρει την απαραίτητη για την ανοικοδόμηση συγκεντροποίηση των ιδιοκτησιών στα χέρια λίγων. Αυτός ο κύκλος έχει ήδη πραγματοποιηθεί στις παλιότερα δομημένες περιοχές της Αθήνας. Όπου μετατράπηκαν σε κατοικίες μεταναστών και εν συνεχεία σε διασκεδαστουπόλης όπως το Ψυρρή, το Γκάζι, το Μεταξουργείο και θα ακολουθήσουν περιοχές όπως η κυψέλη με πιθανώς διαφορετικές εμπορικές χρήσεις ή κατοικίας απομονόνώντας ολόκληρα τετράγωνα (πρόταση ΑΚΤΩΡ).
Αλλά πού χωράνε όλα τα παραπάνω στη γειτονιά του Ζωγράφου;
Από την μία πλευρά έχουμε επέκταση της στέγασης. Αφού τα κενά οικόπεδα και τα τριώροφα κτίρια να επανοικοδομούνται κατά βάση ως καινούριες κατοικίες και στα παλιά κτίρια κατοικούν μετανάστες και φτωχότεροι φοιτητές.
Από την άλλη πλευρά έχουμε μια νέα σειρά υπερτοπικών εμπορικών χρήσεων να εμφανίζονται όπως το εμπορικό κέντρο στη βίλα τα κτίρια γραφεία στην πλ. Αγίου Θωμά και παραδίπλα το BADMINTON. Το περίεργο στη γειτονιά μας είναι ότι όλα τα παραπάνω γίνονται μαζί και αν στον παραπάνω υπάρχει μια τάξη, στη γειτονιά μας επικρατεί πολεοδομική αναρχία.
Αυτό συμβαίνει γιατί είτε περιμετρικά είτε στην ίδια τη γειτονιά μας υπάρχουνε μόνιμες υπερτοπικές χρήσεις. Από τη μία τα 14 νοσοκομεία και από την άλλη το πανεπιστήμιο το πολυτεχνείο, η Ιατρική και νοσηλευτική. Οι παραπάνω χρήσεις και κατά βάση η σπουδαστική που πραγματοποιούνται δίπλα στο κέντρο της γειτονιάς μας, απαιτούν και νέες εμπορικές χρήσεις που όμως δεν έχουνε χώρο για να συντελεστούν, έτσι οι σύμμεικτες χρήσεις της περιοχής θα συνεχίζονται και θα ανταγωνίζονται όλο και πιο έντονα.
Στους εσωτερικούς δρόμους οι νέες πολυκατοικίες πέρα από κάποιες ζώνες όπως τα Άνω Ιλίσια, την Περιοχή δίπλα στο Πάρκο Γουδί, ή την Ηρώων Πολυτεχνείου που έχουν προνομιακότερη θέση υπάρχει μια έντονη στροφή στην φοιτητική ή μεταφοιτητική στέγη χωρίς βέβαια να αναιρείται και η παλιότερη αλλά φτηνότερη σε ποιότητα κατασκευή οικογενειακής στέγης. Εμφανής είναι αυτή η πραγματικότητα και από την επίλυση του χρόνιου ζωγραφιώτικου προβλήματος της διπλοβάρδιας των σχολείων χωρίς βέβαια την κατασκευή νέων απλώς με την διαγραφή του προβλήματος. Η γειτονιά μας δεν αποτελεί πλέον προνομιακό χώρο για το μεγάλωμα παιδιών.
Στους κεντρικούς δρόμους ο ανταγωνισμός είναι ακόμα πιο έντονος όπου συντελείται και η εμπορική λειτουργία της γειτονιάς. Η παλαιά αγορά μετατοπίζεται από τα καταστήματα αλυσίδων και νέες επεκτάσεις πραγματοποιούνται από τις ανάγκες ψυχαγωγίας που καταλαμβάνουν και δρόμους και πεζοδρόμια αμιγούς κατοικίας όπως οι καφετέριες στην Παπάγου και στην Πλατεία του Αγ. Θωμά και τα τσιπουράδικα στην Γεωργίου Παπανδρέου.
Τέλος η ανάγκη για μεγαλύτερες εμπορικές εκμεταλλεύσεις των φοιτητών θα απαιτεί τη καταστροφή και των ελεύθερων χωρών (βλ εμπορικό κέντρο, κινηματογράφοι στη βίλα) και τη περαιτέρω υποβάθμιση της περιοχής με τους παλαιότερους κάτοικους να φεύγουν γι αλλού και τους φοιτητές αδιάφορους αφού σύντομα θα αποχωριστούν την γειτονιά. Πέρα λοιπόν από τους μεγάλους σε ηλικία κάτοικους στη γειτονιά μας ολοένα και επιβάλλεται ο πενταετής επισκέπτης φοιτητής, με μια ταυτόχρονη μεγάλη αύξηση του αριθμού των μεταναστών κάτοικων των παλαιοτέρων και μη διαφορετικά αξιοποιήσιμων κτιρίων. Μέσα ακριβώς σε αυτό το τοπίο απέναντι στην άναρχη ανάπτυξη της γειτονιάς μας με όρους κέρδους που προορίζουν τα κραταιά συμφέροντα πρέπει να αντιταχθεί μια άλλη λογική. Μια επιλογή που δε γίνεται να πραγματοποιείται σε ανταγωνισμό και σε σύγκρουση των αναγκών των παλαιών και των νεοφερμένων κατοίκων.
Αν οι κάτοικοι στο σύνολό τους οργανωθούν μαζί και απαιτήσουν μια άλλη κατεύθυνση για τη γειτονιά όπως η επιτροπή μας και συμπορευτούν με ένα φοιτητικό κίνημα που θα αναζητά διαφορετικό πολιτισμό από αυτόν της καφετερίες και των πολυσινεμάδων θα μπορέσουμε να ανατρέψουμε την αναρχία που προκαλεί το κέρδος στην αγαπημένη μας γειτονιά και να καλύψουμε το χαμένο έδαφος των προηγούμενων δεκαετιών. Που ως λαμπρό παράδειγμα είχε τον αγώνα των κατοίκων και κατά βάση των νεολαιών για τη μη διαπλάτυνση της Γ. Παπανδρέου