Του Classreverb*
Kάτω απ’ την σκόνη υπάρχει ένας κόσμος να ζήσουμε μόνο εμείς
Όλοι με τάσεις φυγής, όλοι της τελευταίας στιγμής
Ήρωας[1]
Οι άνθρωποι μας είναι αμέτρητοι αρκεί να προσδιορίσουμε το «μας». Το «μας» λοιπόν δεν συγκροτείται αρχικά πάνω σε ένα κοινό επαναστατικό φαντασιακό. Αυτό είναι το επίδικο κι όχι η προϋπόθεση για να δουλέψουμε μαζί. Αυτό χτίζεται αφού οι άνθρωποι οργανωθούν σε πολιτικές κοινότητες. Αφού συναντηθούν, αλληλοδιδαχθούν και εκτεθούν από κοινού. Πριν συμβεί αυτό, εκείνο που προσδιορίζει ευρύτερα το «μας» είναι το μίσος για τα ίδια πράγματα. Το μίσος για τις πειθαρχήσεις της ταξικής κοινωνίας: τον ανταγωνισμό, τις εξετάσεις, την καριέρα, τα στερεότυπα, τη μπατσαρία, το αφεντικό, τα ξυπνητήρια, τους λογαριασμούς. Είναι το μίσος που νιώθει τόσο ο πιτσιρικάς όσο κι ο μεγαλύτερος προλετάριος όταν συνειδητοποιούν ότι ζουν σε μια κοινωνία όπου η ανατολή του ήλιου απαγορεύεται. Από το σχολείο, το αφεντικό, την κατάθλιψη. Αυτό λοιπόν που μας ενώνει πρωταρχικά με τους ανθρώπους μας δεν είναι η πίστη ότι ο κόσμος αυτός αλλάζει. Είναι η ταξική μας θέση και το μίσος που αναβλύζει απ’ αυτήν.
Στο εξατομικευμένο παρόν, για να απαντήσουμε πως θα νικήσουν οι κοινότητες του κοινού φαντασιακού, πρέπει πρώτα να απαντήσουμε πρακτικά πώς συγκροτούνται σήμερα κοινότητες που έχουν την ικανότητα να φανταστούν από κοινού μέσα στον πόλεμο. Τουτέστιν, πώς πολλαπλασιάζουμε τις πολιτικές κοινότητες στη σύγχρονη εξατομικευμένη κοινωνία; Για να βρούμε τις λύσεις όμως πρέπει αρχικά να προσδιορίσουμε τι είναι αυτό που επιβάλλει αυτήν την εξατομίκευση. Ποια είναι αυτή η μεγαμηχανή που με αφετηρία τη Δύση θρυμμάτισε τον κοινωνικό χρόνο και κατασκεύασε έναν κόσμο εξαρτημένων νοικοκυριών και ανθρώπινων μονάδων που πουλάνε τις ώρες τους; Η απάντηση είναι η εργασία. Και γι’ αυτό είναι επιτακτικό να ασχοληθούμε με αυτήν. Για να αποκωδικοποιήσουμε ποιοι είμαστε, για να θέσουμε προτεραιότητες στο σε ποιους απευθυνόμαστε, για να προσδιορίσουμε ξανά το «μας» σε μια κοινωνία όπου η εργατική τάξη έχει πέσει στην κατάθλιψη.
Ποιοι είμαστε και σε ποιους απευθυνόμαστε
Η ελευθεριακή σκέψη δεν ίπταται σε υλικό κενό. Τα ερμηνευτικά εργαλεία της φτιάχτηκαν μέσα στην πάλη για την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών ενάντια στην κοινωνική σχέση κεφάλαιο﮲ μέσα δηλαδή στην ταξική πάλη. Κατά συνέπεια, η ελευθεριακή σκέψη είναι ένα πολιτικό ρεύμα της εργατικής τάξης˙ ένα ρεύμα μέσα στο ποτάμι της ταξικής πάλης. Οι ελευθεριακές δυνάμεις δεν είναι ένα αγωνιστικό υποκείμενο δίπλα στην εργατική τάξη αλλά εντός της. Ο αγώνας τους είναι μια εκ των έσω απεύθυνση στην τάξη τους κι ένα κάλεσμα για οργάνωση στα διαφορετικά πεδία μάχης. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ελευθεριακές συλλογικότητες αποτελούν μια πολιτικο-ιδεολογική μορφή παρέμβασης στην ταξική πάλη που έχει διπλή στόχευση: αρχικά, να συμβάλλει στο να γίνει η πάλη αυτή ορατή ως τέτοια, ως ταξική (ενάντια στα αστικο-εθνο-λαικιστικά αφηγήματα που την θέλουν εθνο-πολιτισμική) και ταυτόχρονα, να την μπολιάσει με ελευθεριακά χαρακτηριστικά (όπως η οργάνωση βάσης, η εργατική αυτονομία, ο ακηδεμόνευτος συνδικαλισμός, ο μαχητικός αντιφασισμός, η κριτική του έθνους-κράτους, η κοινοτική ζωή, ο αγώνας ενάντια στην πατριαρχία κλπ.).
Ποιοι είμαστε εμείς λοιπόν; Σίγουρα δεν είμαστε «επαναστάτες» που μεταξύ άλλων «δουλεύουν». Είμαστε κομμάτι μιας τάξης που η αδυναμία διαχείρισης του χρόνου της διαλύει τη ζωή της και γι’ αυτό περνάμε στη δράση. Τι κι αν στη θέση της αλυσίδας συναρμολόγησης έχει μπει το πληκτρολόγιο και η μηχανή του καφέ; Τι κι αν τα σαμπό έγιναν sneakers; Τι κι αν ο καρκίνος από τον αμίαντο έγινε καρκίνος από το άγχος και το fast–food; Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν. Είμαστε προλετάριοι και προλετάριες της εποχής μας γιατί η εργασία μας ανήκει σε άλλους: το αντικείμενό της υποδεικνύεται από την αγορά, το περιεχόμενό της παραδίδεται σε άλλους ως εργατοώρα ή πρότζεκτ, ο χρόνος της επιβάλλεται στον χρόνο της ζωής και ο ρυθμός της διαλύει τη δημιουργικότητα και μας γεμίζει στρες και ορθοπεδικά.
Είμαστε μια από τις οργανωμένες πολιτικές εκφάνσεις μιας ιστορικής κοινότητας της οποίας τα κοινά συμφέροντα συγκρούονται με τα συμφέροντα των αφεντικών που ελέγχουν τη ζωή της. Κοινά ταξικά συμφέροντα σημαίνει κοινές ανάγκες, οι οποίες παράγουν κοινές πρακτικές και αντιλήψεις που εμφανίζονται είτε ως στρατηγικές επιβίωσης είτε ως μορφές αντίστασης μεταξύ ενός πληθυσμού που βγάζει το ψωμί του πουλώντας τον χρόνο του. Ετεροαπασχόληση, εργασιακός νομαδισμός, συγκατοίκηση, μοίρασμα εξόδων, γιώτα πέντε, λούφα, συναδελφική αλληλεγγύη, ψειρίσματα, πάρκα, πορείες κ.α. Όλα αυτά συγκροτούν πολιτισμικούς δεσμούς οι οποίοι στο μικροεπίπεδο της καθημερινότητας και στο μακροεπίπεδο της εποχής συνθέτουν έναν διακριτό ταξικό πολιτισμό. Έναν πολιτισμό που μπορεί να αλλάζει μορφολογικά από εποχή σε εποχή κι από τόπο σε τόπο αλλά η μήτρα του -η αλλοτριωμένη εργασία- παραμένει αναλλοίωτη στον χρόνο και τον χώρο. Με τις χαρές και τις αγωνίες μας λοιπόν, τις συνήθειες και τις ερμηνείες μας, τους εχθρούς και τους φίλους μας, τις ομάδες και τις δομές μας, είμαστε τμήμα του πολιτισμού της Τάξης.
Σε ποιους απευθυνόμαστε; Πολύ απλά σε αυτούς και αυτές που ζουν όπως εμείς. Στους προλετάριους και τις προλετάριες της εποχής μας που βλέπουν τις επιθυμίες τους να μην πραγματώνονται μέσα από τη δουλειά﮲ στους απασχολήσιμους[2] πτυχιούχους που δεν ξέρουν πλέον πότε δουλεύουν και πότε κάθονται﮲ στους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης που ζητάνε λιγότερη δουλειά και περισσότερη ζωή αλλά διστάζουν να το πουν, γιατί δεν ξέρουν αν κάτι τέτοιο επιτρέπεται να ειπωθεί σε μια κοινωνία εγκλωβισμένη στο σύμπλεγμα της εργατικότητας και στο δίπολο εργασία=τύχη – ανεργία=ατυχία. Στους μισθωτούς και τις μισθωτές που δεν βρίσκουν τα λόγια να εξηγήσουν τι στο διάολο πάει στραβά με την πάρτη τους ή, ακόμα χειρότερα, τα βρίσκουν αλλά υποτιμούν την πολιτική τους βαρύτητα, επειδή κανείς δεν τους παρότρυνε να σκεφτούν ότι η ίδια η ταξική τους θέση μπορεί μέσα από την οργάνωση να συγκροτήσει μια πολιτική κοινότητα. Στους μαθητές που αντιμετωπίζουν με καχυποψία το μέλλον τους και στους φοιτητές που καταλαβαίνουν το παρόν τους, στο σύγχρονο κοινωνικό εργοστάσιο[3].
Γιατί κρύβεται η εργατική τάξη;
Θα πρέπει να μας προβληματίσει ότι ακόμα και σήμερα, κάποιοι μεταξύ μας αδυνατούν να διακρίνουν καθαρά την εργατική τάξη και κατά συνέπεια αναρωτιούνται πού έχει εξαναφανιστεί: «Ντάξει παιδιά να πω κάτι;» αναφωνεί ένας σύντροφος εν μέσω συνέλευσης, «τώρα αλήθεια, πιστεύετε ότι έχουμε το δικαίωμα να μιλάμε για εργάτες ενώ εδώ πέρα είμαστε γιατροί, εκπαιδευτικοί, σερβιτόροι, πωλητές, ερευνητές, γραφίστες, ντελίβερι και πληροφορικοί; Ας είχαμε ανάμεσά μας πραγματικούς εργάτες σε εργοστάσια κι οικοδομές και τότε να λέγαμε για εργατική τάξη».
Ο συγκεκριμένος σύντροφος δεν είναι ούτε χαζός ούτε αστός. Είναι απλά μια κλασσική περίπτωση εργάτη που δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του ως εργάτη επειδή δεν βλέπει τα μούτρα του μουτζουρωμένα από τις καπνοδόχους και τις παλάμες του πετσωμένες από τα μαδέρια. Είναι μια κλασσική περίπτωση συντρόφου που διαπαιδαγωγήθηκε πολιτικά σε έναν χώρο που, μέχρι πρότινος, αντί να ασχολείται με την Τάξη ασχολιόταν με τον εαυτό του. Σε έναν χώρο όπου κάθε μπάντα πάσχιζε πρώτα και κύρια να βρει θεωρητικές και πρακτικές απαντήσεις απέναντι στις άλλες, αντί να δει πως θα επικοινωνήσει με το προλεταριάτο της περιοχής της (κι έτσι να νοηματοδοτήσει την εσωτερική σύγκρουση). Σε έναν χώρο όπου οι νεοεισερχόμενοι μάθαιναν ότι τα βασικά που πρέπει να γνωρίζουν «από ιστορία» είναι ότι στην Οκτωβριανή επανάσταση είμαστε με την Κροστάνδη και στη μάχη της Πρώτης Διεθνούς είμαστε με τον Μπακούνιν. Σε έναν χώρο που ξημεροβραδιαζόταν μελετώντας την Ισπανία του ’36 ενώ προχειροδιάβαζε την ιταλική Αυτονομία.
Κάπου εκεί, ανάμεσα στους μαύρους λύκους και τους ένοπλους αγρότες, οι εργάτες της εστίασης και του γραφείου έλαβαν δευτερεύουσα σημασία για να μην πούμε ότι εξαφανίστηκαν εντελώς. Κι έτσι ο επισφαλής εργαζόμενος της πόλης μας έγινε υποκείμενο πιο μακρινό κι από τους αντάρτες στα βουνά του Μεξικού και της Συρίας. Για πολλούς και πολλές από μας πέρασαν χρόνια μέχρι να ασχοληθούμε σοβαρά -δηλαδή ειδικά, συστηματικά και συλλογικά- με την Τάξη, την οργάνωση και την ιστορία της. Έπρεπε να περάσουν χρόνια για να καταλάβουμε ότι τελικά αν διαβάζεις Μαρξ δεν «είσαι με το κράτος»﮲ να καταλάβουμε τη σημασία των αιτημάτων για λιγότερο χρόνο εργασίας, ταμείο ανεργίας για όλους και νοίκι στο ύψος του βασικού μισθού﮲ να διδαχθούμε από τους «εργατιστές» όσα οι μεγαλύτεροι σύντροφοι αδυνατούσαν να μας δώσουν﮲ να συνειδητοποιήσουμε ότι η εργατική τάξη είμαστε εμείς και δεν μπορούμε παρά να μιλάμε στο όνομά της.
Πρέπει λοιπόν να μιλήσουμε για μας. Γιατί συζητώντας για μας επαναπροσδιορίζουμε την εργατική τάξη στο σήμερα. Κάνουμε ορατές τις σύγχρονες ανάγκες και επιθυμίες που συνέχουν την Τάξη. Δημιουργούμε μια αισθητική που μας βοηθάει να επικοινωνήσουμε ή, παραφράζοντας τον Thompson[4], μια ριζοσπαστική διανοητική κουλτούρα που περιέχει τον τόνο, το στιλ και τα επιχειρήματα που ενώνουν τον ντελιβερά, την σερβιτόρα, τον φοιτητή, την υπάλληλο γραφείου, τον μπλοκάκια, την εκπαιδευτικό, τον ερευνητή και τη γραφίστρια. Δημιουργούμε εν ολίγοις μια πολιτική γλώσσα η οποία μιλάει σε εκείνους κι εκείνες που αναζητούν την κοινότητα αλλά δεν ξέρουν που να τη βρουν.
Εμείς είμαστε η κοινότητα. Εμείς με τις ποδιές, τα σακάκια, τα αδιάβροχα, τα pc, τα smartphone, τα κατσαβίδια και τα μικροσκόπια. Εμείς που μοιράζουμε αλλοπρόσαλλα τις ζωές μας ανάμεσα σε εξεταστικές και κουζίνες, μεταπτυχιακά και προγράμματα του ΟΑΕΔ, συνεδρίες και μετακομίσεις, πρότζεκτ και μεροκάματα. Εμείς που με τα ψεύτικα χαμόγελα, την προσαρμοστικότητα και τις αγοραίες γνώσεις που πήραμε από τα πανεπιστημιακά συγγράμματα αυξάνουμε την παραγωγικότητα του ντόπιου κεφαλαίου και θρέφουμε μαζί με το διεθνές προλεταριάτο τις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής. Και σ’ ότι αφορά τον πιο στενό κύκλο, είμαστε εμείς που πιστέψαμε ότι οι συνελεύσεις μας αποτελούν το φάρμακο για την κατάθλιψη της δουλειάς και τελικά καταλάβαμε ότι και τα δύο μας κάνουν να μην βλέπουμε την ώρα να πάμε σπίτι για ένα μπάφο.
Κάπως έτσι, βρισκόμαστε κάθε φορά που το κράτος οξύνει την επίθεση να φωνάζουμε ότι η επίθεση δεν αφορά μόνο εμάς αλλά ολόκληρη την Τάξη. Αλήθεια λέμε αλλά δεν λέμε και πολλά, γιατί οι κοινότητές μας δεν χωράνε ούτε καν αυτούς/ες που ενδιαφέρονται να αναλάβουν δράση. Κι αντί να συνειδητοποιήσουμε το δικό μας θεωρητικό και οργανωτικό έλλειμμα αναρωτιόμαστε συνέχεια γιατί μείναμε πάλι εμείς κι εμείς. Τι κι αν αφιερώνουμε τη ζωή μας σε συλλογικές διαδικασίες; Οι αναλύσεις που δεν συζητιούνται μέσα σε εργατικές κοινότητες είναι μια τρύπα στο νερό. Όπως εξίσου προβληματικές είναι και οι κοινότητες που δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως αυτό που είναι και απλά συνελευσιάζουν για να επιβεβαιώνουν κάθε τόσο ότι είναι κοινότητες.
Για να απαντήσουμε στην ερώτηση λοιπόν, η εργατική τάξη κρύβεται γιατί η εργατική τάξη είμαστε εμείς. Κι εμείς πρώτοι απ’ όλους κρυβόμασταν τόσα χρόνια από τον εαυτό μας.
Σημειώσεις:
[1]ήρωας_incognito m._jaul_κκ, «Πατησίων-Μπενάκη-Αραχώβης» [https://www.youtube.com/watch?v=tcLJynesptU]
[2]Για την έννοια της «απασχολησιμότητας» (employability) βλ. P. Bloom (2013), «Fight for your alienation: The fantasy of employability and the ironic struggle for self-exploitation», Ephemera, τ. 13(4) [http://www.ephemerajournal.org/contribution/fight-your-alienation-fantasy-employability-and-ironic-struggle-self-exploitation].
[3]Για την έννοια του «κοινωνικού εργοστασίου» βλ. Α. Νέγκρι (2019 [1979]), Από τον εργάτη μάζα στον κοινωνικό εργάτη, Κομμούνα.
[4]E. P. Thompson (2018 [1963]), Η συγκρότηση της αγγλικής εργατικής τάξης, ΠΙΟΠ, σ. 730.
*Το κείμενο και η φωτογραφία αναδημοσιεύονται από εδώ: https://www.alerta.gr/archives/19953