Κανείς ποτέ δεν έκανε μιαν έστω μικρή αναφορά στους κρατούμενους αριστεριστές, τροτσκιστές, αρχειομαρξιστές, αναρχικούς και άλλους. της Μακρονήσου που υπέστησαν την διπλή καταπίεση του εφιαλτικού κρατικού μηχανισμού και του εκδικητικού σταλινικού Κ.Κ.Ε. που τους είχε απομονώσει και τους αποκαλούσε ''πράκτορες'' του εχθρού. Ανθρώπους με ήθος και αξιοπρέπεια αξεπέραστη που μέσα σε τόσο αντίξοες συνθήκες παρέμειναν ΑΝΘΡΩΠΟΙ.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι γραμμένο από τον Παναγιώτη Οικονομόπουλο και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “Ελευθεριακή Κίνηση”, τεύχος 20, Σεπτέμβριος 2010, σελ. 69-74.
ΑΛΕΞΗΣ ΑΡΧΥΤΑΣ (1923-2005)
Του Παναγιώτη Οικονομόπουλου*
Ο Αλέξης Αρχύτας γεννήθηκε στην Κω το 1923. Στην οικογένειά του ήταν ο δεύτερος γιος ανάμεσα σε τρία αδέλφια, τον Νίκο τον πρωτότοκο, που γεννήθηκε το 1920, και τον Άγγελο τον μικρότερο, που γεννήθηκε το 1926. Το 1929, η οικογένειά του κατέφυγε στην Αθήνα, ύστερα από την οικονομική καταστροφή του βυρσοδεψείου του πατέρα του, και εγκαταστάθηκε στον προσφυγικό συνοικισμό του Πολυγώνου. Ο πατέρας του για να τα βγάλει πέρα δούλευε εργάτης στους σιδηρόδρομους. Ο Αλέξης, από 12 χρονών, παράλληλα με το σχολείο, άρχισε να δουλεύει για να βοηθήσει την οικογένειά του.
Το 1942, όταν η χώρα ήταν κάτω από γερμανική κατοχή, δούλευε ως γραφέας σε μια εταιρεία ελαστικών που ήταν επιταγμένη από τους Γερμανούς. Εκεί, προκειμένου να βοηθήσει τους εργάτες να επιβιώσουν αυτοί και οι οικογένειές τους, έκανε πλασματικές καταστάσεις και τους έβαζε περισσότερα μεροκάματα από αυτά που έκαναν. Ύστερα από ένα χρονικό διάστημα, οι Γερμανοί αντιλήφθηκαν την “απάτη” και για τιμωρία τον έβαλαν σε ένα βαγόνι και με συνοδεία τον έστειλαν στο στρατόπεδο εργασίας Μαρία Λάτσερντοφ στα σύνορα Αυστρίας και Γερμανίας. Εκεί, οι συνθήκες ήταν εξοντωτικές. Στο στρατόπεδο γνωρίστηκε με μία Γιουγκοσλάβα εργάτρια, την Ντάνιτσα Μιλένκοβιτς, και αποφάσισαν να δραπετεύσουν, διασχίζοντας τη Γερμανία με τα πόδια. Στη Γιουγκοσλαβία η σύντροφός του τράβηξε το δικό της δρόμο, και ο Αλέξης συνέχισε μόνος του την πορεία του μέχρι το Πολύγωνο, όπου έφτασε το Φεβρουάριο του 1944. Στο σπίτι του βρήκε μόνο το μεγαλύτερο αδελφό του. Ο πατέρας του, η μάννα του και ο μικρότερος αδελφός του είχαν πεθάνει, κατά την απουσία του, από ασιτία, που θέριζε τότε τους κατοίκους των φτωχών συνοικιών της Αθήνας.
Ο μεγαλύτερος αδελφός του είχε γραφεί στο Πολυτεχνείο και είχε ανάμειξη στο φοιτητικό κίνημα. Κύριος στόχος των αγώνων των νέων τότε, εκτός από τη λύση των επισιτιστικών προβλημάτων, ήταν ο αγώνας για τη ματαίωση της επαπειλούμενης επιστράτευσής τους από τους Γερμανούς προκειμένου να πολεμήσουν στη Ρωσία (Ανατολικό Μέτωπο). Το Μάρτιο του 1944, η Ασφάλεια συνέλαβε τον αδελφό του Νίκο και τον παρέδωσε στους Γερμανούς. Ο Αλέξης, με την πείρα που είχε αποκτήσει κατά τη διάρκεια του παράνομου ταξιδιού του από τη Γερμανία μέχρι την Αθήνα, μπόρεσε να καταστρώσει σχέδιο απόδρασης του αδελφού του από τις φυλακές Αβέρωφ. Ο ίδιος όμως αρνήθηκε να αποδράσει, γιατί το απαγόρευε η “γραμμή” του κόμματος στο οποίο ήταν ενταγμένος (ΚΚΕ). Ύστερα από λίγο, καθώς μεταφερόταν στη Γερμανία, το καράβι ναυάγησε και πέθανε (1944).
Στην περίοδο της Κατοχής, ο Αλέξης γράφηκε στο Πολυτεχνείο, στο τμήμα Χημικών Μηχανικών. Φοίτησε για ένα διάστημα και ύστερα το εγκατέλειψε για να γραφεί στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Η αλλαγή προσανατολισμού έγινε γιατί δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσει σε ένα τόσο απαντητικό ίδρυμα όπως ήταν τότε το Πολυτεχνείο. Τα δύο χρόνια της Παιδαγωγικής Ακαδημίας και η δυνατότητα να δουλέψει ήταν πιο προσιτός στόχος.
Μετά την επιστροφή του στο Πολύγωνο, συνδέθηκε με την ομάδα του Στίνα. Εκείνη την εποχή, η δραστηριότητα της οργάνωσης ήταν περιορισμένη και επικεντρωνόταν στο γράψιμο συνθημάτων στους τοίχους, τη διανομή προκηρύξεων, την προπαγάνδα των επαναστατικών ιδεών σε ατομικό επίπεδο και τη διάδοση του “Εργατικού Μετώπου”, της μικρής εφημερίδας της ομάδας. Η δραστηριότητα των μελών αναπτυσσόταν μέσα σε συνθήκες διπλής παρανομίας. Από το ένα μέρος αντιμετώπιζαν το ανελέητο κυνήγι της σταλινοκομμουνιστικής ΟΠΛΑ και από το άλλο τους χαφιέδες της Ασφάλειας, Γενικής και Ειδικής, του επίσημου κράτους. Πάντως, ο κίνδυνος να συλληφθείς από τη σταλινική ΟΠΑΑ και να δολοφονηθείς επί τόπου ή να εκτελεστείς έπειτα από ολιγόλεπτη ανάκριση, με ή χωρίς βασανιστήρια, ιδιαίτερα για αυτούς που ζούσαν στις λαϊκές συνοικίες της Αθήνας, όπου κυριαρχούσε το άτυπο καθεστώς της “Λαϊκής Δημοκρατίας” του ΚΚΕ, ήταν πολλαπλάσιος από τον κίνδυνο της σύλληψης από τους χαφιέδες της Ασφάλειας ή τους Γερμανούς.
Μετά την Απελευθέρωση και μέχρι που παρουσιάστηκε στρατιώτης, το παράπηγμα του Πολύγωνου, όπου ζούσε ο Αρχύτας, είχε μεταβληθεί στο πιο σημαντικό κέντρο θεωρητικών συζητήσεων γύρω από τα προβλήματα του επαναστατικού μαρξισμού και της τακτικής απέναντι στην εργατική τάξη, που σχεδόν στο σύνολό της ήταν αφιονισμένη από την εθνικο-σταλινική ιδεολογία. Τότε, οι νέοι σύντροφοι είχαν έρθει σε πληρέστερη επαφή με τις απόψεις του Καστοριάδη, που βρισκόταν ήδη στο Παρίσι και είχε τη δυνατότητα από εκεί να τις αναπτύξει και να τις ολοκληρώσει διαμέσου του περιοδικού SOSIALISME OU BARBARIE (Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα), που έβγαζε μαζί με Γάλλους συντρόφους, Κλωντ Σαμπρόλ, Κλωντ Λεφόρ κ.ά. Εκτός όμως από κέντρο συναντήσεων, πλέον αποτελούσε και καταφύγιο για κάθε καταδιωγμένο σύντροφο από την επαρχία, που εύρισκε σε αυτό μια γωνιά να κοιμηθεί κι ένα πιάτο φαΐ (κατά κανόνα, φασόλια ή πατάτες βραστές).
Το 1947, ο Αλέξης Αρχύτας παρουσιάστηκε στο στρατό για να υπηρετήσει τη θητεία του. Στάλθηκε μαζί με άλλους της σειράς του στη Μακρόνησο, στο Α' Τάγμα Σκαπανέων με διοικητή τον Κωνσταντόπουλο, παλιό δημοκρατικό αξιωματικό, οπαδό του Ναπολέοντα Ζέρβα. Τότε, το Τάγμα αυτό ήταν το μόνο όπου η κακοποίηση και τα συστηματικά βασανιστήρια των στρατιωτών με σκοπό τη απόσπαση δήλωσης μετανοίας δεν ίσχυαν, σε αντίθεση με το Γ' Τάγμα, με διοικητή το διαβόητο Σκαλούμπακα, όπου το δίλημμα για κάθε νεοσύλλεκτο που πατούσε το ποδάρι του στην αποβάθρα του λιμανιού ήταν να υπογράψει αμέσως δήλωση μετανοίας ή να την υπογράψει αργότερα έπειτα από συνεχή βασανιστήρια (εκτός και αν στο μεταξύ πέθαινε ή τρελαινόταν). Στη Μακρόνησο, τότε, υπήρχαν, εκτός από τα τρία Τάγματα Σκαπανέων, οι Στρατιωτικές Φυλακές Μακρονήσου (ΣΦΜ), που αργότερα ονομάστηκαν Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ).
Στις αρχές του 1948 (Μάρτιος), το Γενικό Επιτελείο αποφάσισε να “σπάσει” το Α' Τάγμα και να μεταφέρει συγχρόνως ένα μεγάλο μέρος των στρατιωτών στο Γ' Τάγμα “προς αναμόρφωσιν”. Ο μόνος τρόπος ήταν η επίθεση εναντίον των άοπλων στρατιωτών με πραγματικά πυρά. Αυτή άρχισε από το Διοικητήριο, τα φυλάκια των Αλφαμιτών του Τάγματος και τη θάλασσα με σκάφος του Πολεμικού Ναυτικού. Σ’ αυτό επέβαινε ο Ταξίαρχος Γιώργος Μπαϊρακτάρης, Διοικητής του Στρατοπέδου της Μακρονήσου, ο οποίος διηύθυνε και όλη την επιχείρηση. Η δολοφονία των στρατιωτών στην αρχή από συγκεκριμένα σημεία και ύστερα η εισβολή των Αλφαμιτών μέσα στο Στρατόπεδο και η εκτέλεση μέσα στις σκηνές διήρκεσαν 2 μέρες. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, δολοφονήθηκαν 500 περίπου φαντάροι.
Ο Αρχύτας, μετά την επίθεση, βρέθηκε στο Γ' Τάγμα Σκαπανέων. Οι συνθήκες πειθαρχικής διαβίωσης σ’ αυτό το Τάγμα ήταν αφόρητες. Ήταν τόση η ψυχολογική πίεση και η δοκιμασία που υφίσταντο οι στρατιώτες, ώστε αρκετοί και χωρίς άσκηση σωματικής βίας άρχισαν να παρουσιάζουν έντονα συμπτώματα ψυχωσικής συνδρομής, με αποτέλεσμα, έπειτα από κάποια περίοδο παρακολούθησης, να αναγκάζεται η Διοίκηση να τους στέλνει για εγκλεισμό στα Δημόσια Ψυχιατρεία. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, το Μάιο του 1948, αποφάσισε να δραπετεύσει. Αυτή η περίοδος ήταν μία από τις φοβερότερες δοκιμασίες της ζωής του, γιατί, τότε, ολόκληρη η Ελλάδα είχε μεταβληθεί σε περιοχή αυστηρής και αδιάλειπτης επιτήρησης όλων των πολιτών και ιδιαίτερα της Αθήνας. Σε κάθε δρόμο και πλατεία, σε κάθε σταθμό τα μπλόκα και οι έλεγχοι ταυτοτήτων ήταν συνεχείς όλο το 24ωρο από περίπολα ή μεμονωμένους χαφιέδες, ώστε οποιοσδήποτε κυκλοφορούσε παράνομα δύσκολα μπορούσε να γλιστρήσει ανάμεσα στο πυκνό δίχτυ που είχαν εγκαταστήσει οι καταδιωκτικές δυνάμεις. Τελικά, συνελήφθη από το Τμήμα Χωροφυλακής Ν. Ιωνίας και οδηγήθηκε πάλι στη Μακρόνησο.
Ο Αρχύτας απολύθηκε από το Στρατό το 1953. Και μετά την απόλυσή του, αντιμετώπισε με τρόπο άμεσο το επισιτιστικό πρόβλημα και άρχισε να αναζητάει δουλειά. (Ακόμα και για κλειδούχος στους σιδηρόδρομους έδωσε εξετάσεις σε προσχηματικούς διαγωνισμούς). Ο Εμφύλιος Πόλεμος είχε τελειώσει ουσιαστικά, οι ανάγκες της δημόσιας εκπαίδευσης σε διδακτικό προσωπικό ήταν τεράστιες, και έτσι το Υπουργείο δέχθηκε την αίτησή του για διορισμό στη δημοτική εκπαίδευση και στάλθηκε στην Κω το 1958.
