Το κείμενο αυτό γράφτηκε 17 χρόνια πριν. Δημοσιεύτηκε στο 4ο τεύχος του περιοδικού «Άναρχος» (Μάης 1986). Εξακολουθεί να είναι και ιστορικό και επίκαιρο. Το δημοσιεύω εδώ για πρώτη φορά ηλεκτρονικά ως απάντηση σε μερικούς που άκριτα υποστηρίζουν τόσο τη «17 Νοέμβρη» όσο και άλλες παρόμοιες κλίκες, ιδιαίτερα όσους λένε ότι είναι αναρχικοί. Ο καθένας ας αντλήσει τα συμπεράσματά του… Θα ακολουθήσουν και άλλα κείμενα.
ΠΡΟΣΩΡΙΝΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑ
«Η ένοπλη πάλη απέτυχε να πραγματοποιήσει όλους τους πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους που είχε θέσει για τα τελευταία δέκα χρόνια. Πρέπει να έχει κανείς το θάρρος να την καταδικάσει και να την απαρνηθεί. Αλλιώς θα τρελαθεί».
Εμίλιο Φέντζι
Ερυθροταξιαρχίτης
Φυλακές Γένουας 1982
I.
Δεν αντιμετωπίζουμε την τρομοκρατία με απόλυτους όρους, σαν καλή ή καλή. Θεωρούμε ότι αν η χρήση της βίας από μέρους ενός επαναστατικού κινήματος δεν ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες και επιτακτικές ανάγκες καταντά αυτοσκοπός και προσωπική αυτοϊκανοποίηση. Η ένοπλη πάλη είναι αναγκαία μόνο σε συνθήκες απόλυτης κρατικής καταστολής. Και σ’ αυτές όμως τις συνθήκες η «προετοιμασία της εξέγερσης» είναι πάντα «ζήτημα θεωρίας, συμμετοχής στους κοινωνικούς αγώνες, συμβολής στην πρόοδο ορισμένων ιδεών, δημιουργίας σχέσεων και επαφών ανάμεσα στους επαναστάτες κ.λπ. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη συγκρότησης ειδικευμένων «στρατιωτικών» ομάδων με ετικέτα και με μια οργάνωση στραμμένη προ τη χρησιμοποίηση τη βίας. Κάθε συγκεκριμένη ενέργεια μπορεί να πραγματοποιείται με τη συνεργασία ατόμων και ομάδων που δεν είναι ειδικευμένες και πρέπει να κρίνεται με βάση το περιεχόμενό της και όχι τη λογική ειδικευμένων «στρατιωτικών» ομάδων. Η ανάγκη της ετικέτας σημαίνει μια οργάνωση της ένοπλης βίας που υιοθετεί σαν κριτήριο την ίδια τη βία και όχι δραστηριότητες συνδεδεμένες με πραγματικές ανάγκες… Όταν μια ομάδα θεωρεί τον εαυτό της πυρήνα του μελλοντικού «επαναστατικού» στρατού, δρα έξω από κάθε κοινωνικό κίνημα και τις περισσότερες φορές εναντίον του. Έτσι τείνει να μετασχηματιστεί σε μικρο-εξουσία, σ’ ένα είδος προπλάσματος Κράτους που θέτει υποψηφιότητα για την αντικατάσταση του παλιού κρατικού μηχανισμού» (LeMouvementCommuniste).
ΙΙ.
Ο τρομοκράτης, ο ειδικός της βίας, θέλει να σταματήσει ή να βιάσει την ιστορία με τον δυναμίτη ή το πιστόλι. Δεν αντιμετωπίζει την ιστορία σαν ένα σύνολο κοινωνικών σχέσεων οι οποίες ανάλογα με την πορεία και την ποιότητα τη ταξικής πάλης(1) μεταρρυθμίζονται ή μετασχηματίζονται ριζικά, αλλά σαν ένα «πράγμα» που η ίδια του η βίαιη δράση θα μπορούσε ν’ ανατρέψει. Γι’ αυτό ακριβώς ο τρομοκράτης ζει απελπιστικά απομονωμένος στο περιθώριο της ιστορίας.
III.
Η τρομοκρατία είναι η σκέψη και η πρακτική κάθε διαχωρισμένης εξουσίας. Οι ένοπλες «επαναστατικές» ομάδες (από τους «Μαχόμενους Κομμουνιστικούς Πυρήνες» μέχρι την «17 Νοέμβρη») αναπαράγουν στρατιωτικούς και ιεραρχικούς τρόπους οργάνωσης, δηλώνουν ότι «υπηρετούν το λαό», αποσκοπούν στη δημιουργία ενός «λαϊκού» Κράτους και σ’ αυτά πιστεύουν ότι συμβάλλει η Δονκιχωτική δράση τους: είναι η πεμπτουσία της γιακωβίνικης-λενινιστικής αντίληψης για την επαναστατική οργάνωση, είναι η άκρα αριστερά της αστικογραφειοκρατικής παράταξης. Αναλογιζόμενοι την περίπτωση του πράκτορα Άζεφ, που μπήκε επικεφαλής στην «οργάνωση μάχης» του ρωσικού σοσιαλ-επαναστατικού κόμματος αντιλαμβανόμαστε την ευχαρίστηση που νιώθει ο προβοκάτορας-αστυνομικός όταν διεισδύοντας σε μια τρομοκρατική ομάδα για να την διαβρώσει ανακαλύπτει πως βρίσκεται σ’ ένα πολύ οικείο περιβάλλον.
IV.
Ο μιλιτάντης τρομοκράτης με τη στάση του προτρέπει τις μάζες των ανθρώπων να παραμένουν παθητικές. («Αν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ήταν ακόμα δυνατές τα αφεντικά δεν θα μας μεταχειρίζονταν μ’ αυτόν τον τρόπο» δήλωνε ένας εργάτης της Mirafiori σ’ έναν δημοσιογράφο το 1977(). Την εποχή που βρίσκεται στην παρανομία είναι ανίκανος να δει την προτεραιότητα που έχει η οργάνωση και η ενσυνείδητη πράξη των ίδιων των ανθρώπων στην πάλη για τη χειραφέτησή τους. Αντίθετα, οικτίρει την «αδράνειά» τους και υποκαθιστά τη δράση τους κατά τον πλέον μίζερο τρόπο: αυτόν του μανιασμένου εκδικητή. Όταν έχει πλέον κατακτήσει την εξουσία (περίπτωση Στάλιν) θεσμοθετεί την παθητικότητα επιβάλλοντας την κυριαρχία της «αλήθειας» του πάνω στις μάζες των ανθρώπων.
V.
Η τρομοκρατία είναι ο άμεσος τροφοδότης της ιδεολογίας της συνωμοσίας. Το Κράτος, είτε τη δημιουργεί το ίδιο (όπως αποδείχτηκε στην Ιταλία) είτε όχι, την παρουσιάζει σαν τον σημαντικότερο παράγοντα αποσταθεροποίησης των – καταχρηστικά ονομαζόμενων – δημοκρατικών θεσμών. Η ιδεολογία της συνωμοσίας αποσκοπεί στο να παρουσιάσει την ιστορία σαν αποτέλεσμα «μυστικών» ενεργειών, δηλ. αποσκοπεί στο να κρύψει την πραγματικότητα, να συγκαλύψει τις υπάρχουσες κοινωνικές εξουσιαστικές σχέσεις. Ο ουσιαστικός στόχος αυτής της ιδεολογίας είναι η εξοικείωση του πολίτη με το Κράτος. Το σημερινό Κράτος, έχοντας χάσει κάθε ενεργή λαϊκή συμπαράσταση, βλέπει πολύ σωστά πως ο μόνος τρόπος για να βγει άθικτο από την κοινωνική κρίση είναι να ξαναδημιουργήσει πολίτες έτοιμους να «ερευνήσουν» και να σταθούν στο πλευρό του. Πλάθει κινδύνους που υποτίθεται ότι απειλούν τόσο το ίδιο όσο κι εμάς, κι έπειτα παρουσιάζεται ως ο ευσπλαχνικός προστάτης που θα μας σώσει από την επαπειλούμενη καταστροφή. Έχει δίκιο ο Σανγκουινέττι: χωρίς την κακία του συνωμότη διαβόλου η άπειρη καλοσύνη του Θεού δεν μπορεί να φανερωθεί και να εκτιμηθεί όσο πρέπει.
VI.
Οι πρόσφατες ενέργειες της «17 Νοέμβρη» αποδείχτηκαν το προσφορότερο πεδίο κριτικής για τους μίζερους νέο-λενινιστές της «Ρήξης» και της Κ.Ο. «Μαχητής». Καταγγέλλοντάς τους δημόσια ως προβοκάτορες και αντιπαραθέτοντας στην «τυφλή βία» τους κάποιο αφηρημένο «μαζικό κίνημα» νομίζουν ότι μπορούν να παρουσιάσουν τους εαυτούς τους σαν αυθεντικούς επαναστάτες. Η δραστηριότητά τους όμως αποδεικνύει καθημερινά ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από ιδιοκτήτες πολιτικών μαγαζιών και επίδοξοι χειραγωγοί κοπαδιών.
VII.
Οι ερασιτέχνες ακτιβιστές «αριστεριστές» ή «αναρχικοί», συνηθίζουν να μετρούν τη δραστηριότητά τους ή την αδράνειά τους σε σχέση με το θέαμα των τρομοκρατικών ενεργειών. Σ’ αυτούς τους αφελείς έχουμε να πούμε ότι ένα ελευθεριακό κομμουνιστικό κίνημα δεν έχει ανάγκη από ήρωες. Δεν μοιραζόμαστε την αγωνία της «17 Νοέμβρη» για την «ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές» ούτε αποτίουμε φόρο τιμής σε κανέναν νεκρό αγωνιστή. Στην καλύτερη περίπτωση αφήνουμε τους νεκρούς να θάψουν τους νεκρούς τους.
ΟΜΑΔΑ ΑΝΑΡΧΟΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ
Νέα Σμύρνη, 7/1/1986
1. Για το πώς εννοούμε την ταξική πάλη στο σύγχρονο σύστημα εξουσιαστικών-εμπορευματικών κοινωνικών σχέσεων θ’ αναφερθούμε διεξοδικά σ’ ένα μελλοντικό μας κείμενο.