Εισήγηση με τίτλο «Η σημασία του παραδείγματος του Γιάννη Ταμτάκου στις μέρες μας» από την Κέρκυρα.
Με το θάνατο του Γιάννη Ταμτάκου στις 4 Ιανουαρίου σε ηλικία 100 ετών θα μπορούσαμε να πούμε, ότι γράφτηκε το τελευταίο κεφάλαιο μιας εξέχουσας σημασίας ιστορικής διαδρομής, η οποία, ωστόσο, παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστη, απωθημένη στο περιθώριο της επίσημης ιστοριογραφίας, μη εξαιρουμένης ασφαλώς της εκδοχής της προερχόμενης από το στρατόπεδο της Αριστεράς. Πρόκειται για την πορεία που χάραξε η Διεθνιστική ομάδα που εμψύχωνε ο Άγις Στίνας στα χρόνια της κατοχής, ανάμεσα στα μέλη της οποίας συγκαταλέγονταν ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Δημοσθένης Βουρσούκης και ασφαλώς ο Γιάννης Ταμτάκος.
Η πρώτη επαφή του Γιάννη Ταμτάκου με το επαναστατικό κίνημα προέκυψε διαμέσου της κίνησης των Αρχειομαρξιστών, ως μέλος της οποίας πρωτοστάτησε στην εργατική εξέγερση του Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη. Εν μέσω της Δικτατορίας του Μεταξά εξορίστηκε το ’37 στη Γαύδο και στη διάρκεια των έξι περίπου χρόνων της εξορίας του ήρθε σε επαφή με τις ιδέες που εξέφραζε ο Στίνας και η ομάδα του, η ΚΔΕΕ, στην οποία προσχώρησε, αποχωρώντας από την τάση Πουλιόπουλου, οπού ανήκε προηγούμενα. Με την απόδραση του ίδιου και του Στίνα το ’42 τα μέλη της ομάδας συνδέονται στην Αθήνα και καταγράφουν αξιοσημείωτη δράση, στην οποία θα γίνει αναφορά στη συνέχεια. Σκοπός της σύντομης αυτής εισήγησης, όμως, δεν είναι μια απλή παράθεση βιογραφικών στοιχείων, ούτε η απότιση ενός φόρου τιμής και μόνο στη μνήμη ενός προσφάτως εκλιπόντος επαναστάτη. Αντίθετα ευελπιστούμε να δοθεί το έναυσμα, για μια συζήτηση αναφορικά με τη σημασία που έχει σήμερα το παράδειγμα του Γιάννη Ταμτάκου για εμάς. Ένα παράδειγμα η αξία του οποίου είναι, νομίζουμε, πολλαπλή και το οποίο καθίσταται εξόχως επίκαιρο εξ’ αιτίας μιας σειράς από λόγους, πέρα από τους προφανείς –το ήθος, την αγωνιστικότητα του, την αφοσίωση του στο πρόταγμα της κοινωνικής χειραφέτησης– οι οποίοι θα θιγούν παρακάτω.
Ο Ταμτάκος δεν έπαυε να λέει, πως δεν ήταν διανοούμενος, αλλά ένας απλός εργάτης, ο οποίος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το σχολείο, καθώς ήταν αναγκασμένος να δουλέψει από ιδιαίτερα νεαρή ηλικία. Βέβαια, η παιδεία –σε αντίθεση με τη εκπαίδευση που είναι άλλο πράγμα– δεν παρέχεται από κανένα μηχανισμό διαχωρισμένο από την καθημερινή ζωή, επιφορτισμένο με το καθήκον αυτό, όπως συμβαίνει με το σχολείο, αλλά αντίθετα αποτελεί καρπό της εμπειρίας. Η αλήθεια είναι, λοιπόν, πως ο Ταμτάκος διέθετε βαθειά πολιτική παιδεία, την οποία όφειλε στη συμμετοχή του στο επαναστατικό εργατικό κίνημα και στην κοινωνικοποίηση του μέσα από αυτό –ο τίτλος του βιβλίου του με τα απομνημονεύματα του «αναμνήσεις μιας ζωής στο επαναστατικό κίνημα» είναι ενδεχομένως δηλωτικός της επίγνωσης του γεγονότος αυτού.
Ας κρατάμε υπ’ όψιν μας ότι μιλάμε για μια εποχή, οπού μια τέτοια διαδικασία θετικής κοινωνικοποίησης μπορούσε ακόμη να επιτελεσθεί από το εργατικό κίνημα, καθώς δεν είχε ακόμη επέλθει ο οριστικός μαρασμός του υπό το συνθλιπτικό βάρος του σταλινισμού και της γραφειοκρατικοποίησης. Η αλληλεγγύη, η εναντίωση στην καθεστηκυία τάξη ήταν τα συστατικά εκείνα, τα οποία συγκροτούσαν την κοινωνιοανθρωπολογία του προλεταριάτου, όντας παράλληλα τα στοιχεία εκείνα που παρείχαν το πρόσφορο έδαφος για την ανάδυση του τύπου ατόμου τον οποίο ο Γιάννης Ταμτάκος πρέσβευε. Έναν ανθρωπολογικό τύπο που ο σύγχρονος καπιταλισμός αδυνατεί πλέον να παράγει ή ακόμα και να ανεχθεί, για να δανειστούμε ένα χαρακτηρισμό του Καστοριάδη αναφερόμενο στον Α. Στίνα.
Επιστρέφοντας ο Ταμτάκος τη δεκαετία του ’60 στην Ελλάδα μετά από μακρόχρονη παραμονή ως μετανάστης στην Αυστραλία, έμελλε να συναντήσει μια κοινωνική πραγματικότητα αισθητά διαφοροποιημένη. Επρόκειτο για τις απαρχές, τα πρώτα ορατά σημάδια των όσων συνθέτουν τη σημερινή οικτρή κατάσταση, τη διακρινόμενη από την ιδιωτικοποίηση, τον ατομικισμό, την αποπολιτικοποίηση που συντελούν στην αποσάθρωση του κοινωνικού ιστού, η οποία αποτελεί ίδιον της σημερινής Δύσης. Μέσα σε αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, εντός της οποίας το πρόταγμα της αυτονομίας με την ευρύτερη του έννοια, το αίτημα για χειραφέτηση της κοινωνίας υποχωρεί, τα κατάλοιπα του έχουν απολέσει σχεδόν ολοκληρωτικά οποιοδήποτε κοινωνικό έρεισμα, με αποτέλεσμα, εξ’ αιτίας της πολιτικής ερήμωσης, να ωθούνται στο περιθώριο.
Επομένως, σχεδόν μοιραία, μεγάλο μέρος τους μαστίζεται από το lifestyle. Η κοινωνική απεύθυνση παύει να αποτελεί μέλημα για πολλές ομαδοποιήσεις, κύρια λειτουργία των οποίων είναι να παρέχουν στα μέλη τους την ψευδαίσθηση, ότι ανήκουν κάπου, διαφοροποιούμενοι από την υπόλοιπη κοινωνία. Έτσι, όχι μόνο δεν απαντούν στην κρίση της διαδικασίας εκκοινωνισμού, αλλά λειτουργούν ως υποκατάστατο για την απώλεια της, συνιστώντας επί της ουσίας σύμπτωμα του κατακερματισμού της κοινωνίας σε υποκουλτούρες και σε καμία περίπτωση αμφισβήτηση του εν λόγω φαινομένου. Ως φυσικό παρεπόμενο η στοιχειώδης σοβαρότητα και υπευθυνότητα, η απουσία των οποίων είναι έκδηλη σε όλο το κοινωνικό σώμα, δεν ευδοκιμούν ούτε στο εσωτερικό των κύκλων αυτών.
Η ύπαρξη μιας σοβαρής αντιμετώπισης –απέναντι στην διακηρυγμένη πολιτική τους ταυτότητα πρωτίστως– θα απέτρεπε ανθρώπους, οι οποίοι αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχικοί και αντιεξουσιαστές, από το να αναγνωρίζουν ως κομμάτι της πολιτικής τους παράδοσης το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ και την εθνική αντίσταση, παραβλέποντας τις κτηνωδίες των σταλινικών και απαρνούμενοι το Διεθνισμό. Το θλιβερό αυτό φαινόμενο είναι ιδιαίτερα σύνηθες και, παρότι παράδοξο, ερμηνεύεται, αρκεί να αναλογιστεί κανείς την κατάσταση της ελληνικής Αριστεράς, τον εθνικισμό της που εξακολουθεί να επιβιώνει υπό το μανδύα του «αντιϊμπεριαλισμού». Το πανευρωπαϊκό παράδοξο της επιβίωσης του Κ.Κ στην Ελλάδα σίγουρα ως ένα βαθμό οφείλεται στην από μέρους του εγκόλπωση του εθνικισμού.