Στην Κω, εκτός από τη δουλειά του, αναγκάστηκε για να θρέψει την οικογένειά του, που είχε εν τω μεταξύ δημιουργήσει, να κρατάει λογιστικά βιβλία σε μικροεπιχειρήσεις του νησιού ή να κάνει παραδόσεις σε μαθητές του Γυμνασίου, αμειβόμενος με ελάχιστα χρήματα από τους εύπορους και χωρίς να δέχεται αμοιβή από τους άπορους.
Έπειτα από συνεχείς μετακινήσεις (Χίος, Μυτιλήνη), τελικά, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, μετατέθηκε στην Αθήνα. Όταν γύρισε, η ομάδα στην οποία ανήκε είχε διαλυθεί. Βρήκε μερικούς από τους παλιούς συντρόφους του - μ’ αυτούς κι άλλους νέους, επηρεασμένους από τις κοινωνιολογικές και φιλοσοφικές αναλύσεις του σύγχρονου καπιταλιστικού φαινομένου από τον Καστοριάδη, συνέχισε, σε επίπεδο θεωρητικής αναζήτησης, να προβληματίζεται πάνω στην αποτυχία της εργατικής τάξης να ανατρέψει το καπιταλιστικό καθεστώς, στην απώθηση πλατιών λαϊκών στρωμάτων στην ιδιωτικοποίηση και σε συνέχεια στην κατάκτησή τους από την καταναλωτική “ιδεολογία” της αστικής τάξης.
Ο Αρχύτας, παρά τα απογοητευτικά συμπεράσματα για το μέλλον του κινήματος της απελευθέρωσης του ανθρώπου από την υφέρπουσα σύγχρονη καπιταλιστική βαρβαρότητα, παρέμεινε αμετακίνητος υποστηρικτής της αναγκαιότητας ανατροπής αυτού του κοινωνικού συστήματος και της αντικατάστασής του από μια κοινωνία αυτόνομη και αυτοθεσμιζόμενη· μ’ άλλα λόγια, παρέμεινε επαναστάτης.
* Ο Παναγιώτης Οικονομόπουλος, ήταν μέλος της ιστορικής “Ομάδας Στίνα”. Γεννήθηκε στην Αμαλιάδα Ηλείας κι έζησε στην Αθήνα. Από 18 χρονών εντάχθηκε στην ομάδα του Α. Στίνα. Φοιτητής της ιατρικής εκτοπίστηκε στη Λήμνο. Έμεινε στην εξορία για 4 περίπου χρόνια. Μετά υπηρέτησε τη στρατιωτική θητεία του στη Μακρόνησο, όπου είχε ζήσει ως πολιτικός εξόριστος. Συνέχισε την Ιατρική και μετά το πτυχίο του έκανε σπουδές στη Γαλλία για 3 χρόνια. Στη διάρκεια της δικτατορίας, κατέφυγε στην Ελβετία και δούλεψε στην Ιατρική Σχολή του Fribourg και της Γενεύης ως ερευνητής. Μετά την πτώση της χούντας, προσελήφθη στο ερευνητικό τμήμα του αντικαρκινικού Νοσοκομείου "Α. Σάββας", όπου και οργάνωσε το εργαστήριο Ηλεκρονικής Μικροσκοπίας. Ύστερα από τρία χρόνια, απολύθηκε με όλο το προσωπικό του ερευνητικού τμήματος λόγω της πολιτικής δράσης των μελών του. Προσελήφθη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου, εκτός από τη διδασκαλία των φοιτητών της ιατρικής και της οδοντιατρικής, έγραψε και βιβλία για το γνωστικό αντικείμενο του μαθήματος που δίδασκε. Ανάμεσα στις διώξεις και τις επιστημονικές του υποχρεώσεις, έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα και θέατρο. Υπήρξε συγγραφέας πολλών λογοτεχνικών και ιστορικών βιβλίων. Ανάμεσα στα άλλα έργα του, από τις εκδόσεις “Άρδην” κυκλοφορούν τα βιβλία του: “Οι Εξόριστοι” (2004), “Δεκέμβρης του 1944” (2007) και “Σε Ξένη Χώρα” (2010).