Alexander Reid Ross*
Κεφάλαιο 1: Η Αρχική Σύνθεση του Φασιστικού Ατομισμού
Ένας φιλικός αρχισυντάκτης πρόσφατα μου είπε μέσω email, «αν ο αντικαπιταλισμός και η ατομική ελευθερία ορίζονται ξεκάθαρα σε βιβλία ή άρθρα, δεν θα χρησιμοποιηθούν από αυτούς στη δεξιά». Αν αυτό ήταν αλήθεια, ο φασισμός απλά θα εξαφανίζονταν από το κόσμο. Ο φασισμός προέρχεται από ένα μείγμα αριστερών και δεξιών θέσεων, και κάποιοι στην αριστερά προωθούν πτυχές του κολεκτιβισμού, του συνδικαλισμού, της οικολογίας και του απολυταρχισμού που διασταυρώνονται με φασιστικές επιδιώξεις. Εν μέρει ως απάντηση στις τάσεις του αριστερού απολυταρχισμού, ένα ιδιαίτερο αντιφασιστικό κίνημα γεννήθηκε στη δεκαετία του 1970 για να οδηγήσει στη δημιουργία αυτού που έγινε «μετά-αριστερή» σκέψη. Ωστόσο σκεπτόμενοι πως ο αντικαπιταλισμός και η «ατομική ελευθερία» διατηρούν ιδεολογική καθαρότητα, ριζοσπάστες σαν και τον αγαπητό μου αρχισυντάκτη τείνουν να αγνοούν κρίσιμες συγκλίσεις με και επιρρέπειες προς την φασιστική ιδεολογία.
Η μετά-αριστερά προέρχεται κυρίως από μια τάση που ευνοούσε την ατομική ελευθερία, αυτόνομη από τη πολιτική ιδεολογία της αριστεράς και της δεξιάς, ενώ διατηρεί κάποια στοιχεία της αριστεράς. Αν και είναι ένα ευρύ φάσμα με πολλές αντικρουόμενες θέσεις, οι μετα-αριστεροί εντοπίζουν συχνά τις ρίζες τους στον ατομικιστή Max Stirner, του οποίου η πίστη στην ανωτερότητα του Ευρωπαίου ατόμου πάνω και απέναντι από έθνος, τάξη και δόγμα επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από το φιλόσοφο G.W.F. Hegel. Μετά το θάνατό του το 1856, η διάδοση το κολεκτιβισμού και του νεοκαντιανισμού έσπρωξε στο παρασκήνιο την ατομιστική του φιλοσοφία μέχρι που ο Friedrich Nietzsche τον έφερε ξανά στο προσκήνιο κατά το τελευταίο κομμάτι του 19ου αιώνα. Επηρεασμένος από το Stirner, ο Nietzsche μίλησε για την υπέρβαση του σοσιαλισμού και του «μοντέρνου κόσμου» από τον εικονοκλάστη, αριστοκράτη φιλόσοφο γνωστό ως «Υπεράνθρωπο» ή «übermensch».
Στη διάρκεια των τελών του 19ου αιώνα, οι στιρνεριστές συγχώνευσαν τον «Υπεράνθρωπο» με την υποτιθέμενη ευθύνη των γυναικών να γεννήσουν μια ανώτερη ευρωπαϊκή φυλή – ένα «Νέο Άνθρωπο» για να δημιουργήσει και για να δημιουργηθεί από μια «Νέα Εποχή». Ομοίως, δεξιοί αριστοκράτες που απεχθάνονταν τις ιδέες της ελευθερίας και της ισότητας στράφηκαν στο Nietzsche και το Stirner για να στηρίξουν την αντίληψη του ελιτισμού και του μίσους τους για την φιλολαϊκή αριστερά και το μαζικό πολιτισμό. Κάποιοι αναρχικοί και ατομικιστές επηρεασμένοι από το Stirner και το Nietzsche στράφηκαν σε δεξιές προσωπικότητες όπως ο Ρώσος συγγραφέας Fyodor Dostoevsky, που ανέπτυξε την ιδέα μιας «συντηρητικής επανάστασης» που θα ανέτρεπε τις πνευματικές κρίσεις του σύγχρονου κόσμου και την εποχή των μαζών. Με τα λόγια του αναρχικού, Victor Serge, «ο Dostoevsky: το καλύτερο και το χειρότερο, αδιαχώριστα. Ψάχνει αλήθεια για την αλήθεια και φοβάται να τη βρει· συχνά τη βρίσκει εν τέλει και μετά τρομοκρατείται... ένας δύστυχος σπουδαίος άνθρωπος…».
Ο «σπουδαίος άνθρωπος» ή ο «Νέος Άνθρωπος» της ιστορίας δεν ήταν ούτε αριστερός ούτε δεξιός· μοχθούσε για την καταστροφή του μοντέρνου κόσμου και να τον αντικαταστήσει με τη δική του συνεχώς βελτιούμενη εικόνα – αλλά ποια μορφή θα έπαιρνε αυτή η εικόνα; Στην Ιταλία, οι αντιδραστικοί σχετίστηκαν με το φουτουριστικό κίνημα και διάφορες ρομαντικές εθνικιστικές τάσεις εξέφρασαν συγγένεια με το ατομιστικό ρεύμα που ταυτίζονταν με το Nietzsche και το Stirner. Περιμένοντας τρομερές καταστροφές που θα έριχναν το σύγχρονο κόσμο στα γόνατά του και θα εγκαθίδρυαν την Νέα Εποχή του Νέου Ανθρώπου, οι φουτουριστές επεδίωξαν να συγχωνεύσουν τη «καταστροφική δράση των αναρχικών» με το μεγαλείο της αυτοκρατορίας.
Μια ιδιαίτερα δημοφιλής φιγούρα μεταξύ εκείνων των τάσεων ατομικισμού και «συντηρητικής επανάστασης», ο Ιταλός εστέτ Gabrielle D’Annunzio συγκέντρωσε 2600 στρατιώτες σε μια τολμηρή επίθεση, το 1919, στη πόλη του Φιούμε (ΣτΜ: η Ριέκα της Κροατίας) για να την διεκδικήσει ξανά για την Ιταλία μετά το 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη διάρκεια της περιπέτειας της, η δύναμη κατοχής ύψωσε μια μαύρη σημαία στολισμένη με ένα κρανίο και οστά σε σχήμα χ και τραγουδούσαν τραγούδια εθνικής ενότητας. Η Ιταλία αποκήρυξε την αυτοκρατορική κατοχή, αφήνοντας τη Πόλη-Κράτος στα χέρια της ρομαντικής εθνικιστικής της ηγεσίας. Ένα σύνταγμα, γραμμένο από τον εθνικοσυνδικαλιστή, Alceste De Ambris, πρόσφερε τη βάση για την εθνική αλληλεγγύη γύρω από μια εταιρική οικονομία που διαμεσολαβούνταν από συνεργαζόμενα συνδικάτα. Ο D’Annunzio ήταν προφητικός και εσχατολογικός, απαγγέλοντας ποίηση από το μπαλκόνι στη διάρκεια συγκεντρώσεων. Ήταν αρρενωπός. Ήταν αυτοκρατορικός και μεγαλοπρεπής, ωστόσο ριζοσπάστης με ρίζες στην συντροφική στοργή. Ζητούσε θυσία και αγάπη για το έθνος.
Όταν επέστρεψε ο D’Annunzio στην Ιταλία, όταν ο στρατός κατέλαβε το θύλακά του στο Φιούμε, υπερεθνικιστές, φουτουριστές, καλλιτέχνες, και διανοούμενοι τον χαιρέτησαν ως ηγέτη του ανερχόμενου φασιστικού κινήματος. Οι καλαίσθητες τελετές και η ριζοσπαστική βία συνέβαλλαν σε μια ιεροποίηση της πολιτικής που ήρθε στο φως από το πνεύμα του φασισμού. Αν και ο Mussolini μάλλον είδε τον εαυτό του ως ανταγωνιστή του D’Annunzio για το ρόλο του υπέρτατου ηγέτη, δεν μπορούσε να αρνηθεί το στυλ και το πνεύμα, την υψηλή αισθητική απεύθυνση που έφτασε σε τόσους πολλούς στη διάρκεια της περιπέτειας του Φιούμε. Ο φασισμός, ισχυρίζονταν ο Mussolini, ήταν αντικκόμμα, ήταν κίνημα. Οι φασίστες Μελανοχίτωνες, ή squadristi, υιοθέτησαν τη λάμψη του D’Annunzio, τις μαύρες στολές, το κρανίο και τα οστά, το στιλέτο στη μέση, την αμέριμνη νοοτροπία που εκφράζονταν από τον ύμνο, «Me ne frego» ή «Δε δίνω δεκάρα». Κάποιοι από αυτούς που συμμετείχαν στην εκστρατεία στο Φιούμε εγκατέλειψαν τον D’Annunzio καθώς εντάχθηκε στο φασιστικό κίνημα, στρεφόμενοι στην Arditi del Popolo για να πολεμήσουν την φασιστική μάστιγα. Άλλοι θα εντάσσονταν στις γραμμές των Μελανοχιτώνων.
*
Αρχικά άνθρωπος της αριστεράς, ο Mussolini δεν είχαν δυσκολία να ενώσει το συμβολισμό της επανάστασης με την υπερεθνικιστική αναγέννηση. «Κάτω το κράτος σε όλες του τις μορφές και ενσαρκώσεις», διακήρυξε σε μια ομιλία το 1920. «Τα κράτη του χθες, του σήμερα, του αύριο. Το αστικό κράτος και το σοσιαλιστικό. Για όσους από εμάς, του καταδικασμένους (morituri) του ατομισμού, μέσα από το σκοτάδι του παρόντος και το ζόφο του αύριο, αυτό που απομένει είναι, η πλέον παράλογη, αλλά πάντοτε παρηγορητική θρησκεία της αναρχίας!». Σε μια άλλη δήλωση, ρωτούσε, «γιατί να μην επανέρθει ο Stirner;».
Η αντίληψη του Mussolini για τον αναρχισμό ήταν σημαντική, γιατί έβλεπε τον αναρχισμό ως προεικόνιση του φασισμού. «Αν οι αναρχικοί συγγραφείς ανακάλυψαν τη σπουδαιότητα του μυθικού από αντίθεση στην εξουσία και στην ενότητα», είπε ο ναζί νομικός, Carl Schmitt, εμπνεόμενος από την αντίληψη περί του μύθου του Mus- solini, «τότε έχουν συνεργαστεί στην δημιουργία μιας άλλης εξουσίας, έστω και άθελα τους, μια εξουσία που βασίζεται στη νέα αίσθηση της τάξης, της πειθαρχίας, και της ιεραρχίας». Η διαλεκτική του φασισμού είναι δίπτυχη: μόνο η αναρχική καταστροφή του σύγχρονου κόσμου σε κάθε κοινωνικό πεδίο θα απελευθέρωνε τη δυναμική του φασισμού, αλλά η μυθική ακρατική κοινωνία του αναρχισμού, για το Mussolini, θα μπορούσε να γεννηθεί, παραδοξολογικά, από ένα αυτοπειθαρχούμενο κράτος απόλυτου ελέγχου.
Αντιφασίστες αναρχικοί ατομικιστές και μηδενιστές όπως ο Renzo Novatore απέδιδαν στο Mussolini ένα είδος «παθητικού μηδενισμού», που ο Nietzsche αντιλαμβανόταν ως τη παρακμή και την αδυναμία της σύγχρονης εποχής. Οι βετεράνοι που θα πολεμούσαν για το Mussolini απέρριπταν την καταπίεση του ατομικισμού από τους Μπολσεβίκους και προτιμούσαν «ένα αντι-κόμμα πολεμιστών», σύμφωνα με τον ιστορικό Emilio Gentile. Ο φασισμός θα εκμεταλλεύονταν τον αχαλίνωτο μισογυνισμό ανδρών όπως ο Novatore καθώς μετέτρεπαν το «παθητικό μηδενισμό» του οράματός τους για πλήρη κατάρρευση προς «ενεργητικό μηδενισμό» μέσα από την αναγέννηση της Νέας Εποχής στα χέρια του Νέου Ανθρώπου.
Το «πέρασμα» προς το φασισμό, που παρατηρήθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη, στη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και 1930 δεν περιορίζονταν στην κολλεκτιβίστικη αριστερά πρώην κομμουνιστών, συνδικαλιστών και σοσιαλιστών· περιλάμβανε επίσης τις ποιο συγκεχυμένες πολιτικές της ευρωπαϊκής αβανγκάρντ και ακαδημαϊκής ελίτ. Στη Γαλλία, προσωπικότητες όπως ο George Bataille και ο Antonin Artaud άρχισαν να πειραματίζονται κυριολεκτικά με τη φασιστική αισθητική της σκληρότητας, τον ανορθολογισμού, και τον ελιτισμό. Το 1934, ο Bataille ανακοίνωσε την ελπίδα του να ανοίξει «χώρο για μεγάλες φασιστικές αδελφότητες», που πίστευε πως καταλάμβαναν το χώρο των «υψηλότερων μορφών» και «κάνουν επίκληση στα συναισθήματα που παραδοσιακά ορίζονταν ως υψηλά και ευγενή». Ο θαυμασμός του Bataille για το Stirner δεν τον εμπόδισε από το αναπτύξει αυτό που θα περιέγραφε δεκαετίες αργότερα ως μια «παράδοξη φασιστική τάση». Άλλες ελευθεριακές διασημότητες όπως ο Louis-Ferdinand Céline και ο Maurice Blanchot επίσης αγκάλιασαν φασιστικές θέσεις – συγκεκριμένα επιθετικό αντισημιτισμό.
Όπως και ο Blanchot, ο φιλοναζί εξπρεσιονιστής ποιητής Gottfried Benn χρησιμοποίησε μια εσωστρεφή αντι-ανθρωπιστική γλώσσα πόνου και μηδενισμού, ανακαλύπτοντας μόνο ζωώδεις παρορμήσεις και παράλογες ορμές. Ο υπαρξιστής φιλόσοφος και μέλος του ναζιστικού κόμματος, Martin Heidegger, παίζοντας με τα νιτσεϊκά θέματα του μηδενισμού και της αισθητικής στη φαινομενολογία, θέτοντάς το φόβο (angst) στο πυρήνα της σύγχρονης ζωής και αναζητώντας την υπαρξιακή απελευθέρωση μέσα από μια καταστροφική διεργασία που αντιλαμβάνονταν ως έμφυτη στη παραγωγή ενός αυθεντικού έργου τέχνης. Ο συγγραφέας Ernst Jünger, που χαιρέτησε την άνοδο του Hitler, επικαλούνταν τη δύναμη του «ενεργητικού μηδενισμού», επιδιώκοντας τη πτώση του πολιτισμού μέσα από ένα «μαγικό μηδέν» που θα έφερνε μια Νέα Εποχή υπερ-ατομικιστών φορέων που αργότερα ονόμασε «Άναρχους (Anarchs)». Η επιρροή του Stirner ήταν επίσης εμφανής στον Jünger, όπως ήταν στα πρώτα φασιστικά χρόνια του Mussolini, και πέρασε σε άλλα μέλη του φασιστικού κινήματος όπως ο Carl Schmitt και ο Julius Evola.
Ο Evola ήταν ίσως ο πιο σημαντικός από αυτούς που επεδίωκαν την πτώση του πολιτισμού και την πνευματική αναγέννηση του «οικουμενικού ατόμου» της Νέας Εποχής, την θυσιαστήρια αφοσίωση, και την ανωτερότητα του άνδρα. Αφοσιωμένος φασίστας και ατομικιστής, ο Evola αφιέρωσε τον εαυτό του στην αγνότητα της ιερής βίας, το ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και τον αποκρυφισμό. Εισάγοντας το δόγμα του «πολιτικού στρατιώτη», ο Evola θεωρούσε τη βία ως αναγκαία για την εγκατάσταση ένα είδος φυσικής ιεραρχίας που προωθούσε το υπέρτατο άτομο πάνω από τα πλήθη. Ο Evola πίστευε σε μια αποκρυφιστική πρακτική φιλτραρισμένη σε μια ευρύτερη πνευματική αριστοκρατία, η οποία θα μπορούσε να εκφραστεί μόνο μέσα από τη θυσία και ένα κώδικα τιμής σαν των σαμουράι. Ο Evola μοιράζονταν τις ίδιες ιδέες κατάκτησης, ελιτισμού, και θυσιαστήριας ευχαρίστησης με τα SS, που προσκάλεσαν τον Ιταλό εσωτερικιστή στη Βιέννη για να ικανοποιήσει τη δίψα του για γνώση. Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πνευματικός φασισμός του Evola παραλληλίστηκε με τα κείμενα της Savitri Devi, μιας Γαλλίδας εσωτερίστριας, ελληνικής καταγωγής που ανέπτυξε μια αντι-ανθρωπιστική πρακτική ναζιστικής λατρείας της φύσης όμοια με την σημερινή Βαθιά Οικολογία. Στην απόρριψη της των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η Devi ισχυρίζονταν πως ο κόσμος εμφανίζει μια ολότητα αλληλοσυνδεόμενων ζωικών δυνάμεων, καμιά από τις οποίες δεν διαθέτει κάποιο ιδιαίτερο ηθικό δικαίωμα πάνω στις άλλες.
Κεφάλαιο 2: Η Δημιουργία της Μετα-Αριστεράς
Έχει γίνει κατανοητό ως τώρα πως ο φασισμός, στην μεσοπολεμική του περίοδο, προσέλκυσε πολλούς αντικαπιταλιστές και ατομικιστές, κυρίως μέσω του ελιτισμού, την αισθητικοποιήση της πολιτικής, και την μηδενιστική επιθυμία για τη καταστροφή του σύγχρονου κόσμου. Μετά τη πτώση του Ράιχ, οι φασίστες προσπάθησαν να αναζωπυρώσουν τις φλόγες του κινήματος τους με το να δολοπλοκήσουν μέσα και στο κράτος και στα κοινωνικά κινήματα. Έγινε ιδιαίτερα συνηθισμένο μεταξύ των φασιστών να απορρίπτουν το Hitler σε κάποιο βαθμό και να μιλούν για την επιστροφή στις αρχικές «εθνικοσυνδικαλιστικές» ιδέες αναμεμιγμένες με τον ελιτισμό του «Νέου Ανθρώπου» και τη καταστροφή του πολιτισμού. Οι φασίστες απαιτούσαν «εθνική απελευθέρωση» των ευρωπαϊκών εθνών από το NATO και τον πολυπολιτισμικό φιλελευθερισμό, ενώ ο αποκρυφισμός του Evola και της Devi άρχισαν να αναμιγνύονται με το σατανισμό για τη δημιουργία νέων φασιστικών υβριδίων. Με την οικολογία και την αντιεξουσία, αυτή η ιεροποίηση μέσα από τον αποκρυφισμό θα αποδεικνύονταν ανάμεσα στα πιο πονηρά μέσα για τον φασιστικό εισοδισμό στις αντικουλτούρες μετά το πόλεμο.
Στη δεκαετία του 1960, αριστερές κομμουνιστικές ομάδες όπως η Socialisme ou Bar- barie, η Pouvoir Ouvrier, και οι Καταστασιακοί συγκεντρώνονταν σε μέρη όπως βιβλιοπωλείο και εκδοτικό οίκο La Vieille Taupe, κριτικάροντας τη καθημερινή ζωή στο βιομηχανικό πολιτισμό μέσα από τη τέχνη και μετασχηματιστικές πρακτικές. Σύμφωνα με το Gilles Dauvé, ένας από αυτούς που συμμετείχαν σ’ αυτό το κίνημα, «ο μικρός κύκλος ανθρώπων με επίκεντρο το βιβλιοπωλείο Le Vieille Taupe», ανέπτυξε την ιδέα της «κομμουνιστικοποίησης», ή τον επαναστατικό μετασχηματισμό όλων των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό το νέο κίνημα «ακροαριστερών» βοήθησε στην έμπνευση της αισθητικής μιας νεανικής πνευματικής επανάστασης που κορυφώθηκε με μια μεγάλη εξέγερση φοιτητών και εργατών στο Παρίσι στη διάρκεια του Μάη του 1968.
Το ισχυρό αντιεξουσαστικό ρεύμα της ακροαριστεράς και της ευρύτερης εξέγερσης του Μάη του ’68 συνεισέφερε σε παρόμοια κινήματα αλλού στην Ευρώπη, όπως το ιταλικό κίνημα της Αυτονομίας, που απλώθηκε από μια γενική απεργία από τα κάτω στην αυτοκινητοβιομηχανία Fiat, σε γενικευμένη αναταραχή που περιλάμβανε απεργίες ενοικίου, καταλήψεις κτιρίων, και μαζικές διαδηλώσεις. Ενώ οι περισσότεροι στην Αυτονομία παρέμειναν στην αριστερά, αυτοί που μετείχαν σε αυτή ήταν έντονα επικριτικοί απέναντι στη καθιερωμένη αριστερά, και οι αυτόνομοι συχνά ήταν αντίθετη στην άγαρμπη τεχνική του αντάρτικου πόλης. Το 1977 ο ατομικιστής αναρχικός, Alfredo Bonanno έγραψε το κείμενο «Ένοπλη Χαρά», προτρέποντας τους Ιταλούς αριστερούς να αφήσουν τη πατερναλιστική υποκρισία απέναντι στον ένοπλο αγώνα και να ενωθούν με το λαϊκό εξεγερτικό αγώνα. Η μετατόπιση του μαρξιστή θεωρητικού, Jaques Camatte, στην πεσιμιστική απόρριψη της αριστεράς και ο εναγκαλισμός του με την απλή ζωή συνδεδεμένη με τη φύση, μεγέθυνε τις αντιθέσεις μέσα στην ιταλική αριστερά.
Με αντιεξουσιαστικές, οικολογικά προσανατολισμένες κριτικές του πολιτισμού αναδείχτηκαν στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 σημαντικά ρεύματα μιας νέας ταυτότητας που απέρριπτε τόσο την αριστερά όσο και τη δεξιά. Προσαρμοζόμενοι σε αυτά ρεύματα ευρύτερων κοινωνικών κινημάτων και εκμεταλλευόμενοι τις ασαφείς ιδεολογικές γραμμές μεταξύ αριστεράς και δεξιάς, οι φασίστες ιδεολόγοι ανέπτυξαν το πλαίσιο του «εθνοπλουραλισμού». Κρύβοντας τη ρητορική τους στο «δικαίωμα στη διαφορά» (εθνικό διαχωρισμό), οι φασίστες μεταμφίεσαν τους εαυτούς τους με αυτοπροσδιορισμούς όπως «Ευρωπαϊκή Νέα Δεξιά», «εθνικοί επαναστάτες», και «επαναστατικοί παραδοσιάρχες». Η «Ευρωπαϊκή Νέα Δεξιά» πήρε την απόρριψη του σύγχρονου κόσμου που προωθούνταν από την άκρα αριστερά ως διακήρυξη της φύσης των Ευρωπαίων ως αυτοχθόνων και των παγανιστικών ριζών τους στη γη τους. οι φασίστες επιπλέον δημιούργησαν πνευματικές ιδέες προερχόμενες από μια αντίληψη ριζώματος του καθενός στη γη που γεννήθηκε, ανακαλώντας την παλιά οικολογία του «αίμα και γη» του γερμανικού κινήματος völkische (ΣτΜ περίπου με την έννοια παραδοσιακό ή εθνικό) και του ναζιστικού κόμματος.
Στην Ιταλία, το κίνημα αυτό έδωσε το «Hobbit Camp», ένα οικολογικό φεστιβάλ που οργανώθηκε από τον Marco Tarchi της Ευρωπαϊκής Νέας Δεξιάς και απευθύνονταν σε απογοητευμένους νέους μέσα από αφίσες και φυλλάδια με ύφος παρμένο από τους Καταστασιακούς. Όταν ο Ιταλός «εθνικός επαναστάτης» Roberto Fiore, διέφυγε αντιμετωπίζοντας κατηγορίες για συμμετοχή στη μεγάλη βομβιστική επίθεση σε σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολόνια, βρήκε καταφύγιο στο σπίτι του Michael Walk- er στο Λονδίνο, συντρόφου του Tarchi στην Ευρωπαϊκή Νέα Δεξιά. Η νέα τοποθεσία θα αποδεικνύονταν καθοριστική, καθώς οι Fiore, Walker, και μια ομάδα φασιστών ακτιβιστών δημιούργησαν μια πολιτική ομάδα που ονόμασαν, το Επίσημο Εθνικό Μέτωπο το 1980. Η ομάδα αυτή θα βοηθούσαν στην προώθηση αλλά και θα επωφελούνταν από μια πιο αβανγκάρντ φασιστική αισθητική, φέρνοντας στο προσκήνιο τη neo-folk, noise, και άλλα ήδη πειραματικής μουσικής.
*
Ενώ οι φασίστες μπήκαν στο πράσινο κίνημα και εκμεταλλεύτηκαν ανοίγματα στην αριστερή αντιεξουσιασιστική σκέψη, οι καταστασιακοί άρχισαν να μεταμορφώνονται. Στις αρχές της δεκαετίες, οι μετα-καταστασιακοί άρχισαν να εμφανίζονται σε κολεκτίβες των ΗΠΑ που συνδύαζαν την στιρνερική ιδιοτέλεια με την κολεκτιβίστικη σκέψη. Το 1974, η ομάδα For Ourselves εξέδωσε το Δικαίωμα Να Είσαι Άπληστος, μιλώντας εναντίον του αλτρουισμού ενώ συνέδεσαν την εγωκεντρική απληστία με τη σύνθεση της κοινωνικής ταυτότητας και ευημερίας – εν συντομία, το πλεόνασμα. Το κείμενο εκτυπώθηκε ξανά το 1983 από μια ελευθεριακή ομάδα, Loompanics Unlimited, με πρόλογο από ένα σχετικά «άγνωστο» συγγραφέα με το όνομα Bob Black.
Ενώ οι μετα-καταστασιακοί στράφηκαν προς τον ατομικισμό, ένας αριθμός ευρωπαίων ακροαριστερών στράφηκαν προς τη δεξιά. Στο Παρίσι, ο εκδοτικός La Vieille Taupe πήγε από τις αμφιλεγόμενες θέσεις πάνω στην απόρριψη της αναγκαιότητας εξειδικευμένου αντιφασισμού στην παρουσίαση του Ολοκαυτώματος ως ψέμα. Το 1980, ο La Vieille Taupe εξέδωσε το διαβόητο Mémoire en Défense centre ceux qui m’accusent de falsifier l’histoire του αρνητή του Ολοκαυτώματος, Robert Faurisson. Αν και ο εκδοτικός La Vieille Taupe και ο ιδρυτής του Pierre Guil- laume, δέχτηκαν τη διεθνή κατακραυγή, κέρδισαν την αμφιλεγόμενη υπεράσπιση του αριστερού καθηγητή, Noam Chomsky. Αν και σε μεγάλο βαθμό απέρριψαν τον Guil- laume και το περίγυρό του, η ακροαριστερή απόρριψη του ειδικού αντιφασισμού παρέμεινε κάπως διαδεδομένη – συγκεκριμένα όπως το ανέπτυξε ο Dauvé, που επέμενε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 πως «ο φασισμός ως συγκεκριμένο κίνημα έχει εξαφανιστεί».
Η ιδέα πως ο φασισμός έχει γίνει ένα ιστορικό απολίθωμα βοήθησε μόνο το φασισμό ώστε να περνά απαρατήρητος, ενώ ο Faurisson και ο Guillaume έγιναν αστέρια της ακροδεξιάς. Όπως υποδηλώνει άρνηση του Ολοκαυτώματος, η ακροαριστερή σκέψη δεν έχει ανοσία από την μετατόπιση προς εθνικούς όρους – μια πραγματικότητα που δημιούργησε τη βάση για το έργο του στελέχους του Επίσημου Εθνικού Μετώπου, Troy Southgate. Αν και επηρεασμένος από τους Καταστασιακούς, και επιπλέον από ένα συνονθύλευμα από άλλες αριστερές και δεξιές φιγούρες, ο Southgate επικεντρώθηκε ιδιαίτερα στο οικολογικό ρεύμα της ριζοσπαστικής πολιτικής που σχετίζονταν με το, πανκ προσανατολισμού, περιοδικό Green Anarchist, που ζητούσε την επιστροφή σε «πρωτόγονους» τρόπους ζωής και τη καταστροφή του σύγχρονου πολιτισμού. Το 1991, η συντακτική ομάδα του Green Anarchist έδιωξε το μέλος της σύνταξης Richard Hunt, για το πατριωτικό μιλιταρισμό του, και το νέο περιοδικό του Hunt, Green Alternative, σύντομα συνδέθηκε με το Southgate. Δυο χρόνια αργότερα, ο Southgate θα ενώνονταν με τους φασίστες Jean-François Thiriart και Christian Bouchet, που είχαν συμμαχήσει, για να δημιουργήσουν την Επιτροπή του Συνδέσμου για τον Επαναστατικό Εθνικισμό (Liaison Committee for Revolutionary Nationalism).
Στις ΗΠΑ, η «αναρχο-πριμιτιβιστική» τάση ή «Πράσινος Αναρχισμός» είχε ταυτιστεί με τον πρώην ακροαριστερό, John Zerzan. Αναγνωρίζοντας το πολιτισμό ως εχθρό της γης, ο Zerzan μιλούσε για την επιστροφή σε βιώσιμους τρόπους ζωής που απέρριπταν τη νεωτερικότητα. Ο Zerzan απέρριπτε το ρατσισμό αλλά στηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό στη σκέψη του Martin Heidegger, στην αναζήτηση της επιστροφής σε αυθεντικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και του κόσμου, αδιαμεσολάβητων από συμβολική σκέψη. Αυτή η επιθυμητή επιστροφή, έδειξαν κάποιοι, πως θα απαιτούσε μια κατάρρευση του πολιτισμού τόσο ολοκληρωτική που εκατομμύρια, αν όχι δισεκατομμύρια, μάλλον θα πέθαιναν. Ο ίδιος ο Zerzan, μοιάζει κάπως διφορούμενος όσον αφορά τις πιθανές απώλειες, παρά τη στήριξη του προς τον Un- abomber, Ted Kaczynsky.
Μαζί με τον Zerzan για την επιστροφή σε μια πιο πρωτόγονη, κοινωνική οργάνωση κυνηγών-συλλεκτών και απέναντι στον αυταρχισμό, τάχθηκε ένας αποκρυφιστής με το όνομα Hakim Bey που ανέπτυξε την ιδέα της «Προσωρινής Αυτόνομης Ζώνης» (TAZ, Temporary Autonomous Zone). Για τον Bey, μια TAZ θα πραγμάτωνε ένα απελευθερωμένο και ερωτικό χώρο οργιαστικής, επαναστατικής ποίησης. Ωστόσο μέσα στο κείμενό του του 1991, Προσωρινή Αυτόνομη Ζώνη, ο Bey συμπεριέλαβε εκτεταμένα εγκώμια για την πρωτοφασιστική κατάκτηση του Φιούμε από τον D’Annunzio, αποκαλύπτοντας τις ανησυχητικές ιστορικές τάσεις υπέρβασης της αριστεράς και της δεξιάς.
Μαζί με τον Zerzan και τον Bey, ο Bob Black θα αποδεικνύονταν σημαντικός στη θεμελίωση αυτού που σήμερα ονομάζεται «μετα-αριστερά» (post left). Το 1997 στο κείμενό του, Αναρχία Μετά την Αριστερά, ο Black απαντούσε στον αριστερό αναρχικό Murray Bookchin, που κατηγόρησε τους ατομικιστές για «lifestyle αναρχισμό». Αντλώντας από τη κριτική του Zerzan πάνω στο πολιτισμό όπως και από τον Stirner και το Nietzsche, o Black παρουσίασε τη δική του απόρριψη της εργασίας ως πανάκεια για τις αυταρχικές αριστερές τάσεις που ανακάλυψε ο ίδιος στο Bookchin (περιπαίζοντας εμφανώς τον Bookchin για την εβραϊκή καταγωγή του στη πορεία).
Έτσι, η μετά-αριστερά άρχισε να σχηματίζεται μέσα από τα γραπτά ακροαριστερών, πράσινων αναρχικών, πνευματιστών και ατομικιστών που δημοσιεύονταν σε μπροσούρες, βιβλία, και περιοδικά όπως το Anarchy: Journal of Desire Armed και το Fifth Estate. Αν και αυτοί οι θεωρητικοί και τα έντυπα διαφέρουν με πολλούς τρόπους, κύρια δόγματα της μετα-αριστεράς περιλάμβαναν μια εσχατολογική προσδοκία της κατάρρευσης του πολιτισμού συνοδευόμενου από μια σύνθεση ατομικισμού και κολεκτιβισμού που απέρριπτε αριστερά, δεξιά και κέντρο για μια βαθιά σύνδεση με τη γη και πιο οργανικές, πρωτόγονες κοινότητες αντίθετα από τον ανθρωπισμό, την παράδοση του Διαφωτισμού, και τη δημοκρατία. Αυτά τα μετα- αριστερά κείμενα περιλάμβαναν άφθονες αναφορές στο Stirner, το Nietzsche, o Jünger, ο Heidegger, ο Artaud, και ο Bataille δείχνει πως σχηματίζουν μια ενωτική πνευματική τάση που ενώνει αριστερά και δεξιά, ατομικισμό και «συντηρητική επανάσταση». Όπως θα δούμε, η κατάσταση αυτή πρόσφερε αρκετό χώρο για το φασιστικό τέρας.
Κεφάλαιο 3: Το Φασιστικό Τέρας
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Το «εθνικό επαναστατικό» δίκτυο του South- gate, Thiriart, και Bouchet, που αργότερα ονομάστηκε Ευρωπαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο, συνδέθηκε με το Αμερικάνικο Μέτωπο, μια ομάδα σκίνχεντ από το Σαν Φρανσίσκο που εξερευνούσε τις συνδέσεις μεταξύ αντικουλτούρας και της αβανγκάρντ. Όπως προηγούμενες προσπάθειες για την ανάπτυξη ένα Σατανικό Ναζισμό, ο αρχηγός του Αμερικάνικου Μετώπου, Bob Black υποστήριζε ένα μείγμα σατανισμού, αποκρυφισμού, και παγανισμού, έγινε φίλος με το φασίστα μουσικό Boyd Rice. Μουσικός της noise και αβανγκάρντ σκηνής, ο Rice δημιούργησε μια «φασιστική δεξαμενή σκέψης» με την ονομασία Ίδρυμα Abraxas, που αντηχούσε την συγχώνευση των αποκρυφιστικών ιδεών του Charles Manson, το φασισμό, και το σατανισμό όπως ενώθηκαν από το φασίστα ακτιβιστή της δεκαετίας του 1970, James Mason. Ο προστατευόμενος του Rice και σύντροφός του στο Abraxas, Michael Moynihan, εντάχθηκε στο ριζοσπαστικό εκδοτικιό οίκο, Feral House, που εκδίδει κείμενα στη γραμμη του Abraxas, καλύπτοντας ένα φάσμα θεμάτων από τον Charles Manson, το σκανδιναβικό black metal, και το μαχητικό Ισλάμ μέχρι βιβλία του Evola, του James Mason, του Bob Black, και του John Zerzan.
Με παρόμοιες προσπάθειες ο Γάλλος σύμμαχος του Southgate, Christian Bouchet, δημιούργησε δίκτυα διανομής και περιοδικά αφιερωμένα στην υποστήριξη μια μικρή βιομηχανία που αναπτύσσονταν γύρω από τη neo-folk και τη νέα, «αναρχική» σκανδιναβική black metal σκηνή. Επιπλέον, οι εθνικο-αναρχικοί προσπάθησαν να δημιουργήσουν ή/και να διεισδύσουν ηλεκτρονικές ομάδες αφιερωμένες στο πράσινο αναρχισμό. Καθώς το δίκτυο του Southgate και του Bouchet εξαπλώθηκε στη Ρωσία, ο διαβόητος Ρώσος φασίστας, Alexander Dugin, αναδείχτηκε ως ένας ακόμη σημαντικός ιδεολόγος που θαύμαζε το έργο του Zerzan.
Οι μετά-αριστεροί ήταν κάπως ενήμεροι γύρω από αυτές τις εξελίξεις. Το 1999 στο υστερόγραφο σε ένα κείμενο του Bob Black, το μέλος της συντακτικής ομάδας του Anarchy: A Journal of Desire Armed, Lawrence Jarach, προειδοποίησε για την άνοδο του «εθνικοαναρχισμού». Το 2005, το περιοδικό του Zerzan, Green Anarchy δημοσίευσε μια μεγαλύτερη κριτική γύρω από τον «εθνικοαναρχισμό» του Southgate. Αυτές οι προειδοποιήσεις ήταν σημαντικές, αναλογιζόμενοι πως ήρθαν στο πλαίσιο ενεργών κινημάτων άμεσης δράσης και ομάδων όπως το Earth Liberation Front (ELF), μιας πράσινης αναρχικής ομάδας αφιερωμένης δε πράξεις σαμποτάζ μεγάλης κλίμακας και καταστροφής ιδιοκτησιών με σκοπό να φέρουν την απόλυτη κατάρρευση του βιομηχανικού πολιτισμού.
Καθώς η ομάδα ELF πραγματοποιούσε εμπρησμούς στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ένα πρώην μέλος του ELF μου είπε πως δυο σύντροφοι, ο Nathan «Exile» Block και η Joyanna «Sadie» Zacher, μοιράζονταν μια ασυνήθιστη αγάπη για το σκανδιναβικό black metal, έκαναν ανησυχητικές αναφορές στον Charles Manson, και προωθούσαν μια ελιτίστικη, αντι-αριστερή νοοτροπία. Ενώ οι αόριστες αναφορές τους έφερναν στο νου το Ίδρυμα Abraxas, τον εκδοτικό Feral House και τα δίκτυα διανομής του Bouchet, οι πολιτική τους δεν μπορούσε να αναγνωριστεί ως κομμάτι του φασιστικού χώρου εκείνη την εποχή. Όμως, οι γενικότερες ιδέες τους έγιναν πιο καθαρές, μου είπε το πρώην μέλος του ELF, όταν αντιφασίστες ερευνητές αργότερα ανακάλυψαν ένα λογαριασμό στο Tum- blr που διαχειρίζονταν ο Block που περιείχε πολλές αναφορές στον αποκρυφιστικό φασισμό1. Περιλαμβανομένων εθνικοαναρχιστικών συμβολισμών, σβάστικες, και αποσπάσματα από τον Evola και τον Jünger. Αυτοί ήταν μόνο δύο μέλη από μια μεγαλύτερη ομάδα, αλλά η παρουσία τους χρησιμεύει ως τροφή για σκέψη όσον αφορά σημεία ριζοσπαστικής αλληλοεπικάλυψης και πως να τα προσεγγίσουμε.
Οι αποφάσεις δηλαδή, των John Zerzan και Bob Black να εκδώσουν βιβλία με τον εκδοτικό Feral House, μοιάζουν παράξενες – ιδιαίτερα όταν δυο από τα τέσσερα βιβλία του Zerzan εκδόθηκαν το 2005, την ίδια χρονιά με την σημαντική προειδοποίηση για τον εθνικοαναρχισμό που δημοσιεύτηκε στο Green Anarchy. Φαίνεται πως, αν και προφητικοί για την αλληλοεπικάλυψη των υποκουλτούρων μεταξύ φασισμού και μετα-αριστεράς, οι μετά-αριστεροί έχουν, σε κάποιες περιπτώσεις, να δημιουργήσουν συνεργατικές σχέσεις.
*
Καθώς το περιοδικό Green Anarchy προειδοποιούσε για τον εισοδισμό των φασιστών και την ίδια στιγμή ο Zerzan έβγαζε τα βιβλία του από τον εκδοτικό Feral House, ξέσπασε διαμάχη σε ένα διαδικτυακό φόρουμ γνωστό ως Anti-Politics Board. Παρακλάδι των εξεγερτικών εκδόσεων Killing King Abacus, το Anti-Politics Board χρησιμοποιούνταν από περισσότερους από 1000 εγγεγραμμένους χρήστες και είχε δεκάδες τακτικούς αρθρογράφους. Η διαδικτυακή πλατφόρμα αποτελούσε ένα γόνιμο έδαφος για διάλογο τους μετά-αριστερούς, ωστόσο οι συζητήσεις για την εξεγερτικότητα, κομμουνιστικοποίηση, τον πράσινο αναρχισμό, και τον ατομικισμό συχνά παρήγαγε μια παράδοξη ανταγωνιστική αντισυμβατικότητα. Προσπάθειες να παραχθεί η πιο τολμηρή άποψη οδήγησε στην διάδοση θεμάτων όπως «ο αντισεξισμός ως συλλογικός ηθικισμός» και «κριτική του αυτόνομου αντιφασισμού». Επιθέσεις στην ηθική και τον ηθικισμό έτειναν να ενθαρρύνουν τους ριζοσπάστες να εγκαταλείψουν την «πολιτική ταυτοτήτων» και την «λευκή ενοχή» που συχνά συσχετίζεται με τον αριστερό αντιρατσισμό.
Ανάμεσα σε αυτές τις συζητήσεις, ένας νεαρός ριζοσπάστης με το όνομα Andrew Yeoman άρχισε να αναρτά αναρχοεθνικιστικές θέσεις. Όταν ζητήθηκε επανειλημμένα να απομακρυνθεί από το φόρουμ ο Yeoman, ένας από τους διαχειριστές της ιστοσελίδας αρνήθηκε, επιμένοντας πως η απομάκρυνση του λευκού σοβινιστή θα σήμαινε πως φέρονται σαν τους αριστερούς. Έπρεπε να δοκιμάσουν κάτι άλλο. Ότι και αν προσπάθησαν όμως δεν δούλεψε, και ο Yeoman αργότερα έγινε γνωστός για τη δημιουργία μιας ομάδας που ονομάζονταν Bay Area National Anarchists, εμφανιζόμενος σε αναρχικές εκδηλώσεις όπως εκθέσεις βιβλίου, και προωθούσε την συνεργασία των αναρχικών με τους Minutemen και το Αμερικάνικο Μέτωπο.
Μια σημαντική πτυχή του Anti-Politics Board ήταν η έκφραση μηδενιστικών και εξεγερτικών θεωριών, που και οι δυο απέκτησαν βαρύτητα μετά την οικονομική κρίση του 2008. Σε ένα άρθρο με τίτλο, «Ο Νέος Μηδενισμός», o Peter Lamborn Wilson (πραγματικό όνομα του Hakim Bey) τόνισε πως το αυξανόμενο ρεύμα του μηδενισμού που αναδύθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 2000 και στην επόμενη δεκαετία δεν μπορούσε να διακριθεί άμεσα από την ακροδεξιά, εξαιτίας των πολυάριθμων σημείων αλληλοεπικάλυψης. Πράγματι, το Stormfront είναι γεμάτο από χρήστες όπως «TAZriot» και «whitepunx» που προωθούν τα βασικά, ατομικιστικά δόγματα της μετά-αριστεράς από την αυθεντική, ρατσιστική θέση του στιρνερινισμού. Απορρίπτοντας την «πολιτική ορθότητα» και την «λευκή ενοχή», αυτοί οι μετά- αριστεροί επιθυμούν ξεχωριστούς, ριζοσπαστικούς χώρους και αυτόνομες ζώνες για λευκούς.
Μέσω επίμονης έρευνας, η ομάδα Rose City Antifa στο Πόρτλαντ του Όρεγκον ανακάλυψαν τη πραγματική ταυτότητα του whitepunx: «Trigger» Tom Christensen, γνωστό μέλος της τοπικής punk σκηνής. «Δεν ήμουν ποτέ αντί [αντιφασίστας], αλλά έκανα παρέα με μερικούς» έγραψε ο Christensen στο Stormfront. «Ήμουν φανατικός της punk rock μουσικής σκηνής και υπήρχαν και μερικοί αντί που τριγύριζαν στην ίδια σκηνή. Ήμουν φίλος με μερικούς. Δεν προσπαθούσαν να με στρατολογήσουν, ή οποιονδήποτε άλλο για να είμαι ειλικρινής. Δεν ήξεραν, ωστόσο, πως ήμουν WN [λευκός εθνικιστής]. Κρατούσα τις απόψεις μου για τον εαυτό μου και αγνοούσα κάθε άποψη που εξέφραζαν και έμοιαζε να έχει κενά. Ήταν σχετικά χρήσιμο να ξέρω μερικά από αυτά τα άτομα. Τώρα ξέρω ποια είναι όλοι οι σημαντικοί παίκτες στην αντί και SHARP (Skinheads Against Racial Prejudice) σκηνή».
Για κάποιο διάστημα, ο Christensen λέει πως έκανε παρέα με μετα-αριστερούς και μιλούσε μαζί τους όπως έκανε ο Yeoman. Λιγότερο από ένα χρόνο μετά, όμως, ο Christensen συνέχισε με μια τρομακτική ανάρτηση με το τίτλο, «Είναι Αποδεκτό Πιστεύετε Να ‘Καρφώσεις’ Αν Ήταν Εναντίον Των Εχθρών Μας». Έγραψε, «Είχα μια ενδιαφέρουσα σκέψη τις προάλλες και θα ήθελα τη γνώμη των άλλων. Αν σας ρωτούσε η αστυνομία να δώσετε ή να βρείτε στοιχεία που ενοχοποιούν εχθρούς του κινήματος, δηλαδή αριστερούς, κόκκινους, αναρχικούς. Τι θα κάνατε; Θα «δίνατε» ή θα «καρφώνατε» αυτούς στα αριστερά;». Είκοσι μία απαντήσεις ήρθαν από τα βάθη του λευκού εθνικιστικού κόσμου. Ενώ κάποιοι ενθάρρυναν τον Christensen να καταδώσει, άλλοι επέμεναν να κρατήσει τη σιωπή του. Είναι αβέβαιο αν πήγε ή όχι στην αστυνομία, αλλά η ανακάλυψη της δραστηριότητας του στο Stormfront το Μάιο του 2013 ήρθε λίγο πριν το δικαστήριο εγκαλέσει τέσσερις αναρχικούς που στη συνέχεια συνελήφθησαν για ασέβεια προς το δικαστήριο.
Σε ένα άλλο παράδειγμα ανησυχητικής αλληλοεπικάλυψης μεταξύ μετά-αριστερών και φασιστών, ριζοσπάστες που σχετίζονταν με μια μηδενιστική ομάδα με το όνομα Ultra, επέκριναν σκληρά τους Rose City Antifa του Πόρτλαντ, στο Όρεγκον, για την δημοσιοποίηση στοιχείων2 για τον Jack Donovan. Ανοιχτά μέλος της βίαιης λευκής εθνικιστικής ομάδας Wolves of Vinland, ο Donovan διευθύνει ένα γυμναστήριο με το όνομα Kabuki Strength Lab, που παράγει βίντεο για την «ανδροσφαίρα» (manosphere). Από το Νοέμβριο του 2016, όταν δημοσιεύτηκαν οι αποκαλύψεις για τον Donavan, ένα μέλος των Ultra ήταν και μέλος του Kabuki Strength Lab. Αν και ο Donovan έχει και ένα στούντιο τατουάζ στο γυμναστήριο και έκανε εκεί ένα τατουάζ με τις φάσκες στον φασίστα του Libertarian Party, Augustus Sol Invictus, ένα άλλο μέλος του γυμναστηρίου έγραψε, «Προφανώς ο Jack έχει αμφιλεγόμενα πιστεύω και πρακτικές που οι περισσότεροι διαφωνούν με αυτές· αλλά δεν πιστεύω πως επηρεάζει τη συμπεριφορά του στο γυμναστήριο». Ο Donovan, που παπαγαλίζει δημόσια στατιστικές «φυλετικού ρεαλισμού» σε συγκεντρώσεις λευκών εθνικισμών όπως στο Ινστιτούτο Εθνικής Πολιτικής και το podcast Pressure Project, επίσης ασπάζεται τον βιοπεριφερισμού (bioregionalism) και την αναμονή της κατάρρευσης του πολιτισμού που θα οδηγήσει στην επιστροφή στις βασισμένες στην ταυτότητα φυλετικών (tribal) δομών σε πόλεμο μεταξύ τους και εξαρτώμενες σε φυσικές ιεραρχίες – μια ιδεολογία που έχει απήχηση στους Ultra και κάποια μέλη του ευρύτερου περιβάλλοντος της μετά-αριστεράς.
Είναι ξεκάθαρο πως η υπεράσπιση των φασιστών και η συνεργασία μαζί τους δεν είναι το ίδιο, και είναι και τα δυο διαφορετικά από την ύπαρξη συμπτωματικών σημείων ιδεολογικής αλληλοεπικάλυψης. Όμως τα σημεία αλληλοεπικάλυψης, αν παραμείνουν ανεξέλεγκτα, δείχνουν μια τάση αγνόησης, υπεράσπισης ή συνεργασίας. Η υπεράσπιση και η συνεργασία μπορεί επίσης να, και γίνεται, συγκλίνουν. Για παράδειγμα στο Πόρτλαντ, του Όρεγκον, ο ιδρυτής μιας βρετανικής ακροαριστερής φράξιας με το όνομα Wildcat άρχισε να συμμετέχει σε μια ομάδα ανάγνωσης που περιλάμβανε σημαντικούς μετά-αριστερούς πριν γλιστρήσει προς τον αντισημιτισμό. Σύντομα άρχισε να συμμετέχει στην αρχικά μετά-αριστερή και αργότερα φασιστική ομάδα Pacifica Forum στο Γιουτζίν, του Όρεγκον, και στην υπεράσπιση του αντισημίτη ηγέτη συνεταιρισμού, Tim Calvert. Τελευταία φορά εντοπίστηκε από αντιφασίστες να τρυπώνει κρυφά σε μια εκδήλωση του αρνητή του Ολοκαυτώματος, David Irving.
Ίσως η πιο προβληματική περίπτωση συνεργασίας, ή καλύτερα σύνθεσης, του μετά- αριστερού μηδενισμού και της ακροδεξιάς πραγματοποιείται αυτή τη στιγμή στην alt- right. Ο Donovan θεωρείται μέλος της alt-right, ενώ οι τελευταίες φανερές αναρτήσεις του Christensen προέρχονται από τη μισογυνιστική ομάδα Proud Boys. Αυτές οι ομάδες και άτομα που συνδέονται με την alt-right περιγράφονται πως έχουν «πάρει το κόκκινο χάπι» (red pilled), όρο παρμένο από την ταινία The Matrix, στην οποία ο πρωταγωνιστής ξυπνάει σε μια δυστοπική πραγματικότητα αφού επιλέξει να πάρει το κόκκινο χάπι. Για την alt-right, το να «πάρεις το κόκκινο χάπι» σημαίνει να ξυπνάς στη «πραγματικότητα» που προσφέρετε από αντισημιτικές θεωρίες συνωμοσίας, μισογυνισμό, και λευκό εθνικισμό – συνήθως μέσω διαδικτυακών φόρουμ όπου η ανταγωνιστική αντισυμβατικότητα των «αρχόντων του προχώ» μεταλλάσσεται σε ειρωνικό αντισημιτισμό και μίσος. Ανάμεσα στις ακραίες μορφές του φαινομένου αυτού που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια είναι το λεγόμενο «μαύρο χάπι» (black pill) – άτομα που έχουν «πάρει το κόκκινο χάπι» και στρέφονται προς την αποδοχή της αδιάκριτης βίας μέσα από τις ίδιες τάσεις του ατομικισμού κι του μηδενισμού που περιγράφηκε παραπάνω.
Αυτοί που «πήραν το μαύρο χάπι» (black pilled) ισχυρίζονται πως έχουν αποβάλλει τις σχέσεις τους με κάθε ιδεολογία συνολικά. Η τάση αυτή θυμίζει τη συμπεριφορά της μαχητικής anti-civ ομάδας, Individuals Tending To The Wild, που είναι δημοφιλής μεταξύ κάποιων μετά-αριστερών ομάδων και που προωθεί την αδιάκριτη βία εναντίον κάθε στόχου που εκφράζει το μοντέρνο κόσμο. Μια άλλη επιρροή στους «χρήστες» του μαύρου χαπιού, είναι ο Adam Lanza, ο διαβόητος μαζικός εκτελεστής που τηλεφώνησε στον John Zerzan ένα χρόνο πριν δολοφονήσει τη μητέρα του, είκοσι παιδιά, και έξι μέλη του προσωπικού στο Δημοτικό Σχολείο Σάντι Χούκ στο Νιούταουν, του Κονέκτικατ. Ο Zerzan έχει καταδικάσει την Individuals Tending To The Wild, και μήνες μετά τις τρομακτικές ενέργειες του Lanza, έγραψε ένα άρθρο εκλιπαρώντας τους μετά-αριστερούς μηδενιστές να βρουν την ελπίδα: «Ο ατομικισμός και ο μηδενισμός είναι εμφανώς στη μόδα μεταξύ των αναρχικών και ελπίζω πως αυτοί που προσδιορίζονται έτσι δεν είναι δίχως ελπίδα. Ψευδαισθήσεις όχι, ελπίδα ναι». Δυστυχώς ο Zerzan ανέπτυξε το σύντομο μήνυμά του σε βιβλίο που εκδόθηκε από τον εκδοτικό Feral House στις 10 Νοεμβρίου 2015 – μια μέρα μετά αφού ο Feral House εξέδωσε το The White Nationalist Skinhead Movement που συνυπογράφεται από τον Eddie Stampton, ένα ναζί σκίνχεντ.
Συμπέρασμα
Στην αποκάλυψη αυτών των αλληλοεπικαλύψεων, πολλοί ατομικιστές αναρχικοί, μετά-αριστεροί, και μηδενιστές τείνουν στο να αρνούνται πως μοιράζονται κοινά κόμβους στα δίκτυα τους με τους φασίστες. Σε πολλές περιπτώσεις, προσπαθούν να παλέψουν εναντίον τους και να ανακτήσουν το κίνημα τους. ωστόσο, υπάρχει η τάση για μια ποιο χαλαρή αντίληψη πως οι αναρχικοί δεν έχουν καμία ευθύνη στο να είναι διακριτοί από τους φασίστες. Αν υπάρχουν πολυάριθμα σημεία στα οποία ριζοσπαστικά περιβάλλοντα γίνονται θολά για φασίστες, αναρχικούς και ρομαντικούς, κάποιοι ισχυρίζονται πως το να ρίχνεις σκιά σε τέτοιες σχέσεις το μόνο που κάνε είναι να διαιωνίζει λανθασμένες αντιλήψεις, ή την απόδοση «ενοχής από επαφή».
Ωστόσο, κοιτώντας πίσω στις πληροφορίες αυτής της έκθεσης, μπορούμε να προσέξουμε πως πολύπλοκες αλληλοεπικαλύψεις μοιάζουν να περιλαμβάνουν, συγκεκριμένα, πτυχές του ατομικισμού και της ριζοσπαστικής πράσινης θεωρίας. Προερχόμενος από το στιρνερινισμό και τη νιτσεϊκή φιλοσοφία, ο ατομικισμός μπορεί να δώσει σάρκα και οστά στην κοινωνική αποξένωση που αισθάνεται το άτομο, οδηγώντας σε μια ελιτίστικη αίσθηση αυτό-ενδυνάμωσης και ψευδαισθήσεων μεγαλείου. Όταν αναμιγνύεται με την εξεγερτικότητα και τη ριζοσπαστική πράσινη σκέψη, ο ατομικισμός μπορεί να μεταφραστεί σε ελιτισμό τύπου «κυνηγός εναντίον θύματος» ή «λύκοι εναντίον προβάτων», στον οποίο η συμπόνια για τους άλλους απορρίπτεται ως ηθικιστική. Αυτό το είδος αποξενωμένου ελιτισμού μπορεί επίσης να αναπτύξει μια απόμακρη αισθητική και συναισθηματικές θέσεις που συνδέονται με τη σκληρότητα, την εκδίκηση, και το μίσος.
Προερχόμενη από την απόρριψη του ανθρωπισμού και του αστικού μοντερνισμού, η συγκεκριμένη μορφή ριζοσπαστικής πράσινης θεωρίας συχνά αγκαλιάζεται από τη μετά-αριστερά μπορεί να σχετικοποιήσει τις ανθρώπινες απώλειες κοιτώντας στα μεγαλύτερα κύματα μαζικών εξαφανίσεων. Κάνοντας αυτό, οι ριζοσπάστες πράσινοι προσδοκούν μια κατάρρευση που θα μπορούσε να «καθαρίσει το κοπάδι» ή να προκαλέσει μαζικό θάνατο εκατομμυρίων, αν όχι δισεκατομμυρίων, ανθρώπων σε όλο το κόσμο. Αυτή η πλευρά της ριζοσπαστικής πράσινης θεωρίας έρχεται πολύ κοντά, και μερικές φορές μπλέκεται, με ιδέες περί υπερπληθυσμού φτιαγμένες και προερχόμενες από λευκούς εθνικιστές και ακτιβιστές κατά της μετανάστευσης που συνδέονται με το διαβόητο Tanton Network. Κάποιοι ριζοσπάστες πράσινοι ατομικιστές (ή μηδενιστές) επιμένουν πως ο ρόλος τους πρέπει να είναι η πρόκληση τέτοιας κατάρρευσης, μέσω αντι-ηθικιστικών χτυπημάτων εναντίον του πολιτισμού.
Καθώς παραδείγματα όπως η TAZ του Hakim Bey και η ηρωποίηση της αποτυχημένης περιπέτειας στο Φιούμε, η εκδοτική συνεργασία του Zerzan και του Black με τον εκδοτικό Feral House, και η υπεράσπιση του Donovan από την Ultra δείχνουν, πως η σχέση της μετά-αριστεράς με το λευκό εθνικισμό είναι μερικές φορές αμφίσημη και περιστασιακά ακόμη και συνεργατική. Άλλα παραδείγματα σαν του Yeoman και του Christensen, δείχνουν πως η ανοχή φασιστικών ιδεών στη μετά- αριστερά μπορεί άθελα της να οδηγήσει στην αποδοχή τους, προσφέροντας ένα βήμα στο λευκό εθνικισμό, και αυξημένη επιρρέπεια στον εισοδισμό. Συγκεκριμένες ιδέες που μερικές φορές γίνονται ανεκτές υπό την επικεφαλίδα της «κριτικής της αριστεράς» περιλαμβάνουν την αποδοχή των «φυσικών ιεραρχιών», που ο υπερεθνικισμός αντιλήφθηκε ως εθνο-βιολογικούς και πνευματικούς δεσμούς με τη πατρογονική γη και τους προγόνους, απόρριψη του φεμινισμού και του αντιφασισμού, και τη φετιχοποίηση της βίας και της σκληρότητας.
Είναι πολύ [πιο σημαντικό σήμερα από ποτέ άλλοτε να αναγνωρίσουμε πως τα ριζοσπαστικά κινήματα αναπτύσσουν αλληλοεπικαλύψεις με τους φασίστες αν πρόκειται να βρούμε πως να εκθέσουμε το φασιστικό τέρας και να αναπτύξουμε ισχυρότερα, πιο άμεσα δίκτυα. Οι αναρχικοί πρέπει να εγκαταλείψουν τις αοριστολογίες που προσκαλούν το αναρχικό τέρας και να ανακτήσουν την αναρχία ως τον ακέραιο αγώνα για ελευθερία και ισότητα. Οι σεχταριστικές πολεμικές είναι το αποτέλεσμα εκτεταμένων διαδικασιών εκμάθησης, αλλά είναι λιγότερο σημαντικές από τη αλληλεγγύη εναντίον του φασισμού σε όλες του τις μορφές και διάφορες μεταμφιέσεις.