Όταν έχουν εξαντλήσει τα επιχειρήματά τους ενάντια στον ακλόνητo συλλογισμό μας, οι χτυπημένοι από τα πάρθια βέλη εξουσιαστές κομμουνιστές μας κατηγορούν ως «εχθρούς της Ρωσικής Επανάστασης».
Από την θέση μας για την πάλη ενάντια στην δικτατορική αντίληψη περί επανάστασης - μια θέση που την μοιραζόμαστε με τους Ρώσους συντρόφους μας - έως την υποστήριξη των επιχειρημάτων μας, μνημονεύουμε τα ολέθρια αποτελέσματα της δικτατορικής κατεύθυνσης της επαναστατημένης Ρωσίας και κρατάμε άσβηστο το φως των σοβαρών λαθών της εκεί κυβέρνησης και με αυτή την λογική και μόνο μας κατηγορούν ότι αγωνιζόμαστε ενάντια στην Ρωσική Επανάσταση.
Αυτό είναι κάτι παραπάνω από αδικαιολόγητες κατηγορίες. Είναι ένα ψέμα και μια συκοφαντία. Εάν η υπόθεση της Ρωσικής Επανάστασης είναι η υπόθεση της ελευθερίας και της δικαιοσύνης με μια ΠΡΑΚΤΙΚΗ και όχι με κάποια αφηρημένη έννοια, εάν είναι, δηλαδή, η υπόθεση του προλεταριάτου και της χειραφέτησής του από κάθε πολιτική και οικονομική δουλεία, από κάθε κρατική ή ιδιωτική εκμετάλλευση και καταπίεση, εάν η Ρωσική Επανάσταση είναι η υπόθεση της κοινωνικής ισότητας, τότε δικαιολογημένα μπορούμε να επιμείνουμε ότι οι μόνοι τίμιοι σήμερα στην Ρωσική Επανάσταση, την επανάσταση που έγινε από την εργατική τάξη της Ρωσίας, είναι οι αναρχικοί.
Εκτιμούμε ότι, για ένα σημαντικό διάστημα της επανάστασης, ο καθένας - και ειδικά οι επαναστάτες - αυτό που έχει δικαίωμα να ελπίζει είναι αγκάθια και ελάχιστα τριαντάφυλλα. Ας μην τρέφουμε αυταπάτες γι’ αυτό. Αλλά η επανάσταση σταματά να είναι επανάσταση όταν δεν είναι και δεν σημαίνει καμιά βελτίωση, έστω και μικρή, για τις μάζες και αποτυγχάνει να εξασφαλίσει στους προλετάριους μια καλύτερη ζωή ή τουλάχιστον, εάν δεν μπορούν να το δουν ξεκάθαρα αυτό, από τη στιγμή που συγκεκριμένες προσωρινές δυσκολίες μπορούν να υπερνικηθούν, θα έρθει η ευημερία. Σταματά να είναι επανάσταση, εάν, με πρακτικούς όρους μιλώντας, περιορίζουν με οποιοδήποτε τρόπο την ελευθερία των άλλων - για όλους αυτούς που καταπιέζονταν από το παλιό καθεστώς.
Αυτές είναι οι απόψεις και τα αισθήματα που μας καθοδηγούν στην προπαγάνδα και την πολεμική μας. Με κανέναν τρόπο η προπαγάνδα και η πολεμική μας δεν εξαρτούνται από σεχταριστικό πνεύμα, πολύ λιγότερο από ένα πνεύμα ανταγωνισμού ή προσωπικών ενδιαφερόντων και δεν ασκούμε αυτήν την προπαγάνδα ως μια άσκηση κριτικής και δογματισμού. Αλλά είμαστε αντιλαμβανόμαστε περισσότερο την εκπλήρωση μιας διπλής υποχρέωσης άμεσης πολιτικής σπουδαιότητας.
Από την μια πλευρά, η μελέτη της Ρωσικής Επανάστασης, το να ρίξουμε φωτός στα λάθη που έγιναν από αυτούς που βρίσκονται στην κυβέρνηση και η κριτική για το μπολσεβίκικο σύστημα που κέρδισε, αποτελεί, όσον μας αφορά, μια υποχρέωση η οποία επιβάλλεται από την πολιτική αλληλεγγύη στους Ρώσους συντρόφους μας, οι οποίοι, επειδή συμμερίζονται τις σκέψεις μας και συμφωνούν με τις απόψεις μας - οι οποίες, πιστεύουμε, είναι οι σκέψεις και οι απόψεις οι περισσότερο συμβατές με τα ενδιαφέροντα της επανάστασης του προλεταριάτου - στερούνται κάθε ελευθερίας, συκοφαντημένοι, φυλακισμένοι, εξορισμένοι και, μερικοί από αυτούς, δολοφονημένοι από αυτήν την κυβέρνηση.
Από την άλλη πλευρά, έχουμε την υποχρέωση να καταδείξουμε το μπολσεβίκικο λάθος, έτσι που εάν μια παρόμοια κρίση συμβεί στις δυτικές χώρες, το προλεταριάτο να μπορεί να φροντίσει ώστε να μην βαδίσει σε έναν δρόμο, να μην πάρει μια κατεύθυνση, η οποία ξέρουμε τώρα από πρώτο χέρι ότι θα σημάνει την αποτυχία της επανάστασης.
Εάν αυτό είναι ό,τι νομίζουμε, εάν είμαστε βαθιά πεπεισμένοι ότι αυτή είναι η περίπτωση - και οι αντίπαλοί μας δεν έχουν καμιά αμφιβολία γι’ αυτό και δεν υπάρχουν άλλα ενδιαφέροντα ή ισχυρά αισθήματα που θα μπορούσαν να αλλάξουν τις απόψεις μας για να μην αναλάβουμε μια τέτοια δραστηριότητα - τότε είναι υποχρέωσή μας, ως αναρχικοί και επαναστάτες, να σπάσουμε την σιωπή μας. Αλλά μήπως όλα αυτά σημαίνουν ότι είμαστε ενάντια στην Ρωσική Επανάσταση;
Η Ρωσική Επανάσταση είναι το πιο συνταρακτικό γεγονός του καιρού μας. Προερχόμενη και εξελισσόμενη ευκολότερα από ένα τεράστιο γεγονός, τον παγκόσμιο πόλεμο, η επανάσταση αυτή έχει ξεπεράσει τον πόλεμο σε σημασία και σπουδαιότητα.
Έχει καταφέρει, είτε το καταφέρνει τώρα είτε στο μέλλον - ενάντια σε κάθε εμπόδιο, όπως ευχόμαστε ακόμα - να σπάσει τα δεσμά της μισθωτής σκλαβιάς που δένουν χειροπόδαρα την εργατική τάξη και πρέπει να επεκτείνει την πρόοδο που προήλθε από παλιότερες επαναστάσεις και να συμπεριλάβει στους στόχους της την οικονομική και κοινωνική ισότητα, την ελευθερία για όλους και στην θεωρία και στην πράξη, δηλαδή με την υλική πιθανότητα της επιτυχίας, τότε η Ρωσική Επανάσταση θα ξεπεράσει την ιστορική σπουδαιότητα και αυτής ακόμα της Γαλλικής Επανάστασης του 1789-93.
Εάν ο παγκόσμιος πόλεμος απέτυχε να εξαλείψει όλες τις ελπίδες εξέγερσης από πλευράς των καταπιεσμένων ανθρώπων του κόσμου, εάν, παρ’ όλα αυτά, οι άνθρωποι δεν γυρίζουν αιώνες πίσω στην ζωώδη ύπαρξη των προγόνων τους, αλλά προόδευσαν, αυτό το οφείλουμε, πέρα από κάθε αμφιβολία, στην Ρωσική Επανάσταση. Είναι η Ρωσική Επανάσταση αυτή που έχει ανυψώσει τις ηθικές και ιδεαλιστικές αξίες της ανθρωπότητας και η οποία μας έχει αναδείξει τις φιλοδοξίες μας και το πνεύμα συλλογικότητας όλων των ανθρώπων προς μια υψηλότερη ανθρωπινότητα.
Σ’ αυτή την λυπημένη αυγή του 1917, ενώ ολόκληρος ο κόσμος φαινόταν ότι βούλιαζε στον τρόμο, στον θάνατο, στο ψεύδος, στην εχθρότητα και στο πιο μαύρο σκοτάδι, η Ρωσική Επανάσταση ξαφνικά πλημμύρισε όλους εμάς που υποφέραμε από αυτήν την ατελείωτη τραγωδία με ένα φως αλήθειας και αδελφότητας και την ζεστασιά της ζωής και η αγάπη άρχισε να φτερουγίζει ξανά στις καψαλισμένες καρδιές των εργατών διεθνώς.
Όσο διατηρείται αυτή η μνήμη, όλοι οι άνθρωποι της γης θα χρωστούν στον Ρωσικό λαό αυτή την προσπάθεια, με την οποία, όχι μόνο στην Ρωσία και στην Ευρώπη, αλλά και στις πιο απομακρυσμένες γωνιές του κόσμου όπου κατοικούν άνθρωποι, ανυψώθηκαν οι ελπίδες των καταπιεσμένων.
Εμείς δεν αποκρύπτουμε απολύτως το κόστος του κατορθώματος αυτού του Ρωσικού λαού όσον αφορά την κούραση, τον ηρωισμό, την θυσία και το μαρτύριο.
Εμείς οι αναρχικοί δεν ακολουθούμε την πρόοδο της επανάστασης με διανοητικές επιφυλάξεις ή με σεχταριστικό πνεύμα.
Ποτέ δεν μιλάμε με αυτό τον τρόπο, δημόσια ή μη και μέχρι τώρα. Και καθώς η επανάσταση προχωρά δεν μας ενδιαφέρει ποιο κόμμα θα κερδίσει την μεγαλύτερη φήμη. Και κανείς, ή πρακτικά κανείς, δεν μιλά για τους Ρώσους αναρχικούς. Γνωρίζαμε - και αργότερα τα νέα απέδειξαν ότι είχαμε δίκιο - ότι πρέπει να είμαστε στην πρώτη γραμμή της μάχης, άγνωστοι μεν, αλλά όχι λιγότερο σπουδαίοι παράγοντες της επανάστασης. Και για μας αυτό ήταν αρκετό.
Δεν έχουμε οπαδούς ούτε έχουμε καμιά ανάγκη να εκμεταλλευτούμε και να εξασφαλίσουμε προνόμια για το μέλλον και, γι’ αυτό το λόγο, η σιωπή μας όσον αφορά το έργο των συντρόφων μας δεν αποθάρρυνε την χαρά μας. Και, ανάμεσα στους μήνες Μάρτιο και Νοέμβριο, πριν οι μπολσεβίκοι καταλάβουν την εξουσία (και ακόμα μερικούς μήνες μετά από αυτό, μέχρι που η πικρή εμπειρία επιβεβαίωσε τα λεγόμενά μας και μας έδωσε μια ιδέα από πριν) οι μπολσεβίκοι φάνηκε να είναι οι ενεργητικότεροι εχθροί των παλιών καταπιεστών, της πολιτικής του πολέμου, ότι δεν είχαν δοσοληψίες με την μπουρζουαζία και ότι πάλευαν ενάντια στο δημοκρατικό ριζοσπαστισμό που έχει τις ρίζες του στον καπιταλισμό και, μαζί με αυτό, ενάντια στους σοσιαλ-πατριώτες, στους ρεφορμιστές, στους δεξιούς σοσιαλ-επαναστάτες και στους μενσεβίκους και, αργότερα, όταν μετά από μια μικρή διστακτικότητα συνεργάστηκαν να διασκορπίσουν στους ανέμους την διφορούμενη Συντακτική Συνέλευση, οι αναρχικοί, χωρίς καμία παράλογη αντιζηλία, τους συμπαραστάθηκαν.
Στάθηκαν στην πλευρά τους ιδεαλιστικά, πνευματικά, έξω από την Ρωσία και, περισσότερο πρακτικά, στην σφαίρα της προπαγάνδας και της πολιτικής δραστηριότητας ενάντια στις συκοφαντίες και τις διαβολές της μπουρζουαζίας. Και, ακόμα περισσότερο πρακτικά, στάθηκαν εκεί ακόμα (αν και είχαν αρχίσει να αντιτίθενται σε πολεμικό επίπεδο), ενάντια στις αστικές κυβερνήσεις όταν, τόσο όσο ήταν δυνατόν, έγινε μια προσπάθεια να αναληφθεί άμεση δράση για να καταπολεμηθεί το καθόλου φημισμένο μποϋκοτάζ σε βάρος της Ρωσίας και να σταματήσει η προμήθεια με πολεμικό υλικό στους εχθρούς της.
Κάθε ώρα που τα ενδιαφέροντα της επανάστασης και του Ρωσικού λαού βρίσκονταν στην κορυφή, οι αναρχικοί έκαναν το καθήκον τους, ακόμα και αν ήξεραν ότι με πλάγιο τρόπο βοηθούσαν τους αντιπάλους τους.
Το ίδιο συνέβη, σε μεγαλύτερη κλίμακα και μια σπουδαιότερη κατανάλωση ενέργειας και περισσότερες θυσίες σε μια σκληρή ένοπλη πάλη, μέσα στην Ρωσία, όπου οι σύντροφοί μας πάλευαν για την επανάσταση και ενάντια στον τσαρισμό πριν από το 1917, με πεισματώδη αντίσταση στον πόλεμο και μετά με τα όπλα στα χέρια τον Μάρτιο, ενάντια στην αστική δημοκρατία και τον σοσιαλ-ρεφορμισμό του Ιουλίου και του Οκτωβρίου αργότερα, παλεύοντας, στο τέλος, σε όλα τα μέτωπα, δίνοντας την ζωή τους στην πάλη ενάντια στον Γιούντενιτς, τον Ντενίκιν και τον Βράνγκελ, ενάντια στους Γερμανούς στην Ρίγα, τους Άγγλους στο Άρχανγκελ, τους Γάλλους στην Οδησσό και τους Ιάπωνες στην Σιβηρία.
Αρκετοί από αυτούς (και εδώ δεν υπάρχει χώρος για να δούμε αν έκαναν λάθος ή όχι) συνεργάστηκαν με τους μπολσεβίκους στην εσωτερική πολιτική ή στην στρατιωτική οργάνωση, όπου μπορούσαν, σε αντίθεση με την συνείδησή τους, αλλά για το συμφέρον της επανάστασης. Και εάν σήμερα οι Ρώσοι αναρχικοί είναι ανάμεσα στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης στην Ρωσία και παλεύουν ενάντια στην μπολσεβίκικη πολιτική και κυβέρνηση, το κάνουν γιατί αναγκάζονται - αυτοί οι μικροί ήρωες - να το κάνουν για την επανάσταση που άρχισε τον Μάρτιο του 1917.
Η σημερινή κυβέρνηση αποτελεί την άρνηση της Ρωσικής Επανάστασης. Από την άλλη πλευρά, είναι διαμετρικά αντίθετο σ’ αυτήν το ότι υπάρχει μια κυβέρνηση. Όχι μόνο μαχόμαστε την Ρωσική κυβέρνηση, στο επίπεδο της πολεμικής, με επαναστατικά επιχειρήματα που δεν έχουν τίποτα κοινό με αυτά των εχθρών της επανάστασης, αλλά την υπερασπίζουμε, αποσαφηνίζοντάς την και ελευθερώνοντάς την από τους λεκέδες με τους οποίους την βλέπει ο κόσμος - λεκέδες που δεν προέρχονται από αυτή την ίδια, αλλά από το κυβερνητικό κόμμα, την νέα άρχουσα κάστα που αναπτύσσεται σαν παράσιτο στον κορμό της, ζημιώνοντας το μεγάλο μέρος του προλεταριάτου.
Αυτό με κανέναν τρόπο δεν μας αποτρέπει από το να κατανοήσουμε την μεγαλοπρέπεια της Ρωσικής Επανάστασης και να εκτιμήσουμε την ανανεωτική της υφή που αντιπροσωπεύει για την Ευρώπη. Στο μόνο πράγμα που αντιστεκόμαστε είναι το ότι ένα και μόνο κόμμα πρέπει να μονοπωλεί τα κέρδη και τα οφέλη ενός τόσο τεράστιου γεγονότος, το οποίο αυτοί σίγουρα δεν το δικαιούνται, αλλά κατ’ αναλογία που κάποιος μπορεί να περιμένει από τους αριθμούς και την οργάνωσή τους.
Η Ρωσική Επανάσταση δεν ήταν το έργο ενός κόμματος - ήταν το έργο ενός ολόκληρου λαού και ο λαός αυτός είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής της πραγματικής Ρωσικής Επανάστασης. Το μεγαλείο της Επανάστασης δεν προέρχεται από την ψήφιση κυβερνητικών διατάξεων, νόμων και την δημιουργία στρατιωτικών σωμάτων, αλλά από τον σχηματισμό των εμβριθών αλλαγών σφυρηλατημένων στην ηθική και υλική ζωή του πληθυσμού.
Η αλλαγή αυτή είναι αναντίρρητη. Ο τσαρισμός στην Ρωσία πέθανε και μαζί με αυτόν και μια ολόκληρη ατέλειωτη σειρά τερατουργημάτων. Η παλιά τάξη των ευγενών και η αστική τάξη έχουν καταστραφεί και μαζί με αυτήν αρκετά πράγματα, από τις ρίζες τους, ιδιαίτερα ένα σωρό προκαταλήψεις, η εξάλειψη των οποίων φαινόταν κάποτε αδύνατη. Πρέπει η Ρωσία, όπως είναι τώρα η κατάσταση, να είναι αρκετά άτυχη ώστε να αντικρίσει την δημιουργία μιας νέας αστικής τάξης.
Η κατεδάφιση των παλιών εκμηδενισμένων οδηγεί στην προσδοκία ότι ο νόμος της νέας εξουσίας θα ανατραπεί χωρίς δυσκολία. Η αυθεντική ελευθεριακή ιδέα πίσω από τα «Σοβιέτ» δεν κέρδισε τις καρδιές των Ρώσων, είναι μάταιη, ακόμα και εάν οι μπολσεβίκοι την έχουν ακρωτηριάσει και την έχουν μετατρέψει σε τροχό της γραφειοκρατίας της δικτατορίας. Μέσα σε αυτήν την ιδέα ενυπάρχει ο σπόρος της νέας επανάστασης, η οποία πρέπει να είναι η μόνη που δρα και αναπτύσσεται στο πνεύμα του αληθινού κομμουνισμού, του κομμουνισμού με ελευθερία.
Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να διεκδικήσει την ηθική ανανέωση της Ρωσίας στην αφύπνιση της επανάστασης ούτε μπορεί να την καταστρέψει και αυτή η ανανέωση είναι η ουσία της λαϊκής επανάστασης μόνο, όχι ενός πολιτικού κόμματος. «Και, φυσικά, σε πείσμα των πάντων» (ένας σύντροφος, ο οποίος επέστρεψε μόλις από την Ρωσία, έγραψε σε μένα, μετά από κάποιες κριτικές για την κακοδιοίκηση των μπολσεβίκων), «η εντύπωση ότι η ζωή των Ρώσων μας κάνει να πιστεύουμε ότι όλα εδώ στην καπιταλιστική Ευρώπη φαίνονται μια άθλια, βλακώδης «αστική» απομίμηση, δεν υπάρχει καμιά κοινοτοπία. Δεν μπορεί κάποιος να ακούσει αυτά τα χυδαία τραγούδια από μεθυσμένους. Επικρατεί μια απωθητική ατμόσφαιρα τις Κυριακές και αυτά τα μέρη όπου ο κόσμος διασκεδάζει στις δυτικές χώρες δεν υπάρχουν. Εν μέσω θυσιών και ανείπωτης συμφοράς, ο κόσμος ζει μια καλύτερη, περισσότερο έντονη ηθική ζωή».
Με πραγματικούς όρους η Ρωσική Επανάσταση ζει στη ζωή των Ρώσων. Είναι η επανάσταση που αγαπάμε, που γιορτάζουμε με ενθουσιασμό και με μια καρδιά γεμάτη ελπίδα. Αλλά, καθώς ποτέ δεν κουραζόμαστε να το επαναλαμβάνουμε, η επανάσταση και ο Ρωσικός λαός δεν είναι η κυβέρνηση, που στα μάτια του επιπόλαιου κοινού, φαίνεται ότι τον αντιπροσωπεύει έξω.
Ένας φίλος μου, επιστρέφοντας από την Ρωσία το 1920, με αρκετό ενθουσιασμό, όταν τον προειδοποίησα ότι τα σοβιέτ ήσαν ένα ταπεινωμένο είδος υποταγής και ότι οι κυβερνητικοί αντιπρόσωποι ακόμα μανούβραραν την εκλογή τους «φασιστικά», μου απάντησε, κατά κάποιο απερίσκεπτο τρόπο: «Αλλά εάν οι προλετάριοι στην πλειοψηφία τους ήσαν πραγματικά ικανοί να εκλέξουν σοβιέτ της επιλογής τους, η μπολσεβίκικη κυβέρνηση δεν θα έμενε στην εξουσία την επόμενη βδομάδα!».
Εάν είναι έτσι, τότε όταν ασκούμε κριτική - όχι σε άτομα ούτε σε μεμονωμένους ανθρώπους, τους οποίους έχουμε υπερασπιστεί ενάντια στις συκοφαντίες του Τύπου των καπιταλιστών - όταν εμείς, παρακινημένοι από το συνεχές μας ενδιαφέρον, όχι να υποπέσουμε σε μια λανθασμένη, υπερβάλλουσα μορφή κριτικής, κάνουμε επίθεση στο κυβερνών κόμμα στην Ρωσία και αυτοί από τους υποστηρικτές του που αγωνιούν να ακολουθήσουν τα βήματά του στην Ιταλία - επειδή βλέπουμε ότι οι μέθοδοί του είναι βλαβεροί στην επανάσταση και προωθούν μια πραγματική αντεπανάσταση - πώς μπορεί κάποιος να πει ότι «υιοθετούμε μια στάση ενάντια στην Ρωσική Επανάσταση»;
Το προλεταριάτο, το οποίο μας γνωρίζει και μας λαμβάνει υπόψη του, γνωρίζει ότι αυτό είναι ένας κακός, γελοίος ισχυρισμός, όσο κακός και γελοίος είναι ο τρόπος με τον οποίο οι αστοί κονδυλοφόροι προσπαθούν να στοιχειοθετήσουν προσβολές και κατηγορίες ενάντια σε ολόκληρο τον Ιταλικό λαό τις δικαίως δριμείες κριτικές - τις οποίες υποστηρίζουμε - ότι οι ξένοι επαναστάτες στρέφονται ενάντια στην κυβέρνηση και στην αστική τάξη της Ιταλίας.
· Ο Λουίτζι Φάμπρι γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 1877. Ήταν και παραμένει ελάχιστα γνωστός έξω από τους ιταλικούς αναρχικούς κύκλους. Παρ’ όλα αυτά, υπήρξε ένας από τους πιο εξέχοντες αναρχικούς θεωρητικούς, ακολουθώντας και προπαγανδίζοντας το αναρχοκομμουνιστικό ρεύμα, στο οποίο, επίσης, περιλαμβάνονται και οι Λουίτζι Γκαλεάνι, Καμίλο Μπερνέρι και Πιέτρο Γκόρι, ανάμεσα σε άλλους. Έγινε αναρχικός σε ηλικία 17 ετών και μετά από δύο χρόνια συνάντησε τον Ερρίκο Μαλατέστα, με τον οποίο επιδόθηκαν σε διάφορες επαναστατικές δραστηριότητες. Ήταν συνεκδότης της ιταλικής αναρχικής επιθεώρησης «Il Pensiero» («Η Σκέψη»), αλλά συνεισέφερε και σε άλλες αναρχικές εκδόσεις, όπως την «Lotta Umana» («Ανθρώπινη Πάλη») και την τότε καθημερινή «Umanita Nova» («Νέα Ανθρωπότητα»), η οποία συνεχίζει σήμερα την κυκλοφορία της ως όργανο της Ιταλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας (FAI) και της οποίας ο Ερρίκο Μαλατέστα ήταν εκδότης για χρόνια. Έγραψε, επίσης, διάφορα έργα, από τα οποία τα γνωστότερα είναι: «Μαλατέστα, η Ζωή και η Σκέψη του», «Δικτατορία και Επανάσταση», «Μαρξισμός και Αναρχισμός» και «Αστικές Επιδράσεις στον Αναρχισμό» (που έχει μεάαφραστεί και κυκλοφορήσει στα ελληνικά από την Ομάδα Αναρχοκομμουνιστών-Κοινοτιστών Νέας Σμύρνης, εκδόσεις «Ελεύθερος Τύπος»). Το 1926 κατάφερε να διαφύγει από την φασιστική τρομοκρατία, καταφεύγοντας πρώτα στο Βέλγιο και στην Γαλλία και μετά, αφ’ ότου απελάθηκε από εκεί, στην Ουρουγουάη όπου συνέχισε τον αγώνα και την αναρχική προπαγάνδα και πέθανε το 1935.
Αναδημοσίευση από:«Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης» Μελβούρνη, Αυστραλία
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ένα συνέδριο μαριονέτα – το ΙΙΙο συνέδριο της Γ΄ Διεθνούς
(Πώς τα συνδικάτα έχασαν την αυτονομία τους)
Ι.
ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ CNT ΤΟ ΔΕΚΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 1919
(Από το έργο του Ζοζέ Ρειράτ «Η CNT στην Ισπανική επανάσταση», 1958)
Το 1ο συνέδριο της Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας Ισπανίας (CNT) έγινε στη Μαδρίτη από τις 10 ως τις 18 Δεκέμβρη 1919. Προσυνεδριακά, τις πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες οργανώσεις απασχόλησαν τρία βασικά ζητήματα: α. ένωση των μεγάλων συνδικαλιστικών οργανώσεων του Ισπανικού προλεταριάτου (απορρίφθηκε με 221.824 ψήφους υπέρ, έναντι 433.458 ψήφους κατά και 10.192 αποχές) . β. νέα οργανική δομή στη βάση βιομηχανικών εθνικών ομοσπονδιών (απορρίφθηκε με 14.000 ψήφους υπέρ , έναντι 651.472 ψήφους κατά ) και γ. μια δήλωση υπέρ των ελευθεριακών κομμουνιστικών αρχών της τάσης των οπαδών της απόλυτης ελευθερίας ( έγινε δεκτή ομόφωνα).
Αλλά η πιο ενδιαφέρουσα συζήτηση έγινε πάνω στο θέμα της στάσης που έπρεπε να παρθεί απέναντι στη ρωσική επανάσταση. Ακούστηκαν πολλές απόψεις. Οι πιο σημαντικές ήταν:
- Ποια μέσα θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε πρακτικά για να βοηθήσουμε τη ρώσικη επανάσταση και να αποτύχει ο αποκλεισμός που έχουν επιβάλλει τα καπιταλιστικά κράτη;
- Ήταν αναγκαία η προσχώρηση στην Τρίτη Συνδικαλιστική Διεθνή;
- Η Συνομοσπονδία έπρεπε να προσχωρήσει αμέσως στη Διεθνή και σε ποια;
- Θα είναι χρήσιμο να συγκληθεί στην Ισπανία ένα συνέδριο της Διεθνούς;
Έγιναν δεκτές πολλές εισηγήσεις, μεταξύ των οποίων και η πιο κάτω:
«Η Εθνική Συνομοσπονδία παραμένει σταθερός υπερασπιστής των αρχών που υποστήριζε ο Μπακούνιν στην Πρώτη Διεθνή. Από την άλλη μεριά, δηλώνει ότι προσχωρεί προσωρινά στην Τρίτη Διεθνή επειδή ο κύριος χαρακτήρας της είναι επαναστατικός και περιμένοντας να γίνει το Διεθνές Συνέδριο στην Ισπανία, πρέπει η Συνομοσπονδία να βάλει τις βάσεις οι οποίες θα διέπουν την αληθινή Διεθνή των εργαζομένων».
Ο Άνγκελ Πεστάνια ορίστηκε αντιπρόσωπος για να πάει στη Ρωσία και να γνωστοποιήσει εκεί τις αποφάσεις που πήρε το συνομοσπονδιακό συνέδριο.
ΙΙ.
Το ΙΙΙο Συνέδριο της ΤΡΙΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ (Ιούνιος 1920)
(Αφήγηση του Άνγκελ Πεστάνια)
Το 3Ο Συνέδριο της Τρίτης Διεθνούς άρχισε στις 28 Ιουνίου 1920 στην έδρα της στη Μόσχα. Στην αρχή ο Ζηνόβιεφ πρότεινε να γίνει δεκτή σαν μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τρίτης Διεθνούς, η Ισπανική Συνομοσπονδία. Η πρόταση έγινε δεκτή.
Ο Λοζόφσκυ (πρόεδρος της συνδικαλιστικής κόκκινης Διεθνούς από το 1920 ως το 1937) πρότεινε με τη σειρά του την οργάνωση μιας επαναστατικής συνδικαλιστικής Διεθνούς, τονίζοντας: «Στην πλειοψηφία των εμπόλεμων χωρών, το μεγαλύτερο μέρος των συνδικάτων υπήρξαν κατά τα οδυνηρά χρόνια του πολέμου, οπαδοί της ουδετερότητας (απολιτικής). Υπήρξαν οι δούλοι του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού και είχαν παίξει ολέθριο ρόλο καθυστερώντας την χειραφέτηση των εργαζομένων.
Στη δικτατορία της αστικής τάξης χρειαζόταν η επιβολή της δικτατορίας του προλεταριάτου, σαν το μόνο αποφασιστικό και μεταβατικό μέσο, της μόνης ικανής δύναμης να κλονίσει την αντίσταση των εκμεταλλευτών και να εξασφαλίσει έτσι την ισχυροποίηση της εξουσίας από το προλεταριάτο».
Το συνέδριο αποφασίζει κατά συνέπεια:
- Να καταδικάσει κάθε τακτική που προορίζεται να κάνει ώστε να βγουν έξω από τις υπάρχουσες συνδικαλιστικές οργανώσεις τα πρωτοποριακά στοιχεία και αντίθετα να απομακρυνθούν κατά ριζικό τρόπο από τη διεύθυνση του συνδικαλιστικού κινήματος οι οπορτουνιστές που είχαν συνεργαστεί με την αστική τάξη αποδεχόμενοι τον πόλεμο.
- Να υποστηρίξει μέσα στις συνδικαλιστικές οργανώσεις όλου του κόσμου μια μεθοδική προπαγάνδα δημιουργώντας σε κάθε μια από αυτές έναν κομμουνιστικό πυρήνα που θα κατέληγε να επιβάλλει την άποψή του.
- Να δημιουργήσει μια επιτροπή διεθνούς δράσης και πάλης για τη μεταμόρφωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτή η επιτροπή θα λειτουργήσει σαν ένα διεθνές συμβούλιο των εργατικών συνδικάτων σε συμφωνία με την εκτελεστική επιτροπή της Τρίτης Διεθνούς στις συνθήκες που θα διαμορφωθούν από το συνέδριο. Αυτό θα αποτελείται από εκπροσώπους όλων των εργατικών εθνικών οργανώσεων που έχουν προσχωρήσει.
- Όταν πήρα το λόγο δήλωσα : τρία σημεία του ντοκουμέντου θα γίνουν το αντικείμενο μιας γρήγορης και συγκεκριμένης εξέτασης, διότι οι οργανώσεις που αντιπροσωπεύω πήραν μια θέση που τις χωρίζει ολότελα από αυτό το ντοκουμέντο. Τα τρία σημεία είναι: ο απολιτισμός, η κατάκτηση της εξουσίας και η δικτατορία του προλεταριάτου.
Πραγματικά, μέσα σ΄ αυτό το ντοκουμέντο, ο απολιτισμός είναι καταδικασμένος, από μερικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, ενώ σχεδόν όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που συντάχτηκαν υπέρ του ιμπεριαλιστικού πόλέμου ήταν πολιτικοποιημένες, γεγονός που είναι αντίθετο με εκείνα που μας λέει το ντοκουμέντο. Πού βρίσκεται, λοιπόν, η λογική αυτού του ντοκουμέντου; Τα δύο σημεία που μένουν είναι εκείνα που αφορούν την κατάκτηση της εξουσίας και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Είναι λίγος ο χρόνος για να εκθέσω αυτό που σκέφτεται η Συνομοσπονδία και που εκπροσωπώ εδώ πάνω σ΄ αυτά τα δύο θέματα.
Σας υπενθυμίζω πως κατά τη διάρκεια του πρώτου συνεδρίου της Συνομοσπονδίας που έγινε στη Μαδρίτη, το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δεκέμβρη της τελευταίας χρονιάς (1919), αποφασίστηκε ομόφωνα από τους πεντακόσιους παρόντες αντιπροσώπους ότι ο τελικός σκοπός ήταν η επικράτηση του κομμουνισμού με πλήρεις ελευθερίες.
Θα προσθέσω ακόμη δύο λέξεις ως προς το θέμα του άρθρου που ευνοεί τη στενή συνεργασία με το πολιτικοποιημένο κομμουνιστικό προλεταριάτο.
Η Συνομοσπονδία αποδέχεται τη συνεργασία με όλες τις επαναστατικές οργανώσεις που θα πάλευαν εναντίον του καπιταλιστικού καθεστώτος διατηρώντας πάντα το δικαίωμα να το κάνουν όπως θα τους φαινόταν καλύτερα. Σκέπτομαι ότι πραγματικά η Συνομοσπονδία μου δε θα δεχόταν ποτέ να συμφωνήσει αν αμφισβητούνταν η ελευθερία της δράσης της ʽʼ
Την πρώτη και τη δεύτερη παράγραφο δε τις συζήτησε κανείς. Στη διάρκεια της συζήτησης στην τρίτη παράγραφοξαναδήλωσα ότι εμείς είμαστε μη πολιτικοποιημένοι και ότι έπρεπε να αντεπεξέλθουμε στον πόλεμο με όλα τα μέσα και ότι ήταν παράδοξο να υπογράψουμε ένα ντοκουμέντο που καταδίκαζε τη δράση μας και τις αρχές μας. Τελικά συμφωνήθηκε η τροποποίηση της σύνταξης αυτής της παραγράφου.
Η τέταρτη παράγραφος έγινε η αιτία μιας μακράς συζήτησης γιατί ήμαστε πολλοί που υποστηρίζαμε την αρχή μιας πλήρους συνδικαλιστικής αυτονομίας. Τέλος, ύστερα από ατέλειωτες συζητήσεις το ντοκουμέντο υπογράφηκε από πέντε από τους εφτά συνολικά παρόντες αντιπροσώπους.
Η θέση μου ήταν πολύ λεπτή, γιατί η Συνομοσπονδία είχε προσχωρήσει στην Τρίτη Διεθνή. Δεν μπορούσα να απορρίψω ένα ντοκουμέντο που είχε γίνει δεκτό από αυτή. Άρα, έπρεπε να ακολουθήσω την πλειοψηφία.
Εξάλλου κατά την υπογραφή αυτού του ντοκουμέντου είχα γράψει: «από την Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας, Άνγκελ Πεστάνια», αντί να γράψω «για την Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας, Άνγκελ Πεστάνια». Έτσι απαλλασσόμουν από την ευθύνη. Όταν μου έδωσαν το λόγο, θύμισα ότι οι αντιπρόσωποι γνωρίζουν ήδη τις αντίθετες θέσεις μου ως προς την κατάκτηση της εξουσίας και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Θύμισα, επίσης, πως οι θέσεις αυτές δεν εκφράζανε την προσωπική μου άποψη, αλλά την άποψη της Συνομοσπονδίας.
Δήλωσα κατά συνέπεια, ότι αν η πλειοψηφία με υποχρέωνε να αποδεχτώ το ντοκουμέντο όπως ήταν, θα το υπέγραφα, αλλά θα έδινα από πριν την εξής προειδοποίηση: «όλα όσα αναφέρονται στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, στη δικτατορία του προλεταριάτου και στη συνεργασία με το κομμουνιστικό πολιτικό προλεταριάτο παραμένουν υποταγμένα στις κατοπινές αποφάσεις που θα πάρει η Συνομοσπονδία μόλις επιστρέψω στην Ισπανία και η συνομοσπονδιακή Επιτροπή θα μάθει για όλα όσα αποφασίστηκαν κατ΄ αυτή τη σύσκεψη».
Το ίδιο έγινε για την πρόσκληση που θα απευθυνόταν στις συνδικαλιστικές οργανώσεις όλου του κόσμου. Σ΄ αυτή την πρόσκληση γραφόταν πως οι συνδικαλιστικές, εθνικές και διεθνείς επαγγελματικές οργανώσεις, οι τοπικές και περιφερειακές ενώσεις που αποδέχονταν την επαναστατική πάλη των τάξεων, προσκαλούνταν να παραβρεθούν στη συνδιάσκεψη.
Δεν ήμουν σύμφωνος ούτε με αυτή την πρόσκληση που έφραζε το δρόμο σε πολλές οργανώσεις που θα ήθελαν να παραβρεθούν στη συνδιάσκεψη, αλλά που δεν ήταν σύμφωνες με τη δικτατορία του προλεταριάτου και με την κατάκτηση της εξουσίας. Αυτό ήταν κατά τη γνώμη μου μια πλάνη…
ΙΙΙ.
ΕΝΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΜΑΡΙΟΝΕΤΑ
Ο Πεστάνια βεβαιώνει πως οι κομμουνιστές ήταν σύμφωνοι στη βελτίωση της σύνταξης του ντοκουμέντου στο θέμα της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά μόλις για μια στιγμή απουσίασε ο Ισπανός αντιπρόσωπος, το ντοκουμέντο δημοσιεύτηκε όπως ήταν στο πρωτότυπο κείμενο. Στο θέμα της ανάπτυξης του ίδιου συνεδρίου, ο Πεστάνια λέει πως η πάλη που έγινε για το πρόσωπο που θα αναλάβει την προεδρία τράβηξε όλη την προσοχή. Αλλά πολύ γρήγορα διαπίστωσε, πως το ίδιο το συνέδριο ήταν μια μαριονέτα. Η προεδρία έκανε τον κανονισμό. Τροποποιούσε όπως της άρεσε τις προτάσεις, ανέτρεπε την ημερήσια διάταξη και παρουσίαζε προτάσεις δικής της πρωτοβουλίας. Ο τρόπος που χρησιμοποίησε στο συνέδριο ήταν εντελώς καταχρηστικός για να πετύχει τους σκοπούς της. Παράδειγμα, ο Ζηνόβιεφ εκφώνησε έναν λόγο μιάμιση ώρας παρόλο που κάθε παρέμβαση δεν έπρεπε να ξεπερνάει τα δέκα λεπτά.
Ο Πεστάνια ήθελε να απαντήσει σ΄ αυτή την ομιλία αλλά το λόγο του τον διέκοψε στα δέκα λεπτά με το χέρι, το προεδρείο. Ο ίδιος ο Πεστάνια κριτικαρίστηκε από τον Τρότσκι μέσα σε ένα λόγο που κράτησε περισσότερο από τρία τέταρτα της ώρας και όταν ο Πεστάνια ζήτησε να απαντήσει στις επιθέσεις του Τρότσκι, το προεδρείο δήλωσε ότι η συζήτηση είχε κλείσει. Ο ίδιος αναγκάστηκε να διαμαρτυρηθεί για τον τρόπο που ορίζονταν οι εισηγητές. Θεωρητικά, κάθε αντιπρόσωπος μπορούσε να κάνει μια πρόταση, αλλά το προεδρείο διάλεγε το ίδιο τους «ενδιαφέροντες». Οι αναλογικοί ψήφοι (κατά αντιπροσωπεία ή αντιπρόσωπο) προβλέπονταν, αλλά δεν εφαρμόζονταν. Έτσι, το ρωσικό κομμουνιστικό κόμμα εξασφάλιζε μια άνετη πλειοψηφία.
Η αποκορύφωση ήταν ότι μερικές ενδιαφέρουσες αποφάσεις δεν παίρνονταν ούτε μέσα στην αίθουσα του συνεδρίου αλλά, στα παρασκήνια. Με αυτές τις διαδικασίες εγκρίθηκε το παρακάτω κείμενο: «Στα προσεχή παγκόσμια συνέδρια της Τρίτης Διεθνούς, οι εθνικές συνδικαλιστικές οργανώσεις που είναι μέλη θα αντιπροσωπεύονται από τους αντιπροσώπους του κομμουνιστικού κόμματος κάθε χώρας».
Η διαμαρτυρία εναντίον αυτής της απόφασης απλούστατα αγνοήθηκε. Ο Πεστάνια εγκατέλειψε τη Ρωσία στις 6 Σεπτέμβρη 1920, αφού αντάλλαξε εντυπώσεις σύντομες με τον Αρμάνδο Μπόρκι (γενικού γραμματέα της Αναρχοσυνδικαλιστικής Ιταλικής Ένωσης ) που είχε πάει στη Ρωσία σαν εκπρόσωπος της Ένωσης και τώρα έφευγε απογοητευμένος από αυτή την εμπειρία. Αλλά πριν εγκαταλείψουν τη Μόσχα και οι δύο, πήραν γνώση της εγκυκλίου για την οργάνωση της Κόκκινης Συνδικαλιστικής Διεθνούς.
Αν στα μελλοντικά συνέδρια της Τρίτης Διεθνούς ήθελε κανείς, να εξασφαλίσει την κυριαρχία των κομμουνιστικών κομμάτων πάνω στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, θα μπορούσε να υποθέσει ότι μέσα σε μια συνδικαλιστική Διεθνή το πράσινο φως θα ανοιγόταν μόνο για τις εργατικές κεντρικές οργανώσεις που ελέγχονταν από τα κομμουνιστικά κόμματα .
Το σχέδιο δράσης του 3ου Συνεδρίου της Τρίτης Διεθνούς, περιλάμβανε :
Μια ειδική Επιτροπή θα έπρεπε να οργανωθεί σε κάθε χώρα από το κομμουνιστικό κόμμα.
Αυτή η Επιτροπή θα είχε για δουλειά της να δέχεται και να διανέμει σε όλες τις συνδικαλιστικές οργανώσεις τις εγκυκλίους και τις δημοσιεύσεις της Κόκκινης Διεθνούς οργάνωσης.
Η Επιτροπή θα όριζε τους συντάκτες των επαγγελματικών και επαναστατικών εφημερίδων εντυπώνοντας τους την άποψη της Διεθνούς εναντίον της αντίπαλης Διεθνούς.
Η Επιτροπή θα επέβαινε με τα δικά της μέσα επέμβασης και πολεμικής.
Η Επιτροπή θα δουλεύει σε στενή συνεργασία με το κομμουνιστικό κόμμα παραμένοντας όμως ένα διαφορετικό όργανο.
Η Επιτροπή θα συμβάλλει στη σύγκλιση διασκέψεων στις οποίες θα συζητούνται θέματα διεθνούς οργάνωσης και θα διαλέγει τους ικανούς για προπαγάνδα ρήτορες.
Η Επιτροπή θα συγκροτείται κατά προτίμηση από κομμουνιστές συντρόφους. Οι εκλογές θα επιβλέπονται από το κομμουνιστικό κόμμα.
Στις χώρες που δε θα μπορεί να υιοθετηθεί αυτή η μέθοδος θα στέλνονται απεσταλμένοι του κομμουνιστικού κόμματος για να δημιουργήσουν μια παρόμοια οργάνωση.
«Πρέπει να ξέρουμε να αντιστεκόμαστε με όλα μας τα μέσα, να κάνουμε κάθε θυσία και να είμαστε έτοιμοι για όλα – αν η ανάγκη – να χρησιμοποιήσουμε ακόμα και το δόλο, την υποκρισία, τις αθέμιτες μεθόδους, να αποσιωπήσουμε και να κρύψουμε την αλήθεια, μόνο και μόνο για να μπορέσουμε να διεισδύσουμε στα συνδικάτα, να παραμείνουμε σ΄ αυτά και να πραγματοποιήσουμε εκεί ένα κομμουνιστικό έργο». Β.Ι. Λένιν, «Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού».