below

 

Συμβολή στην πολιτική γενεαλογία του «σοσιαλισμού από τα κάτω» που επινοήθηκε από τον Αμερικανό τροτσκιστή Hal Draper, την συνάφεια του με τον Αναρχισμό και τη χρησιμότητά του στην επικαιροποίηση της σοσιαλιστικής σκέψης και στο σήμερα

Αργύρης Αργυριάδης

 

Με αφορμή την 51 επέτειο από την εποχή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου πολλά έχουν περάσει και αρκετά πλέον φαντάζουν ξεπερασμένα. Αναμφίβολα ζούμε σήμερα σε μια εποχή στην οποία ο σοσιαλισμός έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό το νόημά του και δυστυχώς μεγάλο μέρος της σημασίας του. Η αφθονία των σοσιαλδημοκρατικών, λενινιστικών, σταλινικών και μαοϊκών εκδοχών προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στην ακεραιότητα της ίδιας της έννοιας του σοσιαλισμού και ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη σημερινή περιθωριοποίηση της επαναστατικής πολιτικής.

Ενάντια σε αυτήν την πολιτική απαξίωση στάθηκε η προσπάθεια να αρθρωθεί μια πολιτική «σοσιαλισμού από τα κάτω» για να προσφέρει μια επαναστατική εναλλακτική στα ηθικά εγκλήματα και τις πολιτικές αποτυχίες τόσο του αυταρχικού μαρξισμού όσο και της σοσιαλδημοκρατίας. Με αφετηρία τους Hal Draper, που ήταν και ο εφευρέτης αυτού του όρου αλλά και του David McNally, που βοήθησε στη διάδοσή του, προσδιόρισαν τον «σοσιαλισμό από τα κάτω» ως την αυτοχειραφέτηση της εργατικής τάξης που βασίζεται στη συγχώνευση του επαναστατικού σοσιαλισμού με την επαναστατική δημοκρατία. Αυτός ο «σοσιαλισμός από τα κάτω» θεωρήθηκε ως η γνήσια κληρονομιά του μαρξικού σοσιαλισμού όπως διατυπώθηκε στη διακήρυξη της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων (IWA ή AIT στην ισπανική εκδοχή) το 1867 ότι «η χειραφέτηση των εργατικών τάξεων πρέπει να κατακτηθεί από τις ίδιες τις εργατικές τάξεις».

Στην ουσία αυτή η αντίληψη για τον σοσιαλισμό, έρχεται σύμφωνα με τους εμπνευστές της σε ευθεία αντίθεση με τις κληρονομιές των εξουσιαστικών εκδοχών του σοσιαλισμού οι οποίες βαφτίζονται ως «σοσιαλισμοί των από τα πάνω» αλλά και αντιπαραθετικά προς τον Αναρχισμό όπως θα δούμε παρακάτω.

Με την εμφάνιση του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος και με την συνεχή επίδραση του μεταμενοτέρνου αφηγήτος του «ΤΕΛΟΥΣ» πολλές οργανώσεις της άκρας αριστεράς αλλά και των «μη ιδεολογικών» κινημάτων επανεξέτασαν τις αναλύσεις τους για μια ποικιλία πολιτικών ζητημάτων με τρόπο σύμφωνο προς την προσέγγιση που πρόοτειναν οι Draper και McNally. Αποτέλεσμα, εκτός από τη συνολική αναζωπύρωση της αναρχικής πολιτικής δράσης και του ακτιβισμού της εκείνη την εποχή, οι αρχές της άμεσης δημοκρατίας και της αυτοοργάνωσης κυριάρχησαν σε πολλά από τα νεότερα και πιο ριζοσπαστικά τμήματα του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, και υπήρξε προθυμία σε πολλά η σοσιαλιστική αριστερά να συμμετάσχει σε διαδικασίες ανασυγκρότησης με άλλους σχηματισμούς συχνά αντιεξουσιαστικούς που εστιάζουν σε σύγχρονα σημεία ενότητας και όχι σε ιστορικές διαφωνίες. Κάτι ανάλογο συνέβη και στην Ελλάδα το οποίο συνεχίζεται και ταλανίζει τον ανταγωνιστικό χώρο μέχρι και τις μέρες μας.

Κατά την άποψή μου το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι εάν η έννοια του «σοσιαλισμού από τα κάτω» -όρος εύηχος που έχει κατά κόρον χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει διάφορες σύγχρονες εκδοχές μητροπολιτικών κινημάτων- παρέχει ή όχι μια πρακτική και θεωρητική βάση για την υπέρβαση των αυταρχικών εκδοχών του «σοσιαλισμού» ή αν είναι απλώς μια άλλη σοσιαλιστική εκδοχή που ενσωματώνει, εργαλειοποιεί και σχετικοποιεί χώρους και κινήματα με θεμελιώδεις πολιτικές διαφορές και έτσι συσκοτίζει τον αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση και την κυριαρχία.

Για να γίνει αυτό κατανοητό θα πρέπει να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή μιας και στην μεταμοντέρνα συνθήκη, εμφανίζονται ως «νέες» ιδέες, αλλά και νοήματα που προέρχονται απλά από το παρελθόν σε καινούργια πιο εύηχη συσκευασία.

Ο όρος λοιπόν «σοσιαλισμός από τα κάτω», όπως προείπαμε, επινοήθηκε το 1960 από τον Αμερικανό μαρξιστή Hal Draper, στο δοκίμιο «The Two Souls of Socialism». Ο Draper, ο οποίος ήταν ιδρυτικό μέλος του τροτσκιστικού κινήματος των ΗΠΑ αλλά διασπάστηκε από τον ορθόδοξο τροτσκισμό κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, έγραψε το δοκίμιο αυτό για να αντιμετωπίσει αυτό που ονόμασε «κρίση με την έννοια του σοσιαλισμού». Αντιμέτωπος με ένα πλήθος ανταγωνιστικών σοσιαλιστικών ομάδων –σοσιαλδημοκρατικών, σταλινικών, μαοϊκών και τροτσκιστικών– που όλες διεκδικούσαν τον μανδύα του «γνήσιου» σοσιαλισμού, ο Draper επινόησε τους όρους «σοσιαλισμός από κάτω» και «σοσιαλισμός από τα πάνω» για να διακρίνει τον αυθεντικό επαναστατικό σοσιαλισμό από τα καχέκτυπά του. Ο Draper όρισε αυτούς τους δύο ανταγωνιστικούς «σοσιαλισμούς» ως εξής: «Αυτό που ενώνει τις πολλές διαφορετικές μορφές σοσιαλισμού-από-πάνω είναι η αντίληψη ότι ο σοσιαλισμός πρέπει να παραδοθεί στις ευγνώμονες μάζες με τη μια ή την άλλη μορφή, από μια άρχουσα ελίτ που δεν υπόκειται στον έλεγχό τους. Αντίθετα, ο σοσιαλισμού-από-κάτω είναι η άποψή του ότι αυτός μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της αυτοχειραφέτησης των ενεργοποιημένων μαζών που κινούνται και απλώνουν το χέρι για την ελευθερία «από τα κάτω» μέσα σε έναν αγώνα ώστε να αναλάβουν τη δική τους μοίρα, στη σκηνή της ιστορίας».

Για τον Draper, μόνο ο Μαρξ είναι αυτός που καταλαβαίνει πραγματικά την κατηγορία του «σοσιαλισμού από κάτω», γιατί ο Μαρξ ήταν αυτός που «επιτέλους συνέδεσε τις δύο ιδέες του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας». Ο Draper υποστηρίζει ότι ο Μαρξ το έκανε αυτό όχι μόνο στη σφαίρα της θεωρίας, αλλά και στην πρακτική της καθημερινής του οργάνωσης. Στη συνέχεια ασκεί δριμεία κριτική στους αντιεξουσιαστές ελευθεριακούς σοσιαλιστές που αντιστρατεύθηκαν στον Μαρξ, τον ​​Προυντόν και τον Μπακούνιν. Για τον Draper, παρά τη ρητορική του για τους «από τα κάτω», ο Αναρχισμός «δεν ασχολείται με τη δημιουργία δημοκρατικού ελέγχου από τα κάτω, αλλά μόνο με την καταστροφή της «εξουσίας» επί του ατόμου, συμπεριλαμβανομένης και της εξουσίας του προλεταριατου την πιο εξαιρετικά δημοκρατική ρυθμισή της κοινωνίας που μπορούμε να φανταστούμε».

