Προλογικό σημείωμα στο νέο βιβλίο του συντρόφου Δημήτρη Τρωαδίτη “απόπειρες αναρχικής οργάνωσης στην δεκαετία του 1980 στον ελλαδικό χώρο.“…

Με την νέα αυτή εργασία ο σύντροφος Δημήτρης Τρωαδίτης, φέρνει στην επιφάνεια άγνωστα και παραμελημένα ντοκουμέντα της ιστορικής διαδρομής του εγχώριου αναρχικού κινήματος, αναψηλαφώντας κινήσεις, διεργασίες και ζυμώσεις στις απαρχές της σύγχρονης εμφάνισής του την δεκαετία του ‘80. Μέσα σ’ αυτά αποκαλύπτονται ορισμένες πρώτες οργανωτικές προσπάθειες καθώς και κείμενα ομάδων που επιχείρησαν να αντιπαρατεθούν με κατεστημένες παθογένειες και να διανοίξουν δρόμους κινηματικής συγκρότησης, περιδιαβαίνοντας τα δαιδαλώδη μονοπάτια της αναρχικής οργάνωσης.

Όπως μαρτυρούν τα ίδια τα ντοκουμέντα, οι οργανωτικές αυτές αξιώσεις μόνο εύκολες δεν ήταν. Είχαν να αναμετρηθούν τόσο με τις αντιοργανωτικές τάσεις, όσο και με ιδιομορφίες του ελλαδικού αναρχισμού, που έβλεπαν την ενασχόληση με την οργάνωση ως μια «κουραστική» και «χρονοβόρα» διαδικασία που αν μη τι άλλο θα ξεβόλευε από τις ριζωμένες αφορμαλιστικές συνήθειες. Η οργάνωση αναγνωριζόταν ως «εχθρός» μιας μποέμικης, εναλλακτικής αντίληψης του αγώνα που αδιαφορούσε για το πολιτικό αποτέλεσμα και απαξίωνε την σημασία της ανάπτυξης λαϊκών ερεισμάτων για την οικοδόμηση της επαναστατικής προοπτικής, βλέποντας την σχέση με τα κινήματα πιο πολύ ως απόρροια μιας ατομικιστικής βλέψης βίωσης ενός τάχα αντισυμβατικού βίου, συνυφασμένου είτε με μουσικές μόδες και πολιτισμικές αντικουλτούρες, είτε μέσα από έναν στείρο και εν πολλοίς απολίτικο «αντιμπατσισμό». Άραγε, πόσο πολύ διαφέρει εκείνη η περίοδος από την σημερινή;

Είναι αλήθεια ότι η οργανωτική προοπτική των αναρχικών δυνάμεων στον ελλαδικό χώρο έχει περάσει από χίλια κύματα και η μελέτη της διαδρομής της, αποτελεί ένα αναγκαίο πεδίο για την άντληση καίριων συμπερασμάτων στο σήμερα. Γιατί, φαίνεται τελικά, ότι αντί να προχωρήσουμε προς τα μπροστά, μέσα από διαλεκτικά άλματα και πολιτικές αναβαθμίσεις, έχουμε οδεύσει αρκετά βήματα πίσω. Παρά τις προσπάθειες του παρελθόντος, παρά την ύπαρξη σοβαρών κριτικών θέσεων κατά του οργανωτικού κατακερματισμού, της υπεραυτονόμησης των ομάδων και των ευκαιριακών μεταξύ τους συνεργασιών, τα πράγματα όχι μόνο δεν άλλαξαν, αλλά, αντίθετα, τα προβλήματα παγιώθηκαν. Και μάλιστα παγιώθηκαν σε βαθμό που η προβληματική σύσταση του πολιτικού μας χώρου να γίνεται αντιληπτή ως μια φυσιολογική έκφραση «πλουραλισμού» και «πολυμορφίας» ανάμεσα σε μεγάλα τμήματα συντρόφων/ισσών, ενώ η δράση μέσα σε αυτόν, να εφορμάται περισσότερο με όρους «lifestyle» και ως μια πρόκληση του ατόμου να διάγει μια σύντομη, νεανική περιπετειώδη περιπλάνηση.

