Η μέχρι στιγμής ενθαρρυντική ανταπόκριση στην κυκλοφορία του τόμου για το 1821, η οποία αποτέλεσε το συλλογικό συγγραφικό προϊόν μιας μακρόχρονης ερευνητικής και αυτομορφωτικής διαδικασίας που παρακολούθησε το περιοδικό «Traverso» από τα πρώτα του βήματα, αποτελεί το ιδανικό επιστέγασμα της πορείας του πολιτικού εγχειρήματος γνώσης και έρευνας «πρότζεκτ21», το οποίο οσονούπω θα κλείσει τον κύκλο του, αφότου ανταποκριθεί στο μέτρο των δυνατοτήτων του στις προσκλήσεις συντρόφων/ισσών εντός και εκτός Αθηνών για εκδηλώσεις με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.
Στην γλώσσα της ιστορίας, όμως, συμβαίνει ό,τι και στον δίσκο της σερβιτόρας: τίποτα δεν πρέπει να πέφτει κάτω! Η λέξη «επανάσταση» που συνοδεύει το 1821 σε όποια εκδοχή μπορεί κανείς/καμία να συναντήσει, είτε εθνικιστικής, είτε φιλελεύθερης, είτε ακόμα και αντιεθνικιστικής προέλευσης, είναι μια λέξη που δύσκολα πέφτει κάτω δίχως να προκαλέσει έναν κάποιο «θόρυβο». Είναι αναμενόμενο λοιπόν η νοηματοδότηση του Εικοσιένα ως «επανάστασης» να γεννά διάφορα εύλογα ερωτήματα, του είδους που συναντήσαμε κι εμείς πριν αλλά και μετά την παρουσίαση του τόμου σε περιορισμένο κύκλο καλεσμένων το Σάββατο 27 Μαρτίου 2021.
Ο συλλογισμός των ερωτημάτων αυτών είναι σχετικά απλός: εφόσον το 1821 ήταν ένα επαναστατικό γεγονός με την έννοια ότι ανέτρεψε μέσω της εκπόνησης ενός επαναστατικού σχεδίου και με την χρήση της ένοπλης βίας ενός επαναστατικού στρατού την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων, κατεφέρνοντας τελικά ένα συνολικό πλήγμα στην μέχρι πρότινος διευθέτηση των ταξικών, κοινωνικών, πολιτειακών κ.λπ αντιθέσεων, ποια ήταν τα συλλογικά εκείνα υποκείμενα που ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν ιστορικά το έργο αυτό; Και, στην συνέχεια, εφόσον η Ελληνική Επανάσταση λέγεται ότι «επηρεάστηκε από τα προτάγματα του Διαφωτισμού και τον αντίκτυπο της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης», εφόσον «αποτέλεσε τον προπομπό μιας σειράς επαναστατικών γεγονότων στην υπόλοιπη Ευρώπη», εφόσον τέλος πάντων «σηματοδότησε το οριστικό τέλος της φεουδαρχίας και την εγκαθίδρυση ενός αστικοδημοκρατικού καθεστώτος»[1], με ποιον ακριβώς τρόπο εμφανίστηκε, αναπτύχθηκε και έδρασε ο περίφημος «λαϊκός παράγοντας», το συλλογικό υποκείμενο που όντως εμφανίστηκε δυναμικά στο προσκήνιο της παγκόσμιας ιστορίας λίγο πριν το ταραχώδες 1848;
Καταλαβαίνει καμία/κανείς εύκολα ότι αυτά τα ερωτήματα είναι πελώρια για να απαντηθούν με περιορισμένου μεγέθους σχόλια των 2.000 λέξεων που φιλοξενούνται στις σελίδες του περιοδικού. Αντί, λοιπόν, να επιχειρήσουμε να δώσουμε κάτι που να μοιάζει με απάντηση, θα προσπαθήσουμε να αναπλαισιώσουμε τις παραπάνω ερωτήσεις με μια καχύποπτη ματιά, ώστε την επόμενη φορά που κάποια/ος θελήσει να ρωτήσει, να γνωρίζει περί τίνος ακριβώς θα χρειαστεί να μιλήσουμε.
ΕΥΡΩΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ: Η ΠΑΙΔΙΚΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ!
Η άποψη ότι η Ελληνική Επανάσταση αποτελεί ένα γεγονός πανευρωπαϊκής κλίμακας που εντάσσεται στο συνεχές των μεγάλων ευρωπαϊκών επαναστάσεων του 1848 εισάγεται και θεμελιώνεται στην παγκόσμια διανόηση μέσα από το έργο του μεγάλου βρετανού ιστορικού Eric Hobsbawm, ο οποίος σημειώνει σε κάποιες αράδες του έργου του ότι:
Σε μια και μόνη περίπτωση ο ατέρμονος πόλεμος των ποιμενικών φύλων και των ληστών-ηρώων απέναντι σε οποιαδήποτε αληθινή κυβέρνηση συγκεράστηκε με τις ιδέες του αστικού εθνικισμού και της Γαλλικής Επανάστασης: στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα (1821-30). Ήταν συνεπώς φυσικό η Ελλάδα να γίνει θρύλος και πηγή έμπνευσης των απανταχού εθνικιστών και φιλελευθέρων. Γιατί μόνο στην Ελλάδα ένας ολάκερος λαός ξεσηκώθηκε ενάντια στον κατακτητή με τρόπο που θα μπορούσε εύλογα να ταυτιστεί με την υπόθεση της ευρωπαϊκής αριστεράς. Και, αντίστροφα, η υποστήριξη της ευρωπαϊκής αριστεράς με ηγέτη τον Λόρδο Βύρωνα, που πέθανε στη Ελλάδα, συνέβαλε σημαντικά στην πραγμάτωση της ελληνικής ανεξαρτησίας.[2]
Η επιμονή ενός ευρωπαίου μαρξιστή ιστορικού να ερμηνεύσει τις μεγάλες ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1848 μέσα από τα σχήματα του ιστορικού υλισμού είναι γενικά δίκαιη και σωστή. Και γίνεται ακόμα σωστότερη όταν, εκπροσωπώντας μια νέα σχολή ιστορικής προσέγγισης που σε πολλά σημεία συγγένευε με την πολιτική της μετα-68 εποχής, αυτός ο βρετανός μαρξιστής ιστορικός επέμενε να θέτει στο πρώτο πλάνο της ερμηνείας της ιστορικής εξέλιξης το συλλογικό δρων υποκείμενο της ιστορίας: την εργατική τάξη, τους «πληβείους», τον «λαό» γενικά.
Όμως αυτή η «επιμονή» μπορεί να καταστεί ακόμα και επιπόλαιη όταν τα ερμηνευτικά σχήματα, δυτικά και ευρωκεντρικά στην ουσία τους, επιχειρείται να εφαρμοστούν αδιαφοροποίητα στο κοινωνικό, ταξικό και θεσμικό περιβάλλον μιας επαρχίας της οθωμανιής αυτοκρατορίας, όπως εκείνη του Μοριά και της Ρούμελης παραμονές της επανάστασης του 1821. Ο -κατά τα λοιπά σπουδαίος- Hobsbawm δεν ήταν οθωμανολόγος. Ήταν μέλος του βρετανικού κομουνιστικού κόμματος σε μια κρίσιμη περίοδο ειδικά σε ό,τι είχε να κάνει με τον ρόλο των οργανικών διανοούμενων στο ευρωπαϊκό κομμουνιστικό κίνημα. Υπ’ αυτή την έννοια οι απόψεις του εμφορούνταν από ίδια πολιτικά κίνητρα: η υπαγωγή της ελληνικής επανάστασης στο συνεχές των επαναστατικών γεγονότων του 1848 φιλοδοξούσε να εγκαθιδρύσει έναν ορισμένο τρόπο θέασης της ευρωπαϊκής ιστορίας στην μετα-68 εποχή.
Όπως έχουμε δείξει επαρκώς αναλυτικά στον τόμο που έχουμε εκδώσει, ένας άλλος οργανικός διανοούμενος του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος του Μεσοπολέμου, σαφώς χαμηλότερης κλάσης από το βεληνεκές του Hobsbawm (για τον Γιάννη Ζεύγο ο λόγος), εκκινώντας από μια τελείως διαφορετική αφετηρία ερμηνείας του Εικοσιένα αλλά πάντως κι ο ίδιος εμφορούμενος από «ίδια» πολιτικά κίνητρα, επιχείρησε κι αυτός με την σειρά του να αναδείξει τον ρόλο του «λαϊκού παράγοντα» στην συντέλεση των επαναστατικών γεγονότων της περιόδου 1821-1828. Μέσα από την σφοδρή αντιπαράθεση που είχε με τον Γιάνη Κορδάτο, ο Ζεύγος επέμεινε στην ερμηνεία του 1821 μέσω της χρήσης των θεωρητικών σχημάτων της «πάλης των τάξεων». Όχι, όμως, για να δείξει ότι οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1848 εμπνεύστηκαν από το ελληνικό παράδειγμα, αλλά για να δυσφημήσει τον τροτσκιστή θεωρητικό του αντίπαλο, το «ντόπιο πρακτορείο της αντεπανάστασης» όπως τον αποκαλούσε και για να δικαιώσει τις τοτινές πολιτικές επιλογές του ΚΚΕ.
ΑΛΛΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΛΑΓΟΥ ΚΙ ΑΛΛΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ: Η ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΗΝ «ΑΝΤΑΡΣΙΑ ΤΩΝ ΑΠΙΣΤΩΝ»
Είναι γνωστό ότι η κατάσταση της ελληνικής διανόησης πάσχει από τις γενικές παθολογίες που ευδοκιμούν στα νοτιοανατολικά Βαλκάνια: επαρχιωτισμός, απομονωτισμός και ψωροπερηφάνια. Πέρα από τον τεράστιο όγκο της εθνικιστικής και ελληνοκεντρικής ιστοριογραφίας σχετικά με το Εικοσιένα, μόνο από την δεκαετία του 1980 άρχισαν να εκδίδονται ντόπιες ή μεταφρασμένες έρευνες που προσέδιδαν μια κριτική ή αναστοχαστική ματιά στην ερμηνεία του 1821 και, όπως είναι αναμενόμενο, γρήγορα περιέπεσαν στην δυσμενή κατηγορία του εθνομηδενισμού. Μάλιστα είναι τέτοια η κατάσταση του διανοητικού επαρχιωτισμού που ταλανίζει τα ελληνικά γράμματα ώστε μόνο μέσα στην τελευταία δεκαετία υπάρχει μια συστηματική ενασχόληση της ντόπιας ιστοριογραφίας σχετικά με τον τρόπο που οι Οθωμανοί (δηλαδή οι ηττημένοι της επανάστασης) αντιλήφθηκαν το Εικοσιένα. Κάλλιο αργά παρά ποτέ, που λέει κι ο λαός μας…
Οι Οθωμανοί λοιπόν, «καθυστερημένοι» και «υπανάπτυκτοι» καθώς ήταν, μαθαίνουμε ότι δεν βρέθηκαν στην προνομιακή θέση που βρέθηκε ο Hobsbawm ώστε να ερμηνεύσουν την Ελληνική Επανάσταση με τις εννοιολογικές κατηγορίες της «εθνικής συνειδητοποίησης», του «πολιτικού ρεπουμπλικανισμού», του «δυτικού συνταγματισμού» κ.λπ. Αντίθετα, η ματιά τους πάνω στην ιστορία τους την στιγμή που την ζούσαν εμφορούνταν από τον βαθιά αποτυπωμένο στην οθωμανική γραφειοκρατική παράδοση στοχασμό του σπουδαίου Άραβα επιστήμονα Ιμπν Χαλντούν (592 μ.Χ. Μέκκα-642 μ.χ. Χομς, Συρία). Ο Ιμπν Χαλντούν, λοιπόν, εισάγοντας μια διαφορετικής υφής «θεωρία των σταδίων», δηλαδή μια νομοτελειακή φιλοσοφία για την ιστορία, επηρέασε σε μείζονα βαθμό την οθωμανική πολιτική σκέψη.
Η θεωρία των σταδίων του Ιμπν Χαλντούν, σύμφωνα με την οποία κάθε κοινωνία ή δυναστεία περνάει από τρία ή πέντε στάδια ακμής και παρακμής άσκησε μεγάλη επιρροή καθόλη την διάρκεια του 18ου αι. Ο Χαλντούν εγκαινίασε μια επίσης βασική στην οθωμανική σκέψη διάκριση μεταξύ νομαδικών και εγκατεστημένων πολιτισμών. Σύμφωνα με τον τυνήσιο στοχαστή, «οι πρώτοι βάσει της αληλεγγύης ή αλλιώς του φυλετικού πνεύματος (asabiyya) που τους χαρακτηρίζει είναι ικανότεροι στον πόλεμο και πιο στιβαροί, ενώ χάνουν αυτές τις ικανότητες καθώς μετρατρέπονται σε εγκατεστημένες αυτοκρατορίες και βυθίζονται στην μαλθακή ζωή των πόλεων».[3] Αυτό που διαταράσσεται σε περιόδους που ξεσπούν εξεγέρσεις, σύμφωνα με τον Χαλντούν, είναι ο λεγόμενος «κύκλος της δικαιοσύνης», οι σχέσεις ισορροπίας δηλαδή μεταξύ των τεσσάρων κοινωνικών «στύλων» της κοινωνίας που βασίζεται στις διδαχές του ιερού ισλαμικού νόμου: των ανθρώπων της πένας (των ουλεμάδων, δηλαδή των ερμηνευτών της σαρίας), των ανθρώπων του σπαθιού (των πολεμιστών και μέρους της διοίκησης), των εμποροτεχνιτών και των ραγιάδων, δηλαδή των χωρικών.
Πράγματι, όταν ξέσπασε η σε μεγάλο βαθμό ρωσικά υποκινούμενη εξέγερση στην Μολδοβλαχία τον Φλεβάρη του 1821 υπό την αιγίδα του Στρατού των Φιλικών, η αντίδραση της Υψηλής Πύλης μέσω του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’ (1808-1839) ήταν να δηλώσει ότι μολονότι οι μουσουλμάνοι είχαν στραφεί στον εγκατεστημένο τρόπο ζωής, πρέπει πλέον να επιστρέψουν στα νομαδικά έθιμα των προγόνων τους και να πολεμήσουν. Μια σειρά διατάγματα εν συνεχεία επιχείρησαν να επικυρώσουν αυτή την στροφή, κυρήσσοντας ένα είδος γενικής επιστράτευσης και απαγορεύοντας διάφορες πολυτέλειες στην ένδυση ή την διατροφή.[4]
Έτσι δεν θα πρέπει να προκαλεί καμία εντύπωση το γεγονός ότι αυτό που στην ντόπια «ηρωική» παράδοση αποτυπώθηκε ως «εθνεγερσία», «παλλιγεννεσία», «ξεσηκωμός» κ.λπ., από την οθωμανική διανόηση μεθερμηνεύτηκε ως «αταξία», «εξέγερση», «συνωμοσία» κ.ά. Ούτε θα πρέπει να εκπλήσσει το γεγονός ότι ενώ για την ντόπια ή τέλος πάντως την ευρωκεντρική προσέγγιση το συλλογικό υποκείμενο που εξεγέρθηκε ήταν «το ελληνικό έθνος», «το γένος των Ρωμιών», ο «λαός» ή στις πιο καλτ εκδοχές «η δρακογενιά των ηρώων»[5], για τους κυρίαρχους Οθωμανούς δεν ήταν τίποτε άλλο παρά «η φάρα των άπιστων και αχάριστων ραγιάδων».
Δεν είναι, όμως, μόνο η διαμετρικά αντίθετη προσέγγιση του ιστορικού συμβάντος της εξέγερσης που υποδεικνύει το χάσμα ανάμεσα στους δύο κόσμους που αντιπαρέρχονται το Εικοσιένα, αυτόν του οθωμανικού πολιτισμού και εκείνον του δυτικού ρεπουμπλικανισμού, όπου ο πρώτος λοιδωρείται ως «καταπιεστικός» και συνεπώς εξ ορισμού «ανίκανος να αντιληφθεί», ενώ ο δεύτερος εξυμνείται ως «επαναστατικός» και συνεπώς εξ ανάγκης «προοδευτικός». Είναι και μια δεύτερη, κομβική κατά την γνώμη μας διάσταση που συστηματικά αναδείξαμε μέσω της έκδοσης του τόμου για το 1821, και η οποία πεισματικά συσκοτίζεται (όταν δεν αποκρύπτεται) από την εθνοκεντρική ιστοριογραφία. Αναφερόμαστε στον παράγοντα της ρωσικής παρεμβατικότητας στην εξέγερση της Μολδοβλαχίας και του Μοριά (τον Φλεβάρη και το Μάρτη του 1821 αντίστοιχα). Όπως για τους Μαρξ και Ένγκελς, έτσι και για τους Οθωμανούς, η εξέγερση των Ρωμιών υπηκόων της αυτοκρατορίας ήταν εξ αρχής «φανερό ότι ξεκίνησε με υποκίνηση της Ρωσίας. Είναι πασιφανές ότι η Ρωσία ήταν αυτή που ενέσπειρε στους Ρωμιούς το πάθος για την ελευθερία».[6]
Έχουμε, λοιπόν, μπροστά μας δύο κόσμους· αυτόν της οθωμανικής και εκείνον της δυτικής σκέψης, οι οποίοι παράγουν ο καθένας για λογαριασμό της δικής του φιλοσοφίας για την ιστορία μια διαμετρικά αντίθετη προσέγγιση του εξεγερτικού συμβάντος. Η υπαγωγή του συμβάντος στις συντεταγμένες της κάθε προσέγγισης είναι ικανή να παράξει αντικρουόμενες απόψεις σχετικά με την φύση του Εικοσιένα και, κατ΄ επέκταση, της σημασίας που δυνητικά είχε η συμμετοχή του οποιουδήποτε «λαϊκού παράγοντα» στην εξέλιξη της ιστορίας. Τελικά, η εμμονή στις ευρωκεντρικές προσεγγίσεις των επαναστάσεων του 19ου αι. μπορεί να προσφέρει μια απόπειρα συνεκτικής ερμηνείας της ευρωπαϊκής ιστορίας. Στον βαθμό όμως που δεν λαμβάνει υπόψη του τα στενά ερμηνευτικά πλαίσια εννοιοδότησης και μεθερμηνείας των γεγονότων που συνέβησαν εντός του οθωμανικού ιστορικού, πολιτισμικού και θεσμικού πλαισίου, δίχως την συμπερίληψη του οποίου η Ελληνική Επανάσταση δεν θα ήταν αυτό που τελικά έγινε, μπορεί να καταλήξει σε μια μερική άποψη θέασης της ιστορίας. Σε κάθε περίπτωση, η διαρκής καχυποψία απέναντι στα προσωπικά πολιτικά κίνητρα των ίδιων των ιστοριογράφων δείχνει κάτι επιπλέον σημαντικό στο όλο ζήτημα: ότι η στενά ευρωκεντρική προσέγγιση του 1821 κατάγεται από εκεί όπου μπορεί τελικά να διολισθήσει: στην πρωτοκοσμική υπεροψία και τον οριενταλισμό.
[1] Αυτή είναι η γενική άποψη που υποστηρίζεται για την κατανόηση του 1821 από την «Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων-Καματερού» μέσω της καμπάνιας που οργανώνει αυτό το διάστημα.
[2] E.J. Hobsbawm, Η εποχή των Επαναστάσεων (1789-1848), ΜΙΕΤ 2002, σελ. 203-204.
[3] Σοφία Λάιου & Μαρίνος Σαρηγιάννης, Οθωμανικές αφηγήσεις για την ελληνική επανάσταση: από τον Γιουσούφ Μπέη στον Αχμέτ Τζεβντέτ Πασά, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών 2019, σελ. 25.
[4] Για περισσότερα βλ. Sükrü Ilıcak, Η άλλη όχθη: η οθωμανική πολιτική φιλοσοφία και η αντίδραση στην ελληνική “αταξία”, στο Θάνος Βερέμης (επιμ.), 1821: η γέννηση ενός έθνους-κράτους, τ. Ε’: Ιδεολογικά ρεύματα: Έλληνες-Οθωμανοί, Εκδόσεις Σκάι, Αθήνα 2009, σελ. 63-142.
[5] Αναφερόμαστε στην αφίσα με υπογραφη ένα κόκκινο αστέρι που κολλήθηκε τον Μάρτη του 2021 εντός και πέριξ των Εξαρχείων.
[6] Για περισσότερα βλ. Λεωνίδας Μοίρας, Η Ελληνική Επανάσταση μέσα από τα μάτια των Οθωμανών, Τόπος 2020, σελ. 1245-129.
*Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Traverso Antifa», τεύχ. 5, Μάης 2021.
https://project21athens.wordpress.com