Αυτός ο άνθρωπος δεν γεννήθηκε κάτω από ένα συνηθισμένο άστρο, αλλά κάτω από έναν κομήτη.
- ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΕΡΤΖΕΝ
Έχει περάσει πάνω από ένας αιώνας από τότε που ο Μιχαήλ Μπακούνιν έγραψε εκείνο που έμελλε να γίνει η πιο γνωστή του μπροσούρα, το «Θεός και Κράτος». Εκείνη την εποχή ο αναρχισμός αναδυόταν σα μια σημαντική δύναμη μέσα στο επαναστατικό κίνημα και τ' όνομα του Μπακούνιν, του κύριου υπέρμαχου και προφήτη του, ήταν εξίσου γνωστό μεταξύ των εργατών και των ριζοσπαστών διανοούμενων της Ευρώπης μ’ εκείνο του Καρλ Μαρξ, με τον οποίο πάλευε για την ανάληψη της ηγεσίας της Α’ Διεθνούς.
Σε αντίθεση με τον Μαρξ, ο Μπακούνιν είχε κερδίσει τη φήμη του βασικά σαν ακτιβιστής παρά σα θεωρητικός της εξέγερσης. Γεννήθηκε στα 1814 από γονείς ευγενείς γαιοκτήμονες, αλλά νέος ακόμα εγκατέλειψε τη θέση του στο στρατό και τον αριστοκρατικό του περίγυρο για να γίνει επαγγελματίας επαναστάτης. Φεύγοντας απ’ τη Ρωσία στα 1840, σε ηλικία 26 χρονών, αφιέρωσε τη ζωή του στον αγώνα ενάντια σε κάθε μορφή τυραννίας. Δεν ήταν ο άνθρωπος που κάθεται στις βιβλιοθήκες, μελετώντας και γράφοντας για προκαθορισμένες επαναστάσεις. Ανυπόμονος για δράση, ρίχτηκε στις εξεγέρσεις του 1848 με ασυγκράτητη ορμή, μια Προμηθεϊκή μορφή που ακολουθεί το ρεύμα της εξέγερσης απ' το Παρίσι ως τα οδοφράγματα της Αυστρίας και της Γερμανίας. Οι άνθρωποι σαν τον Μπακούνιν, σχολίασε ένας σύντροφος, «αναπτύσσονται σ’ έναν τυφώνα κι ωριμάζουν καλύτερα στην κακοκαιρία παρά στη λιακάδα". (1) Η σύλληψή του όμως, στη διάρκεια της εξέγερσης της Δρέσδης του 1849, διακόπτει την πυρετώδη επαναστατική του δραστηριότητα. Πέρασε τα επόμενα 8 χρόνια στη φυλακή, απ’ τα οποία τα 6 στα σκοτεινά μπουντρούμια της Τσαρικής Ρωσίας κι όταν αποφυλακίστηκε — το υπόλοιπο της ποινής του είχε μετατραπεί σε ισόβια εξορία στη Σιβηρία — είχε χάσει τα δόντια του απ’ το σκορβούτο κι είχε υποστεί σοβαρό κλονισμό της υγείας του. Στα 1861, ωστόσο, δραπέτευσε απ’ τους δεσμοφύλακές του κι άρχισε μια συγκλονιστική Οδύσσεια που κάλυψε όλο τον κόσμο κι έκανε τα’ όνομά του θρύλο κι αντικείμενο λατρείας των ριζοσπαστικών ομάδων όλης της Ευρώπης.
Σα ρομαντικός επαναστάτης κι ενεργητική δύναμη στην ιστορία, ο Μπακούνιν ασκούσε μια προσωπική γοητεία που ο Μαρξ δεν μπορούσε ποτέ να συναγωνιστεί. «Οτιδήποτε τον αφορούσε ήταν εκπληκτικό», έλεγε ο συνθέτης Ρίτσαρντ Βάγκνερ, που ήταν συναγωνιστής του στην εξέγερση της Δρέσδης, «κι ήταν γεμάτος πρωτόγονη ορμή και δύναμη». (2) Η αγάπη (του Μπακούνιν) για φανταστικές, «ασυνήθιστες, πρωτάκουστες περιπέτειες, οι οποίες ανοίγουν ευρείς ορίζοντες που η κατάληξη τους δεν μπορεί να προβλεφτεί», για ν’ αναφέρουμε τα ίδια του τα λόγια, εμπνεύσανε μεγαλόπνοα όνειρα σε άλλους κι όταν πέθανε στα 1876, είχε κερδίσει μια μοναδική θέση ανάμεσα στους τυχοδιώκτες και τους μάρτυρες της επαναστατικής παράδοσης. Η φοβερή μεγαλοψυχία κι ο παιδιάστικος ενθουσιασμός του, το φλογερό του πάθος για την ελευθερία και την ισότητα, οι βίαιες επιθέσεις του ενάντια στο προνόμιο και την αδικία — όλα αυτά ασκήσανε φοβερή έλξη στους ελευθεριακούς κύκλους της εποχής του.
Όμως ο Μπακούνιν, όπως οι επικριτές του ποτέ δεν έπαψαν να υπογραμμίζουν, δεν ήταν ένας συστηματικός διανοητής, ούτε ισχυρίστηκε ποτέ κάτι τέτοιο. Γιατί θεωρούσε τον εαυτό του πρακτικό επαναστάτη, «όχι φιλόσοφο ούτε εφευρέτη συστημάτων όπως ο Μαρξ». (3) Αρνιόταν ν’ αναγνωρίσει την ύπαρξη οποιωνδήποτε προδικασμένων ή προκαθορισμένων νόμων της ιστορίας. Απόρριπτε την αντίληψη ότι η κοινωνική αλλαγή εξαρτιέται απ' τη σταδιακή αναδίπλωση «αντικειμενικών» ιστορικών συνθηκών. Πίστευε, αντίθετα, ότι οι άνθρωποι διαμορφώνουν οι ίδιοι τη μοίρα τους, ότι η ζωή τους δεν μπορεί να συνθλίβει σ’ ένα Προκρούστειο κρεβάτι από αφηρημένες κοινωνιολογικές φόρμουλες. «Καμιά θεωρία, κανένα προκατασκευασμένο σύστημα, κανένα βιβλίο που γράφτηκε ποτέ, δε θα σώσει τον κόσμο», διακήρυσσε ο Μπακούνιν. «Δεν πιστεύω σε κανένα σύστημα, είμαι ένας κυνηγός της αλήθειας». (4)
Διδάσκοντας στους εργάτες θεωρίες, είπε, ο Μαρξ δε θα πετύχαινε άλλο απ’ το να καταπνίξει την επαναστατική θέρμη που ήδη διαθέτει κάθε άνθρωπος — «την τάση για ελευθερία, το πάθος για ισότητα, το ιερό ένστικτο της εξέγερσης". Αντίθετα με τον «επιστημονικό» σοσιαλισμό του Μαρξ, ο δικός του σοσιαλισμός, υποστήριζε ο Μπακούνιν, ήταν «καθαρά ενστικτώδικος». (5)
Συνακόλουθα, η επιρροή του Μπακούνιν, όπως σχολίασε ο Πέτρος Κροπότκιν, ήταν πρωταρχικά εκείνη μιας «ηθικής προσωπικότητας» μάλλον παρά μιας αυθεντίας του πνεύματος. Μολονότι ήταν πολυγραφότατος, δεν άφησε ούτε ένα τελειωμένο βιβλίο για τους μεταγενέστερους. Άρχιζε να γράφει πάντα νέα έργα που, εξαιτίας της ταραχώδικης ζωής του, έμεναν στη μέση και δεν τέλειωναν ποτέ. Το έργο του, με τα λόγια του Τόμος Μάζαρυκ, ήταν μια «συρραφή κομματιών». Κι ωστόσο, όσο αλλοπρόσαλλος και μη μεθοδικός κι αν ήταν, στα κείμενα του αφθονούν εκλάμψεις μιας βαθιάς επίγνωσης, που φωτίζουν μερικά απ’ τα πιο σημαντικά κοινωνικά ζητήματα της εποχής του — και της δικής μας.
Το «Θεός και Κράτος» είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα. Είναι ασύνδετο, μονότονο, κακά οργανωμένο, ξεφεύγει συχνά απ’ το θέμα κι έχει μεγάλες σημειώσεις, που τείνουν ν’ αμβλύνουν τον πολεμικό του αντίκτυπο. Ταυτόχρονα, είναι εντυπωσιακό, σθεναρό, και γεμάτο καθηλωτικούς αφορισμούς που μαρτυράνε τα σημαντικά διαισθητικά χαρίσματα του Μπακούνιν.
Σαν αποτέλεσμα, το «Θεός και Κράτος» έχει γίνει το πιο πολυδιαβασμένο και συχνά μνημονευόμενο έργο του Μπακούνιν. Ωστόσο, ο βασικός ίσως λόγος της δημοτικότητας του είναι ότι εκθέτει, με ζωντανή γλώσσα και σχετικά συνοπτικά, τα βασικά στοιχεία του αναρχικού πιστεύω του Μπακούνιν.
Το βασικό χαρακτηριστικό του «Θεός και Κράτος» είναι η απόρριψη κάθε μορφής εξουσίας κι επιβολής απ’ τον Μπακούνιν. Σε μια συγκλονιστική παράγραφο, αφήνει να ξεσπάσει η οργή του ενάντια «σε όλους τους βασανιστές, όλους τους καταπιεστές κι όλους τους εκμεταλλευτές της ανθρωπότητας — παπάδες, μονάρχες, κρατικούς, αξιωματούχους, στρατιωτικούς, δημόσιους κι ιδιωτικούς, χρηματιστές, κάθε λογής επίσημους, αστυνόμους, χωροφύλακες, δεσμοφύλακες και δήμιους, καπιταλιστές κι αγιογδύτες, συμβολαιογράφους και μεγαλοκτηματίες, δικηγόρους, οικονομολόγους, πολιτικούς κάθε απόχρωσης, μέχρι τον πιο μικρό εμποράκο που πουλάει ζαχαρωτά». Αλλά οι κύριοι θεσμοί της ανθρώπινης υποδούλωσης — «οι δυο εφιάλτες μου», όπως τους αποκαλεί — είναι η εκκλησία και το κράτος. Κάθε κράτος είναι το όργανο με το οποίο μια προνομιούχα μειονότητα έχει αποκτήσει εξουσία πάνω στην τεράστια πλειονότητα. Και κάθε εκκλησία είναι πιστός σύμμαχος του κράτους στην καθυπόταξη της ανθρωπότητας. Σ' όλη την πορεία της ιστορίας, οι κυβερνήσεις χρησιμοποίησαν τη θρησκεία τόσο σα μέσο για να κρατήσουν τους ανθρώπους στην άγνοια όσο και σαν «ασφαλιστική δικλείδα» της ανθρώπινης εξαθλίωσης κι απογοήτευσης. Επιπλέον, η ίδια η ουσία της θρησκείας είναι ο υποβιβασμός της ανθρωπότητας προς μεγαλύτερη δόξα του θεού. «Όντας ο θεός το παν», γράφει ο Μπακούνιν, «ο πραγματικός κόσμος κι ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα. «Όντας ο θεός η αλήθεια, η δικαιοσύνη, το καλό, η ομορφιά, η δύναμη κι η ζωή, ο άνθρωπος είναι το ψέμα, η αδικία, το κακό, η ασχήμια, η αδυναμία, κι ο θάνατος. Όντας ο θεός ο αφέντης, ο άνθρωπος είναι δούλος». Συνακόλουθα, όχι λιγότερο απ’ το κράτος, η θρησκεία είναι η άρνηση της ελευθερίας και της ισότητας. Έτσι, αν ο θεός υπήρχε πραγματικά, καταλήγει ο Μπακούνιν αντιστρέφοντας ένα περίφημο απόφθεγμα του Βολταίρου, «θα έπρεπε να τον καταργήσουμε».
Ο Μπακούνιν κήρυξε έναν αδιάλλακτο πόλεμο ενάντια στην Εκκλησία και το Κράτος. Αν οι άνθρωποι θέλουν να είναι ελεύθεροι, πρέπει ν’ απαλλαγούν απ’ το διπλό ζυγό της θρησκευτικής και της κοσμικής εξουσίας. Για να το πετύχουν αυτό θα πρέπει ν’ αφυπνίσουν τις δυο «πιο πολύτιμες ιδιότητες», με τις οποίες είναι προικισμένοι: τη δύναμη της σκέψης και την επιθυμία της εξέγερσης. Η ίδια η ανθρώπινη ιστορία άρχισε με μια πράξη σκέψης κι εξέγερσης. Αν ο Αδάμ κι η Εύα υπάκουαν στο θεό, όταν τους απαγόρεψε ν’ αγγίξουν το δέντρο της γνώσης, η ανθρωπότητα θα ήταν καταδικασμένη σε αιώνια δουλεία. Όμως ο Σατανάς — «ο αιώνιος εξεγερμένος, το πρώτο ελεύθερο πνεύμα κι απελευθερωτής του κόσμου» — τους έπεισε να δοκιμάσουν τον καρπό της γνώσης και της ελευθερίας. Τα ίδια αυτά όπλα — η λογική κι η εξέγερση — πρέπει τώρα να στραφούν ενάντια στη θρησκεία και το κράτος. Και μόλις ανατραπούν, θ' ανατείλει μια νέα Εδέμ για την ανθρωπότητα, μια νέα εποχή ελευθερίας κι ευτυχίας.
Όμως το καθήκον της απελευθέρωσης, προειδοποιεί ο Μπακούνιν, δε θα είναι εύκολο. Γιατί έχει ήδη εμφανιστεί μια νέα τάξη που επιδιώκει να κρατήσει τις μάζες στην άγνοια, για να τις εξουσιάζει. Αυτοί οι επίδοξοι καταπιεστές είναι οι διανοούμενοι και πάνω απ’ όλους ο Μαρξ κι οι οπαδοί του «ιερείς της επιστήμης», χειροτονημένοι σε μια νέα προνομιούχα εκκλησία ανώτερης εκπαίδευσης. Η κυβέρνηση των διανοούμενων, σύμφωνα με τον Μπακούνιν, δε θα 'ταν λιγότερο καταπιεστική απ’ την κυβέρνηση των βασιλιάδων ή των παπάδων ή των ιδιοκτητών. Η διακυβέρνηση μιας μορφωμένης ελίτ, σαν τους χειρότερους θρησκευτικούς και πολιτικούς δεσποτισμούς του παρελθόντος, «δεν μπορεί παρά να είναι αδύναμη, γελοία, απάνθρωπη, σκληρή, καταπιεστική, εκμεταλλευτική, ολέθρια».
Μ’ αυτή την προειδοποίηση ο Μπακούνιν πρόβλεψε τη «νέα τάξη», μια ετικέτα που οι μεταγενέστεροι κριτικοί έμελλε να κολλήσουν στους κληρονόμους του Μαρξ στον 20ό αιώνα. Επιτέθηκε στους θεωρητικούς και τους ιδρυτές συστημάτων, που η λεγόμενη «επιστήμη της κοινωνίας» τους θυσίαζε την πραγματική ζωή στο βωμό σχολαστικών αφαιρέσεων. Αρνήθηκε να ξεφορτωθεί τις φαντασιώσεις της θρησκείας και της μεταφυσικής απλά και μόνο για να τις δει ν' αντικαθίστανται απ’ ότι θεωρούσε νέες φαντασιώσεις της ψευδο-επιστημονικής κοινωνιολογίας. Συνακόλουθα, διακήρυξε μιαν «εξέγερση της ζωής ενάντια στην επιστήμη ή μάλλον ενάντια στη διακυβέρνηση της επιστήμης». Γιατί η αληθινή αποστολή της επιστήμης και της μάθησης, επέμενε, δεν ήταν να κυβερνάνε τους ανθρώπους, αλλά να τους σώσουν απ' τη δεισιδαιμονία, το μόχθο και την αρρώστια. «Κοντολογής», γράφει στο θεός και Κράτος, «η επιστήμη είναι η πυξίδα της ζωής, όχι όμως η ίδια η ζωή». Πώς μπορεί όμως ν' αποφευχθεί αυτή η νέα μορφή δεσποτισμού; Ο Μπακούνιν απαντάει ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί αν αφαιρεθεί η εκπαίδευση απ’ τη μονοπωλιακή αρπάγη των προνομιούχων τάξεων και γίνει προσιτή στον καθένα με ίσους όρους. Σαν το κεφάλαιο, η μάθηση πρέπει να πάψει ν’ αποτελεί κληρονομιά των λίγων και να γίνει κληρονομιά όλων «ώστε οι μάζες, παύοντας να είναι κοπάδια που τα οδηγούν και τα κουρεύουν οι προνομιούχοι παπάδες, να πάρουν στα χέρια τους τη μοίρα τους».
Αυτό ήταν το μεγάλο μήνυμα του «Θεός και Κράτος». Ωστόσο, δεν εκδόθηκε παρά το 1882, 6 χρόνια μετά το θάνατο του Μπακούνιν. Γιατί μόνον τότε βρήκαν, ανάμεσα στα χαρτιά του, αυτό το χειρόγραφο δυο πολύ γνωστοί αναρχικοί, ο Κάρλο Καφιέρο κι ο Ελυζέ Ρεκλΰ, που ήταν στενά συνδεμένοι μαζί του στα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν η ελευθεριακή θεωρία του γνώρισε την πιο πλήρη της άνθηση. Το χειρόγραφο τελειώνει στη μέση μιας πρότασης κι ο Καφιέρο κι ο Ρεκλύ, όπως διηγούνται στον Πρόλογό τους, πιστεύοντας ότι είναι μέρος ενός γράμματος ή έκθεσης, αναλάβανε να ψάξουν για να βρουν το υπόλοιπο. Οι προσπάθειες τους, όμως, υπήρξαν μάταιες κι έτσι εκδώσανε το κουτσουρεμένο κείμενο στη Γενεύη, με μορφή μπροσούρας, δίνοντας του τον τίτλο Θεός και Κράτος, με τον οποίο έμελλε να γίνει γνωστό. Δεν υποπτεύθηκαν — ούτε έμαθαν ποτέ — ότι το χειρόγραφο ήταν στην πραγματικότητα ένα αδημοσίευτο κομμάτι του έργου «Η Κνουτογερμανική Αυτοκρατορία κι η Κοινωνική Επανάσταση», ενός έργου φιλόδοξου για το οποίο ο Μπακούνιν δούλεψε απ’ το 1870 ώς το 1872, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να ολοκληρώσει.
Η «Κνουτογερμανική Αυτοκρατορία» — ο τίτλος πηγάζει απ’ την ανίερη συμμαχία ανάμεσα στο Ρώσικο και το Γερμανικό εξουσιαστισμό, που στόχευε στην ανακοπή της κοινωνικής προόδου — είναι μια απ’ τις πιο μακρόχρονες και πιο σημαντικές συγγραφικές προσπάθειες του Μπακούνιν. Ο ίδιος την ονόμασε η «διαθήκη μου» κι αφιέρωσε σημαντική δραστηριότητα στη σύνθεσή της, που κάλυπτε, μ’ ένα χαρακτηριστικά ασύνδετο τρόπο, μια πλατιά ποικιλία θεμάτων, απ’ την ιστορία και την πολιτική ως τη μεταφυσική και τη θρησκεία. Το Α’ Μέρος, που γράφτηκε με φόντο το Γαλλοπρωσικό Πόλεμο, ασχολείται βασικά με την αντίσταση των Γάλλων στο Γερμανικό ιμπεριαλισμό, κι εκδόθηκε με μορφή μπροσούρας το 1871. Αυτό που οι Καφιέρο και Ρεκλύ ονόμασαν «Θεός και Κράτος», ήταν ένα κομμάτι απ’ το αδημοσίευτο κι ανολοκλήρωτο Β’ Μέρος, το οποίο ο Μπακούνιν είχε ονομάσει «Οι Ιστορικές Σοφιστείες της Δογματικής Σχολής του Κομμουνισμού», που πέρα απ’ το ότι είναι άβολος, ελάχιστη μόνο σχέση έχει με το περιεχόμενό του.
Το τμήμα «Θεός και Κράτος», γράφτηκε, όπως ξέρουμε απ’ το ημερολόγιο του Μπακούνιν, το Φλεβάρη-Μάρτη του 1871, την παραμονή της Παρισινής Κομμούνας, μερικά όμως απ’ τα θέματά του — ιδίως η ιδέα πως η κυβέρνηση κι η θρησκεία συνεργάζονταν ανέκαθεν για να κρατάνε τους ανθρώπους αλυσοδεμένους — μπορούν να επισημανθούν στο αδημοσίευτο τότε δοκίμιο του Μπακούνιν «Φεντεραλισμός, Σοσιαλισμός, Αντιθεολογισμός» (που γράφτηκε στα 1867) κι έμελλε να εμφανιστούν ξανά στην πολεμική του με τον Τζουζέπε Ματσίνι, μετά την πτώση της Κομμούνας το Μάη του 1871.
Μέσα σε σύντομο διάστημα, μετά την πρώτη έκδοση των Καφιέρο και Ρεκλύ, το «Θεός και Κράτος» έγινε το πιο πλατιά γνωστό έργο του Μπακούνιν, μια διάκριση που, πάνω από έναν αιώνα αργότερα, εξακολουθεί ν’ απολαμβάνει. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, συμπεριλαμβανόμενης της Αγγλικής, της Γαλλικής, της Γερμανικής, της Ολλανδικής, της Ιταλικής, της Ισπανικής, της Ρώσικης, της Πολωνικής, της Τσέχικης, της Ρουμάνικης και της Εβραϊκής. Η πρώτη αγγλική μετάφραση, απ’ τον αναρχικό Μπέντζαμιν Τάκερ, εμφανίστηκε στη Βοστώνη το 1883, ένα σχεδόν χρόνο μετά την πρωτότυπη γαλλική έκδοση. Η μετάφραση του Τάκερ έπασχε όμως από μια σειρά μειονεκτημάτων: Οι Καφιέρο και Ρεκλύ όχι μόνο είχαν αλλάξει το κείμενο του Μπακούνιν σε μερικά σημεία, για να κάνουν τα Γαλλικά του πιο στρωτά και να τους δώσουν μια πιο λογοτεχνική ποιότητα, αλλά είχαν μεταθέσει αρκετές παραγράφους και σε ορισμένα σημεία παρερμήνευσαν το νόημα, καθώς δεν καταλάβαιναν το γραφικό χαρακτήρα του Μπακούνιν, που ήταν τόσο χαοτικός όσο και τα’ άλλα προσωπικά του χαρακτηριστικά. Όταν το πρώτο σωστό γαλλικό κείμενο εκδόθηκε στα 1908, το ακολούθησε μια νέα αγγλική έκδοση, που εμφανίστηκε στο Λονδίνο το 1910. Αυτή ήταν βασικά η μετάφραση του Τάκερ, αναθεωρημένη ώστε ν’ ανταποκρίνεται στο κείμενο του Μπακούνιν, δηλαδή, χωρίς τις αλλαγές των Καφιέρο-Ρεκλύ. Μια άλλη έκδοση, που κυκλοφόρησε απ’ τις εκδόσεις Mother Earth της Έμμα Γκόλντμαν στα 1916, ήταν ίδια με την έκδοση του Λονδίνου, αν εξαιρέσεις μερικές επουσιώδεις διαφορές στη φρασεολογία και τη στίξη.
Ενώ το κομμάτι «Θεός και Κράτος» εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1882, το πλήρες κείμενο της «Κνουτογερμανικής Αυτοκρατορίας» — Μέρη Α' και Β’ με δυο πρόσθετα κομμάτια και το υπόλοιπο μιας τεράστιας σημείωσης — θα εμφανιστεί τελικά στην εξάτομη γαλλική έκδοση των απάντων του Μπακούνιν (1895-1913), που εκδώσανε ο κορυφαίος αναρχικός ιστορικός Μαξ Νετλώ (Τόμος Α’) κι ο Τζέημς Γκιγιώμ (Τόμος Β' και ΣΤ') πιστός Ελβετός οπαδός του Μπακούνιν. Ολόκληρο το Β’ Μέρος της «Κνουτογερμανικής Αυτοκρατορίας» καταλαμβάνει τις σελίδες 9-177 του τόμου Γ', του οποίου οι σελίδες 18-131 περιέχουν το σωστό κείμενο αυτό που ο Καφιέρο κι ο Ρεκλύ εκδώσανε με τίτλο «Θεός και Κράτος». Οι σελίδες 9-17 είναι εισαγωγικά σχόλια μικρής σημασίας, ενώ οι υπόλοιπες (132-177) είναι η συνέχεια μιας επίθεσης του Μπακούνιν εναντίον του Γάλλου φιλελεύθερου φιλόσοφου Βικτόρ Κουζέν (1792-1867), που αρχίζει στην τελευταία σελίδα του «Θεός και Κράτος». (6) Ο Κουζέν ήταν ο ιδρυτής της «εκλεκτικιστικής» σχολής και, όπως δείχνει τ' όνομα, είχε προσεγγίσει μια πλατιά ποικιλία θεωριών στην προσπάθεια, που ο Μπακούνιν θεωρούσε παράλογη, ν’ αποδείξει την ύπαρξη του Θεού και να δικαιολογήσει την ύπαρξη του κράτους.
Η συνέχεια του «Θεός και Κράτος» αποτελείται από 13 αριθμημένες παραγράφους, πλαισιωμένες με κριτικά σχόλια και σημειώσεις, όπου συνοψίζονται κι ανασκευάζονται οι θεωρίες του Κουζέν. Η 13η παράγραφος σταματάει στη μέση μιας πρότασης που το τέλος της δε βρέθηκε ποτέ. Ωστόσο, προς το τέλος, υπάρχει η αρχή μιας σημείωσης, που κι αυτή κόβεται στη μέση μιας πρότασης, αλλά που το υπόλοιπο της όμως ανακαλύφθηκε απ’ τον Μαξ Νετλώ κι εκδόθηκε (καλύπτει κάπου 60 σελίδες) στον Α’ Τόμο των απάντων του Μπακούνιν. Δυστυχώς, ο Νετλώ έδωσε σ’ αυτή τη σημείωση τον τίτλο «Θεός και Κράτος», αυξάνοντας έτσι τη σύγχυση, γιατί όταν οι μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρονται στο «Θεός και Κράτος» είναι μερικές φορές δύσκολο να καταλάβεις αν εννοούν τη σημείωση του Νετλώ ή το περίφημο ομώνυμο δοκίμιο.
Ο Νετλώ, προφανώς, διάλεξε αυτό τον τίτλο, γιατί η σημείωση επεξεργάζεται μια παράγραφο απ' το Θεός και Κράτος όπου ο Ρουσσώ καταγγέλλεται σαν «προφήτης του συνταγματικού μοναρχικού κράτους» και «πραγματικός δημιουργός της σύγχρονης αντίδρασης». Περνώντας ξανά στην επίθεση, ο Μπακούνιν απορρίπτει τη Ρουσσωϊκή ιδέα του κοινωνικού συμβολαίου — με το οποίο οι άνθρωποι παραδίνουν ένα μέρος της ελευθερίας τους στο κράτος με αντάλλαγμα την ασφάλεια και την αρμονία — σαν επαίσχυντη φαντασίωση και πρόσχημα τυραννίας. Αρνείται να δεχτεί ακόμα και τον παραμικρό περιορισμό της ανθρώπινης ελευθερίας. «Κάθε υποδούλωση των ανθρώπων», γράφει, «είναι ταυτόχρονα περιορισμός της δικής μου ελευθερίας». «Είμαι ελεύθερος άνθρωπος μόνο στο μέτρο που αναγνωρίζω την ανθρωπιά και την ελευθερία όλων των ανθρώπων γύρω μου. Όταν σέβομαι την ανθρωπιά τους, σέβομαι τη δική μου». Επιπλέον, το κοινωνικό συμβόλαιο, ενώ αναγνωρίζει το άτομο και το κράτος, παραβλέπει την κοινωνία, που για τον Μπακούνιν είναι ο «φυσικός τρόπος ζωής ανθρώπων που ζούνε μαζί».
Πέρα απ' τη συνέχεια του «Θεός και Κράτος» και τη σημείωση για τον Ρουσσώ, υπάρχουν 2 ακόμα κομμάτια της «Κνουτογερμανικής Αυτοκρατορίας», που δεν εκδόθηκαν παρά πολύ μετά το θάνατο του Μπακούνιν. Το πρώτο απ' αυτά είναι ένα χαλαρά δεμένο «Παράρτημα» με τον πομπώδικο τίτλο «Φιλοσοφικοί Στοχασμοί πάνω στο Θεϊκό Φάντασμα, τον Πραγματικό Κόσμο και τον Άνθρωπο». Γραμμένο το φθινόπωρο του 1870, χωρίζεται σε 5 μέρη: α) Το Σύστημα του Κόσμου, β) Η Ευφυΐα κι η Βούληση του Ανθρώπου, γ) Ζωικότητα και Ανθρωπότητα, δ) Θρησκεία και ε) Φιλοσοφία και Επιστήμη. (7) Το δεύτερο, που ονομάστηκε «Ένα Δοκίμιο ενάντια στον Μαρξ», γράφτηκε το Νοέμβρη-Δεκέμβρη 1872, λίγο μετά το Συνέδριο της Α' Διεθνούς στη Χάγη, όπου η σύγκρουση ανάμεσα στον Μαρξ και τον Μπακούνιν έφτασε σ’ ένα δραματικό αποκορύφωμα, που κατέληξε στην αποπομπή του δεύτερου απ’ την οργάνωση. Συνακόλουθα, δε θα πρέπει να προκαλεί κατάπληξη το ότι επιτέθηκε, στη συνέχεια, με τόση βιαιότητα ενάντια στον Μαρξ. Ο Μπακούνιν τον κατηγορεί σα «δικτάτορα της Διεθνούς» και συγκρίνει τη λατρεία του για το κράτος και τη συγκεντρωτική εξουσία μ’ εκείνη του Γερμανού συμπατριώτη του Βίσμαρκ. Ο Μαρξ, λέει, ωθούμενος απ’ την Τευτονική ροπή του για κυριαρχία, ξέχασε τα ίδια τα συγκλονιστικά του λόγια απ’ το πρόγραμμα της Διεθνούς: «Η χειραφέτηση των εργατών είναι έργο των ίδιων των εργατών». (8)
Όταν ο Μπακούνιν έγραψε αυτό το τελευταίο κομμάτι της «Κνουτογερμανικής Αυτοκρατορίας», του έμεναν λιγότερα από 4 χρόνια ζωής. Αλλά στις επερχόμενες γενιές, οι οπαδοί του θα συνέχιζαν να κηρύσσουν το αναρχικό του μήνυμα και να εξαπολύουν μύδρους ενάντια στους εκπρόσωπους του «επιστημονικού σοσιαλισμού». Ξανά και ξανά προειδοποιούσαν ότι η πολιτική εξουσία είναι ολέθρια, ότι διαφθείρει όσους την ασκούν, ότι η κάθε λογής κυβέρνηση καταπνίγει το επαναστατικό πνεύμα των ανθρώπων και τους στερεί την ελευθερία τους. Σαν τον Μπακούνιν, πριν απ’ αυτούς, ζητούσαν την ανατροπή του κράτους και της εκκλησίας, μέσα απ’ τα ερείπια των οποίων προβλέπανε την ανάδυση μιας Χρυσής Εποχής δικαιοσύνης κι ισότητας, μιας φωτεινής περιόδου ελευθερίας, όπου οι άνθρωποι θα διευθύνανε τις ίδιες τους τις υποθέσεις, δίχως την παρέμβαση οποιασδήποτε αρχής.
Πωλ Άβριτς
Ν. Υόρκη - Γενάρης 1970
Σημειώσεις
1. Ε.Lampert, Studies in Rebellion (London, 1957), ρ. 118.
2.Ε. Η. Carr, Michael Bakunin (Ν. Υork, 1961), ρ. 196.
3.Iu.M.Steclov, Mikhail Aleksandrovich Bakunin, 4 νols. (Moscow, 1926-1927), 111,112.
4. Carr, Michael Bakunin, ρ. 175.
5. Μ. Α. Bakunin, Οevres, 6 νοl. (Paris, 1895-1913), II, 399. Steclov, Mikhail Aleksandrovich Bakunin, Ι, 189.
6. Οevres, Ι, 264-326. Ολόκληρη η «Κνουτογερμανική Αυτοκρατορία», το Β’ Μέρος, συμπεριλαμβανόμενου και του «Θεός και Κράτος», η συνέχεια για τον Κουζέν κι η μεγάλη σημείωση εκδόθηκαν μαζί σ' ένα τόμο της Ρώσικης έκδοσης των απάντων του Μπακούνιν: Izbrannyc sochineniia (Πετρούπολη, 1922) II, 123-264.
7. Οevres, III, 179-405. Για μια περίληψη με αποσπάσματα στα Αγγλικά, βλ. K.J.Kenafic, MichaelBakuninandKalrMarx (Μelbourne, 1948) ρρ. 331 Η.
8. Οevres IV, 397-510. Archives Bakunin (Leiden, 1965), II, 169-219.
* Περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση των εκδόσεων «Ελεύθερος Τύπος», Αθήνα 1986, σε μετάφραση Νίκου Β.Αλεξίου-Αντώνη Γκίκα, σελ. 7-16.