Υπό αυτή την διαστρεβλωμένη θέαση της ύπαρξης, της δράσης και του ιστορικού ρόλου του αναρχικού κινήματος, οι ομάδες ως αυτόνομοι οργανισμοί αποσυνδεδεμένοι μεταξύ τους ή συνεργαζόμενοι ευκαιριακά, η απουσία συνεκτικής οργάνωσης των αναρχικών δυνάμεων καθώς και οι αντικρουόμενες, εκφυλιστικές και αντιαναρχικές στον πυρήνα τους θεωρήσεις που έχουν εισβάλει στην αναρχική σκέψη απ’ τα έξω, αποτιμώνται ως το απαύγασμα μιας δήθεν ελευθεριακότητας που απεχθάνεται τις δομές και ως μια συνθήκη τάχα προϊόν της αναρχικής θεώρησης, η οποία ταυτίζεται πιο πολύ με το χάος των πρωτόγονων κοινωνιών. Μια ταύτιση που είθισται να εκφέρεται με έναν τρόπο παραπλήσιο, με αυτόν που οι εχθροί του αναρχισμού από όλο το φάσμα των εξουσιαστικών ιδεολογιών τον κατηγορούν είτε για «αφέλεια» ή πίστη σε μια προπολιτισμική φυσική οργάνωση της κοινωνίας.

Στον αντίποδα όλων αυτών των παρανοήσεων, στέκεται το καυτό ιστορικό διακύβευμα της εποχής, που άπτεται της διερεύνησης εκείνων των τρόπων που θα συμβάλλουν στην απεμπλοκή του αναρχισμού από τις συστηματικές διαστρεβλώσεις, που όχι μόνο επιτίθενται στον πυρήνα της επαναστατικής κοσμοθεωρίας του και τους προταγματικούς του σκοπούς για μια άλλη κοινωνία, αλλά και στην ίδια την αιματοβαμμένη του ιστορία, ως εμπροσθοφυλακής της κοινωνικής και ταξικής πάλης για την επαναστατική ανατροπή. Τόσο η αναρχική κοσμοθεωρία, όσο και η επαναστατική διαδρομή του αναρχικού κινήματος, στο διάβα της οποίας η οργάνωση ταυτίστηκε με την επαναστατική δράση και τα μεγάλα αναρχικά κινήματα, που ποτέ δεν θα είχαν γεννηθεί χωρίς την ύπαρξη μαζικών αναρχικών οργανώσεων, αποδεικνύουν με σαφήνεια ότι η πολιτική στράτευση στις γραμμές του αναρχισμού συνεπιφέρει ευθύνες και ταυτίζεται με την ανάγκη για οργάνωση.

Η οργάνωση για τους αναρχικούς είναι έννοια συνυφασμένη με τους κοινωνικούς δεσμούς και η αναρχική θεώρηση έχει υποστηρίξει με συνέπεια ότι η κοινωνία δεν είναι ούτε μια χαλαρή σχέση μεταξύ των ατόμων ούτε απλώς το άθροισμα των ατόμων, όπως αντιδιασταλτικά υποστηρίζει η φιλελεύθερη παράδοση. Ο άνθρωπος, όντας φύσει κοινωνικό ον δεν θα μπορούσε να επιβιώσει, πόσο μάλλον να φτάσει στην ευημερία έξω από την κοινωνία, και μόνο μέσα σε αυτήν μπορεί να πραγματώσει την ελευθερία του και να αναπτύξει την ατομικότητά του. Το ερώτημα είναι, ποια είναι αυτή η κοινωνία στην οποία η ελευθερία όλων συνεπάγεται την ελευθερία του καθενός και πώς η ισότητα μέσα σε μια κοινωνία διασφαλίζεται αρμονικά, με τρόπο που η ανάπτυξή της κοινωνίας είναι ταυτόχρονα και ανάπτυξη για όλα τα μέλη της;

Η κοσμοθεωρία και το σύστημα οργάνωσης του αναρχισμού δεν μπορούν να συλληφθούν ξεκομμένα από την κοινωνία. Είναι απότοκα κοινωνικών διεργασιών και πιο συγκεκριμένα, καρποί της σοσιαλιστικής σκέψης του 19ου αιώνα και του εργατικού κινήματος. Η συμβατότητα του αναρχισμού με την οργάνωση τεκμαίρεται απ’ τον κοινωνικό του χαρακτήρα και είναι εσωτερικά συνδεδεμένη με τρόπο αξεδιάλυτο. Η έννοια του αναρχισμού ισοδυναμεί με την έννοια της οργάνωσης και, μάλιστα, οργάνωσης ανώτερου επιπέδου και όχι μοριακών μορφών οργάνωσης μικρών και αυτονομημένων κοινοτήτων. Η κοινωνία για την οποία αγωνιζόμαστε δεν ενσαρκώνεται σε αυτονομημένες μεταξύ τους κοινότητες αποκομμένες η μία από την άλλη ούτε ο αναρχισμός εκφράζει προβιομηχανικές κοινωνίες, όπως κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του, από την πλευρά του εξουσιαστικού σοσιαλισμού. Αναγνωρίζουμε ότι καμία οικονομική και κοινωνική οργάνωση δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει κατά τέτοιον τρόπο στις εποχές που διανύουμε και στις μαζικές βιομηχανικές κοινωνίες. Κατά συνέπεια, ούτε η οργάνωσή μας στο τώρα ούτε το επαναστατικό μας πρόγραμμα, δεν μπορεί να αντανακλά ένα μοντέλο προπολιτισμικής κοινωνίας αποσυνδεδεμένων κοινοτήτων.

Ο τρόπος που οργανωνόμαστε στο τώρα, είναι μικρογραφικό προεικόνισμα των μελλοντικών μορφών κοινωνικής οργάνωσης που προτείνουμε. Η οργάνωσή μας σήμερα θα πρέπει να συμβαδίζει και να έρχεται σε συμφωνία με το κοινωνικό μοντέλο οργάνωσης το οποίο προτείνουμε. Αν η στρατηγική μας και ο οραματικός μας ορίζοντας αποβλέπουν στην οικοδόμηση μιας ελευθεριακής φεντεραλιστικής κοινωνίας, τότε φεντεραλιστική οφείλει να είναι και η οργάνωσή μας στο τώρα. Αν στοχεύουμε σε μια κοινωνία ίσων, τότε ισότιμη θα πρέπει να είναι και η οργάνωσή μας στο τώρα. Αν παλεύουμε για την ελευθερία, δεν ξεχνάμε στιγμή τα λόγια του Μπακούνιν, ότι η ελευθερία γεννιέται μόνο μέσα από την ελευθερία. Αλλά κι αν θέλουμε την οργάνωση μιας αναρχικής κοινωνίας σε μια μεγάλη οικουμενική επικράτεια, τότε και η οργάνωσή μας στο τώρα, δεν μπορεί να παραπέμπει σε μικρής εμβέλειας «μικροκοινωνίες». Οφείλει να είναι μαζική, ομόσπονδη, ενιαία και να χαρακτηρίζεται από τα γνωρίσματα τα οποία προκρίνουμε για την κοινωνική οργάνωση που αγωνιζόμαστε να επικρατήσει.

Στο πλαίσιο της εν εξελίξει πολιτικής και ταξικής πάλης, η οργάνωση είναι η αναγκαία συνένωση των αγωνιστών/τριών, τόσο στις ειδικές αναρχικές οργανώσεις όσο και στις κοινωνικές/ταξικές οργανώσεις. Μέσα σ’ αυτές προετοιμάζεται η αυριανή κοινωνία και μέσα από αυτές, διεξάγεται ο αγώνας που οδηγεί σε αυτήν. Η απουσία τέτοιων οργανώσεων όχι μόνο δεν συνιστά κάποια πεμπτουσία της ελευθεριακής σκέψης, αντίθετα στέκεται ανταγωνιστικά στα διδάγματά της και ενσαρκώνει τους παράγοντες της στρατηγικής της ήττας. Για τους επαναστάτες αναρχικούς, το ζήτημα της οργάνωσης υπήρξε πάντοτε πρωταρχικό και θεμελιακό ζήτημα. Υπαρξιακό διακύβευμα για την νίκη του αγώνα αλλά και για τους ίδιους τους όρους διεξαγωγής του. Η επαναστατική ιστορία του αναρχισμού καταμαρτυρά, ότι χωρίς την ύπαρξη της σταθερής και στρατηγικής δράσης της οργάνωσής του, ως επαναστατικής εμπροσθοφυλακής στην κοινωνική και ταξική πάλη, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε αποτελεσματική διείσδυση των αναρχικών ιδεών στην καρδιά του λαού και της εργατικής τάξης, ούτε μια συστηματική επεξεργασία των επαναστατικών προταγμάτων, με τρόπο που να μετασχηματίσει τις αναρχικές προτάσεις από ένα σύνολο γενικών οραμάτων σε μια συγκεκριμένη αντιπρόταση ικανή να πείσει για τον ρεαλισμό τους.

Ανάμεσα στην εποχή που αναδεικνύει το πόνημα του συντρόφου Τρωαδίτη και την σημερινή μεσολάβησαν κορυφαίες ευκαιρίες για την πρωταγωνιστική ανάδειξη του αναρχισμού στην ταξική και κοινωνική πάλη, που όμως πέρασαν αναξιοποίητες, ακριβώς εξαιτίας της απουσίας τέτοιων οργανώσεων. Οι ανεπάρκειες ως προς την μορφή (οργάνωση) και ως προς το περιεχόμενο (θέσεις, προτάσεις και στρατηγική) υποβίβασαν τις αναρχικές δυνάμεις σε ρόλο πολιτικού ακολούθου των εξελίξεων, ως μια ουρά είτε της σοσιαλδημοκρατικής, είτε της κομμουνιστικής αριστεράς. Ως κατακερματισμένες δυνάμεις διαμαρτυρίας που τρέχουν πίσω απ’ τα γεγονότα, χωρίς την δυνατότητα να τα καθορίσουν και προβάλλοντας μεγάλη αδυναμία ή ακόμη και ολοφάνερη αδιαφορία για να επηρεάσουν τις πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες, στα μάτια των οποίων το πολιτικό σύστημα απονομιμοποιήθηκε και οι συστημικές δυνάμεις απαξιώθηκαν εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που είδαν την ζωή τους να καταστρέφεται, δεν συνάντησαν μια επαναστατική αντιπρόταση που να μπορεί να τους εμπνεύσει προς μια άλλη οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και γι’ αυτό το ιστορικό κενό, έχουμε όλοι τις ευθύνες μας.

Τα όρια του αφορμαλισμού, του «εξεγερσιασμού» και της δράσης χωρίς δομή και πρόγραμμα, αποκρυσταλλώθηκαν σε όλο τους το εύρος μετά την εξέγερση του 2008, την εκδήλωση της ελληνικής έκφρασης της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης υπό την μορφή της κρίσης χρέους λίγο αργότερα και την πρώτη φάση της αδίστακτης μνημονιακής ληστείας του εργαζόμενου λαού, που διαδραματίστηκε κατά την διετία 2010-12 και συνεχίζεται με αμείωτη ένταση μέχρι και σήμερα. Όλα αυτά τα χρόνια ο εγχώριος αναρχισμός περιορίστηκε στην έκφραση μιας υγιούς αλλά και ορισμένες φορές, αποπολιτικοποιημένης «εξεγερτικότητας» που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τις λαϊκές ανάγκες, πολλώ δε μάλλον να παραθέσει επεξεργασμένη, σύγχρονη και κοινωνικά γειώσιμη πρόταση και να ζωντανέψει στην καρδιά των εκμεταλλευόμενων και των καταπιεσμένων ανθρώπων την ελπίδα για μια κοινωνική αλλαγή, για μια Κοινωνική Επανάσταση. Δεν μπόρεσε να υπερβεί τη δράση του ως ένα κίνημα διαμαρτυρίας και οργής, ανυψώνοντας το θεωρητικό, οργανωτικό και πρακτικό του επίπεδο στο ύψος της αναγκαιότητας των εποχών, οικοδομώντας επαναστατική στρατηγική και βάζοντας έτσι τα θεμέλια για την ανάπτυξη ενός επαναστατικού κινήματος ανατροπής του καπιταλισμού και του κράτους.

Σημείο τομής για την εξέλιξη του εγχώριου αναρχισμού και το πλήρες ξεσκέπασμα των εσωτερικών του αντιφάσεων και αδυναμιών, υπήρξε, το δίχως άλλο, η άνοδος της σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης στο τιμόνι της πολιτικής εξουσίας το 2015. Η περίοδος αυτή αποτέλεσε σημείο καμπής καθώς συνοδεύτηκε από εκτεταμένη κινηματική συρρίκνωση, ραγδαία ενσωμάτωση δυνάμεων, οξυμένες ενδοκινηματικές ρήξεις και επισφράγισμα ανεπίλυτων εσωτερικών ιδεολογικοπολιτικών ανταγωνισμών. Πολλοί, μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο απογοητεύτηκαν και αδρανοποιήθηκαν, άλλοι αφομοιώθηκαν σε ενδοσυστημικές λύσεις αναζήτησης ενός καπιταλισμού με «ανθρώπινο πρόσωπο» και ενός «λιγότερου κακού κυβερνητισμού», ενώ δεν ήταν λίγοι αυτοί που προσχώρησαν στις αποτυχημένες προτάσεις του μαρξισμού-λενινισμού. Επιβεβαιώθηκε ότι στην πολιτική, όπως και στην φύση, κενά δεν υπάρχουν. Αν δεν υπάρχει επαναστατική αντιπρόταση η κεφαλαιοποίηση των αγώνων δεν θα αργήσει, με τον ίδιο τρόπο που η απουσία οργάνωσης αλλά και στιβαρής ιδεολογικής συγκρότησης, πάντα ανοίγει τον δρόμο στον συμβιβασμό, την συνθηκολόγηση και τέλος, στην αντεπαναστατική αναθεώρηση αρχών και σκοπών.

Η αποστασιοποίηση απ’ τις καταστατικές διακηρύξεις του αναρχισμού, η ώσμωση με εξωγενείς θεωρίες, είτε απ’ το μαρξιστικό είτε απ’ το φιλελεύθερο φάσμα, η απομάκρυνση από τις ιστορικές αναρχικές κοινωνικές προτάσεις με την ταυτόχρονη υιοθέτηση εναλλακτικών προτάσεων «νησίδων ελευθερίας» ή βίωσης τάχα «αντισυμβατικών δρόμων» με το κράτος, το κεφάλαιο και την αστική πολιτική στο απυρόβλητο, οδήγησαν ακριβώς στην κινηματική κατάσταση, που μέχρι σήμερα παλεύουμε για να ξορκίσουμε, να αντιπαλέψουμε και να υπερβούμε. Δεν λησμονούμε ότι αυτή η διαδικασία θα είναι μακρά, θα είναι ρηξιακή και προϋποθέτει την ανάληψη πολλαπλών καθηκόντων. Μέσα σ’ αυτά τα καθήκοντα, αντιλαμβανόμαστε τον αγώνα για την ανάπτυξη ενός νέου κινηματικού πόλου, διακριτού απ’ τις μαρξιστικές προσμίξεις και τις μεταμοντέρνες αντιαναρχικές τάσεις, ο οποίος, μέσα στην πορεία διαμόρφωσής του, θα συγκεράσει διαλεκτικά την θεωρητική εργασία με την πρακτική πάλη, την επεξεργασία αναλύσεων, θέσεων και προτάσεων με την εφαρμογή μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής για τον αναρχικό πολιτικό αγώνα και παράλληλα, μέσα στο εργατικό-κοινωνικό κίνημα.

Αξιολογώντας τις δυσλειτουργίες και τις παθογένειες της υφιστάμενης κατάστασης, ως Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού παλεύουμε για την διαμόρφωση εκείνων των προϋποθέσεων που θα επιτρέψουν την εκ νέου προβολή της ιστορικής αναγκαιότητας της οργάνωσης των αναρχικών το επόμενο διάστημα και την προώθηση μιας βαθιάς, ολόπλευρης, επαναστατικής κινηματικής αναβάθμισης των αναρχικών δυνάμεων. Από την μια, σχεδιάζουμε την δημιουργία μιας Αναρχικής Οργάνωσης Δυτικών Προαστίων ως μετεξέλιξη του υπάρχοντος πολιτικού μας πυρήνα, που καλύπτει μονάχα έναν μικρό Δήμο των δυτικών συνοικιών και ταυτόχρονα προτάσσουμε την ιδέα μιας γενικής αναρχικής οργάνωσης πανελλαδικού χαρακτήρα. Χωρίς ποτέ να αφήνουμε για αύριο τις άμεσες αγωνιστικές αναγκαιότητες του τώρα, μέσα απ’ τις οποίες θα γεννηθούν και οι προοπτικές για εκείνο το ιστορικό άλμα, που θα αφήσει πίσω τον υπάρχοντα «χώρο», μεταβαίνοντας διαλεκτικά σε ένα μαζικό, οργανωμένο, με πλατιά επιρροή αναρχικό κίνημα.

Οι θέσεις μας προέρχονται απ’ τα έγκατα της αναρχικής σκέψης και κατευθύνονται προς την ανανέωσή της, για το πέρασμα απ’ τον κλασικό στον νεότερο αναρχισμό, χωρίς διαστρεβλώσεις του ιδεολογικού πυρήνα της αναρχικής κοσμοθεωρίας και χωρίς αντεπαναστατικές αναθεωρήσεις. Οι θέσεις μας πηγάζουν απ’ την μπακουνική διάκριση της δράσης των αναρχικών στις πολιτικές οργανώσεις και την ταυτόχρονη παρέμβασή τους στις εργατικές και κοινωνικές οργανώσεις (οργανωτικός δυισμός). Απηχούν τα συμπεράσματα της Dielo Truda για την ήττα των αναρχικών στην Ρωσία του 1917 και εμπνέονται απ’ το οργανωτικό ρεύμα του πλατφορμισμού, συνεκτιμώντας και τις ενστάσεις του Μαλατέστα. Αφουγκράζονται τα αναρχοσυνδικαλιστικά επιχειρήματα για τον ρόλο των συνδικάτων, μελετώντας συνάμα τους παράγοντες της ήττας στα μαυροκόκκινα χρόνια στην Ισπανία και την αδυναμία της FAI να λειτουργήσει ως διακριτή ειδική αναρχική οργάνωση σε σύμπνοια με την CNT. Είναι ταυτόχρονα ανοιχτές στην λήψη θετικών σημείων από πιο πρόσφατες μορφές αναρχικής οργάνωσης (π.χ. εσπεσιφισμός) και αξιολογούν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα όλων των μορφών αναρχικής οργάνωσης του παρελθόντος και του σήμερα, προσβλέποντας εμπροσθοβαρώς στην υιοθέτηση εκείνου του μοντέλου, που στη βάση της ιδεολογικής και τακτικής ενότητας, θα ενσαρκώσει μια σύγχρονη αναρχική οργάνωση.

Έχοντας υπόψιν αυτές μας τις επεξεργασίες και αξιώσεις, κόντρα στον καθιερωμένο αφορμαλισμό και τις πολιτικές ανεπάρκειες που χρόνια τώρα εμποδίζουν το ιστορικό, ρηξιακό και επαναστατικό άλμα από «χώρο» σε «κίνημα», εκτιμάμε ότι ο σύντροφος Τρωαδίτης μας έκανε την τιμή να εκδώσουμε από κοινού και να προλογίσουμε το νέο του βιβλίο. Θα ήταν αδύνατον να μην αποδεχτούμε με μεγάλη χαρά αυτή την πρόσκληση. Εργασίες σαν αυτή του συντρόφου Τρωαδίτη, με την παράθεση και προβολή των ντοκουμέντων που φέρνει στο φως για την ιστορία του κινήματός μας και τις οργανωτικές διεργασίες του παρελθόντος, είναι ιδιαίτερα προωθητικές τόσο ως γνώση όσο και ως εργαλείο άντλησης διδαγμάτων για το σήμερα, στην πορεία αναζήτησης και οικοδόμησης μιας νέας οργανωτικής και κινηματικής προοπτικής.

Η γνώση και η κριτική αποτίμηση της ιστορικής εμπειρίας αποτελούν απαραίτητα στοιχεία για τους αγωνιστές και αναγκαία όπλα στο εγχείρημα διάνοιξης νέων δρόμων απαλλαγμένων από τα λάθη και τις αδυναμίες που προέρχονται από παλιά και εκτείνονται έως τις μέρες μας. Σ’ αυτή την κατεύθυνση θεωρούμε πως το ανά χείρας βιβλίο αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για την κατανόηση των όρων συγκρότησης του εν Ελλάδι αναρχικού χώρου και είναι πολύτιμο για κάθε ενεργή συντρόφισσα και κάθε ενεργό σύντροφο. Είναι όμως και για το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό που ενδιαφέρεται για την ιστορία και την δράση του εγχώριου αναρχισμού, μια πολύ καλή πηγή. Φυσικά, θα πρέπει ως απαραίτητη σημείωση να ξεκαθαρίσουμε, ότι τα κείμενα αυτά, παρότι σε μεγάλο βαθμό καταπιάνονται με προβλήματα που μας απασχολούν ακόμα, θα πρέπει να διαβαστούν λαμβάνοντας σε κάθε περίπτωση υπόψη, το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφτηκαν.

Πρωτοβουλία Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού