Στο διάστημα 1982-1983 υπήρξε μια προσπάθεια συγκρότησης Αναρχικής Ομοσπονδίας σύνθεσης, η οποία, όμως, ήταν περισσότερο μια προσπάθεια κριτικής και θεωρίας και λιγότερο πρακτικής και παραπέρα προοπτικής.
Μέχρι τότε, ιστορικά ντοκουμέντα του διεθνούς αναρχικού κινήματος, όπως η «Πλατφόρμα της Γενικής Ένωσης Αναρχικών», το «Μανιφέστο του Ελευθεριακού Κομμουνισμού» του Ζορζ Φοντενί και το «Προς μια φρέσκια επανάσταση» των «Φίλων του Ντουρρούτι» δεν ήταν καν μεταφρασμένα στα ελληνικά. Ειδικά για την «Πλατφόρμα», μόνο η πρώτη απάντηση του Μαλατέστα στην «Πλατφόρμα» είχε μεταφραστεί και δημοσιευτεί στο 1ο τεύχος (χειμώνας 1981) του αναρχικού περιοδικού «Μαύρος Ήλιος», με τον τίτλο «Ένα Αναρχικό Πρόγραμμα».
Το σίγουρο είναι ότι στην Κίνηση συμμετείχε η τότε Αναρχική Ομάδα Πειραιά η οποία, στο όνομα της Κίνησης, έγραψε και κυκλοφόρησε σε ξεχωριστή μπροσούρα το κείμενο που ακολουθεί και το οποίο είναι ενδεικτικό, πιστεύουμε, τόσο της κατάστασης που επικρατούσε στον τότε αναρχικό «χώρο» όσο και των απόψεων της Κίνησης.
Ακολουθεί το κείμενο:
«Η ΝΗΠΙΑΚΗ ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΣΑ
ΑΠΟ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΠΟΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΟΥ «ΑΝΑΡΧΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ»
Αυτό που πριν λίγους μήνες συνηθιζόταν να ονομάζεται αντιεξουσιαστικό κίνημα μοιάζει να είναι νεκρό. Οι αναρχικοί στην Ελλάδα βρίσκονται στην χειρότερη κρίση της δεκάχρονης παρουσίας τους στον κοινωνικό χοίρο.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η πρώτη περίοδος
Ο αναρχισμός στην Ελλάδα εμφανίστηκε στα τέλη του περασμένου αιώνα σαν συστατικό της κέικ-ιδεολογίας μερικών ρομαντικών αστών διανοουμένων, για να περάσει ύστερα στη «συνδικαλιστική» του μορφή - μέσω αγροτών κυρίως - σαν μια ακόμα άποψη στα χέρια του νεογέννητου «προλεταριακού» κόσμου. Η γενική σύγχυση της εποχής - αποτέλεσμα της εισαγωγής καπιταλιστικών δομών - που αντανακλάται και στην επαναστατική θεωρία και πρακτική, δεν μας επιτρέπει να δούμε καθαρά τον ρόλο των αναρχικών στις τότε κοινωνικές διαδικασίες. Είναι σίγουρο πως αναρχικές ομάδες έδρασαν καταλυτικά σε αγροτικές «στάσεις» (Πάτρα, Πύργος κ.λπ.) καθώς και σε εργατικές απεργίες (π.χ. Λαύριο). Το ότι ο Κορδάτος αναγκάζεται να αναφερθεί στον αναρχοσυνδικαλιστή Σπέρα που έδωσε θεωρητική μάχη με τους εκκολαπτόμενους νταβατζήδες στο συνέδριο για την ίδρυση της Γ.Σ.Ε.Ε., σημαίνει ότι αναρχική παρουσία υπήρχε και τότε. Ο ίδιος ο Σπέρας είχε πρωτοστατήσει στην οργάνωση της απεργίας των μεταλλωρύχων στα 1916 στην Σέριφο. Ο Στίνας επίσης αναφέρεται σε διάφορους αναρχικούς αγωνιστές που έδρασαν - αν και απομονωμένοι - μετά το 1920 στην Αθήνα και την Σαλονίκη.
Ερχόταν όμως η εποχή όπου ο αναρχισμός αποκόπηκε από την πραγματικότητα και παγιώθηκε σαν ιδεολογία (ψευδής συνείδηση). Οι απανταχού αναρχικές οργανώσεις μετά την ήττα της Ισπανίας (1) περιορίστηκαν στο να φυλάνε την σκόνη των επαναστατικών «βιβλίων», να καραδοκούν για τυχόν μαρξιστικές παρεκκλίσεις και να πίνουν από το Καταλωνέζικο κρασί των αναμνήσεων - ανίκανες να κατανοήσουν τις κοινωνικές εξελίξεις. Ο ζωντανός αναρχισμός αναγεννήθηκε μέσα από καινούργιες κοινωνικές συνθήκες και εμπλουτισμένος από τις εμπειρίες και τα πειράματα του εικοστού αιώνα. Τα σοβιέτ στη Ρωσία του 1917-’19, οι αγροτικές και βιομηχανικές κολεκτίβες της Ισπανίας του ’36, προσέφεραν το έδαφος για την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων. Ήταν φανερό πλέον πως ο διαχωρισμός δεν πέρναγε ανάμεσα σε Μαρξ και Μπακούνιν μα ανάμεσα σε εξουσιαστική κι αντιεξουσιαστική εκδοχή του κομμουνισμού. Τα γεγονότα άρχισαν να συσσωρεύονται: η Ουγγαρία του ‘56, ο Μάης, η Πολωνία... Η κοινωνική επανάσταση είχε επιστρέψει.
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
1973-1978: Πώς ένας χώρος δεν γίνεται κίνημα
Η δεύτερη περίοδος του αναρχισμού στην Ελλάδα, που αρχίζει από τα 1970 (και ουσιαστικά με την εξέγερση του Νοέμβρη), μακριά απ’ το να έχει ιστορική σύνδεση μ’ αυτό που είχε προϋπάρξει, είναι μια εντελώς καινούργια και κάτω από ολότελα διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες παρουσία. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος είναι και το ότι ο αναρχικός χώρος όπως τον ξέρουμε από τότε μέχρι σήμερα διακρίνεται για την καθολική έλλειψη ιστορικής συνείδησης.
Στην εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν που διάφορα άτομα γοητευμένα από την αναρχική θεωρία, βρήκαν την πρακτική διέξοδο στις ιδέες τους. Ενώνοντας αυτοί οι σύντροφοι την δράση τους παίζουν σημαντικό ρόλο στην δημιουργία της Εργατικής Συνέλευσης και των εκτρόπων στους δρόμους της Αθήνας. Το σημαντικό είναι ότι η αντιεξουσιαστική κομμουνιστική αντίληψη άσκησε επιρροή σε εργάτες και φοιτητές και έδωσε σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα της - κυρίως σε επίπεδο πρακτικής - στην εξέγερση.
Μετά την μεταπολίτευση πλήθυναν οι ομάδες - που δημιουργούνταν και λειτουργούσαν περιστασιακά, χωρίς όμως να λείψουν και οι προσωπικές ίντριγκες που πισωγύριζαν τον συντονισμό και την δράση τους. Τα δυσάρεστα αυτά φαινόμενα πηγάζουν αφ’ ενός μεν από την καθολική έλλειψη εμπειριών και αφ’ ετέρου από την απουσία ενιαίας οργάνωσης. Παρ’ όλες τις παραπάνω αδυναμίες που συντρόφευαν την αναρχική παρουσία σ’ αυτή τη φάση οι αναρχικοί κατάφεραν να δράσουν καταλυτικά στις κοινωνικές συγκρούσεις (23 Ιούλη ‘75, 25 Μάη ‘76) καθώς και να δημιουργήσουν γεγονότα από μόνοι τους (επιτροπή Πόλε, Πρωτομαγιά και Πολυτεχνείο ‘77), εισέβαλαν στην κοινωνική αναταραχή και συνέβαλαν στην δημιουργία των συγκρούσεων, χωρίς όμως τελικά να επιτύχουν να δώσουν σ’ αυτές την ταυτότητά τους.
Η εξουσία πανικοβλημένη, πάνω στη προσπάθειά της να εκσυγχρονίσει το κεφάλαιο στην Ελλάδα, ένοιωσε την απειλή. Ήταν μια απειλή όχι από σεκταριστικά γκρουπούσκουλα, ξεκομμένα από την πραγματικότητα, μα από την άμεση προοπτική εμφάνισης επαναστατικού κοινωνικού κινήματος. Οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές: το κεφάλαιο στο προτσές της συσσώρευσής του, θέλει θυσίες από την πλευρά των εργαζομένων. Δεν μπορεί να ανεχτεί «κινητοποιήσεις». Μέσα στη δυσαρέσκεια που γεννιέται μέσα από την οικονομική αθλιότητα, οι εργαζόμενοι είναι ευάλωτοι στην επαναστατική προπαγάνδα. Επίσης μέρος νεολαίας που είχε ζήσει το μεταπολιτευτικό αλισβερίσι είχε ριζοσπαστικοποιηθεί και συμμετείχε δυναμικά στις κοινωνικές συγκρούσεις. Η επαναστατική προπαγάνδα και οι φορείς της έπρεπε να εξουδετερωθούν.
Η ΑΠΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΙΙΟΔΟΜΗΣΗΣ
Τα φρικιά και η ιδεολογία των ναρκωτικών (2)
Κάτω από τις ανάγκες του κεφαλαίου που αναφέραμε πιο πάνω, το κράτος εκτός από την αστυνομική καταστολή και την τρομοκρατία χρησιμοποίησε κι ένα νέο για τα ελληνικά δεδομένα ευφυές όπλο, τα ναρκωτικά.
Μέσω ατόμων που είχαν πρωτύτερα σχέση με το «χώρο» για να εξελιχθούν σε χαφιέδες, η εξουσία διέδωσε τα ναρκωτικά όχι μόνο μεταξύ συντρόφων μα και σ’ ένα μεγάλο τμήμα της νεολαίας (σ’ αυτό το κείμενο ναρκωτικό θεωρείται και το χασίς, όχι λόγω εθισμού μα εξαιτίας της ιδεολογίας της παραίτησης που συνήθως το συνοδεύει). Η σκοπιμότητα για το κράτος με τη διάδοση των ναρκωτικών ήταν διττή: αφ’ ενός μεν στόχευε στην αποδυνάμωση αυτού του χώρου που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε κίνημα και αφ’ ετέρου στη δημιουργία μιας προσοδοφόρου αγοράς (εξ ου και η αρχικά δωρεάν προσφορά ηρωίνης στα Εξάρχεια το 1978) και μιας ανώδυνης εναλλαγής στην κυρίαρχη ιδεολογία. Μέσα από τα γεγονότα αυτά. δημιουργήθηκε μία καινούργια «κοινωνική κατηγορία» που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον «χώρο» στα χρόνια που ακολούθησαν.
Τα φρικιά νοούνται ως «κοινωνική κατηγορία» στη βάση ορισμένων κοινών σημείων που έχουν: η χρήση ναρκωτικών ουσιών (κυρίως μαύρη και χάπια), τα. μακριά μαλλιά ή η ακρόαση ροκ μουσικής, είναι μερικά απ’ αυτά. Δεν είναι τυχαίο πως τα σημεία που τους ενώνουν είναι ψευδή. Συνήθως συμπεριφέρονται με τρόπο διαποτισμένο από την ιδεολογία του τσαμπουκά, και της αμερικανικής χαζονεολαίας των ‘60. «Αρνούνται» την ταξική κοινωνία, αλλά την «αρνούνται» θεαματικά και ιδεολογικά (ψευδοσυνειδησιακά). Ικανοποιούνται με το να είναι «περιθώριο» και αρέσκονται να ορίζονται σαν τέτοιο. Μέσα. στη δίνη της θολούρας τους, προσωποποιούν την ρομαντική ιδεολογία της άρνησης της κοινωνίας. Αυτοθεωρούνται ως «ήρωες» σιχαίνονται κάθε μορφή οργάνωσης σαν αντίθετη με το «έτσι γουστάρω» και, κατά συνέπεια, αυτά τα άτομα δεν έχουν καμία σχέση με την επανάσταση γιατί ουσιαστικά δεν τη θέλουν. Υπάρχουν και λειτουργούν μονό σαν προϊόν του καπιταλισμού και μαζί του θα εξαφανιστούν.
Η κρατική καταστολή
Την ίδια περίπου εποχή, η κρατική καταστολή λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις. Η ασφάλεια κατασκευάζει σωρηδόν σκευωρίες με αποτέλεσμα την φυλάκιση, αρκετών συντρόφων. Με αυτό τον τρόπο, η εξουσία επιχείρησε να απομονώσει ένα κίνημα που βρισκόταν στα σπάργανα. Στόχος ήταν η θεαματική πόλωση μεταξύ κράτους και «τρομοκρατών». Αυτή η, στη χρήση, δοκιμασμένη τακτική ελάχιστα της απέφερε τότε από πλευράς κατάκτησης της κοινής γνώμης. Αντίθετα, πολύς κόσμος συσπειρώθηκε γύρω από το «κίνημα» συμπαράστασης. Από την άλλη μεριά όμως, εκείνοι που ήθελαν να δημιουργούν γεγονότα ήταν τώρα αναγκασμένοι να ακολουθούν τις κινήσεις της εξουσίας. Το κίνημα ανατροπής οριζόταν πλέον σαν κίνημα συμπαράστασης, χωρίς ουσιαστικά να είναι κίνημα γιατί η συνοχή του βρισκόταν στην ανάγκη της άμυνας απέναντι στη κρατική επίθεση. Όλη αυτή η κατάσταση δεν ευνοούσε οποιαδήποτε παραπάνω προσπάθεια γιατί συγκάλυπτε τις αντιθέσεις που υπόβοσκαν. Ο «χώρος» είχε μπλέξει σ’ ένα φαύλο κύκλο συλλήψεων, δικών, φυλακίσεων και συμπαράστασης. Οι διαδηλώσεις συμπαράστασης σε φυλακισμένους
συντρόφους ακολουθούνταν από συλλήψεις άλλων συντρόφων σε συμπαράσταση των οποίων θα έρχονταν άλλες διαδηλώσεις κ.λπ.
Οι καταλήψεις των σχολών, οι αυτόνομοι και άλλα δυσάρεστα
Οι καταλήψεις των πανεπιστήμιων έπεσαν σαν κεραυνός εν αιθρία στην ελληνική πραγματικότητα του ‘79. Το πιο ελπιδοφόρο κομμάτι του έθνους, οι φοιτητές, «εξεγείρονταν». Ο τρόμος της εξουσίας, σ’ ένα ποσοστό, δεν ήταν αδικαιολόγητος. Στην περίπτωση που το «κίνημα» ξεπερνούσε τα βλακώδη κι ενσωματώσιμα φοιτητικά αιτήματα και εφεύρισκε την επαναστατική πρακτική, εύκολα θα «μολύνονταν» και αλλά κοινωνικά στρώματα. Αυτή η προοπτική ήταν που έκανε τους πολιτικούς αρχηγούς να εκστομίζουν εκείνα τα σπαρταριστά λογίδρια απόγνωσης στη Βουλή. Αυτή η προοπτική ήταν που έκανε τον αρθρογράφο της «Ελευθεροτυπίας» να καλεί τον υπουργό Παιδείας να καταργήσει τον νόμο 815 (πράξη που χαρακτήριζε ως «συνετή, γενναία και προπαντός οξυδερκέστατη»). Μπρος στο φόβο να υποσκελιστούν από τα γεγονότα, η Π.Σ.Κ. και η Π.Α.Σ.Π. έσπευσαν να συμμετάσχουν στις καταλήψεις (στην ουσία έκαναν αποχή) με σκοπό να τις καταστείλουν αφομοιώνοντάς τις. Γραφική νότα αποτέλεσαν και τα μαρξιστο-λενινιστικά γκρουπούσκουλα που έχυσαν ιδρώτα για να χειραγωγήσουν και να καθοδηγήσουν την μάζα των αυτόνομων και των ανεξαρτήτων φοιτητών.. Μέσα σ' αυτή τη διαμάχη των χειραγωγών, οι αναρχικοί κατάφεραν να προτάξουν τις θέσεις τους και να διαφυλάξουν την επαναστατική τους καθαρότητα. Παρ’ όλ’ αυτά και στο ποσοστό που η φύση του «κινήματος» παρέμεινε φοιτητική και συνδικαλιστική, το παιγνίδι ήταν χαμένο.
Μέσα από τις καταλήψεις εκφράστηκε, για πρώτη φορά μαζικά, ο συρμός των αυτόνομων. Ακούγοντας αυτό το όνομα και μάλιστα για μια τάση μέσα στο σύγχρονο επαναστατικό κίνημα, δεν μπορείς παρά να προβληματίζεσαι. «Τι υπερασπίζουν άραγε αυτά τα παιδιά;» αναρωτιέσαι εύλογα. «Θέλουν μήπως την αυτονομία της εργατικής τάξης από το επαναστατικό κίνημα;» (είναι παρήγορο σε μια εποχή που το πνεύμα φθίνει να υπάρχουν ακόμα άνθρωποι με το ταλέντο να εφευρίσκουν καινούργια ονόματα για να χαρακτηρίσουν χιλιοειπωμένα πράγματα. Το αισχρό είναι όταν στα πλασάρουν και για καινούργια). Ή μήπως θέλουν την αυτονομία της ομάδας τους από άλλες ομάδες; Ή ίσως την αυτονομία του εγώ τους απ’ τον εαυτό τους; Θα μπορούσαν ακόμα ν’ αναφέρονται και στη φύση της αταξικής κοινωνίας και σε πολλά αλλά πράγματα.
Μάλιστα κύριοι, οι αυτόνομοι δεν θα σας απογοητεύσουν. Αναφέρονται στην αυτονομία όλων απέναντι όλων (έως και στην αυτονομία του απόλυτου). Είναι θλιβερό το πως ένα στερούμενο οιουδήποτε περιεχομένου συνονθύλευμα ιδεολογιών διαδόθηκε σε τέτοιο βαθμό. Ακόμα και στην καλύτερη εκδοχή της η «αυτονομία» (3), δηλαδή σαν οργάνωση του επαναστατικού κινήματος, δεν λέει τίποτα. Το να ισχυριστείς ότι το επαναστατικό κίνημα πρέπει να είναι αυτόνομο είναι ταυτολογία καθώς ένα επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί εξ ορισμού να είναι ετεροκαθοριζόμενο. Το πόσο σαθρές, αν υπάρχουν, είναι οι θέσεις των αυτόνομων (4) φαίνεται και από το ότι το Κ.Κ.Ε. επιμένει ν’ αποδίδει σ’ αυτούς κάθε επαναστατική δραστηριότητα με σκοπό να την παρουσιάσει ως γελοία. Οι αυτόνομοι (ο πληθυντικός χρησιμοποιείται καταχρηστικά γιατί δεν υπάρχει ούτε οργανική συνοχή μεταξύ τους) τελικά είναι μια μάζα ιδεολογικά συγχυσμένων νεαρών που παλαντζάρουν ανάμεσα στην άκρα αριστερά και τους αναρχικούς. Προς υποστήριξη αυτής της άποψης έρχεται και το γεγονός ότι η πλειονότητά τους είναι φοιτητές (χωρίς εισαγωγικά), φύσει δηλ. ιδεολογικά και καταναλωτικά όντα. Έως εδώ καλά (σχήμα λόγου), το άσχημο αρχίζει από τη στιγμή που έχουν το θράσος να σου αυτο-ορίζονται και ως ανανέωση του επαναστατικού κινήματος ενώ δεν είναι παρά αγοραστές στην ιδεολογική αγορά. Δυστυχώς μεγάλο τμήμα των αυτόνομων παρουσιάζεται και στον «χώρο» των αναρχικών. Επενδύοντας την αμφισβητισιακότητα και τη θολούρα των αυτόνομων με την ιδεολογία του τσαμπουκά, έχουμε τους αναρχοαυτόνομους (εδώ πια είναι που τραβάς τα μαλλιά σου).
Όπως το ένα κακό φέρνει το άλλο, έτσι και με τους αυτόνομους μας ήρθε και ο «εναλλακτικός τρόπος ζωής». Αυτό το σίχαμα, συνυφασμένο με το «κίνημα» νεολαίας, είναι η μεγαλύτερη κακοδαιμονία που έχει βιώσει ο διεθνής επαναστατικός χώρος τα τελευταία 20 χρόνια. Είναι η ψευδαίσθηση του ότι μπορούμε να οργανώσουμε το δικό μας χώρο-χρόνο μέσα στον καπιταλισμό πολεμώντας συγχρόνως για να τον ανατρέψουμε. Είναι τόσο φανερά τα λάθη αυτού του συλλογισμού που απορείς για το πώς έχει διαδοθεί σε τέτοιο βαθμό. Δεν σκέφτονται, φαίνεται, αυτοί οι «σύντροφοι» ότι αν είχαμε τη δυνατότητα να οργανώσουμε την ζωή μας μέσ’ τον καπιταλισμό δεν θα χρειαζόταν να τον ανατρέψουμε. Από την άλλη πλευρά πάλι, το να οργανώσεις τη ζωή σου μέσα στο καπιταλισμό είναι ανέφικτο και όποιος δεν το καταλαβαίνει είναι αντεπαναστάτης. Το φαινόμενο του «εναλλακτικού τρόπου ζωής» έχει εξαπλωθεί ανησυχητικά (με κέντρο την Δ. Γερμανία) στην Ευρώπη. Η φρίκη του εγχειρήματος φαίνεται πλέον καθαρά. Οδηγεί είτε στην παραίτηση, τον ρεφορμισμό και τον χιπισμό ή στην αποσύνθεση της ηρωίνης (βλέπε «κέντρα νεότητας») και την άλογη βία, ποτέ όμως στην κοινωνική επανάσταση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η όλη υπόθεση όχι μόνο δεν απειλεί το κράτος αλλά αντίθετα το συντηρεί. Είναι καιρός να το αντιληφθούν όλοι ότι η εξουσία δεν επιτρέπει «οάσεις» στον κόσμο της. Σε τελευταία ανάλυση, όταν απορρίπτουμε την σταλινική αντίληψη του σοσιαλισμού σε μια χώρα δεν μπορούμε να υποστηρίζουμε ότι θα τον εφαρμόσουμε σ’ ένα διαμέρισμα ή σ’ ένα αγρόκτημα (5).
Ένα μόλις μήνα μετά την άδοξη λήξη των καταλήψεων των σχολών μη έχοντας αναρρώσει από τον πανικό της, η κυβέρνηση της δεξιάς εξαπέλυσε ένα καινούργιο κύμα τρομοκρατίας. Τα πράγματα γι’ αυτήν εξελίχθηκαν χειρότερα από την προηγούμενη φορά. Οι σκευωρίες που είχε στήσει ήταν τόσο γελοίες που ακόμα και η «προοδευτική» αντιπολίτευση αναγκάστηκε να τις καταδικάσει. Στην αντίθετη περίπτωση θα επέτρεπε στους εξωκοινοβουλευτικούς και τους αναρχικούς να κερδίσουν όλη τη συμπάθεια της κοινής γνώμης. Μαζί με το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και τα ακροαριστερά γκρουπούσκουλα ανακάλυψαν την ύπαρξη της κρατικής τρομοκρατίας (για ευνόητους λόγους).
Οι αναρχικοί στο ποσοστό που συμμετείχαν σε συγκεντρώσεις των διαφόρων «επιτροπών» και «πρωτοβουλιών» σίγουρα είχαν μπλεχτεί σ’ ένα άσχημο πολιτικό παιγνίδι.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΕΩΝ
16 Νοέμβρη 1980: η καμπή
Και έτσι μετά από το όμορφο καλοκαίρι του 1980 στα ειδυλλιακά νησάκια του Αιγαίου και στην Κρήτη, ο χώρος ανασυγκροτήθηκε για την ετήσια μάχη του Πολυτεχνείου. Έχοντας φρέσκες ακόμα τις αναμνήσεις και τα σημάδια από το σταλινικό ξύλο του ‘79 και μην πιστεύοντας, όπως και η άκρα αριστερά, ότι το κράτος θα κτυπήσει, οι αναρχικοί αποφάσισαν να συγκεντρωθούν στα Προπύλαια. Τα γεγονότα όμως τους ξεπέρασαν. Πίσω από τους αριστεριστές στα Χαυτεία, δημιουργήθηκε ένα μπλοκ από μαθητές, νεαρούς εργάτες και ανέργους, κόσμο απολιτικοποίητο και. με μόνο όπλο το μίσος του για την ταξική κοινωνία. Δεν ισχυριζόμαστε ότι ο κόσμος που επιδόθηκε σε έκτροπα στο κέντρο της Αθήνας εκείνο το βράδυ είχε ανακαλύψει την επαναστατική θεωρία. Όπως πολύ σωστά υποστήριξε μια προκήρυξη των επομένων ημερών, πρέπει να δεις το γιατί για να καταλάβεις το ποιοι. Δεν ήταν οι αναρχικοί που προκάλεσαν τα επεισόδια στις 16 Νοέμβρη του ‘80. Όσοι σύντροφοι συμμετείχαν στα έκτροπα δεν συμμετείχαν σαν αναρχικοί αλλά σαν κομμάτι αυτής της κολασμένης νεολαίας. Ήταν μάλιστα τέτοια. η έκπληξη κι η αμηχανία των αναρχικών που δεν μπόρεσαν να οργανώσουν μια ουσιαστική απάντηση (κι αν γινόταν επίθεση) στο κράτος (κυβέρνηση κι αντιπολίτευση σε αρμονία). Το αίμα έμεινε αναπάντητο κι οι αναρχικοί είχαν γι’ άλλη μια φορά ηττηθεί. Ο μεγάλος όμως ηττημένος των ημερών ήταν οι οργανώσεις της άκρας αριστεράς. Αυτές οι θλιβερές αιμορροΐδες της λενινιστικής κοπρανολογίας αφού τις επόμενες ημέρες αποποιήθηκαν πανικοβλημένες τις ευθύνες, στην προσπάθειά τους να εξάγουν υπεραξία νομιμότητας, έγιναν περιγέλαστες, μ’ αποτέλεσμα πολλά από τα μέλη τους έχοντας καταλάβει το τι αντιπροσώπευαν να τις εγκαταλείψουν. Από τις 16 Νοέμβρη, αρχίζει η φθίνουσα πορεία της άκρας αριστεράς στον Ελληνικό χώρο. Αν δεν υπήρχαν η μπλόφα του «κινήματος» για το στρατό κι οι μικρονοϊκοί νεανίες που του χαρίζουν υπόσταση θα είχαμε ήδη την ευχαρίστηση να απαλλαχτούμε από την λερή της παρουσία.
Η «IIρωτοβουλία»
Μέσα από την τριβή διαφόρων φυλακισμένων συντρόφων με τους έγκλειστους ποινικούς αναπτύχθηκε από τους πρώτους μια κατανόηση για τα προβλήματα και την ζωή αυτών των αποδιοπομπαίων τράγων της κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, πολλοί ποινικοί απέκτησαν μια κάποια κοινωνική συνείδηση καθώς κι ένα ενδιαφέρον για τον επαναστατικό αγώνα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες πολύς κόσμος πληροφορήθηκε για την εξόντωση στις φυλακές και τον αγώνα των κρατουμένων ενάντια στο σωφρονιστικό σύστημα.
Με αφορμή τις συνεχόμενες αυτοκτονίες-δολοφονίες κρατουμένων και πάνω στη βάση του ότι κατανοούμε τις συνθήκες ύπαρξης των ποινικών και συνάμα τις κοινωνικές αιτίες των πράξεών τους, δημιουργήθηκε μια κίνηση συμπαράστασης. Το βασικό σύνθημα αυτής της κίνησης, που πλαισιώθηκε γύρω από το σχήμα της «Πρωτοβουλίας συμπαράστασης στους αγώνες των φυλακισμένων», ήταν το «Ποινικοί - πολιτικοί, ίδια είναι η φυλακή». Το σύνθημα αυτό λέει απλώς ότι στο επίπεδο της ύπαρξής τους στη φυλακή, οι ποινικοί κρατούμενοι δεν μπορούν να διαχωριστούν από τους πολιτικούς. Δεν λέει π.χ. ότι οι ποινικοί είναι από τη θέση τους επαναστάτες. Είναι γεγονός όπως αναφέρει και ο «Κόκορας που λαλεί στο σκοτάδι» (τ. 1, σ. 29) ότι όσο μέρος έχουν πάρει άτομα του «υποκόσμου» στις μεγάλες εξεγέρσεις άλλο τόσο έχουν στρατολογηθεί από τις δυνάμεις καταστολής. Οι αναρχικοί δεν πρόκειται να θεωρήσουν επαναστατικό τον τρόπο ζωής των ποινικών. Από την άλλη, δεν πρόκειται να αφορίσουν (όπως και να υπερασπίσουν) πράξεις όπως η κλεψιά, γιατί κατανοούν τις κοινωνικές συνθήκες που τις γεννούν (ειδικά στην περίπτωση των φτωχοδιαβόλων). IIάνω απ’ όλα, ξέρουν ότι οι αιχμάλωτοι της κρατικής βίας είναι δυνητικά επαναστάτες. Δυστυχώς, αρκετά άτομα που συμμετείχαν στη κίνηση (όπου οι αναρχικοί ήταν μειοψηφία) «παρανόησαν» και θεώρησαν ότι επειδή οι πράξεις των ποινικών είναι κοινωνικά καθορισμένες είναι και επαναστατικές. Τα φρικιά ήταν κύρια που σε αρμονία με την ψυχολογία τους της μυθοποίησης κάθε περιθωριακής και ρομαντικής άρνησης, εξέφρασαν αυτή την άποψη. Σταδιακά η όλη κίνηση εκφυλίστηκε με αποκορύφωμα αυτά που ακούστηκαν από τα μικρόφωνα της συναυλίας «ενάντια στην κρατική καταστολή» (30/10/82). Λίγο πολύ ακούσαμε από δήθεν αναρχικούς ότι ο τοξικομανής επαναστατεί ενάντια στην κοινωνία μέσω της ηρωίνης ή ότι ο ληστής είναι απαλλοτριωτής του κοινωνικού πλούτου (για την πάρτη του;). Η «πρωτοβουλία» πάλι δεν λειτούργησε σαν χώρος αποφάσεων από όλους για όλους αλλά σαν πεδίο λύσης προσωπικών διαφορών και, ενώ η «πρωτοβουλία» κοπτόταν για την αυτο-οργάνωση των πορειών, φτάναμε να οδηγούμαστε από ξένα σώματα σε συγκρούσεις που δεν επιθυμούσαμε. Βασική αιτία ήταν το ότι οι μαζώξεις της «πρωτοβουλίας» σπάνια γίνονταν γνωστές έξω από το γκέτο των Εξαρχείων. Κι έτσι μετά τα άτομα της «πρωτοβουλίας» διαμαρτύρονταν όταν οι χίλιοι της πορείας δεν σέβονταν τις αποφάσεις των πενήντα της συζήτησης. Η ανεπάρκεια αυτού του σχήματος έγινε γρήγορα φανερή σε όλους και ελάχιστοι ήταν εκείνοι που λυπήθηκαν για τη διάλυσή της το καλοκαίρι του ‘81.
Καταλήψεις σπιτιών ή η συσσώρευση της μαλακίας εκρήγνυται
Με την άνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. οι αναρχικοί βρέθηκαν πιο απομονωμένοι από ποτέ. Το κλίμα λαϊκής ευφορίας που δημιουργήθηκε δεν τους άφηνε πολλές επιλογές. Ή θα επαναπροσδιόριζαν τους στόχους τους και θα οργανώνονταν για να μπορέσουν ν’ αναπτύξουν μια αποτελεσματική προπαγάνδα και κοινωνική παρέμβαση ή θα έφταναν στην πλήρη αποσύνθεση. Δυστυχώς και πάλι τίποτα δεν ξεκαθαρίστηκε και το βήμα προς τις καταλήψεις δεν έδειχνε παρά σπασμωδικότητα. Οι καταλήψεις από την στιγμή που έγιναν σαν έκφραση του «εναλλακτικού» τρόπου ζωής («κίνημα ζωής»), ήταν καταδικασμένες. Η μεταφύτευση των, στο εξωτερικό, αποδεδειγμένα εκτρωματικών μεθόδων «δράσης όχι μόνο δεν επρόκειτο να αποφέρει κάποιο κέρδος αλλά να οδηγήσει και σε πολιτικό αφανισμό (πράγμα που έγινε). Ο μόνος τρόπος για να λειτουργήσουν οι καταλήψεις ήταν να χρησιμοποιηθούν τα σπίτια σαν χώροι συγκρότησης πραγματικού αναρχικού κινήματος και αν αυτό πετύχαινε σαν αναρχικά κέντρα. Τίποτα τέτοιο δεν συνέβη και, αντίθετα, μέσω μιας κακώς εννοούμενης «ελευθεριακότητας» (σαν ανοχή στην κάθε μαλακία και τους φορείς της) οι καταλήψεις αυτο-οδηγήθηκαν στον εκφυλισμό. Η μόνη περίπτωση στην οποία φάνηκαν χρήσιμες ήταν στη σωστή οργάνωση των διαδηλώσεων για την Πολωνία. Το κράτος, πολύ έξυπνα, τις άφησε να αυτομαραθούν και έτσι όταν οι κατασταλτικές δυνάμεις κτύπησαν τον Γενάρη του ‘82, δεν μάζεψαν παρά ένα πτώμα. (Η μόνη κατάληψη που παρέκκλινε από τη λογική του κρετινισμού, αυτή των Πατησίων, δεν πρόλαβε να ζήσει παρά 3 μέρες). Αυτό που είναι σημαντικό να κατανοηθεί είναι ότι η εξουσία δεν επιτέθηκε στις καταλήψεις αλλά σε όλους τους Έλληνες αναρχικούς. Πίστεψε ότι ένα κτύπημα εκείνη τη στιγμή, θα εξαφάνιζε τον αναρχικό χώρο, που αποτελούσε δυνητικό εμπόδιο στην πορεία της προς πλήρη έλεγχο της κοινωνίας και, όπως αποδεικνύεται εκ των υστέρων, δεν έπεσε πολύ έξω. Η συνοχή (6) που επιτεύχθηκε τις επόμενες μέρες από το κλείσιμο των καταλήψεων δεν ήταν παρά συνοχή ανάγκης (για άμυνα) και γι’ αυτό φαινομενική. Έτσι η βδομάδα 12-19 Γενάρη πέρασε με τους αναρχικούς ενωμένους στην άμυνα. Η δράση των Μ.Ε.Α. και το επεισόδιο με τον μπάτσο στο Χημείο απέδειξαν σε ποιο βαθμό είχε αποσυντεθεί ο χώρος για να είναι τόσο ευάλωτος σε χαφιεδισμούς και προβοκαρίσματα. Τελικά, η μόνη ουσιαστική απάντηση στην κρατική έφοδο ήταν η πορεία της 19 Γενάρη. Ήταν μια από τις λιγοστές μέρες που είχε επιτευχθεί αυτο-οργάνωση, με αποτέλεσμα ο καθένας που συμμετείχε, έχοντας για εγγύηση τους συντρόφους του, να είναι σίγουρος για τον εαυτό του. Δεν είναι τυχαίο ότι η αστυνομία εκείνη τη μέρα δεν χτύπησε.
Μετά τις 19 Γενάρη το χρονικό του «χώρου» ή μάλλον του πτώματός του, δεν είναι παρά μια σειρά εκτρωματικών εγχειρημάτων και συνεχούς ήττας (Πειραιάς 13-15 Μάρτη, διαδήλωση για τον Χαίηγκ, για την ηρωίνη κ.λπ.). Το αποτέλεσμα είναι καμπόσοι σύντροφοι και «σύντροφοι» στην φυλακή καθώς και μια πλήρης περιθωριοποίηση. Οι αιτίες πρέπει να αναζητηθούν στον βλακώδη βολονταρισμό ορισμένων «συντρόφων», που με την συνδρομή χούλιγκαν, νομίζουν πως εκπροσωπούν την υπόθεση του «αντιεξουσιαστικού κομμουνισμού» όταν ρυθμίζουν την δράση τους στη βάση του τσαμπουκά με την αστυνομία. Αυτοί οι γνωστοί νεανίες που παίζουν στην πλάτη των υπολοίπων, φταίνε για πολλές από τις κακοδαιμονίες που έχει βιώσει ο «χώρος» τα τελευταία χρόνια κι ακόμα είναι το κύριο εμπόδιο στην προσπάθεια συγκρότησης κινήματος. Σέρνουν από πίσω τους σωρούς πιτσιρικάδων χούλιγκαν που είναι «αναρχικοί» στο ποσοστό που οι οπαδοί της άλλης ομάδας το παίζουν «φασίστες». Έχουν κοινό με τους «ηγετίσκους» μας το σύνδρομο της σπασμένης βιτρίνας. Το χειρότερο απ’ όλα αυτά σ’ αυτά τα. παιδάκια είναι το θράσος τους να θέλουν να εμφανιστούν σαν φορείς «επαναστατικότητας» μέσ’ από κάτι τέτοιες στερούμενες νοήματος πράξεις. Όπως έγινε πασιφανές στην πορεία για τον Χαίηγκ καθώς και σ’ εκείνη της 27 Μάη ‘82 (την οποία οργάνωσαν αναρχικοί, οι ίδιοι ήταν μειοψηφία εκεί μέσα) αυτός ο χαβάς; δεν μπορεί να συνεχιστεί. Στην πρώτη μάλιστα, το μόνο σύνθημα που δεν είχε το ρήμα «γαμάω» ήταν το «Χαίηγκ μας είπες ότι θα μας πάρεις πίπες». Στην δεύτερη, η αναρχική μειοψηφία βιαζόταν πώς και πώς να λήξει η πορεία για να μην εκτίθεται σε κοινή θέα εκείνος ο συρφετός χούλιγκαν και φρικιών που αυνανίζονταν στο όνομα της «αναρχίας». Κι ενώ πιο πολύ από ποτέ αυτός ο «χώρος» χρειαζόταν να οργανωθεί, εμφανίζονται διάφοροι καλοθελητές να κάνουν συναυλία ενάντια στην κρατική καταστολή όπου, εκτός από τα ευτράπελα που διηγηθήκαμε πιο πάνω, μίλησε ένας παπάς κι ένας καθηγητής. Η λογική που πέρασε μέσα από αυτή την εκδήλωση ήταν αυτή του συναγερμού του περιθωρίου. Μπροστά στις μάζες των χούλιγκαν, φρικιών, πανκ, ροκάδων, χαζοχαρούμενων κοριτσιών κ.λπ., οι αναρχικοί ήταν και πάλι ελάχιστοι. Οι επόμενες πορείες στις οποίες συμμετείχαν «αναρχικοί» (Κορυδαλλός, Πολυτεχνείο, για την ηρωίνη κ.α.) δεν είχαν να παρουσιάσουν παρά μερικές εκατοντάδες «οργισμένων» νεολαίων που γίνονταν απολογητές των ναρκωτικών («τα ναρκωτικά, δεν είναι έγκλημα») ή διαδήλωναν την σεξουαλική τους ανεπάρκεια μέσω λέξεων (σε συνθήματα) που υποδηλώνουν την σεξουαλική πράξη σ’ όλες της τις εκδοχές.
Μια άλλη παρουσία των αναρχικών στην πορεία της «Επιτροπής για το στρατό», αν και όχι τόσο αλγεινή, στερούνταν ενθουσιασμού ή και διάθεσης (αυτό είναι κατανοητό στο ποσοστό που το κύριο μέλος της διαδήλωσης εκφραζόταν από συνθήματα του τύπου «δωδεκάμηνη θητεία, συνδικαλισμός»).
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ
Βλέποντας το ιστορικό του αναρχικού «χώρου» από την σκοπιά του συμμετέχοντος, διαπιστώνουμε ότι, πέρα από την έλλειψη εμπειριών και ιστορικής συνείδησης από τη μια και την κρατική καταστολή από την άλλη, πιο μεγάλη ανάγκη γι’ αυτό το χώρο ήταν αυτή της ενιαίας οργάνωσης (κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση είχαν γίνει μα χωρίς επιτυχία). Η έλλειψη αυτής της ενιαίας οργάνωσης είχε σαν αποτέλεσμα την απουσία συλλογικών αποφάσεων (που άλλωστε είναι και οι μόνες αποδεκτές αποφάσεις). Η μη οργάνωση του «χώρου» δημιουργούσε ένα κλίμα προσωπικών ιντριγκών που με την σειρά του στρεφόταν ενάντια στην προσπάθεια για οργάνωση. Μέσα σ’ αυτό το χώρο είδαμε αρκετές φορές να αναπτύσσεται μια μικρο-ιεραρχία και διάφοροι «ηγετίσκοι» που καθένας είχε το κοινό του κι όλοι μαζί διαφωνούσαν ή συμμαχούσαν συμβατικά όταν το κράτος επιτεθόταν σ’ όλους μας.
(Αυτά τα αυτονομοειδή σκουλήκια ήταν και από τους κύριους συντελεστές στη διαδικασία αποδόμησης του χώρου). Η ιεραρχία αυτή που κρύβεται πίσω απ’ το άλλοθι της μη οργάνωσης είναι και η χειρότερη. Όσο κακό έχουν κάνει αυτοί οι «αναρχικοί» «τσαμπουκαλήδες» δημαγωγοί, άλλο τόσο έχουν βλάψει και κείνοι οι «σύντροφοι» που δεν βλέπουν περά από το δάχτυλό τους όταν καταλαβαίνουν τη σύγκρουση με το κράτος και το κεφάλαιο σε μια σπασμένη βιτρίνα ή σ’ ένα εκρηχτικό μπουκαλάκι. Είναι καιρός ν’ απορριφθεί η λογική του περιθωρίου γιατί, σε τελευταία ανάλυση, αυτά που λέμε δεν είναι περιθωριακά αλλά κεντρικά, απευθύνονται σ’ ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.
Πέρα από το ότι είναι φυσική επιθυμία κάθε ανατρεπτικού χώρου να οργανώνει την πρακτική του, πολύ περισσότερο σήμερα η ειδική αναρχική οργάνωση μας παρουσιάζεται σαν αναγκαιότητα. Είναι φανερό πως αν δεν πραγματωθεί σύντομα η δόμηση εκείνου του συλλογικού φορέα, που αφ’ ενός μεν θα διασφαλίζει την ιστορική συνεχεία των δραστηριοτήτων μας και αφ’ ετέρου λαμβάνοντας και υλοποιώντας αποφάσεις θα μας προσφέρει την δυνατότητα δημιουργίας γεγονότων κι επέμβασης στην κοινωνία, οι αναρχικοί, σε λίγο καιρό θα βρίσκονται μόνο στην φαντασία κάποιων πανούργων αρθρογράφων (7). Ήδη πολλοί πρώην σύντροφοι αφού, έχοντας ζήσει το κομφούζιο των τελευταίων χρόνων, απογοητεύτηκαν και ενασχολούνται τώρα είτε με ρεφορμιστικά σχήματα του τύπου «κίνημα» στρατού ή εργατική πληροφόρηση, είτε με την προώθηση των ιδιωτικών τους σχέσεων. Ένα τέτοιο οργανωτικό εγχείρημα είναι φανερό ότι όχι μόνο δεν αφορά αυτό που υπήρξε ο «χώρος» αλλά ακόμα δεν απευθύνεται σ’ εκείνους τους ανθρώπους που επιμένουν να υπολειτουργούν μέσα σ’ αυτό το θλιβερό συλλαλητήριο αλλοπρόσαλλων νεαρών. Σε καμία περίπτωση δεν αναφερόμαστε σε οργάνωση αυτού του «χώρου» απ’ όπου έχουν εκλείψει οι αναρχικοί, αλλά σε οργάνωση των αναρχικών που, αφού διαπίστωσαν μια τέτοια αναγκαιότητα, αποφάσισαν να μην γίνονται πλέον μειοψηφία στις διαδηλώσεις των φρικιών και των χούλιγκαν. Οι συνθήκες μέσα από τις οποίες γεννιέται αυτή η κίνηση είναι ευνοϊκές, όχι γιατί υπάρχει κάποιο κίνημα αλλά επειδή σήμερα πια έχουν καταρριφθεί όλες οι ψευδαισθήσεις και μέσα από τις ζυμώσεις των δύο τελευταίων χρόνων έχουν γίνει σαφείς οι επιλογές του καθένα μας. Τελειώνοντας, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε ότι το οργανωτικό σχήμα για την ύπαρξη του οποίου δραστηριοποιούμαστε δεν θα έπρεπε να αναπαράγει αποτυχημένες δομές του παρελθόντος π.χ. ομοσπονδιοποιημένες ομάδες, δηλαδή ομοσπονδιοποιημένες αποσπασματικές δραστηριότητες, αλλά να επεμβαίνει κεντρικά και συνολικά στην κοινωνία μέσω τομέων κοινωνικής παρέμβασης.
Η ομάδα που υπογράφει αυτή τη μπροσούρα χωρίς να ισχυρίζεται ότι παρουσιάζει μια ολική ανάλυση και κριτική του αναρχικού χώρου στην Ελλάδα, θέλει να πιστεύει ότι συνεισφέρει στην προσπάθεια κατανόησής του καθώς και στην επανατοποθέτηση των στόχων του, όχι πλέον σαν χώρου αλλά σαν αναρχικού κινήματος. Έχοντας σαν βασική μας θέση το ότι δεν μπορείς να μιλήσεις για το σήμερα και το αύριο αν δεν ξεκαθαρίσεις τους λογαριασμούς σου με το χθες, θεωρούμε ότι οι απόψεις που έστω και σπερματικά διατυπώνονται σ’ αυτό το κείμενο είναι χρήσιμες στην διαδικασία της εκ νέου οργάνωσης της πρακτικής των αναρχικών στην Ελλάδα. Η επιτυχία αυτού του στόχου δεν εξαρτάται από την δράση κάποιων ομάδων αλλά από την συλλογική και ενιαία δραστηριότητα των ανθρώπων που έχοντας διαπιστώσει την αναγκαιότητα της συγκρότησης μιας Αναρχικής Συνομοσπονδίας κινούνται ήδη προς αυτή την κατεύθυνση. Σαν κομμάτι αυτής κίνησης υπογραφούμε αυτή την μπροσούρα.
ΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΑΝΑΡΧΙΚΗΣ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ
Αναρχική Ομάδα Πειραιά
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η Ισπανική επανάσταση αποτελεί την τελευταία πράξη του αφανισμού του εργατικού κινήματος σ’ όλη την Ευρώπη. Η Ισπανία σαν καθυστερημένη ζώνη κεφαλαιοποίησης, ζούσε αυτά που η υπόλοιπη Ευρώπη είχε ζήσει τα τελευταία 20 χρόνια.
2. Η ιδεολογία των ναρκωτικών είναι η κατ’ εξοχήν μορφή ιδεολογίας καθώς το ναρκωτικό αποτελεί το κύριο συστατικό στοιχείο κάθε ιδεολογίας.
3. Έτσι όπως την. ορίζει «Ο Κόκορας που λαλεί στο σκοτάδι», τ. 2.
4. Δεν βάζουμε εισαγωγικά γιατί η λέξη στερείται νοήματος.
5. «Φράξια Κόκκινος Στρατός», Εμίλ Μαρενσέν, σ. 79, εκδόσεις Διεθνής Βι-βλιοθήκη.
6. Υπήρχαν βέβαια και οι φολκλορικοί ηλίθιοι που ήθελαν να επιζητήσουμε τη σύγκρουση με την αστυνομία. Είναι καιρός να απορριφθεί κριτικά αυτή η βολονταριστική λογική που ισοδυναμεί με αυτοπροβοκάρισμα (αν υποθέσουμε ότι αυτά τα άτομα αποτελούν μέρος του χώρου).
7. Αυτός ο ισχυρισμός δεν είναι υπερβολικός σήμερα που η ολική εγκαθίδρυση της δικτατορίας του κεφαλαίου επιτρέπει στο κράτος να αφανίζει κάθε αποσπασματική ανατρεπτική ενεργεία και από την άλλη ν’ αφομοιώνει και να χρησιμοποιεί για την ισχυροποίησή του κάθε προσπάθεια μερικής άρνησης».
Η δεύτερη μπροσούρα της Κίνησης αυτής ήταν η ακόλουθη:
«ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ Νο 2
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΜΙΑΣ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ
Όσο είναι σαφές ότι η έννομη τάξη δεν είναι παρά η περιφρούρηση της γενικής αταξίας και αποσύνθεσης που έχει βίαια επιβληθεί πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις παντού μέσα στον κόσμο της μισθωτής σκλαβιάς, άλλο τόσο είναι σαφές ότι ο αναρχισμός, σαν το ιστορικό εγχείρημα της ριζικής ανατροπής όλων των κοινωνικών διαχωρισμών και της πραγμάτωσης της τελικής ενότητας του ανθρωπίνου γένους, είναι η μάννα της τάξης. Εκείνης της τάξης που απορρέοντας μέσα από τις ίδιες τις υλικές προϋποθέσεις της ελεύθερης απόλαυσης της ζωής απ’ όλους τους ανθρώπους μαζί κι από τον καθένα ξεχωριστά δεν είναι μόνο αναγκαία αλλά και επιθυμητή σαν το λίπασμα του διαρκούς εμπλουτισμού της ανθρώπινης χειραφέτησης πάνω στη βάση της συλλογικά οργανωμένης διαχείρισης των μέσων της ζωής.
Δεν σκοπεύουμε να αναφερθούμε διεξοδικά στη σημασία της οργάνωσης σαν αναπόσπαστου στοιχείου της ανθρωπιάς μας ή ακόμα στο γεγονός ότι η πεμπτουσία του αναρχισμού είναι ακριβώς το πρόγραμμα και το αίτημα της πιο πλατειάς και της πιο βαθιάς οργανωτικής συνοχής της ανθρώπινης κοινότητας. Ούτε θα επιμείνουμε στην οφθαλμοφανή αναγκαιότητα της οργάνωσης σαν κινητήριου μοχλού της κοινωνικής επανάστασης.
Είναι αναμφισβήτητο κι’ αυτό, πέρα από μια διαπίστωση του κοινού νου, είναι και μια αλήθεια που την εγγυάται η ιστορία ότι ο μόνος τρόπος να γενικευτεί η αποδιοργάνωση της έννομης τάξης, σαν τάξης του κοινωνικού κατακερματισμού, η αποδιοργάνωση δηλαδή της λειτουργίας εκείνων των ζωτικών χώρων πάνω στους οποίους στηρίζει ο καπιταλισμός τη δυνατότητα παραγωγής και αναπαραγωγής της κυριαρχίας του, είναι ακριβώς η γενίκευση της οργανωμένης απειθαρχίας και η αποδέσμευση της συλλογικής αντίστασης μέσα στους ίδιους αυτούς χώρους. Η οργανωτική συνθήκη πάνω στη βάση της οποίας γίνεται δυνατή η κινητοποίηση ενός συλλογικού ανατρεπτικού φορέα αποτελεί από μόνη της και από τη φύση της μια πρώτη μάξιμουμ νίκη ενάντια στην αθλιότητα του ταξικού πολιτισμού, αφού είναι σε θέση να πραγματώνει άμεσα αυτό που είναι οικουμενικά απαγορευμένο σ’ αυτόν τον πλανήτη: την επαναστατική κοινότητα συλλογικών σχέσεων που χωρίς να αποχωρούν σε τεχνητές κοινοβιακές και περιθωριακές οάσεις ή να συμμετέχουν στο παιχνίδι της πολιτικής αναπαράγοντας το ψέμα της πλαστής συλλογικότητας εγκαθιστώντας άτυπα ή επίσημα την ιεραρχία, σφυρηλατούν τη μόνη δυνατή ανθρωπιά στις μέρες μας, την ανθρωπιά της εξέγερσης.
Είναι αλήθεια ότι μια πλατειά ελευθεριακή οργάνωση, βασισμένη σε αντι-ιεραρχικές δομές και διαδικασίες συναντούσε πάντοτε και σίγουρα θα εξακολουθήσει να συναντάει τεραστία προβλήματα συνέπειας στη λειτουργία της. Είναι όμως εξ’ ίσου αλήθεια ότι αυτή ακριβώς υπήρξε σ’ όλες τις περιόδους της σύγχρονης ιστορίας, από την Πρώτη Διεθνή μέχρι σήμερα και η πρωταρχική οργανωτική επιλογή των αναρχικών απ’ την Αργεντινή ώς την Ισπανία κι από την Βουλγαρία ώς την Κορέα. Το γεγονός αυτό είναι συνυφασμένο με την ίδια τη φύση του αναρχισμού, σαν κινήματος που πηγάζει εντελώς φυσικά κι αυθόρμητα μέσα από τη δράση των εξεγερμένων μαζών, σαν κινήματος που θρέφεται μέσα από την οργανωτική ιδιοφυΐα των απλών ανθρώπων όταν αυτοί αποκτούν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους και επαναφευρίσκουν το συλλογικό όραμα της ανθρωπότητας, το όραμα της ζωής χωρίς εξουσία. Ωστόσο η γενική αυτή οργανωτική κατεύθυνση, που το άλφα και το ωμέγα του σκεπτικού της συνίσταται στην αντίληψη του αναρχισμού σαν κινήματος βάσης σαν κινήματος που ενσαρκώνει μια ιστορική τάση ολόκληρης της κοινωνία, κι όχι σαν πολιτικού και διαχωρισμένου κινήματος που διατυπώνει εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων μια πολιτική ιδεολογία, ακριβώς γι’ αυτό το λόγο αποκτούσε ένα ιδιαίτερο οργανωτικό περιεχόμενο που χωρίς να παρεκκλίνει από τον ελευθεριακό άξονα του προσαρμοζόταν στις ιδιαίτερες κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες που αντιμετώπιζε.
Έτσι σε κάθε εμπειρία κοινωνικού πολέμου, τα αναρχικά κινήματα συγκεκριμενοποιούσαν την επιλογή αλλά και την αρχή της ομοσπονδιακής ελευθεριακής οργάνωσης συνεισφέροντας το καθένα τη δικιά του καινούργια έμπνευση, το δικό του ζωντανό επαναπροσδιορισμό της.
Αν και θα ήταν χρήσιμο κι επιθυμητό να εξετάζαμε την ιστορία της οργανωτικής εξέλιξης των μαζικών αναρχικών κινημάτων, μια ιστορία που κρύβει στα έγκατά της μια πολύτιμη πείρα στρατηγικής του κοινωνικού πολέμου, εν τούτοις, και στο βαθμό που είναι άλλος ο στόχος αυτού του κειμένου, θα περιοριστούμε να επισημάνουμε το γεγονός ότι αν η δικιά μας οργανωτική επιλογή πηγάζει από την παράδοση των μαζικών αναρχικών κινημάτων αυτό δεν συμβαίνει επειδή μας διακατέχει κάποια γλοιώδης και στείρα τάση μιμητισμού αλλά, αντίθετα, επειδή τόσο το ίδιο το οργανωτικό εγχείρημά τους όσο και τα προβλήματα που είναι συνυφασμένα μ’ αυτό εξακολουθούν να παραμένουν σύγχρονα και δεμένα όχι μόνο με τις ανθρώπινες ανάγκες μας αλλά και με τις ανάγκες του πανανθρώπινου αγώνα ενάντια στην κοινωνία των αφεντικών.
Ακριβώς επειδή νοιώθουμε ότι περικλείουν την ολότητα του κοινωνικού μας οράματος, ακριβώς επειδή δώσανε σάρκα και οστά με ανεξίτηλο τρόπο στην ανθρωπιά που εμείς διεκδικούμε τώρα, ακριβώς επειδή οι αγώνες τους εμπεριέχουν μια ενιαία και αμετάβλητη στάση απέναντι στη ζωή, στάση που για μας σήμερα είναι αδύνατη χωρίς την ιστορική αλήθεια της, ακριβώς επειδή αποτέλεσαν την εκδήλωση ενός σχεδίου που μπορούμε να βρούμε και μεις μέσα μας, δεν σκοπεύουμε να παραδοθούμε σε μια χυδαία, εξ’ αποστάσεως ακαδημαϊκή ενασχόληση μ’ αυτά τα κινήματα αλλά να κάνουμε τα πάντα για να ξαναγεννηθεί, όχι η καταψυγμένη εικόνα τους ή όλα εκείνα που πέθαναν οριστικά μαζί τους, αλλά η πραγματική ουσία τους, σε μια κοινωνία εξαθλίωσης που ο εκσυγχρονισμός της δεν αρκεί για να την κάνει άτρωτη στο μόνο σημείο που υπήρξε πάντα η αχίλλειος πτέρνα της: στην ικανότητα των ανθρώπων να οργανώνονται εναντίον της.
Η πρόταση για την σύσταση Αναρχικής Ομοσπονδίας στην Ελλάδα δεν στηρίχτηκε στην από βολονταριστική λογική διαπνεόμενη πρωτοβουλία κάποιας σέχτας, αλλά στην ύπαρξη πολλών συντρόφων σ’ όλη την Ελλάδα που, έχοντας κοινή, αφ’ ενός μεν, τη διαπίστωση της ανικανότητας και αποτυχίας του κατ’ όνομα μόνο αναρχικού χώρου τα τελευταία χρόνια και, αφ’ ετέρου, την επιθυμία να ξεπεράσουμε ολικά την διαιωνιζόμενη αναπαραγωγή του αναρχισμού σαν περιθωριακή ιδεολογία και αντικοινωνική συμπεριφορά (κατάσταση που εκφράζεται και συντηρείται μέσα από τις συφιλιασμένες κρυπτο-ιεραρχικές διαδικασίες και την αλλοπρόσαλλη σύνθεση αυτού του «χώρου»), ενώσαμε τη δράση μας προς τη κατεύθυνση της συγκρότησης αυτού του οργανωτικού σχήματος που έχοντας την δυνατότητα να παίρνει και να υλοποιεί αποφάσεις, θα εξασφαλίσει την ιστορικά συνεχή επέμβαση των αναρχικών στην κοινωνία μέσα από καίριους τομείς κοινωνικής παρέμβασης, με στόχο πάντα την συνολική ανατροπή του ταξικού πολιτισμού και την εγκαθίδρυση της παγκοσμίας ομοσπονδίας των αναρχικών κομμούνων.
Μέσα από επαφές και συνεχή ανταλλαγή απόψεων, οι σύντροφοι που συμμετείχαμε σ’ αυτές τις διαδικασίες, αφού ολοκληρώσαμε την κριτική μας στον «χώρο» προσδιορίσαμε σ’ ένα μεγάλο βαθμό την φυσιογνωμία της οργανωτικής δομής για την οποία παλεύουμε και αποφασίσαμε να λειτουργήσουμε ενοποιημένα σ’ ένα συλλογικό σχήμα που προωθεί την άμεση (1) συγκρότηση Αναρχικής Ομοσπονδίας στην Ελλάδα. Αυτής της οργάνωσης, η ΚΙΝΗΣΗ για τη ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΑΝΑΡΧΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ φιλοδοξεί να αποτελεί το εν είδει πυρήνα-πρόπλασμα.
Η ΚΙΝΗΣΗ - παιδί της επιθυμίας μας για συλλογικές σχέσεις – οριοθετείται σε σχέση με μια μίνιμουμ ταυτότητα θέσεων ως προς την αντίληψή μας για την αναρχική θεωρία και πρακτική και την υφή της ειδικής αναρχικής οργάνωσης σήμερα και όχι σε σχέση με μια μάξιμουμ κοινότητα ανάλυσης. Έτσι η συνοχή της ΚΙΝΗΣΗΣ βρίσκεται στ’ ότι σαν αναρχική (κι όχι, σαν κάτι άλλο) κι έχοντας κατακτημένη την κατάφαση στην θεώρηση κάθε διεκδικητικού και μερικού αγώνα σαν αντικειμενικά ρεφορμιστικού και γι’ αυτό ξένου προς την αναρχική πρακτική, που δεν μπορεί να είναι άλλη από τη συνολική έμπρακτη κριτική του κόσμου του κεφαλαίου, δραστηριοποιούμαστε από κοινού και μέσα από συλλογικές διαδικασίες για την άμεση συγκρότηση μιας ειδικής οργάνωσης των αναρχικών στην Ελλάδα που, λειτουργώντας ενιαία, κεντρικά και μέσω τομέων κοινωνικής παρέμβασης, θα αποτελεί τον οργανωτικό φορέα της επέμβασης των αναρχικών στην κοινωνία. Αυτές είναι οι μίνιμουμ θέσεις της ΚΙΝΗΣΗΣ και απέναντι σ’ αυτές είναι που καλούμε τον καθένα να τοποθετηθεί κι εφόσον συμφωνεί να συμπράξει μαζί μας για την πραγματοποίηση των παραπάνω στόχων. Για να μην υπάρχουν όμως παρεξηγήσεις και ελεύθερες μεταφράσεις των κοινών μας θέσεων θα μιλήσουμε λίγο περισσότερο για την κάθε μια.
Το ότι είμαστε αναρχικοί, εκτός από τις αυτονόητες σημασίες που μεταφέρει, σημαίνει ακόμα ότι δεν έχουμε καμία σχέση μ’ αυτό το «χώρο» που καθημερινά βιάζει τον αναρχισμό στο θυσιαστήριο της ιδεολογίας, της μικροπολιτικής και της θεαματικής αυτοεπιβεβαίωσης του περιθωρίου, σημαίνει ότι μόνο μέσα σε ζωτικούς χώρους της κοινωνίας μπορεί η πρακτική μας να έχει επαναστατική προοπτική κι όχι στο περιθώριό της, δηλαδή εκεί όπου αυτός ο «χώρος» επιμένει να λειτουργεί.
Λέγοντας ότι απορρίπτουμε κάθε μερικό και διεκδικητικό αγώνα σαν αντικειμενικά ρεφορμιστικό και ξένο προς την αναρχική πρακτική εννοούμε:
α) κάθε μερικό αίτημα, οποιαδήποτε μορφή κι αν πάρει, στερείται επαναστατικής δυναμικής.
β) η επαναστατική κραυγή αφομοιώνεται μέσα στον ηχητικό βόρβορο των μερικών διεκδικήσεων ακόμα κι όταν αυτές υποτίθεται ότι συνυπάρχουν με την επαναστατική προοπτική.
γ) μέσα από την παρέμβαση των αναρχικών στους διεκδικητικούς αγώνες (που από την φύση τους αποτελούν την αφορμή και την πρώτη ύλη πάνω στην οποία και αφού εκτραπούν από τον μερικό τους χαρακτήρα κτίζεται το επαναστατικό σχέδιο) και κυρίως σ’ αυτούς όπου η μορφή πάλης έχει ριζοσπαστικοποιηθεί, δεν μπορεί παρά να προτάσσεται η συνολική επαναστατική προοπτική της ανατροπής του κράτους και του κεφαλαίου και μόνο αυτή.
Προτείνοντας τη δημιουργία μιας ειδικής αναρχικής οργάνωσης, δεν έχουμε στο μυαλό μας τα αρτηριοσκληρωτικά παρελθοντικά κατάλοιπα της Γαλλίας ή της Ιταλίας (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποτιμάμε τη δράση αυτών των οργανώσεων σ’ άλλες εποχές) αλλά ένα ζωντανό σχήμα που με ιστορικά συνεχή παρέμβαση σ’ όλους τους ζωτικούς κοινωνικούς τομείς, θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την επανάδυση του επαναστατικού οράματος από το συλλογικό ασυνείδητο των μαζών.
Λέγοντας ότι η Αναρχική Ομοσπονδία θα λειτουργεί ενιαία, κεντρικά και μέσα από τομείς κοινωνικής παρέμβασης, εννοούμε ότι οι αποφάσεις θα παίρνονται και θα υλοποιούνται συλλογικά κι όχι σε επίπεδο ομάδων. Η παρέμβαση δεν θα έχει σαν φορέα την ομάδα αλλά τομείς της Ομοσπονδίας (π.χ. εργαζομένων, φοιτητών, μαθητών) των οποίων οι ενέργειες θα καθορίζονται μη διαχωρισμένα και συλλογικά από όλους τους συντρόφους, ανεξάρτητα από την ιδιότητα του καθένα ως δεσμώτη της ταξικής κοινωνίας. Η επιλογή αυτή δεν συνεπάγεται την περιφρόνηση για τις δραστηριότητες των τοπικών ομάδων αλλά την πεποίθηση ότι, σήμερα που η παγκοσμία ενοποίηση του κεφαλαίου έχει ολοκληρωθεί, δεν επιτρέπεται στους επαναστάτες η πολυτέλεια της ευκαιριακής συνεύρεσης για τον συντονισμό της δράσης ως προς κάποιο άμεσο πρόβλημα κι ενώ οι αποφάσεις έχουν ληφθεί εκ των προτέρων σε κάθε ξεχωριστή γκρούπα, σχήμα με από τη φύση του περιορισμένο στόχο και βεληνεκές (2). Το «οργανωτικό» μοντέλο των ομόσπονδων ομάδων (GRUPI FEDERATI) έχει καταδειχθεί ιστορικά (βλ. G.A.F.) εξ’ αιτίας της έλλειψης οργανωτικού πνεύματος που το διακρίνει, σαν αναποτελεσματικό και κοντόφθαλμο. Η επέμβαση των αναρχικών στην ταξική κοινωνία μπορεί να γίνει μόνο μέσα από εκείνους τους χώρους όπου αυτή αναπαράγει τον εαυτό της. Η παρέμβαση στα οπλοστάσια της ταξικής κυριαρχίας δεν θα είναι πολιτική και διαχωρισμένη αλλά θα προέρχεται μέσα από τα ίδια της τα έγκατα στα οποία έτσι κι αλλιώς βρισκόμαστε σαν δεσμώτες της κι εφ’ όσον πια είναι σαφές ότι αυτή δεν μας επιτρέπει «οάσεις». (Αλήθεια που ο «αναρχικός» χώρος όχι μόνο ποτέ δεν κατανόησε αλλά είχε και την αυθάδεια να αυτοθεωρηθεί ως «όαση εν τη ερήμω» ενώ δεν ήταν παρά αντικατοπτρισμό; Διψασμένων βεδουίνων).
Η ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΑΝΑΡΧΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΑΝ Η ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΧΡΕΩΚΟΠΙΑ ΤΟΥ Ή ΤΟ ΕΦΗΣΥΧΑΣΜΕΝΟ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΑΜΑ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ο αναρχικός χώρος, είτε πρόκειται για το μητροπολιτικό γκέτο των Εξαρχείων, είτε για περιφερειακά γκέτο, βουλιάζει ολοένα περισσότερο μέσα στην τελμάτωση της περιθωριοποίησής του και του εφησυχασμού του και χάνει απέναντι στην κοινωνία του κεφαλαίου ακόμα κι αυτές τις μίνιμουμ δυνατότητες αντίστασης που διαθέτει κάθε κοινωνικός χώρος, όταν τον εξαρθρώνει το κεφαλαίο για να τον σύρει πίσω από το άρμα του. Ο αναρχικός χώρος όχι μόνο δεν είναι μια «απελευθερωμένη ζώνη» ή όαση όπως πολλοί επιμένουν να διακηρύττουν, αλλά βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγχρονης αθλιότητας και φιγουράρει αυτή τη στιγμή ανάμεσα στους πιο διαβρωμένους από το κεφαλαίο κοινωνικούς χώρους, σε μια περίοδο που το τελευταίο στον ελλαδικό χώρο αναδιοργανώνει την «παραγωγή και την κατανάλωση» εμπορευμάτων, διευρύνοντας με πραγματική φαντασία τις αγορές του. Δηλαδή, αφομοιώνοντας και ενοποιώντας με άξονα την αξιοποίηση οτιδήποτε μπορεί να διεγείρει την περιέργεια, οτιδήποτε μπορεί να καλλιεργήσει έντεχνα νέες πλαστές ορέξεις, οτιδήποτε μπορεί να καταναλωθεί εκτονωτικά σαν εξωτικό, «απελευθερωτικό», παράδοξο, γραφικό και απόλυτο, να τροφοδοτήσει μια θεαματική εξέγερση και να γίνει πηγή έμπνευσης αστυνομικών σήριαλ ή αντικείμενο ρεπορτάζ και κατά συνεπεία να δώσει διέξοδο στον κορεσμό του αχόρταγου κεφαλαίου. Η πλατεία Εξαρχείων, π.χ. αποτελεί σε μικρογραφία ένα μοντέλο προς μίμηση της σύγχρονης αχαλίνωτης, αποκτηνωτικής κατανάλωσης, της πραγμάτωσης της κατανάλωση ε που το κεφαλαίο προωθεί προκειμένου να μην διαρραγεί ο φαύλος κύκλος της παραγωγής του. Αυτή η πλατεία μαζί με τα γύρω μπαρ, εδώ και μερικά χρονιά έχει μετατραπεί σ’ ένα σούπερ-μάρκετ όπου ρόλοι, στυλ, είδη ντυσίματος μ’ ένα καθαρά ψεύτικο ανιστορικό και θεαματικό αντίκρισμα, εμποτίζουν τις ήδη υπάρχουσες ανταλλακτικές αξίες μέσα από μια υπεραγορά στο κέντρο της Αθήνας που η βιτρίνα της συγκεντρώνει μια ευρύτατη ποικιλία από αναρχικούς, JUNKIES, εκκεντρικούς διανοούμενους, βουδιστές, χορτοφάγους, μυστικιστές, επαγγελματίες μποέμιδες, ιδεολόγους της στιγμιαίας απόλαυσης, φρηκιά από το μουσείο της ιστορίας των Η.Π.Α, χαφιέδες, νταβατζήδες και DEALERS. Στο βαθμό που το γκέτο των Εξαρχείων ταυτίζεται με τον αναρχικό χώρο και παρουσιάζεται σαν η μητρόπολη του ελληνικού αναρχισμού, τα «Εξάρχεια» αποτελούν επίσημα μια βιτρίνα τεχνητά διατηρημένη από το κράτος, μια βιτρίνα-νυχτοδοχείο όπου ο κάθε διοικητής της ασφάλειας ή ο κάθε δημοσιογράφος μπορεί να αφοδεύει το περιεχόμενο που τον βολεύει, για να μπορεί με τη σειρά του το κράτος να συκοφαντεί τους επαναστάτες και την κοινωνικη επανάσταση. Το γεγονός ότι ο πληθυσμός αυτού του γκέτο είναι στην συντριπτική του πλειοψηφία φοιτητές δηλαδή αποτελείται από τα κατ’ εξοχήν ιδεολογικά όντα, τους εκ πεποιθήσεως καταναλωτές κάθε κουλτούρας, κάθε ιδεολογίας, κάθε μόδας και κάθε εμπορεύματος που πλασάρεται επιδέξια και εκπληρώνει ορισμένες προδιαγραφές ποιότητας, δεν αλλάζει σε τίποτα την ουσία της προαναφερομένης περιγραφής και κριτικής, αλλά αντίθετα την ενισχύει στο βαθμό που ο ελληνικός αναρχικός χώρος δεν φρόντισε ούτε τους λογαριασμούς του με τους φοιτητές να ξεκαθαρίσει, εννοώντας σαν φοιτητές όχι μόνο τα μελλοντικά αφεντικά αλλά κι εκείνα τα άτομα που μια μεταβατική περίοδος τα προφυλάσσει από την ιστορία και τα κάνει επιρρεπή στην κατανάλωση κάθε γλοιώδικης ψευδαίσθησης.
Απευθυνόμενοι σ’ εκείνους τους αναρχικούς που αρέσκονται να βαφτίζουν τους εαυτούς τους περιθωριακούς ή ανέχονται με την σιωπή τους και την μετριοπάθειά τους την ιδεολογία του περιθωρίου, νοιώθοντας ευφυείς και «διαφορετικοί» που κατάφεραν να διαφύγουν από την εσχάτη αλλοτρίωση της ρουτινιάρικης καταναγκαστικής εργασίας στο εργοστάσιο ή στο γραφείο, τους υπενθυμίζουμε ότι τουλάχιστον όσον αφορά τους εαυτούς μας, τους οποίους σε πολλά σημεία αυτής της κριτικής θεωρούμε συνυπεύθυνους, ο αναρχικός χώρος συστάθηκε κάποτε για να πολεμήσει μέχρις εσχάτων και σ’ όλα τα επίπεδα την κοινωνία της μισθωτής εργασίας κι όχι για να αποτελέσει ένα περιθώριο κλεισμένο στον εαυτό του, ένα περιχαρακωμένο χώρο που αυτοαναλώνεται και αυτοαναπαράγεται μαζί μ’ όλες τις αντιφάσεις και την αθλιότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτό που κάποτε ήθελε να είναι ένας χώρος πρωταρχικής συγκρότησης κάποιων ιδεών και κύρια μιας έμπρακτης κριτικής, έχει σήμερα αποικειοποιηθεί και αφομοιωθεί πλήρως από την κοινωνία που θέλησε ν’ αρνηθεί και παραμένει ανοιχτός και προσπελάσιμος μονάχα στην παθητική αναπαραγωγή της βαρβαρότητας του κεφαλαίου. Είναι φυσικό να υφίσταται τις αναπόφευκτες συνέπειες της μη αντίστασής του και του εφησυχασμού του, συνέπειες που είναι κοινές στον καθένα που σήμερα δεν αντιστέκεται στην εκχυδαιοποίηση και στην απάθεια οι οποίες είναι έμφυτες στην κυρίαρχη κοινωνική δομή. Είναι αληθινά παράδοξο και ενδεικτικό της ποιότητας ορισμένων συντρόφων το γεγονός ότι όχι μόνο έχουν πάψει προ πολλού να αντιστέκονται και να διατηρούν μια μάξιμουμ ριζοσπαστική συνέπεια στην ίδια τους την ζωή, αλλά έχουν κυριολεκτικά σταματήσει να δείχνουν σημάδια ανησυχίας και προσαρμοσμένοι στο τοπίο που έχει διαμορφωθεί γύρω τους, δηλαδή στην θλιβερή συνθήκη της περιθωριοποίησής τους που ακολούθησε την ατομική και συλλογική ήττα τους, συμπεριφέρονται σαν να βρίσκονται στο σπίτι τους και τολμάνε ως «αναρχικοί» να εφαρμόζουν ένα σύνθημα που ο χώρος αυτός είχε την ατυχία, την
αφέλεια ή ίσως και το συμφέρον να ρίξει κάποτε δειλά: το σύνθημα «ότι φάμε, ότι πιούμε κι ότι αρπάξει ο κώλος μας». Κάποιοι άλλοι αυτοαποκαλούμενοι αναρχικοί κατά τον πιο αδιάντροπο και απαθή τρόπο τρώνε από τα απομεινάρια αυτού που κάποτε υπήρξε μια ασυνεχής και δειλή παρέμβαση σε κεντρικούς κοινωνικούς χώρους (αναφερόμαστε στα πρώτα χρόνια της εμφάνισης του ελληνικού αναρχικού χώρου) και σήμερα είναι έπειτα από ανομολόγητη συναίνεση κράτους και ελλήνων αναρχικών, θεαματική επαναστατική κουλτούρα και χώρος οπού ακίνδυνα πλανώνται κάποιοι γραφικοί, αξιοπερίεργοι, απροσάρμοστοι τύποι με πλήθος «προσωπικών ψυχολογικών προβλημάτων».
Δεν είναι λίγοι οι αναρχικοί που με την αδιαφορία τους και τις επιλογές τους, μας έχουν αποδείξει ότι είναι απόλυτα βολεμένοι και ικανοποιημένοι μέσα στο επαναστατικό θέαμα που ενορχηστρώνει το κράτος και οι εφημερίδες του, ότι βόσκουν από μπαρ σε μπαρ και διατηρούν μια καθαρά φιλολογική, δημοσιογραφική και λογοτεχνική σχέση με κάποιες ιδέες, ότι είναι συνειδητοί χομπίστες αναρχικοί που αναλώνονται σ’ αυτό το χώρο επειδή δεν έχουν πού αλλού να πάνε κι έχουν σχέση του μονίμου τηλεθεατή απέναντι σ’ ότι σοβαρό, συνεκτικό και οργανωμένο διάφοροι σύντροφοί τους αποπειρώνται να κάνουν. Η αλήθεια είναι ότι γι’ αυτούς η κοινωνική επανάσταση δεν είναι μια υπόθεση άξια να ζήσει ή να πεθάνει κανείς γι’ αυτή, αλλά ένα λογοτεχνικό εμπόρευμα ανάμεσα στα τόσα άλλα, ένα βιβλίο που το
διαβάζουν και το πετάνε για να το ξαναθυμηθούν οπότε η μετριότητά τους τούς εξαναγκάζει να αντλήσουν από κάποιες φράσεις-πυροτεχνήματα επαναστατική- θεαματική υπεραξία για να την επανεπενδύσουν σε γόητρο και υπεροχή μέσα στις συμβατικές, άθλιες ψευτοσυντροφικές σχέσεις τους.
Είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι ότι η θεωρητική και πρακτική ανωριμότητα που μαστίζει τον «αναρχικό» χώρο από τις απαρχές της γέννησής του, δεν θα βάραινε τόσο πολύ αν δεν αντικατόπτριζε κύρια την απέχθεια προς την εθελοντική δέσμευση, προς το βιωμένο επαναστατικό και συντροφικό καθήκον (3) προς την συνειδητή υπευθυνότητα και κατ’ επέκταση προς μια συλλογική μη ιεραρχική οργανωτική δομή. Κάτι τέτοιο, βέβαια, ήταν αδύνατο όταν στον ελληνικό αναρχικό χώρο η αναρχία ταυτίστηκε με χάος, ανευθυνότητα, με μια ελευθερία που στην ουσία ήταν σκλαβιά στο τυχαίο, στο αποσπασματικό, στο ουρανοκατέβατο, δηλαδή ακριβώς σ’ αυτή τη παραμορφωμένη κοινωνικότητα που συνιστά την ουσία κάθε κρατιστικής, ιεραρχικής κοινωνίας και που επιτρέπει σε μια κυρίαρχη κοινωνική σχέση να επιβάλλει το κοινωνικό και ιστορικό της είναι πίσω και πάνω στις πλάτες του ανοργάνωτου «όχλου».
Μονάχα μια μη ιεραρχική οργανωτική δομή που θεμελιώνεται σε κοινές εμπειρίες, σε μια κοινή πρακτική και σε μια συνέπεια, εθελοντική και συνειδητή, ανάμεσα σε συντρόφους, θα έδινε στον αναρχικό σωρό την δυνατότητα να κάνει την νηπιακή του θεωρία και πρακτική σφαιρικές και συνεκτικές και να τις εμπλουτίσει με εμπειρίες άλλων συντρόφων. Μονάχα μέσα από συζητήσεις καθημερινές και πλατιές από τις οποίες πηγάζει μια στάση ζωής και μια πρακτική συνέπεια, είναι δυνατό να απαλλαγούμε από τα ψέματα και τη σύγχυση που ο καθένας κουβαλάει καταναγκαστικά στο κεφάλι του. Το να οργάνωση ο αναρχικός χώρος την έμπρακτη κριτική του και τις σχέσεις ανάμεσα σε άτομα που έχουν σαν κοινό σημείο την αντίστασή τους απέναντι στη σύγχρονη βαρβαρότητα ήταν το μίνιμουμ επαναστατικό καθήκον του.
Γιατί αυτοοργανώνομαι σαν υποκείμενο που επιζήτα να απαλλοτριώσει την ιστορία, στην ουσία σημαίνει ότι έρχομαι άμεσα σε ρήξη με την κυρίαρχη ιεραρχική κοινωνική δομή που απαγορεύει στους ανθρώπους να συνευρίσκονται και να οργανώνουν την ζωή τους. Μονάχα μια εύπλαστη διαρκώς εμπλουτιζόμενη οργανωτική δομή ανάμεσα σε συντρόφους με κοινά προβλήματα, θα έδινε στον αναρχικό χώρο την δυνατότητα ν’ αγκαλιάσει όλους τους κοινωνικούς χώρους και στους αναρχικούς. Θα πρόσφερε τα εχέγγυα να παραμείνουν μέσα σ’ αυτούς ως αναρχικοί, ως επαναστάτες που δεν είναι απλώς οπλισμένοι με την αφηρημένη θέληση να σπείρουν την αποδιοργάνωση, αλλά διαθέτουν και την ολική ψυχική και διανοητική υποδομή για να κατορθώσουν κάτι τέτοιο. Κι αυτή η υποδομή δεν είναι άλλη από συντροφικές επαναστατικές σχέσεις που αρνούμενες διαρκώς στους κόλπους τους τον κόσμο του εμπορεύματος γίνονται το θερμοκήπιο οπού εκκολάπτονται και διατηρούνται ζωντανά τα όνειρα και τα οράματα άλλων, μη ιεραρχικών, μη εκμεταλλευτικών σχέσεων. Απ’ την άλλη μεριά, μονάχα μέσα από ειλικρινή συντροφικό διάλογο, την ελεύθερη ανταλλαγή ιδεών, πληροφοριών και εκτιμήσεων, είναι δυνατόν σήμερα να ξεφύγουμε από τις συνθήκες μιας παραμορφωμένης, εφιαλτικής και ακρωτηριαστικής κοινωνικοποίησης, από τις συνθήκες της απομόνωσης, από τους ψεύτικους διαχωρισμούς και να αποκτήσουμε μια συνολική - θεωρητική και πρακτική - εικόνα αυτού που θέλουμε να καταστρέφουμε και αυτού που υποδειγματικά προτείνουμε για να το αντικαταστήσει. Μια επαναστατική μη ιεραρχική οργάνωση πρέπει να δημιουργεί τις προϋποθέσεις συμμετοχής όλων στις αποφάσεις, τις προϋποθέσεις της ελεύθερης και αυθόρμητης αυτοέκφρασης και των σχέσεων αμοιβαίου εμπλουτισμού, δηλ. τις ανθρώπινες σχέσεις που στερούμαστε σήμερα.
Τέλος, αυτή καθαυτή η παρουσία συντρόφων μαζί με τους οποίους μοιράζεται τις ανασφάλειες και τις αγωνίες του κόσμου της επιβίωσης σε μια προοπτική ξεπεράσματός τους, αποτελεί βασικό παράγοντα εξύψωσης του καταρρακωμένου ηθικού και των ποδοπατημένων βαθύτερων πόθων μας.
Όμως όλες, αυτές οι υλικές προϋποθέσεις που θα κατοχύρωναν την καθημερινή και διαρκή παρουσία των αναρχικών κάτω από όρους που αυτοί θα έθεταν εξέλειψαν τελείως και καμία μέχρι σήμερα ουσιαστική προσπάθεια να δημιουργηθούν δεν έχει γίνει από συντρόφους που διέθεταν τα μέσα για να την υποκινήσουν.
Άλλα για να πιάσουμε τα πράγματα από την αρχή τους και να δούμε συνολικά το προτσέσσο φαντασματοποίησης του ελληνικού χώρου, πέρα απ’ αυτούς που από τα μέσα χρησιμοποίησαν τον χώρο για τα διαχωρισμένα γούστα τους και βίτσια τους χωρίς να δίνουν δεκάρα για μια συνέπεια και κάποιες ιδέες, υπάρχουν και σημαντικά εξωγενή αίτια στην διαδικασία της περιθωριοποίησης του χώρου. Σε συνεργασία με τους δημοσιογράφους λακέδες του, το κράτος φρόντισε προνοητικά να μετατρέψει τον «αναρχικό» χώρο στο φάντασμα που πλανώμενο πάνω απ’ όλη την Αθήνα, θα χρησίμευε σαν το άλλοθι της κρατικής τρομοκρατίας και σαν το όχημα εμπέδωσης της κοινωνικής ειρήνης δηλ. της συσπείρωσης γύρω από το κράτος των τρομοκρατημένων πολιτών. Ο «αναρχικός» χώρος αφέθηκε να συρθεί από το κράτος και τους έμμισθους λακέδες του στο κοινωνικό προσκήνιο, ή μάλλον στη πολιτική σκηνή και να παίξει τον ρόλο του σκοτεινού μαυροντυμένου τρομοκράτη σ’ ένα πολιτικό θέαμα που η κυβέρνηση της Ν.Δ. είχε δανειστεί από την αντίστοιχη Δυτικογερμανική κυβέρνηση και το οποίο στράφηκε τελικά εναντίον της οικειοποιούμενο από το ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Ενώ όμως ο «αναρχικός» χώρος είχε αρχίσει να γίνεται ο μικρός για όλες τις βρώμικες δουλειές της εξουσίας (ναρκωτικά, τρομοκρατία) κι ενώ κανείς θα περίμενε από την πλευρά του χώρου μιαν απάντηση, όχι στο πεδίο που καθόριζε το κράτος, αλλά στο μονό πραγματικό πεδίο, το κοινωνικό, αυτό του ταξικού πολέμου και της αποπεριθωριοποίησης, ο «αναρχικός» σωρός περιθωριοποιήθηκε ακόμα περισσότερο ανεχόμενος και συχνά ενθαρρύνοντας εκείνους που συνειδητά πλέον άρχισαν να προωθούν μια συμπεριφορά και μια ιδεολογία καθαγίασης και ολοκλήρωσης της περιθωριοποίησης. Στο βαθμό που όλη η συλλογική δραστηριότητα των «αναρχικών» απορροφήθηκε από μια απλή παθητική αντίδραση στην κρατική καταστολή και όλες οι δυνάμεις των συντρόφων σπαταλήθηκαν μονάχα στην ανάπτυξη μιας κοντοπρόθεσμης αυτοπροστασίας, άλλες αναγκαιότητες έπεσαν σε δεύτερη μοίρα. Αναφερόμαστε στην αναγκαιότητα π.χ. μακροπρόθεσμης αυτοπροστασίας του αναρχικού χώρου με την οργανωμένη έξοδό του από το τεχνητό περιθώριο, για να εκφράσουν οι αναρχικοί εργαζόμενοι την λαϊκή δυσφορία ριζοσπαστικά πλάι στους εργαζομένους. Σε μια τέτοια περίπτωση ακόμα κι αν οι ιδέες των αναρχικών δεν γίνονταν πλατιά δεκτές, οι αναρχικοί θα μπορούσαν πολύ πιο εύκολα να εξασφαλίσουν την ταξική και λαϊκή αλληλεγγύη, γιατί. οι πράξεις τους και οι ιδέες τους θα ήταν διάφανες, θα είχαν διαδοθεί από τους ίδιους τους αναρχικούς με συνέπεια στους εργαζόμενους και τελικά οι ίδιες οι καθημερινές φυσικές σχέσεις τους με άλλους εργαζόμενους στους τόπους παραγωγής και στις γειτονιές θα καθιστούσαν τους αναρχικούς περισσότερο άτρωτους μπροστά στην συκοφάντησή τους από τους λακέδες του κεφαλαίου.
Η διαρκής ενασχόληση των αναρχικών με τα πρόωρα θύματά τους, με τους αιχμαλώτους του κοινωνικού πολέμου προτού αυτός κηρυχτεί ή τουλάχιστον αναγνωριστεί η αναγκαιότητά του από σημαντική μερίδα του πληθυσμού, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο έδωσε την χαριστική βολή σ’ ένα χώρο που ήδη τρέκλιζε, στο βαθμό που δεν προωθήθηκε παράλληλα μια εκτίμηση των νέων συνθηκών, μια αυτοκριτική κι ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών μ’ ένα παρελθόν το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν είχε νόημα να επαναλαμβάνεται και να βυθίζει στον ύπνο της εφησυχαστικής ιδεολογίας και του γενικευμένου οργανωμένου ψέματος αυτούς που υποτίθεται ότι γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα ότι κάθε στιγμή πρέπει να διεκδικούν και να εφευρίσκουν την ανθρωπιά τους και την απωθημένη ανθρώπινη κοινότητα, αντιστεκόμενοι στη συνολική αποκτήνωση και στην καθολική θεσμοθετημένη απουσία των κοινωνικών σχέσεων.
Οι «αναρχικοί» που αποδέχτηκαν τον ρόλο του τρομοκράτη ή δεν έκαναν αυστηρή κριτική στην τρομοκρατία, πρόσθεσαν στα ήδη υπάρχοντα ψέματα ένα ακόμα. Άνοιξαν δικό τους προσωπικό λογαριασμό με το κράτος. Μπήκαν στην αρένα της πολιτικής και μετέτρεψαν σε πολιτική υπόθεση την κοινωνική επανάσταση που είναι η άρνηση της πολιτικής και κάθε ανάλογης ξεχωριστής δραστηριότητας που εξορίζει τους ανθρώπους σε ανίσχυρους θεατές της και επιβάλλεται έξω και ενάντια στην συλλογικότητα.
Αλλά ο κατακερματισμένος «αναρχικός» χώρος ήταν φυσικό να παράγει φορείς νέων κατακερματισμών, νέων διαχωρισμών, νέων μυστικοποιημένων σχέσεων. Όσο καθυστερούσε η αποδιοργάνωση και αναδιοργάνωση του χώρου σε μια γενική κλίμακα κι όχι μέσα από κλειστές συζητήσεις στο επίπεδο απρόσιτων, μυστικών ομάδων, τόσο ο «αναρχικός» χώρος εγκλωβιζόταν σε συνθήκες που δεν είχε διαλέξει, αλλά βίαια του επιβάλλονταν. Όσο ο χώρος παρέμενε παραλυμένος και ανίκανος να δημιουργήσει γεγονότα τα οποία θα είχαν μια συνέχεια, τόσο διαιωνιζόταν ο φαύλος κύκλος της απλής παθητικής αντίδρασης στο κράτος και οι διαδηλώσεις που γίνονταν για την απελευθέρωση των φυλακισμένων συντρόφων κατέληγαν σε νέες άσκοπες συλλήψεις μέσα στα πλαίσια του τυφλού βολονταρισμού, της απουσίας ενός συντονιστικού συλλογικού φορέα και της απουσίας μιας συνολικής εκτίμησης των συνθηκών με τις οποίες ο χώρος βρισκόταν αντιμέτωπος.
Ο αναρχισμός στην Ελλάδα δεν χρειάζεται ήρωες Ρομπέν των Δασών που για να θρυμματίσουν μια βιτρίνα πορεύονται με το κεφάλι κατεβασμένο, σαν πρόβατα στην σφαγή, παρασέρνοντας σ’ αυτή συντρόφους τους με τους οποίους έχουν μια μόνο σχέση: την ολοκληρωτική απουσία κάθε σχέσης αφού δεν μπαίνουν στον κόπο να συζητήσουν μαζί τους. Αυτό που χρειαζόμαστε (αν τελικά πιστεύουμε ότι το επαναστατικό σχέδιο είναι η λύση όλων των σύγχρονων προβλημάτων, και δεν αποβλέπουμε στην προσωπική μας εκτόνωση ήστην ηρωοποίηση της μιζέριας μας δια μέσου της καταχρηστικής επίκλησης της επανάστασης) είναι συντρόφους έξω από την φυλακή για να δουλέψουν για την δημιουργία εκείνων των συνθηκών που μελλοντικά θα μας δώσουν την δυνατότητα όχι μόνο ν’ αντιστεκόμαστε μ’ επιτυχία στην κρατική καταστολή και να συμπαραστεκόμαστε αποτελεσματικά σ’ όποιον την υφίσταται, αλλά και για να προωθούμε άμεσα και καθημερινά τις ζωτικές προϋποθέσεις επανεμφάνισης του κοινωνικού πολέμου στην ανοιχτή φυλακή που είναι η ταξική κοινωνία.
Όσο διατηρούνται τα γκέτο της αθλιότητας και οι αόρατες, φαντασματικές, περιθωριοποιημένες ομαδούλες, οι αναρχικοί η όσοι αυτοαποκαλούνται «αναρχικοί», ας το πάρουν απόφαση ότι θα γεμίζουν τις φυλακές και θα τροφοδοτούν με λόγο ύπαρξης άλλες θλιβερές μικροομάδες που θα φτιάχνονται πρόχειρα για να τους συμπαρασταθούν ώσπου κι απ’ αυτές κάποιοι να συλληφθούν σε κάποια διαδήλωση προβάτων προς σφαγή και να συνεχιστεί ο φαύλος κύκλος.
Είναι λυπηρό να βλέπει κανείς «συντρόφους» που συνεχίζουν πίσω από την πλάτη άλλων «συντρόφων» τους να επιζητούν άσκοπα κι απερίσκεπτα την σύγκρουση «έτσι για να συγκρουστούμε», λες κι αν ποτέ καταφέρουν κάποιο πλήγμα στην αστυνομία, αυτόματα κάθε άλλη μορφή καταπίεσης και εκμετάλλευσης θα πληγεί το ίδιο. Επί πλέον αντίκειται στις αρχές του αναρχισμού αυτός ο κλεφτοπόλεμος μερικών συμμοριών με την αστυνομία. Κλεφτοπόλεμος που από την φύση του και τις επικρατούσες συνθήκες απουσίας των αναρχικών σε κεντρικούς κοινωνικούς χώρους, θέλει τους εργαζόμενους θεατές μιας ακόμα υπόθεσης που δεν τους αφορά. Οι αναρχικοί πιστεύουν ότι η ανατροπή των συνολικών συνθηκών της σύγχρονης αθλιότητας αποτελεί το μοναδικό αληθινό, κεντρικό και επίκαιρο πρόβλημα της ανθρωπότητας και οποιαδήποτε περιθωριοποιημένη δράση στερεί το επαναστατικό αίτημα από το βεληνεκές του και την ριζική αλήθεια του.
Η παγίδα του υπερακτιβισμού
Μια από τις ιδεολογικές τάσεις που εργάστηκαν μεθοδικά για την μετατροπή του «αναρχικού» χώρου σε φάντασμα, υπήρξαν οι υπερακτιβιστές «αναρχικοί» που έφτασαν στο έσχατο σημείο διανοητικής εξαθλίωσης με το να πιστεύουν ότι όλα τα προβλήματα της αφύπνισης της ιστορικής συνείδησης και της χειραφέτησης του ανθρώπου (τόσο του εαυτού τους όσο και των άλλων) μπορούσαν αυτόματα να λυθούν με μια θαυματουργή μπουκάλα. Θεωρούσαν ότι το έργο τους και οι αναζητήσεις τους έπαιρναν τέλος εκεί και εφησυχασμένοι κλείστηκαν στα γκέτο τους καραδοκώντας κάτι ηλιόλουστες Κυριακές της εξέγερσης για να κατεβούν στους δρόμους και να εκσφενδονίσουν προς τις μάζες των καταπιεσμένων την αλχημική τους θεωρία, μυστικοποιημένη από πράξεις που αναμφισβήτητα απαιτούσαν διασαφήνιση και κλεισμένη μέσα σ’ ένα μπουκάλι. Αληθινά δυσκολεύεται κανείς να ξεκαθαρίσει αν αυτή η θεωρία θα έπρεπε να χαρακτηριστεί τζίνι η νεολενινιστικού τύπου φάρσα.
Αυτοί οι ιδεολόγοι «αναρχικοί» μ' αυτές τις προλεταριακές μάζες δεν είχαν καμία σχέση. Όχι σπάνια αρνούνταν ακόμα και να πληροφορηθούν ή να διερωτηθούν πού και πώς ζούνε και φυσικά τις βίωναν μέσα από την υπερτροφική ψευδή συνείδηση του πολιτικού ακτιβιστή με βάση την κομματική τους ταυτότητα και την κομματική τους προβατοποίηση. Το κοινό σημείο που πρότειναν στους εργαζόμενους, τα κοινά σημεία και οι κοινές εμπειρίες μεταξύ αυτών και των εργαζόμενων, εξαντλούνταν σε ένα μπουκάλι η σε μερικά θρύμματα βιτρινών. Από εκεί και περά επικρατούσε η νύχτα και το σκοτάδι της διανοητικής τους προλεταριοποίησης, γιατί πραγματικά αυτοί οι ιδεολόγοι αναρχικοί αν έχουν κάτι χάσει, αν στερούνται κάποιου πράγματος, αυτό είναι το μυαλό τους, η μίνιμουμ ικανότητά τους να σκέφτονται ριζοσπαστικά. Έχοντας χωροχρονικά διαχωριστεί από τη μάζα των μισθωτών κατάληξαν σε πρωτοφανή υφή ασυναρτησίας και αποβλάκωσης, και βέβαια ελιτισμού και ναρκισσισμού, όταν δημόσια δήλωναν την περιφρόνησή τους προς τους εργαζόμενους τους οποίους δεν θεωρούσαν καταναγκαστικά μισθωτούς αλλά ηλίθιους σκλάβους χωρίς ίχνος ανθρωπιάς δηλαδή συνείδησης. Όταν η μισθωτή εργασία δεν είναι ζήτημα χαζής ή έξυπνης επιλογής αλλά καθαρός εκβιασμός του κεφαλαίου και του κράτους σε όλους αυτούς που δεν έχουν τίποτα άλλο να πουλήσουν, προκειμένου να επιβιώσουν, εκτός από την εργατική τους δύναμη, ο χαρακτηρισμός του εργαζόμενου ως ηλίθιου δείχνει ότι αυτοί οι «αναρχικοί» υπνοβατούσαν μέσα στα μεσάνυχτα της πραγμοποίησης κι ήταν τα τυφλά εκτελεστικά όργανα της κυρίαρχης ιδεολογίας, της κατεψυγμένης ανιστορικής σκέψης. Κι αυτό ισχύει ακόμα και στην περίπτωση που μ’ ένα πιο εκλεπτυσμένο επιχείρημα θα μας έλεγαν ότι το κεφάλαιο έχει αφομοιώσει τους εργαζόμενους, ότι έχει εξαγοράσει τους βαθύτερους πόθους τους με μερικά πλυντήρια και καμπόσες τηλεοράσεις. Όμως αντί για οποιαδήποτε άλλη απάντηση που θα τους φαινόταν πολύ φιλοσοφική και φιλοσοφημένη, τους συστήνουμε απλώς να βγουν για λίγο έξω από την νύχτα που μέσα της ως γνωστό όλες οι αγελάδες έχουν το ίδιο χρώμα, να κυκλοφορήσουν λίγο από εδώ κι από κει, να κερδίσουν την εμπιστοσύνη κάποιων εργαζόμενων και μετά να έρθουν να μας πουν ποιος μέσα στον κόσμο της μισθωτής εργασίας είναι αληθινά και ουσιαστικά ικανοποιημένος και δεν το υποψιάζεται.
Το επιχείρημά τους ότι δεν πρόκειται αυτοί να ξυπνήσουν τις μάζες, αλλά οι μάζες μόνες τους θα βρουν τον δρόμο τους είναι σωστό, αλλά ο εφησυχαστικός τρόπος με τον οποίο το εννοούν είναι απλό προϊόν του γενικότερου εφησυχασμού τους, της τεμπέλικης περιθωριοποίησής τους. Το ότι έχουν αποικιοποιηθεί σε βαθμό παράλυσης από το περιθώριο και κύρια την ιδεολογία του (διάβαζε: άραγμα, αποβλάκωση, απάθεια),διαφαίνεται από το γεγονός ότι το θεωρούν πλέον περιττό να κατανοήσουν την διαλεκτική της καταστροφής αυτής της κοινωνίας και να εκτιμήσουν κάθε στιγμή την πραγματική δυναμική της εξέγερσης. Δυναμική της οποίας ο επαναστάτης αποτελεί οργανικό κομμάτι από ανάγκη και επιθυμία και φροντίζει πάντοτε να την προωθεί με όλα τα μέσα.
Αν αυτοί οι «αναρχικοί» δεν φοβούνταν την μισθωτή εργασία και η ριζοσπαστικότητά τους ήταν μια ουσιαστική ανάγκη τους στους ζωτικούς κοινωνικούς χώρους - κύρια τους παραγωγικούς - όπου αναγκαστικά θα βρίσκονται. όπως κάθε μη προνομιούχος - θα λειτουργούσαν μέσα από τις φυσικές σχέσεις τους και την ποιότητά τους ως ανθρώπων σαν σπίθα σε μια μπαρουταποθήκη δυσαρέσκειας και αντιφάσεων που είναι η καπιταλιστική κοινωνία. Επί πλέον - και για ακόμη μια φορά - τους πληροφορούμε ότι πολύ γρήγορα θα διαπίστωναν ότι δεν υπάρχει εργαζόμενος που να μη μισεί την ηλίθια δουλειά που κάνει κι ότι το πρόβλημα είναι να πειστούν οι εργαζόμενοι να εκφράσουν αυτό που έτσι κι αλλιώς νοιώθουν καθημερινά στο πετσί τους.
Οι υπερακτιβιστές «αναρχικοί» στην εξέλιξή τους απέδειξαν ότι δεν υπάρχει επιλογή στην πράξη που να μην είναι επιλογή του κεφαλαίου, αν εξαιρέσουμε την επιλογή της κοινωνικής επανάστασης και του επαναστατικού κινήματος: οι περισσότεροι απ’ αυτούς όταν ήρθε καταναγκαστικά η ώρα να «επιλέξουν» κι αυτοί με την σειρά τους, «επέλεξαν» εντελώς επιπόλαια και άκριτα έναν ημιπαράνομο τρόπο ζωής για να ικανοποιήσουν τις μίνιμουμ ή μάξιμουμ ανάγκες τους. Όμως αυτή την επιλογή τους που στην καλύτερη περίπτωση εκφράζει την απέχθειά τους προς την εργοστασιακή πειθαρχία ή προς την ρουτίνα του γραφείου, την έχρισαν επαναστατική πράξη και απαλλοτρίωση, τη στιγμή που δεν έκαναν τίποτ’ άλλο από το να ανακατανέμουν προς όφελός τους τον συνολικό κοινωνικό πλούτο αφήνοντας άθικτες τις απάνθρωπες σχέσεις παραγωγής. Οι ακτιβιστές «αναρχικοί» δεν πρόσφεραν τίποτ’ άλλο από περισσότερη δουλειά στις βιομηχανίες τζαμιών και αυτοκίνητων, καταστρέφοντας ή «οικειοποιούμενοι» εμπορεύματα, δηλαδή δημιουργώντας ένα μέρος από τις υλικές προϋποθέσεις για να ξαναρχίσει το κεφάλαιο ένα νέο κύκλο της αποκτηνωτικής παραγωγής του.
Η «έμπρακτη προπαγάνδα» τους όχι μόνο δεν απέφερε καρπούς, όχι μόνο δεν έπεισε κανένα, αλλά και ποτέ δεν κατόρθωσε να είναι αυτό που ήθελε να είναι. Αυτοί που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να εμφυσήσουν με την φαντασία τους την συγκρότησή τους και την ίδια τους την πρακτική το πνεύμα της ριζικής καταστροφής στις αποσπασματικές χειρονομίες άρνησης, στέρησαν την καταστροφή από το πνεύμα, από την σκέψη της, την αλήθεια της, την φαντασία της, την οργάνωσή της. Δυσφήμησαν την κοινωνική επαναστατική θεωρία στην Ελλάδα με παιδαριώδη, εκτονωτικά και ανεύθυνα σπασίματα. Από εδώ και στο εξής οι αναρχικοί εργαζόμενοι όταν εμφανιστούν σε μαζικούς χώρους θα είναι υποχρεωμένοι να διαφοροποιηθούν απ’ αυτούς που δηλώνουν αναρχικοί, για να έχουν την πρακτική του χούλιγκαν, την νοοτροπία του μέλους μιας συμμορίας και την θρασυδειλία αυτού που μόνιμα θα ηττάται από την αστυνομία από την ίδια την φύση της σύγκρουσης που επιζητεί.
Κάθε αναρχικός πρέπει να διαφοροποιηθεί πρέπει να. διαφοροποιηθεί έμπρακτα απ’ αυτούς που αυτοαποκαλούνται «αναρχικοί» και υπερασπίζουν την αποσύνθεση και τη σήψη αυτού του κόσμου εξιδανικεύοντας τους βιαστές, τους ποινικούς, τους τρελούς, τους πρεζάκηδες αντί να προωθούν το συνολικό ξεπέρασμα αυτής της κοινωνίας. Ορισμένοι απ’ αυτούς τους «αναρχικούς» δεν μας θίγουν μόνο ως επαναστάτες, αλλά και ως ανθρώπους Οπωσδήποτε, μας έχουν αποδείξει ότι αποτελούν ένα από τα πιο σάπια και αξιοκαταφρόνητα υποπροϊόντα αυτής της φάσης ανάπτυξης του κεφαλαίου στην Ελλάδα.
Το αναρχοσιτουασιονιστικό κομφούζιο
Με την ενοχή σιωπή έμπειρων συντρόφων, από τα πρώτα χρόνια της συγκρότησής του ο «αναρχικός» χώρος εμπεριείχε σπερματικά την απέχθεια απέναντι σε μια βαθιά και ιστορική κατανόηση και ερμηνεία των συγκεκριμένων συνθηκών της αλλοτρίωσης και της αντίστασης σ’ αυτήν. Πολλοί «αναρχικοί» θεωρούσαν την δυνατότητα να εκπονηθεί μια στρατηγική αντίστασης και αποδιοργάνωσης των κεντρικών κοινωνικών χωρών ως μαρξιστικό-λενινιστικό μίασμα του αναρχισμού. Κι αυτό φαίνεται παράδοξο, γιατί με μια πρώτη ματιά γίνεται σαφές ότι ο «αναρχικός» χώρος εκφυλίστηκε σε συνονθύλευμα από λενινιστικά γκρουπούσκουλα και από μια ιστορική πρακτική και κριτική συγκράτησε μόνο τα συμπεράσματά της, κάποια αφηρημένα ριζοσπαστικά συμπεράσματα μιας παρελθούσας ιστορικής εμπειρίας και θεωρίας.
Δεν ήταν λίγοι οι «αναρχικοί» που αρκούντο να επαναλαμβάνουν μηχανικά με θρησκευτική ευλάβεια αυτές τις αφηρημένες διαπιστώσεις, που αντέγραψαν από το παρελθόν ή το εξωτερικό. Αποκομμένοι από την συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα, βιάζονταν μηχανικά, καιροσκοπικά και ετσιθελικά να εφαρμόσουν τα αφαιρετικά εγκεφαλικά ομοιώματά τους στην δοσμένη ιστορική στιγμή χωρίς να μπουν στον κόπο να τα συζητήσουν, να τα δοκιμάσουν στην πράξη, να καταδείξουν παντού τα συγκεκριμένα αίτια που οδήγησαν αυτούς ή άλλους σε μια επαναστατική κοσμοθεώρηση και στάση ζωής. Αυτοί οι ιδεολόγοι αναρχικοί, διαλέγοντας να επεμβαίνουν κάτι Κυριακές της εξέγερσης έπειτα από μακριά βδομαδιάτικη σιωπή και απραξία, δεν άργησαν να πειστούν ότι ήταν ένα επαναστατικό ιερατείο αμόλυντων τελειωμένων και αλάθητων «επαναστατών». Περίμεναν έτοιμα, ουρανοκατέβατα γεγονότα για να διοχετεύσουν σ’ αυτά την «πολύτιμη», εκ των προτέρων κατακτημένη, επαναστατική τους συνείδηση και συνεπώς να τα κρίνουν αφ’ υψηλού και άμεσα ή έμμεσα να τα καταπνίξουν στο βαθμό που συνειδητά η ασυνείδητα προσωποποιούσαν την πεφωτισμένη λενινιστική συνείδηση και συμπεριφορά σ’ όλο της το μεγαλείο.
Απ’ αυτήν την άποψη, η δυσπιστία που προκαλούσαν στους συντρόφους τους ήταν απόλυτα δικαιολογημένη και η παρουσία τους αναγκαστικά ήταν εκβιαστική και υπονομευτική. Λειτουργούσαν πάντα διαχωρισμένα, ελιτίστικα, εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν οπότε γούσταραν και καλλιεργούσαν για τον εαυτό τους μια μυστηριώδη και εκκεντρική εικόνα. Ποτέ δεν συμμετείχαν σ’ ότι έγινε ισότιμα και ποτέ δεν δέχτηκαν να μοιραστούν με τους άλλους τα καθήκοντα της στιγμής. Προτιμούσαν αντί για διαφανείς, ειλικρινείς σχέσεις να κρατήσουν για τον εαυτό τους το ρόλο των ανθρώπων που δρουν στα παρασκήνια. Οι μόνιμες καχυποψίες τους και ο δυσκοίλιος τρόπος με τον οποίο αποδέχονταν τους συντρόφους τους, η σκόπιμη απροσιτότητά τους και το θέαμα του σκληροπυρηνικού επαναστάτη που πουλούσαν, μας έχουν πείσει ότι αυτοί οι «αναρχικοί» δεν υπήρξαν επαναστάτες που ένοιωθαν να
διακυβεύεται η ανθρώπινη υπόστασή τους καθημερινά, αλλά μάλλον κάποιοι που έχουν συνδυάσει τα συμφέροντα της επιβίωσής τους στον κόσμο της αθλιότητας μ’ ένα χώρο.
Για να γίνει σαφής η αδυναμία του «αναρχικού» χώρου αρκεί να αναφέρουμε ότι από τις απαρχές της γέννησής του δέσποζε στους κόλπους του ένα αναρχοσιτουασιονίστικο συνονθύλευμα από μπαγιάτικες γενικολογίες και βαρύγδουπες κοινοτυπίες με μπόλικη σάλτσα αντεργκράουντ κουλτούρας. Αυτή η τελευταία προέρχεται από μια χώρα που συνέχεια τελειοποιεί την επιστήμη του ψέματος και την εκλαϊκεύει, γιατί πουθενά αλλού η αλήθεια δεν είνε τόσο άμεσα επαναστατική και πουθενά αλλού δεν έχει πιο έντεχνα παραποιηθεί και ευνουχιστεί.Αυτή η κουλτούρα εμφανίστηκε σαν το προϊόν της σήψης του καπιταλισμού, για να ερωτοτροπήσει μ’ αυτή και να βρει στον καθένα ένα νέο εναλλακτικό τρόπο να συνυπάρξει μαζί της. Είναι σήμερα επίσημα το όχημα του εκσυγχρονισμού του κεφαλαίου και γεννήθηκε μέσα στη διαδικασία της κατακυρίευσης όλων των όψεων της κοινωνικής ζωής από το εμπόρευμα, όχι φυσικά για να τ’ αρνηθεί, αλλά για να παρατείνει τον επιθανάτιο ρόγχο του ανακατεύοντας για ακόμα μια φορά την μαγική χύτρα με τα ψέματα. Υπηρετεί σήμερα απροκάλυπτα το παγκόσμιο κεφάλαιο σαν το εναλλακτικό εμπόρευμα και ταυτόχρονα, στο μέτρο που έχει γίνει αυτόνομη πηγή νέας αξιοποίησης, σαν το εμπόρευμα της εναλλαγής και του εναλλακτικού τρόπου ζωής. Η αντεργκράουντ κουλτούρα εμφύσησε στον καπιταλισμό το ανάλαφρο πνεύμα που ο τελευταίος είχε χασέι, τρομοκρατημένος μπροστά στο αδιέξοδό του. Η στρατιωτικοποίηση και το ανάλαφρο πνεύμα του χιπισμού, των παιδιών των λουλουδιών, είναι δυο όψεις του ίδιου φαινομένου: τα λουλούδια στόλιζαν τις κάνες τη στιγμή που αυτές έπρεπε να φυτρώνουν σαν μανιτάρια προκείμενου να συνεχίσει το κεφάλαιο την βλαβερή παραγωγή άχρηστων, καταστροφικών εμπορευμάτων και τα κοινόβια έδειχναν τον δρόμο προς την ειρηνική λύση του σοσιαλισμού σε μερικά εκτάρια γης την στιγμή που οι συνθήκες της επιβίωσης γίνονταν ανυπόφορες όσο ποτέ άλλοτε.
Μάλιστα κύριοι, η «ουτοπία» βρίσκεται εγκατεστημένη λίγο πιο μακριά από ένα πυρηνικό εργοστάσιο και κανείς δεν ενοχλείται ούτε την ενοχλεί στην μακάρια συνδιαχείριση της αθλιότητάς της, στην ελεύθερη και ίση συμμετοχή όλων στην ψευδαίσθηση της κοινότητάς της. Μέσα στους αεροστεγείς θαλάμους των κοινοβίων η δυστυχία, η γελοιότητα, η κάθε φαντασίωση είναι ελεύθερες να νομιμοποιηθούν και να γίνουν αποδεκτές ακριβώς με την «αθώα» μορφή που γεννιούνται μέσα στην περιχαρακωμένη ψευδή συνείδηση του καθένα. Εδώ κάθε καρικατούρα του νου, κάθε εξατομικευμένη ψευδαίσθηση, κάθε φάρσα που στήνει στους ανθρώπους η αλλοτριωμένη ιστορία μπορούν να βρουν την νόμιμη παρηγοριά τους και να καθαγιαστούν μέσα στα πλαίσια της αυτονομίας του κοινοβίου από τον κόσμο, της στείρωσής του από τα μικρόβια των απ’ έξω και τελικά της αυτονομίας του κοινοβίου από τον ίδιο του τον «εαυτό» που είναι ό,τι πιο ψεύτικο μπορούν να μοιραστούν μερικοί άνθρωποι:την επιβίωσή τους και την φτώχεια των βιωμάτων τους.
Αυτή η κουλτούρα της σήψης έχει καταφέρει μέσα στο παγκόσμιο κίνημα της νεολαίας να παίξει σήμερα ένα εκτονωτικό ρόλο αντάξιο μ’ αυτό των Κομμουνιστικών κομμάτων. Στην ουσία κατάφερε να εξοντώσει την επαναστατική θεωρία μέσα από την αφθονία των απομιμήσεών της. Η κατανάλωση του εναλλακτικού εμπορεύματος και του εμπορεύματος «εναλλακτικός τρόπος ζωής», οδηγεί στην καθαγιασμένη αποβλάκωση, στο άραγμα, στην συνειδητή ολοκληρωτική έξοδο από την ιστορία, στην απάθεια, σ’ ένα αυτονομημένο χωροχρόνο που προσδιορίζεται από την ασυνείδητη, αέναη και ομοιόμορφη κατανάλωση εμπορευμάτων (π.χ. της μουσικής) και κύρια στα ναρκωτικά δηλαδή στη βιολογική και διανοητική απονέκρωση του σκλάβου (όπως π.χ. στις Η.Π.Α, όπου στην δεκαετία του '60 δεν θα ήταν δυνατός ο ομαλός εκσυγχρονισμός του κεφαλαίου και των αξιών ζωής που προϋπόθετε χωρίς την πολύτιμη αρωγή της αντεργκράουντ κουλτούρας που σαν ψεύτικη εναλλαγή αξίων στις αξίες του κεφαλαίου κουβάλησε νερό στο βρώμικο μύλο της συνολικής αποκτήνωσης της καπιταλιστικής μητρόπολης).
Ο θεωρητικός και πρακτικός εφησυχασμός του «αναρχικού» χώρου και η τυφλή αναπαραγωγή του αναρχοσιτουασιονίστικου κομφούζιου διαφαίνεται πολύ καλά στο γεγονός ότι στην Ελλάδα οι «αναρχικοί» έχουν κατά καιρούς κάνει διαφορές παρατηρήσεις πάνω στον καπιταλισμό γενικά, στο κομμουνιστικό κόμμα γενικά, στο προλεταριάτο γενικά, αλλά δεν υπάρχει ούτε ένα κείμενο από τον «αναρχικό» χώρο για τον Ελληνικό καπιταλισμό, το Ελληνικό προλεταριάτο, το Ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα. Κι αυτό γιατί μέσα στον «αναρχικό» χώρο είχε καλλιεργηθεί η αντίληψη (πρωτογόνου λενινισμού) ότι επεμβαίνουμε γενικά κι αόριστα στην ιστορία και μάλιστα αφ’ υψηλού ή με πραξικοπηματικό τρόπο και γράφουμε «στ’ αρχίδια μα;» τον συγκεκριμένο κοινωνικό χώρο και την ιστορία του. Όμως η φαινομενική και πλαστογραφημένη ιστορία του κεφαλαίου στην Ελλάδα είναι ταυτόχρονα η ιστορία της συγκεκριμένης ιστορικής άρνησής του και της αντίστασής του στην αλλοτρίωση κι ότι έχει διασωθεί απ’ αυτή στις συνειδήσεις μετά την δράση της σταλινικής και αστικής αστυνομίας: Ο.Π.ΛΑ. κ.λ.π. Έτσι η περιθωριοποίηση του «αναρχικού» χώρου δεν εκφράστηκε μόνο κοινωνικά, αλλά και ιστορικά στο βαθμό που οι «αναρχικοί» - με ελάχιστες εξαιρέσεις - δεν φρόντισαν ούτε την ιστορική μνήμη του Ελληνικού επαναστατικού κινήματος να οικειοποιηθούν. Κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία αν σκεφτεί κανείς την αμνησία που δια της βίας επέβαλλε το κράτος και η αστυνομία του Κ.Κ.Ε. Μια τέτοια
συνολική γνώση θα έλυνε τις απορίες πολλών συντρόφων που εφησυχαστικά και αγνοώντας την ειδική καταστολή που έχει εξασκηθεί στην Ελλάδα, σπεύδουν να ταυτίσουν την έλλειψη εμπιστοσύνης των ηττημένων εργαζομένων στους εαυτούς τους με τη «χυδαία αλλοτρίωσή τους», την «αποικιοποίησή τους από το ψέμα», με συνειδητή προσχώρησή τους στο στρατόπεδο του κεφαλαίου,
Το ελιτίστικο, στρυφνό και πομπώδες, καθαρό πνεύμα του σιτουασιονισμού, αυτή η διαχωρισμένη αναβίωση της θεωρίας από κάποιους καλλιτέχνες, που θέλησαν να είναι κάτι παραπάνω από καλλιτέχνες και που «ένιψαν τας χείρας τους» προτού τις βρομίσουν μ’ ακάθαρτη ύλη, έχει γίνει στην Ελλάδα το άλλοθι της «εκλεκτικής αποχής» από την άμεση και καθημερινή προώθηση των συνθηκών της ανατροπής. Αυτό ισχύει κατά κραυγαλέο τρόπο στην περίπτωση εκείνων των «αναρχικών» που βελάζουν κούφιες βανεγκεμικές φράσεις για να μπορούν έτσι να βρίσκονται στις παρυφές του επαναστατικού κινήματος και να παίρνουν μια μυρωδιά, μόνο απ’ αυτά που μαγειρεύονται.
Η πρακτική τους φτώχεια είναι αντίστροφα ανάλογη του βερμπαλιστικού βιασμού που ασκούν και των σεξουαλικών τους πειραματισμών (λένε ότι εξορύσσουν από το κρέας πνεύμα αλλά μάλλον το πνεύμα τους είναι μπαγιάτικο κρέας). Πράγμα που τους κάνει να κατακρατούν μόνο μια μυρωδιά απ’ αυτά που μαγειρεύονται, μια μυρωδιά που αυτοί την κρίνουν με βάση μια λεπτή, ανεπαίσθητη χροιά δημιουργικού, ποιητικού αρώματος και σαν ειδικοί της διαχωρισμένης απόλαυσης την αναλύουν με κριτήριο τον βαθμό στον οποίο απελευθερώνει ή «διευρύνει» το κορμί τους, τις ορμές τους και γενικά τις οπές τους. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Βανεγκεμικός οίστρος αποτελεί πραγματική όαση μέσα στη σύγχρονη ποιητική και φιλολογική ξηρασία κι αποδεικνύει για ακόμα μια φορά ότι η μπουρζουαζία από τότε που στρογγυλοκάθισε στην εξουσία (και σήμερα η διευθύνουσα γραφειοκρατία) δανείζεται μόνιμα στοιχεία από την κοσμοθεώρηση των επαναστατών όταν αναζητά «ζωντανά όνειρα ανθρώπων». Ενώ, όταν οι λογοτέχνες της θέλουν να εμπνευστούν κι αναζητάνε μια περιπέτεια για να την κάνουν έπος, ζητώντας να προσφέρουν κάποιο δυνατότερο ποτό από τα συνηθισμένα, κατεβαίνουν χαμηλά, εκεί που ξεσπάει ο κοινωνικός πόλεμος. Είναι φυσικό τα αφεντικά να έχουν ανεπανόρθωτα φθαρεί στο βαθμό που δεν έχουν τίποτ' άλλο να κατακτήσουν ενώ διαισθάνονται ότι οποιαδήποτε νέα ουσιαστική κατάκτηση περνάει μέσα από την κατάκτησή τους. Απ’ την άλλη, δεν είναι παράδοξο που οι λογοτέχνες τους χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για την περιπετειώδη εποχή των αριστοκρατών τυχοδιωκτών, των υπερτροφικών παθών τους και των ιδανικών τους και συγκινούνται νοερά με το μπαρούτι που μύριζε ο αέρας εκείνης της ταραγμένης εποχής που χάθηκε για πάντα για ν’ αφήσει στη θέση της κάποια «ψυχρά, ορθολογιστικα τέρατα» που από τα έργα του Σαντ εμπνεύστηκαν πληκτικά κλαμπς σαδιστών «μολύνοντας κάθε ανθρώπινη αξία με κάποια αντίστοιχη εμπορευματική αξία». Αν όμως οι σιτουασιονιστές ήθελαν να είναι το παγκόσμιο χεγκελιανό δικαστήριο που θα συνεδρίαζε κατόπιν εορτής για να κρίνει την ιστορία, ο Βανεγκέμ, πιο υλιστής και λιγότερο διαλεκτικός, διάλεξε να καθίσει ανακούρκουδα κάτω από το έδρανο του δικαστή και να παίξει με την ιστορία - συντάσσοντας μάλιστα κι ένα κατάλογο απολαύσεων που ανακάλυψε στα νοερά του ταξίδια μέσα στην ιστορία. Και βέβαιαα η επιτυχία είναι πάντα ένα μεγάλο μυστικό: ο μέτριος λογοτέχνης Βανεγκέμ ανέρχεται μέσα στην υπερσυνωστισμένη λογοτεχνική γαλλική σκηνή και γίνεται ξακουστός ως λογοτέχνης μιας εξέγερσης την οποία όχι μόνο δεν μυρίστηκε, αλλά και παραλίγο να μην προλάβει, αφού ως γνωστόν έφτασε σ’ αυτήν καθυστερημένα από τις προγραμματισμένες ειδυλλιακές διακοπές του στην Νότια Γαλλία.
Αυτοί που φοβήθηκαν ή στάθηκαν ανίκανοι να αντικρίσουν κατάματα τον κόσμο της αναγκαιότητας και να μεθοδεύσουν στα έγκατά του την καταστροφή του, όχι μόνο τον κουβαλάνε μέσα τους γαντζωμένοι από τα εκλεκτότερα, επιχρυσωμένα ψέματά του, αλλά νοιώθουν μόνιμα την ανάγκη (συνέπεια κάποιας ατομικής ήττας που πάνε να την ξορκίσουν με την ιστορία ή την ψυχανάλυση) να είναι χαμένοι μέσα στους βάλτους της εξατομίκευσής τους. Κακέκτυπα των ρομαντικών ποιητών, αν και περισσότερο νευρωτικοί και ανυπόμονοι απ’ αυτούς, γιατί οι καιροί πια δεν σηκώνουν αναβολή, λατρεύουν τα ομιχλώδη τοπία μέσα από τα οποία μπορούν να παίζουν κρυφτό, με την αφηρημένη χεγγελιανή ιστορία. Η φρίκη αυτής της ιστορίας όπως και του μαρξιστικού παιδιού της, του οικονομικού ντετερμινισμού, είναι αφόρητη γιατί αληθινά της λείπει η πίστη στην ύπαρξη μιας βαθιάς ανάγκης του ανθρώπου να εξεγερθεί και να γράψει την ιστορία, όταν η εμπιστοσύνη του στον εαυτό του συμπίπτει με τη κρίση της εμπιστοσύνης του στον κόσμο της αθλιότητας.
Αν θέλουμε τις συντεταγμένες των εξεγερμένων ανθρώπων, αυτές δεν θα τις βρούμε ποτέ στο δέλεαρ των απολαύσεων ούτε στο προλεταριάτο σαν τον εκτελεστή της θανατικής καταδίκης που απήγγειλε το δικαστήριο της ιστορίας, αλλά στη δυνατότητα του ατόμου ν’ αποκτήσει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, να ελαφρύνει τον νου του και την κρίση του απ’ όλα τα βαριά εξουσιαστικά είδωλα με τα οποία έχει φορτωθεί και να συντρίψει έναν κόσμο από τον οποίο δεν έχει να περιμένει τίποτα, για να πάρει στα χεριά του την τύχη ενός αλλού κόσμου που θα ξέρει και θα έχει αποφασίσει ότι του κάνει.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΑΣΠΟΛΟΓΟΥΣ
Η εχθρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται Η ΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΑΝΑΡΧΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ από τότε που έδωσε το στίγμα της, εκτός του ότι είναι πρωτοφανής, όχι μόνο δεν θυμίζει «ιπποτική άμιλλα"» (όπως είχαν το θράσος κάποιοι να προτείνουν) αλλά μας υποχρεώνει να αμφισβητήσουμε το ηθικό ποιον αυτών των ανθρώπων που, διαλέγοντας τέτοιες μορφές αντιπαράθεσης προσβάλλουν, όχι μόνο κάθε αναρχικό αλλά και το ανθρώπινο γένος γενικότερα. Η λασπολογία, η πεμπτοφαλλαγγίτικη διασπορά τερατολογιών, η ασφαλίτικη καχυποψία και οι υποβολιμαίες και κακοήθεις προσωπικές επιθέσεις ενάντια σε συντρόφους, είναι οι μορφές μέσα απ’ τις οποίες αυτή η εχθρότητα εκφράστηκε. Ενώ για πολλούς αυτή η εχθρότητα ίσως να φαίνεται περίεργη, ειδικά σε περίπτωση που κατευθύνεται ενάντια στη πρώτη σοβαρή προσπάθεια οργάνωσης των αναρχικών, για μας είναι κατανοητή στο βαθμό που τα άτομα που την παράγουν και την ενορχηστρώνουν θεωρούν ταυτισμένες και άρρηκτα συνυφασμένες τις προσωπικές τους μικροαστικές ιεραρχικές φιλοδοξίες και την μίζερη ύπαρξή τους γενικότερα με την διαιωνιζόμενη χρεοκοπία του «αναρχικού» χώρου. Αυτοί οι μικροφεουδάρχες, πνευματικό άρωμα ενός χώρου απ’ όπου έχει εκλείψει το πνεύμα, έχουν κάθε λόγο να αντιδρούν έτσι, τώρα που οι ακόλουθοι (4) τους εγκαταλείπουν έχοντας πλέον κατανοήσει ότι η κυριαρχία των μικροφεουδαρχών κτιζόταν πάντα πάνω στο άλλοθι της απουσίας οργάνωσης. Είναι φανερό πια ότι αυτοί οι ντιλετάντηδες όχι μόνο δεν επιθυμούσαν την εγκαθίδρυση συλλογικών σχέσεων και διαδικασιών αλλά αποτελούσαν τον κύριο ανασχετικό παράγοντα προς αυτή τη κατεύθυνση. Είναι φυσικό λοιπόν, αυτά τα άτομα να προσπαθούν να διαφυλάξουν με νύχια και με δόντια την άτυπη εξουσία τους που είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την επιβίωση εκείνου του «αναρχικού» χώρου απ’ όπου έχουν εκλείψει οι αναρχικοί. Όμως κι επειδή ο καπετάνιος βουλιάζει πάντα μαζί με το καράβι, θα πρέπει να το εμπεδώσουν ότι, όσο κι αν το αποτολμήσουν να συκοφαντήσουν και να σαμποτάρουν την κίνηση για την δημιουργία οργανωμένων συλλογικών σχέσεων μεταξύ συντρόφων, εκείνοι δεν έχουν μέλλον, η φιλολογικο-«επαναστατική» τους μπογιά δεν περνάει πια ούτε στις χαζογκόμενες των μπαρ. Τελειώνοντας την αναφορά στους εξ αντικειμένου πεμπτοφαλλαγγίτες πράκτορες του κράτους, τους προειδοποιούμε ότι από δω και μπρος για κάθε καινούργιο κρούσμα λασπολογίας θα λαμβάνουν την κατάλληλη απάντηση.
Η ΚΙΝΗΣΗ ΠΑ ΤΗΝ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΑΝΑΡΧΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ προχώρησε στη δημοσίευση αυτής της μπροσούρας αφ’ ενός μεν για να κάνει σαφείς και απροσπέλαστες από την διάθλαση κακοηθών πρισμάτων τις θέσεις μας και αφ’ ετέρου για να δημοσιοποίηση (5) την αμετάκλητη απόφασή μας να μην έχουμε πλέον καμία σχέση μ’ αυτό το σύνολο αλλοτριωμένων σχέσεων που συνιστά σήμερα τον «χώρο». Επιθυμούμε να έρθουμε σε επαφή μ’ όποιον σύντροφο, που έχοντας και κάνει τις ίδιες διαπιστώσεις και συμφωνήσει με τις μίνιμουμ θέσεις μας, θελήσει συμμετέχοντας στις συλλογικές διαδικασίες για την συγκρότηση αναρχικής ομοσπονδίας στην Ελλάδα να συνδιαμορφώσει παραπέρα το περιεχόμενό της.
Δεν πιστεύουμε ότι οι καιροί επιτρέπουν την πολυτέλεια της αναποφασιστικότητας και την ουδέτερη στάση του παρατηρητή. Αυτοί που έχουν την διάθεση να προωθήσουν τις συνθήκες της κοινωνικής ανατροπής ήδη έχουν προχωρήσει σε μια πρακτική που εμπνέεται από την καταστροφή του κόσμου της μισθωτής εργασίας θα πρέπει να ενώσουν την τροχιά τους με τη δική μας για να μπορέσουμε να μεθοδεύσουμε την πάλη μας προς την κατεύθυνση της έκρηξης του κοινωνικού πολέμου σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη αυτής της κοινωνίας.
Απαντώντας σε εκείνους που συνεχίζουν να κρατούν απέναντι μας στάση θεατή, με το πρόσχημα ότι η οργάνωση έπεται της πρακτικής και ότι η οργάνωση αποτελεί το επιστέγασμα μιας προϋπάρχουσας πρακτικής, πιστεύουμε ότι η ίδια η οργάνωση των επαναστατών αντανακλά, αφ’ ενός, την ανάγκη της μεθόδευσης και της διαπλάτυνσης της αντίστασής τους στη σύγχρονη αθλιότητα και, αφ’ ετέρου, την άμεση καθημερινή διατύπωση και προώθηση του αιτήματος της απελευθέρωσης του ανθρώπου από τα δεσμά της μισθωτής σκλαβιάς και του κόσμου της. Θεωρούμε αυτονόητη και αναγκαία την τοποθέτηση του καθένα απέναντι σ’ αυτό το «χώρο» που βιάζει καθημερινά την συλλογικότητα και τις εκρηκτικές δυνατότητες που αυτή εμπεριέχει, όχι τόσο για λόγους δεοντολογίας όσο γιατί είμαστε απόλυτα πεπεισμένοι ότι η τύχη κάθε συλλογικής πρακτικής είναι άμεσα συνυφασμένη με την επιτυχία αυτού του οργανωτικού φορέα που, έχοντας τη δυνατότητα να επιβάλλει τους όρους του στο παρόν θα καταστήσει ολοένα και πιο προσιτή την επανεμφάνιση του επαναστατικού σχεδίου. Είναι σαφές ότι αναγκαία συνθήκη για κάτι τέτοιο είναι το οριστικό ξεπέρασμα και η κριτική αυτού του «χώρου» που εκτόνωσε και φαλκίδεψε τις ιστορικές δυνατότητες αυτού του σχεδίου.
ΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΑΝΑΡΧΙΚΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ
ΙΟΥΝΗΣ 1983.
1. Όσο είναι σαφές για μας το ότι η συγκρότηση αυτού του οργανωτικού φορέα δεν μπορεί να είναι εκβιαστική άλλο τόσο την υπόθεση αυτή δεν τη θεωρούμε ζήτημα φιλολογικό ούτε την παραπέμπουμε στο μακρινό μέλλον.
2. Σκόπιμο είναι να επισημανθεί το φαινόμενο των κατά φαντασία μόνο ομάδων που στερούμενες, αφ’ ενός μεν, μίνιμουμ θεωρητικής κοινότητας και, αφ’ ετέρου, πραγματικής πρακτικής (υποκατάστατο της οποίας ήταν π.χ. η αφισοκόλληση ή η συμμετοχή σε μια πορεία) υποτίθεται ότι λειτουργούσαν (ή λειτουργούν) στα πλαίσια του «αναρχικού χώρου».
3. Και προς αποφυγήν κάθε παρεξήγησης, οι οργανωμένες συλλογικές σχέσεις ανατροπής σαν μια βαθιά ανθρωπινή ανάγκη αλλά κύρια επιθυμία, δεν οδηγούν σε καμιά περίπτωση στην ιεραρχία ή στην «κομματικοποίηση» όπως αρέσκονται και βελάζουν κάποιοι ηλίθιοι νεοσύλλεκτοι της ιδεολογίας του αναρχισμού, των οποίων τον μόνιμο πανικό απέναντι στην οργάνωση θεωρούμε σαν ανάξιο οποιουδήποτε σχολίου, αλλά αντίθετα είναι απαραίτητες για να προφυλαχθούμε από ανεπανόρθωτη μόλυνση που καραδοκεί στον κόσμο της εξουσίας και που οδηγεί σε μια στάση αποποίησης κάθε σοβαρού εγχειρήματος να ασκηθεί έλεγχος πάνω στη ζωή μας, παίζοντας αντικειμενικά τον ρόλο του Δούρειου ίππου του Κράτους μέσα στον «αναρχικό» χώρο. Άλλωστε, οι μόνοι που ωφελούνται από την ταύτιση της αυτοοργάνωσης σε μόνιμη βάση με την «κομματικοποίηση» είναι αυτοί που χρειάζονται σαν απαραίτητη συνθήκη της μέτριας επιβίωσής τους και της επιβίωσης της γενικευμένης μετριότητας κάποιες εφησυχαστικές, αλλοπρόσαλλες και κατακερματισμένες συνθήκες που τους δίνουν εν λευκώ το δικαίωμα να επιβάλλουν στους άλλους την αθλιότητα, τους εκκεντρισμούς και τους ευτελείς προβληματισμούς που πηγάζουν κατευθείαν από την απομόνωσή τους ή την υπερβολική συναναστροφή τους με κατοικίδια ζώα (τρωκτικά, γκόμενες κ.λπ.)
4. Χωρίς να θέλουμε να θίξουμε τον οποιοδήποτε, επιθυμούμε να τονίσουμε ότι σ’ αυτό το χώρο αποτελούσε κυρίαρχη συνθήκη το ότι στο βαθμό που δεν ήσουν μικροφεουδάρχης ήσουν ακόλουθος.
5. Η δημοσιοποίηση της εξόδου μας απ’ αυτό τον αποτελματωμένο και αποτελματοποιό χώρο, με τον οποίο τώρα ερχόμαστε σε ρήξη, εν είναι παρά τυπική. Στην ουσία τον έχουμε ξεπεράσει συλλήβδην απ’ την στιγμή που αρχίσαμε πραγματικά να κινούμαστε για την συγκρότηση αναρχικής οργάνωσης, δηλαδή κάτι που αυτός ο χώρος ποτέ δεν θα μπορούσε να έχει κάνει παρά σε φιλολογικό επίπεδο».