Ήδη από τις απαρχές τις δεκαετίας του ’30 το «κόμμα» είχε ουσιαστικά εγκαταλείψει τις αρχές της διεθνούς προλεταριακής επανάστασης. Τις αρχές αυτές ήταν που υπερασπίστηκαν στη διάρκεια της κατοχής ο Ταμτάκος και οι σύντροφοι του, ακολουθώντας τον επαναστατικό ντεφαιτισμό. Και ήταν ανάμεσα στους ελάχιστους παγκοσμίως που το έκαναν. Αυτή τους η συνεπής διεθνιστική στάση δεν ήταν δίχως κόστος, όπως είναι ευνόητο. Στον κατάλογο με τα πολυάριθμα θύματα των στυγερών δολοφονιών των σταλινικών της «ΟΠΛΑ» δεν λείπουν εκείνα μελών της ομάδας, όπως ο Δημοσθένης Βουρσούκης, πλάι σε αυτά χιλιάδων Αρχειομαρξιστών, Τροτσκιστών, Αναρχικών και μελών του ΚΚΕ, το έγκλημα των οποίων συνίστατο στη διαφωνία τους με τη «γραμμή» του κόμματος.
Με τη στάση αυτή η ομάδα Στίνα, αν και αυτοπροσδιοριζόταν ως Τροτσκιστική, ξεπερνούσε στην πράξη τον Τρότσκι και την τακτική της «υπεράσπισης της ΕΣΣΔ». Χάρη στην οξυδέρκεια τους τα μέλη της ήρθαν σε ρήξη με την τροτσκιστική θεωρία, βάσει της οποίας η ΕΣΣΔ ήταν ένα «εκφυλισμένο εργατικό κράτος», διακρίνοντας ότι, αυτό το οποίο συντελέστηκε στη Ρωσία ήταν η εγκαθίδρυση ενός νέου καθεστώτος ταξικής εκμετάλλευσης, άποψη την οποία επεξεργάστηκε και διατύπωσε αργότερα με σαφήνεια ο Καστοριάδης. Η – και τυπική πλέον – απόσχιση από το Τροτσκισμό ήταν πια θέμα χρόνου και δεν άργησε να επέλθει. Όλα αυτά δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας για το γεγονός ότι ο Ταμτάκος υπήρξε αρνητής κάθε δογματισμού, ο οποίος δεν δίσταζε να θέτει υπό αμφισβήτηση και τις ίδιες του τις πεποιθήσεις. Μαζί με τους υπόλοιπους της ομάδας είχαν κάνει το πρώτο βήμα προς την ελευθερία, αποφασίζοντας να είναι ελεύθεροι. Αρνούμενοι να εφησυχάζουν οχυρωμένοι πίσω από βεβαιότητες και να υποταχθούν στο διανοητικό εγκλεισμό που κάτι τέτοιο συνεπάγεται, διαπνέονταν αντίθετα από μια διάθεση για διαρκή αναστοχασμό.
Προς επιβεβαίωση αυτού αξίζει να αναφέρουμε, ότι ο Μπάρμπα-Γιάννης δεν έπαψε μέχρι το τέλος να ενημερώνεται και να μελετά γύρω από το ζήτημα της κοινωνικής χειραφέτησης που διαρκώς τον απασχολούσε. Ήταν, παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, ακμαιότατος και συμμετείχε μέχρι και πρόσφατα ως ομιλητής σε εκδηλώσεις αναρχικών και αντιεξουσιαστών, επιθυμώντας να μοιραστεί την πολύτιμη πείρα του. Με ομάδες του χώρου αυτού για πρώτη φορά ήρθε σε επαφή τη δεκαετία του ’80 και αρκετά κείμενα του δημοσιεύτηκαν σε αντίστοιχα έντυπα της περιόδου.
Ο Γιάννης Ταμτάκος ενσάρκωνε τις πιο λαμπρές στιγμές, τις πλέον δημοκρατικές εκφάνσεις του εργατικού κινήματος μιας περιόδου, οπού η κοινωνία διεκδικούσε τη θέση της στο προσκήνιο της ιστορίας και η οποία σήμερα φαντάζει μακρινή. Η ηρωική εποχή του κλασσικού εργατικού κινήματος έχει παρέλθει προ πολλού. Η δομές του πλέον έχουν εκφυλιστεί και μόνο αν κανείς εθελοτυφλεί δεν θα είναι σε θέση να διακρίνει ότι έχουν ενσωματωθεί πλήρως στον καπιταλισμό.
Το παράδειγμα του Ταμτάκου δεν μας αφήνει περιθώρια για προσκόλληση στο παρελθόν και νοσταλγία. Η παράδοση την οποία κληροδοτεί μας προκαλεί να εγκαινιάσουμε με αυτή μια δημιουργική σχέση, διαλεγόμενοι μαζί της, μιας και είναι η ίδια η παράδοση της αμφισβήτησης. Εκείνο στο οποίο μπορούμε να ελπίζουμε είναι η δημιουργική ικανότητα του ανθρώπινου όντος, το οποίο διακρίνεται από τη φαντασία. Και για αυτή τη δύναμη για δημιουργία εκ νέου η προαναφερθείσα παράδοση αποτελεί την ιδανική πρώτη ύλη.