Σχεδόν δυόμισι δεκαετίας αργότερα ένας άλλος αριστεριστής, ο McNally, συνεχίζοντας το νήμα από εκεί που το άφησε ο Draper, προσπάθησε να αντιμετωπίσει τη «ρίζα της σύγχρονης κρίσης με την έννοια του σοσιαλισμού» που δημιουργήθηκε από τα εγκλήματα του σταλινισμού. Σε ορισμένες ενότητες της δουλειάς του, ο McNally είναι προφανώς στο ίδιο κύμα με την στην ανάλυση του Draper. Για παράδειγμα, στην ενότητά του για τον αναρχισμό, ο McNally όχι μόνο δανείζεται τον ίδιο υπότιτλο του «μύθου του αναρχικού ελευθεριανισμού», αλλά σε τρία ξεχωριστά σημεία μέσα στην ίδια ενότητα χρησιμοποιεί τα ίδια ακριβώς αποσπάσματα που χρησιμοποιεί ο Draper για να ασκήσει κριτική στον Αναρχισμό. Η απόρριψη του Αναρχισμού από τον McNally, όπως και τον Draper, είναι τριπλή: ο αναρχισμός αντιπροσωπεύει τις παρορμήσεις του μικροκαταστηματάρχη και της μικροαστικής τάξης, όχι της εργατικής τάξης. Είναι αντιδημοκρατικός στην άρνησή του προς την «δημοκρατική και κολεκτιβιστική πρακτική», καθώς και ότι η απόρριψη της «πολιτικής ελευθερίας» για μια «απελευθέρωση από την πολιτική» σημαίνει ότι ο Αναρχισμός δεν θα μπορέσει ποτέ να παράσχει «πραγματική κατεύθυνση στις προσπάθειες των εργαζομένων να αλλάξουν την κοινωνία».

Δυστυχώς γι’ αυτούς η επιθετικότητα της κριτικής του Draper και του McNally στον Αναρχισμό είναι προϊόν μιας δύσκολης αντίφασης μέσα στις ορθόδοξες μαρξιστικές αξιώσεις ότι ενσαρκώνουν τον σοσιαλισμό από τα κάτω – το γεγονός ότι από όλες τις επαναστατικές κριτικές του κεφαλαίου και του κράτους, ο Αναρχισμός φαίνεται να είναι η κατ’ εξοχήν θεωρητική προοπτική που υποστήριξε με μεγαλύτερη συνέπεια μια πολιτική «από τα κάτω». Παρά τις έντονες διαφωνίες τους στα ζητήματα του κράτους και του συγκεντρωτισμού, ο Μαρξ και ο Μπακούνιν, και οι δύο πίστευαν στην υπεροχή της οικονομικής «βάσης» έναντι της πολιτικής «υπερδομής». Και οι δύο ήθελαν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό και εργάστηκαν ως ενεργοί επαναστάτες γι’ αυτόν τον σκοπό. Και οι δύο ήταν σοσιαλιστές και κολεκτιβιστές, αντίθετοι στον αστικό ατομικισμό. Και οι δύο ήταν πολέμιοι της θρησκείας και λάτρευαν τις φυσικές επιστήμες.

Εκεί που διαφωνούσαν ήταν ακριβώς στο τι θα μπορούσε να ονομαστεί ως η βασική αρχή του σοσιαλισμού από τα κάτω. Ενώ και οι δύο πίστευαν στην αυτοοργάνωση της εργατικής τάξης, η συζήτηση μεταξύ τους ήταν για το πώς ακριβώς αυτό έπρεπε να οδηγήσει στη χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Όπως υποστήριξε ο Μπακούνιν: «Ο Μαρξ είναι ένας αυταρχικός και συγκεντρωτικός κομμουνιστής. Θέλει αυτό που θέλουμε, τον πλήρη θρίαμβο της οικονομικής και κοινωνικής ισότητας, αλλά το θέλει στο κράτος και μέσω της κρατικής εξουσίας, μέσω της δικτατορίας μιας πολύ ισχυρής, και ας πούμε, δεσποτικής προσωρινής κυβέρνησης, δηλαδή με την άρνηση. της ελευθερίας. Το οικονομικό του ιδανικό είναι το κράτος ως μοναδικός ιδιοκτήτης της γης και κάθε είδους κεφαλαίου, που καλλιεργεί τη γη υπό τη διαχείριση κρατικών μηχανικών και ελέγχει όλες τις βιομηχανικές και εμπορικές ενώσεις με κρατικό κεφάλαιο. Αντίθετα, οι Αναρχικοί θέλουμε τον ίδιο θρίαμβο της κοινωνικής και οικονομικής ισότητας μέσω της κατάργησης του Κράτους και όλων όσων περνούν από το όνομα του νόμου (που, κατά την άποψή μας, είναι η μόνιμη άρνηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Θέλουμε η ανοικοδόμηση της κοινωνίας και η ενοποίηση της ανθρωπότητας να επιτευχθεί, όχι από πάνω προς τα κάτω από οποιαδήποτε εξουσία, ούτε από σοσιαλιστές αξιωματούχους, μηχανικούς και άλλους διαπιστευμένους ανθρώπους της μάθησης – αλλά από τα κάτω προς τα πάνω, με την ελεύθερη ομοσπονδία όλων είδη εργατικών συλλόγων απελευθερωμένων από τον ζυγό του κράτους».

Συνεπώς, η επίθεση του Draper στον Αναρχισμό δεν είναι το μόνο παράδειγμα μεροληψίας, καθώς αρνείται να κάνει ερωτήσεις που το πλαίσιό τους δεν είναι σε θέση να απαντήσει. Έτσι, λέγοντας ότι ο μπολσεβικισμός «είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί εν συντομία», ο Draper αποτυγχάνει να φέρει την ανάλυσή του για τον σοσιαλισμό από τα κάτω σε ένα από τα πιο πιεστικά ερωτήματα σχετικά με την έννοια του σοσιαλισμού: Τι απέγινε ο μαρξισμός στον απόηχο του εκφυλισμού της Ρωσικής Επανάστασης; Η άποψη του Draper στο ερώτημα εάν ο «λενινισμός» ήταν μια μορφή σοσιαλισμού από πάνω ή από κάτω συνδυάζεται με την απροθυμία να αποφανθεί για πολλά από τα πιο σημαντικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν τα επαναστατικά κινήματα: τη φύση και τις δυνατότητες της εργατικής τάξης ως δύναμη για επαναστατική αλλαγή, τον ρόλο της επαναστατικής οργάνωσης στη διαδικασία αυτής της αλλαγής και τέλος, την φύση του κράτους στην επαναστατική διαδικασία.

Στην ουσία η μέγιστη συμβολή του McNally στην αντίληψη του Draper για τον «σοσιαλισμό από τα κάτω», ήταν να την επεκτείνει ώστε να συμπεριλάβει τη λενινιστική και τροτσκιστική παράδοση στην οποία βασίζεται η Διεθνής Σοσιαλιστική Τάση. Ο Draper όρισε την ουσία του μαρξισμού ως τη σύνθεση των ιδεών του σοσιαλισμού και της δημοκρατίας, με την έμφαση ότι μόνο η εργατική τάξη θα μπορέσει να τις συγχωνεύσει σε ένα επαναστατικό σύνολο. Ο McNally, προετοιμάζοντας μια επέκταση του σοσιαλισμού από τα κάτω για να συμπεριλάβει τον Λένιν, τον Τρότσκι και την παράδοση των Μπολσεβίκων, ορίζει την «ουσία» του μαρξισμού ελαφρώς διαφορετικά από τον Draper. Από την οπτική του McNally, η ουσία του μαρξισμού προκύπτει από το γεγονός ότι «η εργατική τάξη έπρεπε να χειραφετηθεί μέσω της δικής της συλλογικής δράσης» και να «ανατρέψει το παλιό κράτος και να δημιουργήσει ένα νέο, πλήρως δημοκρατικό κράτος για τον εαυτό της». Στη συνέχεια, ο McNally συζητά την «αναθεώρηση» και τη συνεργασία της μαρξιστικής επαναστατικής και αυτοχειραφετητικής θεωρίας από τη σοσιαλδημοκρατία και, μετά από μια σύντομη περιγραφή των σημαντικών συγκρούσεων της Ρόζας Λούξεμπουργκ με τη σοσιαλδημοκρατία, στρέφεται στον κύριο άξονα του επιχειρήματός του – ο ισχυρισμός ότι, λόγω της υποστήριξής του στο σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» και της έκκλησής του για καταστροφή του καπιταλιστικού κρατικού μηχανισμού, ο λενινισμός είναι ο αληθινός εκπρόσωπος του «σοσιαλισμού από τα κάτω» μετά τον Μαρξ και τον Ένγκελς.

Και ίσως ο αναγνώστης αναρωτηθεί στο σημείο αυτό για τον σκοπό της παρούσας ανάλυσης. Και εξηγούμαι: τον τελευταίο καιρό με πρόσχημα τα «κινήματα των από τα κάτω» επιχειρείται να εισέλθει εκ νέου ο λενινισμός εντός του ευρύτερου αναρχικού αντιεξουσιαστικού χώρου. Δηλαδή με πρόσχημα την βάση, πεφωτισμένες ακτιβιστικές πρωτοπορίες από τα πάνω θα είναι αυτές που θα οδηγήσουν τις σύγχρονες εξελίξεις. Αρκετές δε από αυτές τις κομμουνιστικοποιημένες εκδοχές έχουν κατά καιρούς συγκρουσθεί στην προσπάθειά τους για το ποιος θα καταλάβει την ηγεμονία εντός του χώρου.

Επανέρχομαι στην σύγχυση που προκαλεί η έννοια του «σοσιαλισμού από τα κάτω» λόγω του εύηχου και απενοχοποιημένου ονόματός της που χωρά καθέναν που κάνει κριτική και αναθεωρητισμό επί των σύγχρονων κινημάτων προς όφελος ενός νέου φαντασιακού, το οποίο όπως βλέπουμε μόνο νέο δεν είναι. Πρόκειται και για την ενσωμάτωση των ιδεών του Ιταλού κομμουνιστή ηγέτη, Αντόνιο Γκράμσι, από τον οποίο ο McNally προσπαθεί να αντλήσει γνώσεις για την ηγεμονία, την κοινωνία των πολιτών και τον «πόλεμο θέσεων» ώστε να υποστηρίξει το πόνημα του. Για τον McNally, οι κεντρικές ιδέες του Γκράμσι βρίσκονται στην αντίληψή του για ένα «νέο και πιο περίπλοκο μοντέλο του επαναστατικού κόμματος», αλλά ο McNally δεν διευκρινίζει ποτέ τι σημαίνει αυτό ή εάν είναι ποιοτικά διαφορετικό από το τροτσκιστικό μοντέλο. Ο Γκράμσι έχει σίγουρα αφήσει μια σημαντική κληρονομιά στους επαναστάτες ακτιβιστές που αντιμετωπίζουν μια σχετικά σταθερή προηγμένη καπιταλιστική κοινωνία, αλλά εκτός από μια αναφορά στην ανάγκη στενής σύνδεσης «αυθόρμητων» αγώνων με την «ηγεσία» ενός «πιο πολύπλοκου» επαναστατικού κόμματος, ο McNally αποτυγχάνει να εξηγήσει τι σημαίνουν οι έννοιες του Γκράμσι σε πρακτικό επίπεδο για τη θεωρία του «σοσιαλισμού από τα κάτω».

Μια άλλη πτυχή που βοηθάει στην προσέλκυση κάθε δυσαρεστημένου εντός του ευρύτερου αριστερού, αντιεξουσιαστικού, αλλά και -δυστυχώς- και του αναρχικού χώρου στην Ελλάδα, ειδικά μετά το τέλος του κινήματος των πλατειών, αλλά και της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008, είναι η έννοια των «Επαναστατών μέσα στο Κίνημα». Αφορά υποτίθεται τις απελευθερωτικές συνεισφορές της φεμινιστικής, αντιρατσιστικής και σεξουαλικής πολιτικής στην πρακτική του «σοσιαλισμού από τα κάτω». Κατανοώ ότι στην δεδομένη συγκυρία υπαναχώρησης του «ανταγωνιστικού κινήματος» -έννοια που έχω αναλύσει κριτικά σε άλλο κείμενο- η εστίασή του και η κινητοποίηση της βάσης φαίνεται να αποτελεί ένα ευπρόσδεκτο αντίδοτο στους ουτοπιστές ρεφορμιστές, μεσσίες, συνωμότες και «φωτισμένους» δικτάτορες που έχουν αυτοπροσδιοριστεί ως σοσιαλιστές. Κάτι που παραδοσιακά έχει αναδείξει ο Αναρχισμός, οπότε δεν είναι κάτι καινούργιο.

Ο «σοσιαλισμός από τα κάτω» ως άποψη φαίνεται να προσφέρει μια ευκαιρία στους απλούς ανθρώπους να δουλέψουν ξανά τον κόσμο με δική τους πρωτοβουλία και για τα δικά τους συμφέροντα. Μια δυνατότητα που φάνηκε έστω και για λίγο ίσως στο κίνημα των πλατειών. Σε μια πιο προσεκτική εξέταση, ωστόσο, ο όρος αποκαλύπτει εσωτερικές ασυνέπειες και επιδεικνύει μια σταθερή αδυναμία αντιμετώπισης της πολυπλοκότητας του πραγματικού κόσμου της ταξικής πάλης. Κάτι που είναι από τα κάτω είναι μόνο «από τα κάτω» σε σχέση με κάτι άλλο, μια διαδικασία που συμβαίνει πάνω από αυτό ή μια που προέρχεται από τα «ανώτερα» κλιμάκια της κοινωνίας προς τα κάτω, δηλαδή τις υποτελείς τάξεις - άλλος ένας εύηχος όρος. Σε γενικές γραμμές, είναι σχετικά εύκολο να διακρίνουμε τις πολιτικές διεργασίες που συμβαίνουν από τα κάτω και οι οποίες προέρχονται από τις τάξεις των καταπιεσμένων και των εκμεταλλευόμενων (απεργίες, διαμαρτυρίες, ταραχές ή εξεγέρσεις) έναντι των πολιτικών διαδικασιών που έρχονται «από τα πάνω» (νέοι νόμοι εγκρίθηκαν από το κοινοβούλιο, αποφάσεις τους κ.ο.κ.). Σε αυτό το αφηρημένο επίπεδο φαίνεται προφανές ότι σχεδόν όλα τα μαρξιστικά ρεύματα, από σταλινικά και μαοϊκά, μέχρι τροτσκιστές και συμβουλιακούς κομμουνιστές, καθώς και όλους τους αναρχικούς που υποστηρίζουν την ταξική πάλη, συμφωνούν με την αναγκαιότητα των «μαζών» να ανατρέψουν το καπιταλιστικό σύστημα και να οικοδομήσουν μια νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων. Εξ ου και η χαραμάδα που βρήκε η άποψη αυτή να εισχωρήσει στα σύγχρονα μητροπολιτικά κινήματα. Κατά συνέπεια, ο όρος «σοσιαλισμός από τα κάτω» χάνει μεγάλο μέρος της συνάφειάς του σε αυτό το ευρύ πολιτικό πεδίο, καθώς όλοι οι Σοσιαλιστές αναγνωρίζουν τη σημασία κάποιου βαθμού μαζικής πάλης και εμπλοκής «από τα κάτω» στη δημιουργία κοινωνικής αλλαγής. Το πιο σημαντικό ερώτημα που πρέπει να επιλυθεί είναι πώς εκτυλίσσεται ο αγώνας από τα κάτω και πώς κατανοούνται, δομούνται και αρθρώνονται οι δομές και οι θεσμοί του.

Πέρα από την απάντηση σε αυτά τα κλασικά ερωτήματα, κάθε γνήσια μορφή σοσιαλιστικής πολιτικής απαιτεί απαντήσεις στα συγκεκριμένα ερωτήματα για το πώς οι επαναστάτες προσεγγίζουν την καθημερινή τους οργάνωση, τις σχέσεις τους με τους συντρόφους τους, την πολιτική κουλτούρα των οργανώσεών τους και την προθυμία τους να αμφισβητήσουν τις δικές τους προκαταλήψεις και ετεροτροπίες. Η αντιμετώπιση αυτών των ερωτημάτων αποδεικνύεται ότι είναι εντελώς πέρα ​​από όποια μανιχαϊστική διχοτόμηση, η οποία είναι ακριβής μόνο στον εντοπισμό του προφανούς γεγονότος ότι οι διαδικασίες της επανάστασης είναι μετασχηματιστικές και σε μεγάλο βαθμό ανεξέλεγκτες εκρήξεις αυτοδραστηριότητας από πλατιές μάζες ανθρώπων.

Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι η επαναστατική συνείδηση, σε συνδυασμό με συστήματα καπιταλιστικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης, αναπτύσσεται άνισα. Πράγματι, οι πραγματικά υπάρχουσες δομές ηγεμονίας που δημιουργούνται από τις καθημερινές εμπειρίες της ταξικής πάλης σε έναν καπιταλιστικό, ρατσιστικό, σεξιστικό και ετεροσεξιστικό κόσμο αντανακλούν αυτά τα πρότυπα κυριαρχίας και καταπίεσης και διαμορφώσουν αντίστοιχα τόσο τα είδη ηγεσίας και αλλά και αντίστασης που αναδύονται. Η πράξη έδειξε ότι συχνά αυτοοργανωμένες και λαϊκές πρωτοβουλίες «από τα κάτω», υπενθυμίζοντάς μας, πόσο περίπλοκη και αντιφατική είναι αναπόφευκτα κάθε πραγματική διαδικασία επαναστατικής αλλαγής. Είναι πασιφανές ότι από μόνη της μια «αδίστακτη κριτική για όλα όσα υπάρχουν» και μια χαλαρή προθυμία να μάθουμε από τα λάθη μας καθώς προχωράμε μπροστά, δεν επαρκούν. Χρειάζεται μια συνεκτική πρόταση στην οποία ο «σοσιαλισμός των από τα κάτω» για να μην εκφυλισθεί προς όφελος των ειδικών της «μη ηγεμονίας» πρέπει να είναι ξεκάθαρος ως προς τις επιδιώξεις του μιας και δεν χωρούν όλα τα προτάγματα μαζί στο πλαίσιο μιας γενικής «αντιεξουσίας». Αλλιώς, θα συνεχίζουμε να περιπλανιόμαστε γενικά και αόριστα σε έναν δημόσιο χώρο ο οποίος φθίνει κάτω από την διαρκή περίφραξη του Κράτους και της Εξουσίας.

Ο ήλιος της Αναρχίας ανέτειλε - εξώφυλλο βιβλίου

Ελευθεριακές εκδόσεις Κουρσάλ

 


Στο κτήριο της Ελληνικής κοινότητας της Μελβούρνης στις 18/07/2019

 

Στο SBS Greek στις 18/07/2019

Με τον Ελευθεριακό στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, 22/01/2018

 

Απόπειρες αναρχικής οργάνωσης στη δεκαετία του 1980 - εξώφυλλο βιβλίου

Ελευθεριακοί και ριζοσπάστες της διασποράς - εξώφυλλο βιβλίου

email

ιστορία αναρχικού κινήματος αναρχικό κίνημα κοινωνικοί αγώνες ιστορία εργατική τάξη επαναστατικό κίνημα Ισπανία, Ελλάδα Ρωσία κοινωνικά κινήματα αναρχική-θεωρία Γαλλία αναρχισμός αναρχοσυνδικαλισμός ζητήματα τέχνης αριστερά εργατικό κίνημα anarchism Ιταλία φεμινισμός κομμουνισμός Αυστραλία ΗΠΑ, Ρωσία, ελευθεριακή εκπαίδευση αντιφασισμός history κοινωνία επαναστατική θεωρία εθνικά ζητήματα αναρχοσυνδικαλιστές διεθνισμός λογοτεχνία μελλοντική κοινωνία ποίηση συνδικαλισμός radicalism αγροτικά κινήματα αναρχικός κομμουνισμός αστικός τύπος Πάτρα Greece πολιτειακό κριτική Μεξικό περιβάλλον καταστολή Βουλγαρία φεντεραλισμός ένοπλη δράση Διασπορά working class εξεγερμένοι διανοούμενοι γεωγραφία syndicalism εξεγέρσεις αγροτικές εξεγέρσεις communism Κούβα communist-party κινητοποιήσεις θέατρο σοσιαλισμός χρονογράφημα Γκόλντμαν βιβλίο Παρισινή Κομμούνα νεκρολογία Άγις Στίνας αναρχικοί Αίγυπτος Πρωτομαγιά σοσιαλιστές φοιτητικό κίνημα αγροτικό ζήτημα Italy Θεσσαλονίκη "\u0395\u03c0\u03af \u03c4\u03b1 \u03a0\u03c1\u03cc\u03c3\u03c9" ευημερία κοινοκτημοσύνη ατομικισμός utopianism Κροπότκιν ένωση τροτσκισμός θρησκεία ληστές Κύπρος μηδενισμός Αθήνα εκλογική δράση Egypt Πύργος Ηλείας ρουμανία Γαριβαλδινοί Ουκρανία προκηρύξεις πρώην οπλαρχηγοί αρχαίο-πνεύμα ρομαντισμός