Στις 6 Δεκέμβρη 2008 ήταν μια σκοτεινή νύχτα με καταιγίδα όταν ακούστηκε ένας πυροβολισμός και γρήγορα μαθεύτηκε ότι μια αστυνομική σφαίρα δολοφόνησε τον 15χρονο Αλέξη Γρηγορόπουλο. Τέτοια περιστατικά δεν είναι ασυνήθιστα. Σύμφωνα με εκπρόσωπο της ελληνικής αναρχοσυνδικαλιστικής οργάνωσης ΕΣΕ “δεκάδες Έλληνες έχουν δολοφονηθεί από την αστυνομία” από το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας το 1973.
Αυτό που αποτέλεσε κάτι το μοναδικό ήταν η αντίδραση, ενδεικτικό ίσως των αρκετά ζοφερών καιρών στους οποίους ζούμε ήδη. Μέσα σε ελάχιστη ώρα τα νέα ταξίδεψαν από άκρη σ’ άκρη σε όλη τη χώρα μέσω κινητών τηλεφώνων και μη συγκροτημένες ομάδες φίλων μαζεύτηκαν για να διαμαρτυρηθούν για τη δολοφιονία.
Οι διαμαρτυρίες μετατράπηκαν σε εξέγερση και για μερικές βδομάδες η συντηρητική κυβέρνηση της Ελλάδας βρισκόταν στο χείλος της ήττας. Δεκάδες πανεπιστημιακές σχολές και γυμνάσια-λύκεια καταλήφθηκαν. Εργατικές διαδηλώσεις και μια 24ωρη γενική απεργία συνέπεσαν με την εξέγερση των φοιτητών και μαθητών. Η κυβέρνηση διασώθηκε όχι από τις προσπάθειές της, αλλά μάλλον από την απροθυμία του σοσιαλιστικού ΠΑΣΟκ και του κομμουνιστικού ΚΚΕ που άσκησαν κριτική στους εξεγερμένους νέους και τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ περισσότερο απ’ ό,τι στην κυβέρνηση…
Τα γεγονότα αυτά δεν συνέβησαν ως δια μαγείας. Δεκαετίες φοιτητικής και μαθητικής μαχητικότητας από το 1973 έχουν προκαλέσει τη δημόσια συμπάθεια. Τακτικές όπως καταλήψεις πανεπιστημίων είναι σχεδον τακτικές ρουτίνας. Η δε γενική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας παίζει κι αυτή το ρόλο της. Η ανεργία και η υποαπασχόληση στη νεολαία είναι ενδημικό φαινόμενο και εντείνεται συνεχώς. Η κυβέρνηση θεωρείται ανίκανη και διεφθαρμένη. Ενώ συσσωρεύεται το δημόσιο χρέος (το εξωτερικό χρέος υπολογιζόταν στο 93,9% του ΑΕΚ το 2008) το κράτος επιδεικνύει μεγάλη γενναιοφροσύνη προς τους φιλικούς του επιχειρηματίες. Σε διάφορες κοινωνικές διαμάχες την τελευταία δεκαετία το κράτος μερικές φορές έχει αναδειχθεί νικηφόρο, αλλά συχνά έχει αναγκαστεί να υποχωρήσει μπροστά στη δύναμη των λαϊκών κινημάτων.
Ελάχιστοι από τους παράγοντες εκείνους που υπαγόρευσαν την εξέγερση είναι μοναδικοί στη χώρα αυτή, εκτός από την ύπαρξη ενός σχετικά μεγάλου και μαχητικού αναρχικού κινήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στεναχωρούνται πλέον ανοιχτά για το ενδεχόμενο επέκτασης τέτοιων εξεγέρσεων στις άλλες χώρες. Οι Έλληνες εξεγερμένοι προσπάθησαν να επεκτείνουν την εξέγερση σε διεθνές επίπεδο, χρησιμοποιώντας εναλλακτικά ΜΜΕ και τα ίδια τα κινητά τηλέφωνα που αποδείχτηκαν επιτυχή σε τοπικό επίπεδο. Η απάντηση ήταν εκτεταμένες – ίσως εκατοντάδες - εκδηλώσεις αλληλεγγύης και συμπάθειας σε παγκόσμιο επίπεδο, αν και συμμετείχε σε αυτές μικρός αριθμός ατόμων.
Τότε έγινε κάλεσμα για Επανάσταση για τα Χριστούγεννα. Όταν ήρθε ο νέος χρόνος οι συνήθεις μαχητικές ελληνικές διαδηλώσεις συνέβησαν ξανά, αλλά χωρίς όμως τη μαζική συμμετοχή και τις καταλήψεις του Δεκέμβρη. Είχε χαθεί μια ευκαιρία…
Όλα αυτά που συνέβησαν δείχνουν ότι η μαζική εξέγερση είναι δυνατή στα μοντέρνα κράτη και, δοσμένων των οικονομικών συνθηκών, είναι σχεδόν αναπόφευκτη. Έδειξαν επίσης ότι η μοντέρνα τεχνολογία μπορεί να μετατρέψει μικρής κλίμακας πρωτοβουλίες σε μαζικά κινήματα. Έδειξαν, ακόμα, ότι τέτοια κινήματα μπορούν, στην καλύτερη περίπτωση, να εμπνευσθούν και όχι να καθοδηγηθούν. Το λενινιστικό όνειρο είναι πλέον νεκρό.
Έδειξαν, επιπλέον, ότι τέτοιου είδους εξεγέρσεις πρέπει να ξεφύγουν από το στενό ανταρτοπόλεμο στους δρόμους εάν πρόκειται να οδηγήσουν σε κάτι το πιο μόνιμο. Οι Έλληνες άρχισαν αυτή τη διαδικασία με τις καταλήψεις σε εκπαιδευτικά κτίρια και προσωρινές καταλήψεις σε ΜΜΕ. Ήσαν αδύνατον να πάνε πιο πέρα, πάντως, επειδή υπήρξε έλλειψη θετικής αντίδρασης από την πλευρά των Ελλήνων εργατών οι οποίοι γενικά παρέμειναν παθητικοί, εκτός βέβαια από τους νεαρούς εργάτες στους δρόμους. Χωρίς μια τέτοια συμμετοχή, οι “εξεγέρσεις” θα παραμείνουν περιορισμένες και αναπόφευκτα θα σβήσουν με ελάχιστα ωφέλη.
Εν τέλει, ενώ οι εξεγέρσεις είναι αναπόφευκτα αυθόρμητες, με την απουσία οργάνωσης και οράματος δεν μπορούν να προχωρήσουν ένα βήμα παραπέρα ώστε στην ουσία να αλλάξουν την κοινωνία. Αυτός είναι ίσως ο κύριος λόγος της παθητικότητας της ελληνικής εργατικής τάξης. Χωρίς ένα τέτοιο όραμα και χωρίς ξεκάθαρες ιδέες στο πώς θα το επιτύχουμε, κανείς δεν μπορεί να εξαρτάται από την οποιαδήποτε πρωτοπορία ή εμπροσθοφυλακή, είτε είναι κόμμα είτε είναι αυτοί που θέλουν να μάχονται συνεχώς στους δρόμους.
*Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 8 (Φλεβάρης-Μάρτης 2009) του δελτίου “Linchpin” της αναρχοκομμουνιστικής ομοσπονδίας του Καναδά Common Cause (Κοινή Υπόθεση). Ελληνική μετάφραση “Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης”, 13 Μάρτη 2009. Για επικοινωνία: