Τις τελευταίες δεκαετίες η κυρίαρχη προπαγάνδα αξιοποιεί ένα σύνολο εννοιών προερχόμενων από την αστική φιλοσοφία και τις κοινωνικές επιστήμες στο πλαίσιο μιας προσπάθειας αστικού επαναπροσδιορισμού της «δομής της κοινωνίας». Έννοιες όπως «μεταβιομηχανική κοινωνία» και «κοινωνία της γνώσης» χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν μια «νέα εποχή» στην οποία καταργούνται οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής, ο ταξικός διαχωρισμός κεφαλαίου/εργασίας δεν υφίσταται πλέον και η εργατική τάξη «εξαφανίζεται» είτε λόγω των αλλαγών στην τεχνική πλευρά της παραγωγής είτε λόγω της αφομοίωσης της (βλ. «θεσμοποίηση της εργατικής τάξης»).
Οι θεωρίες αυτές δεν είναι βέβαια αντικειμενικές ούτε αρθρώνονται πολιτικά ουδέτερα. Οι αλλαγές στην παραγωγική διαδικασία υπερτονίζονται αποκλειστικά σε σχέση με την χρήση της πληροφορικής, των μηχανών και της αυτοματοποίησης προβάλλοντας την μία μόνο όψη της παραγωγής, την εξέλιξη δηλαδή των παραγωγικών δυνάμεων. Την ίδια στιγμή υποτιμάται ο ρόλος της ανθρώπινης εργασίας: παρουσιάζεται σαν μια «δευτερεύουσα» διαδικασία στην παραγωγή, υποβοηθητική των μηχανών. Οι μετατοπίσεις στην καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας εμφανίζονται σαν το πέρασμα σε ένα νέο τύπο παραγωγής που κυριαρχεί η αυτοματοποίηση, δίχως να συμπεριλαμβάνεται η εκμετάλλευση της εργασίας χωρίς την οποία δεν μπορεί να παραχθεί κεφάλαιο.
Ενώ λοιπόν από την μία οι θεωρίες αυτές μας λένε ότι η εργατική τάξη εξαφανίζεται μαζί με την χειρωνακτική εργασία ταυτόχρονα παραλείπουν ότι το μοντέλο που περιγράφουν δεν μπορεί να στηριχθεί χωρίς την εργατική δύναμη και ότι οι μηχανές δεν μπορούν να παράξουν κεφάλαιο χωρίς την εκμετάλλευση της. Δεν αναλύουν κάτι «νέο» που υπερβαίνει τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, αντίθετα αποσπούν την τεχνική πλευρά της παραγωγής (τις παραγωγικές δυνάμεις) και την αναδεικνύουν διαχωρισμένα και ανεξάρτητα από τις καθορισμένες σχέσεις μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Στην ουσία δεν αμφισβητούν τον ηγεμονικό χαρακτήρα της αστικής τάξης στην κοινωνική παραγωγή άσχετα από το πως την προσδιορίζουν αλλά την αντίθετη δύναμη: το υποκείμενο ανατροπής της. Αρνούμενες τον επαναστατικό χαρακτήρα της εργατικής τάξης καθώς και την ίδια την ύπαρξη της ως εξαρτημένης και εκμεταλλευόμενης τάξης οι θεωρίες αυτές αμφισβητούν κατ’ επέκταση την ίδια την δυνατότητα των ανθρώπων να καθορίσουν την μοίρα τους παίρνοντας στα χέρια τους τα μέσα παραγωγής πλούτου.
Γίνεται φανερό ότι οι στόχοι αυτών των θεωριών και ιδεολογημάτων έχουν απολογητικό χαρακτήρα υπέρ της διατήρησης του υφιστάμενου καπιταλιστικού-κρατικού σχηματισμού και οι στοχαστικές ανάγκες των εκφραστών τους ταυτίζονται με τις ανάγκες της αστικής τάξης να διακηρύξει την νίκη της. Στο κέντρο του στοχασμού βρίσκεται η άρνηση της ταξικής πάλης από την οποία ξεπρόβαλλε και ο αναρχισμός ως το ελευθεριακό επαναστατικό της απαύγασμα και το «τέλος της ιδεολογίας». Συνεπακόλουθα, οι θεωρίες αυτές «προφητεύουν» και το τέλος των επαναστάσεων και των μεγάλων ανατροπών.
Η κοινωνική και πολιτική σκέψη επιχειρείται πλέον να μετατοπιστεί στις «σχέσεις» μεταξύ ανθρώπων και δομών όχι ως καθρέφτισμα των κυρίαρχων εκμεταλλευτικών κοινωνικών-ταξικών σχέσεων αλλά σαν πολύπλοκων δικτυώσεων χωρίς πυρήνα και χωρίς υποκείμενο. Αντιπροσωπευτικές είναι οι απόψεις του ρεύματος του «δομικού μαρξισμού» (βλ. Αλτουσερ) με θέσεις όπως η «ιστορία είναι μια εξελικτική διαδικασία χωρίς υποκείμενο», θεωρίες αυτόνομων για το «κοινωνικό εργοστάσιο», οι απόψεις για την «μη τάξη» κ.α. Ενδεικτικές είναι επίσης και οι θέσεις των στρουκτουραλιστών που εξετάζουν τα επιμέρους στις μεταξύ τους σχέσεις αρνούμενοι την ολότητα, η μελέτη της κοινωνικής εξέλιξης σαν αποτέλεσμα μετατόπισης δομών κ.λ.π.
Στον χώρο της φιλοσοφίας παρατηρείται μια απομάκρυνση από την έρευνα των καθολικών εννοιών, των ηθικών αξιών και της αξιολόγησης πεποιθήσεων με μια στροφή προς την μελέτη της γλώσσας και των «γλωσσικών παιχνιδιών». Μεθοδολογικό “όπλο” αποτελούν περισσότερο τα μαθηματικά και λιγότερο ο φιλοσοφικός στοχασμός για την αναζήτηση της «αλήθειας». Αντίστοιχα οι αστικές κοινωνικές επιστήμες υποβιβάζουν την ανάγκη για αναζήτηση της αλήθειας στα πράγματα που βρισκόταν στο κέντρο του αστικού διαφωτισμού προς χάριν μιας απόπειρας εξήγησής όχι των αιτιών που πυροδοτούν το κοινωνικό πράττειν αλλά του πως αυτό εκδηλώνεται χωρίς παραπέρα εμβάθυνση του «γιατί συμβαίνει αυτό που συμβαίνει». Η «αιτιότητα» εκτοπίζεται στην ανάλυση της ιστορικής κοινωνικής εξέλιξης, η ταξική πάλη δεν αναγνωρίζεται και το βάρος δίνεται στην ανάλυση των σχέσεων μεταξύ δομών και κοινωνικού πράττειν.
Με τις αντιλήψεις των αστικών κοινωνικών επιστημών είναι διαποτισμένη και η κρατική εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες της επιτελώντας την καθεστωτικά επιφορτισμένη αποστολή της: την ιδεολογική χειραγώγηση των νέων εργαζομένων. Ο κόσμος που ζούμε «φυσικοποιείται» και κάθε αξίωση ανατροπής του λογίζεται ως «ουτοπική». Η γέννηση των αστικών κοινωνικών επιστημών και οι ιδιότητες που τους προσδόθηκαν απ’ τους θεμελιωτές τους δικαιολογεί αυτή την «φυσικοποίηση»: η κοινωνιολογία αρχικά ορίστηκε ως «κοινωνική φυσική» (βλ. Αύγουστος Κοντ) εκτιμώντας πως με βάση την νέα αυτή επιστήμη τα κοινωνικά φαινόμενα θα εξετάζονται πλέον όπως τα φυσικά (βλ. θετικισμός). Καθώς λοιπόν παύει το αστικό ενδιαφέρον για την “αλήθεια” η σκέψη κατευθύνεται αποκλειστικά προς την περιφρούρηση της κυρίαρχης ιδεολογίας. Η εμφάνιση της αστικής κοινωνιολογίας και το ρεύμα του θετικισμού επηρέασαν και την φιλοσοφία και σε ορισμένα παραδείγματα είτε την αφομοίωσαν είτε την αποτράβηξαν από τα διαχρονικά ζητήματα ενασχόλησής της προσδίδοντας νέα χαρακτηριστικά.
Μέσα απ’ τις παραπάνω εξελίξεις στην αστική φιλοσοφική και κοινωνική σκέψη που περιγράφουμε σχηματικά, πήγασε και η μεταμοντέρνα πολεμική στην «ιδεολογία» στο πλαίσιο μιας γενικής άρνησης της δυνατότητας σύλληψης και αναπαράστασής του κόσμου ως ολότητας. Η μεταμοντέρνα άρνηση των «μεγάλων αφηγήσεων» είναι μια άρνηση της δυνατότητας του ανθρώπου να αποτελέσει ζωντανός συντελεστής της ιστορίας του και να την διαμορφώσει αφού σύμφωνα με τους πρεσβευτές του «μεταμοντέρνου» δεν υπάρχουν πλέον επαναστατικά υποκείμενα και ο κόσμος δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός καθολικά, συνεπώς ούτε και να ανατραπεί εν συνόλω ο υπάρχον κοινωνικός σχηματισμός. Επομένως το μόνο που “απομένει” και προτάσσεται είναι η διάνοιξη μικρών ρωγμών βίωσης μιας αφηρημένης και αστικής εμπνεύσεως «ελευθερίας» μεταξύ των λίγων.
Στην ίδια γραμμή πλεύσης κινούνται και τα (μαρξιστικής προέλευσης) ρεύματα που είτε γεννήθηκαν είτε εμπνεύστηκαν από τον ηττοπαθή σκεπτικισμό που ακολούθησε την ήττα της εξέγερσης του Μάη του 68’. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το ρεύμα των «καταστασιακών» που με την επίκληση στην «επανάσταση στην καθημερινή ζωή» δεν δίνει το σύνθημα για το εδώ και τώρα χτίσιμο της νέας κοινωνίας στο πλαίσιο της παλιάς και την γενίκευση της διαμέσου μιας πλατιάς Κοινωνικής Επανάστασης αλλά περισσότερο ενσαρκώνει το πρόταγμα μιας «αντισυμβατικής ζωής» εντός του υπάρχοντος που περιορίζεται στις ατομικές αρνήσεις ξορκίζοντας παράλληλα την Επανάσταση σαν «ιδεαλιστική αφαίρεση». Όμως ούτε οι «ατομικές αρνήσεις» ούτε οι «κοινότητες ελευθερίας» των «αρνητών» είναι ικανές να πραγματώσουν ακόμα και το πρόταγμα για «επανάσταση στην καθημερινή ζωή» όταν αυτή η “επανάσταση” δεν έχει συνολικό ανατρεπτικό πρόταγμα και δεν διασυνδέει την ατομική άρνηση με την συλλογική οργάνωση και την προοπτική μιας γενικευμένης Κοινωνικής Επανάστασης για έναν άλλον κόσμο.
Θα ήταν βέβαια αδύνατο να μην υπάρξουν διαβρωτικές αντανακλάσεις της αστικής σκέψης εντός των ριζοσπαστικών θεωριών σε μια περίοδο οπισθοχώρησης και αρνητικών ταξικών συσχετισμών. Πόσο μάλλον εντός του αναρχισμού που από την Ισπανία του 36’ δεν έχει καταγράψει για πολλές δεκαετίες ανάλογα επαναστατικά εγχειρήματα εφαρμογής των προταγμάτων του. Όμως εντός της «ριζοσπαστικής σκέψης» δεν τροποποιείται επουδενί ο αντεπαναστατικός ρόλος και ο απολογητικός της χαρακτήρας υπέρ του υφιστάμενου σχηματισμού αυτών των θεωριών. Οι τάσεις που εμπνέονται από αυτές τις θεωρίες, έτσι όπως εκφράζονται μέσα στο παγκόσμιο αναρχικό κίνημα είναι εκφυλιστικές και φέρουν ως κύρια χαρακτηριστικά α) την απάρνηση της ταξικότητας του αναρχισμού ή τον παραμερισμό σε δευτερεύον στοιχείο, β) την αποκήρυξη της επανάστασης ως στρατηγικού του στόχου γ) την εστίαση στις «ρωγμές» και τις «νησίδες» ελευθερίας σε αντιδιαστολή με έναν πλήρη επαναστατικό μετασχηματισμό, δ) την αναζήτηση του «βιώματος» έναντι της πολιτικής δράσης, ε) την άρνηση της οργάνωσης του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου.
Σε πείσμα όμως της αστικής σκέψης, δεν ζούμε το τέλος των ιδεολογιών. Το «τέλος των ιδεολογιών» δεν ήρθε και δεν πρόκειται να έρθει όσο η κοινωνία βρίσκεται διαιρεμένη σε τάξεις και από πάνω της στέκει το κράτος. Δεν έχει φτάσει η ιστορία της ανθρωπότητας σε τέτοια επίπεδα κοινωνικής ευημερίας ώστε να μην υπάρχει η ανάγκη ο ανθρώπινος νους να επεξεργάζεται σχέδια για μια άλλη κοινωνία. Κάθε άλλο. Ο τεράστιος πλούτος των αγαθών μοιράζεται πιο άνισα από ποτέ. Η καπιταλιστική συγκέντρωση του κέρδους οξύνει περισσότερο από ποτέ άλλοτε την αντιφατική σχέση μεταξύ της εργατικής παραγωγής του πλούτου και της ατομικής ιδιοποίησης του. Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και η κρατική καταπίεση συνεχίζουν να ξεζουμίζουν την ανθρώπινη εργασία και να συνθλίβουν την συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας κάνοντας επίκαιρη όσο ποτέ την ιστορική αναγκαιότητα της Κοινωνικής Επανάστασης.
Αντί για το «τέλος των ιδεολογιών» ζούμε μια μεγάλη και τρομακτική ιδεολογική σύγχυση. Η σύγχυση αυτή συνιστά αντανάκλαση της εισβολής της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας στην πολιτική και φιλοσοφική σκέψη και την διάβρωση επαναστατικών αξιών και κινημάτων. Η σύγχυση είναι και προϊόν της σήψης της αστικής ιδεολογίας που παρά την ηγεμονία της αδυνατεί να στοχαστεί έξω από τον υπάρχον κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό. Αντανακλά την συνολικότερη παρακμή του κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού.
Η ίδια η ιστορική εξέλιξη ήταν αυτή που διέψευσε τις συστημικές θριαμβολογίες για το «τέλος της ιστορίας» και την «οριστική νίκη της αστικής δημοκρατίας». Θριαμβολογίες οι οποίες κατέρρευσαν μαζί με το χρηματοπιστωτικό σύστημα το 2007-8. Έκτοτε, οι ίδιοι οι πρεσβευτές του «τέλους της ιστορίας και των ιδεολογιών» αναθεωρούν τις βεβαιότητες τους, αποσύρουν τις ιαχές και πλέον αγωνιούν για την σωτηρία του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος που καθημερινά αποσαθρώνεται και επιβιώνει με παυσίπονα και φούσκες χρέους.
Η «τελείωση» του καπιταλιστικού συστήματος στον 21ο αιώνα μπορεί να ιδωθεί μέσα απ’ το πρίσμα της τελείωσης ως φθίσης, ως παρακμής μιας συνθήκης που έχει υποστεί τον μαρασμό. Όχι της τελείωσης σαν «τελειότητας» ή ενός μεταφυσικού «τερματικού σταθμού της ιστορίας», αλλά της τελείωσης ως «τελικής αξιολόγησης» μιας κατάστασης που παραδίδει την σκυτάλη της αέναης ιστορικής εξέλιξης στο νέο που εμφανίζεται επαναστατικά για να την διαδεχτεί. Η κρίση του καπιταλιστικού συστήματος σηματοδοτεί την αρχή του τέλους του και ανοίγει τον δρόμο για την επαναστατική ανατροπή του. Ο 21ος αιώνας θα είναι αιώνας μεγάλων ιστορικών ανατροπών και επαναστάσεων.
Από την άλλη, είναι αλήθεια πως τίποτα δεν φαίνεται αυτή την στιγμή να απειλεί άμεσα την καπιταλιστική κυριαρχία με προοπτικές ρεαλιστικής ανατροπής της παρότι οι συνθήκες είναι ευνοϊκές και προδιαγράφουν την αρχή του τέλους του γερασμένου καπιταλιστικού κόσμου. Η απουσία ενός επαναστατικού οράματος, η απουσία μιας ακλόνητης και ακαταμάχητης πίστης για έναν καλύτερο κόσμο είναι πιο εμφανής από ποτέ. Και δεν εννοούμε σε εμάς τους στρατευμένους αναρχικούς που και οράματα και πίστη διαθέτουμε για έναν άλλο κόσμο, αλλά στην πλατιά λαϊκή πλειοψηφία, στα χέρια της οποίας βρίσκεται το χτίσιμο αυτού του νέου, ελεύθερου, εξισωτικού κόσμου της αλληλοβοήθειας και της συνεργασίας. Εδώ ξεκινούν και τα δικά μας καθήκοντα ως αναρχικών.
Τα κομμουνιστικά συστήματα που εγκαθιδρύθηκαν κατά τον προηγούμενο αιώνα κατέρρευσαν μέσα απ’ τις δικές τους αντιφάσεις και χωρίς ιμπεριαλιστική επέμβαση. Δεν μπόρεσαν να δώσουν λύσεις στα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα. Συγκέντρωσαν την εξουσία στα χέρια μιας μειοψηφικής κρατικής γραφειοκρατίας και γέννησαν νέους ολοκληρωτισμούς και αυταρχικά καθεστώτα: επιβεβαίωσαν την έγκυρη κριτική του Μπακούνιν προς τον Μαρξ και τους οπαδούς του για την εξουσιαστική φύση του κρατικού σοσιαλισμού, ήδη από την περίοδο της Α’ Διεθνούς. Τα «εργατικά κράτη» όπου κι αν συγκροτήθηκαν δεν αποτέλεσαν “παρέκκλιση” ή “κακή εφαρμογή” της μαρξιστικής ιδεολογίας αλλά την προδιαγεγραμμένη εξουσιαστική συνεπαγωγή της θεωρίας του Μαρξ για την δικτατορία του προλεταριάτου και την διαχείριση των μέσων παραγωγής όχι από τον λαό και την εργατική τάξη, αλλά από τον κρατικό μηχανισμό.
Ο κρατικός σοσιαλισμός που ευαγγελίζονταν οι μαρξιστές δεν ήταν η επαναστατική κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης: ήταν μια αντεπαναστατική εκτροπή στην πορεία αποδέσμευσης του προλεταριάτου από την εξαρτημένη θέση του στον καπιταλιστικό κόσμο. Οι όποιες παραλλαγές αυτού του μοντέλου δεν διέφεραν και είτε κατέρρευσαν στην πράξη κατά την περίοδο εφαρμογής τους είτε μεταλλάχτηκαν σε μικτές οικονομίες ή αποκλειστικά καπιταλιστικές. Η διδαχή είναι μία και απαιτεί διάδοση: Ο Μπακούνιν είχε δίκιο!
Ο μαρξισμός – λενινισμός δεν προτάσσει μια κοινωνία της ελευθερίας. Το κράτος-λεβιάθαν του Τόμας Χομπς δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει την μαρξιστική θεωρία για το κράτος: συγκέντρωση όλης της εξουσίας στο κράτος και καμία πρόσβαση στον λαό να αποφασίσει για τον εαυτό του. Το κράτος είναι ο απόλυτος τύραννος, ρυθμιστής και διαιτητής των κοινωνικών σχέσεων. Καμία ελευθερία για τον λαό και την κοινωνία! Όλη η εξουσία στο κόμμα-κράτος!
Η λενινιστική απονέκρωση του κράτους υπήρξε θεωρητικά μια μεταφυσική φενάκη και πρακτικά ένα παραπλανητικό τέχνασμα για την παγίδευση της ρωσικής εργατικής τάξης και των αναρχικών στο μπολσεβίκικο πρόγραμμα. Το ίδιο παραπλανητική υπήρξε και η λενινιστική κριτική προς τους αναρχικούς ότι η μη κατάληψη του κράτους συνεπάγεται τάχα την εγκατάλειψη των όπλων μετά την επανάσταση ανοίγοντας τον δρόμο στην αστική παλινόρθωση. Οι μπολσεβίκοι απέδειξαν άλλωστε πως για την εμπόδιση της «αστικής παλινόρθωσης» δεν είναι καν αρκετά τα όπλα. Ντρόπιασαν την επανάσταση την οποία οι ίδιοι οι λαοί δεν περιφρούρησαν κατά την «αστική παλινόρθωση» στα κράτη της «πρώτης σοσιαλιστικής οικοδόμησης» και όχι μόνο. Δεν έχασαν λόγω της «έλλειψης των όπλων».
Αποτελεί μύθευμα η ισοδύναμη θέση μαρξιστών και αναρχικών στο ζήτημα του κράτους και η αντίληψη ότι η μόνη διαφοροποίηση βρίσκεται μόνο ως προς τα βήματα συγκρότησης της ελευθεριακής κομμουνιστικής κοινωνίας. Τίποτα δεν μπορεί να γεφυρώσει τον εξουσιαστικό σοσιαλισμό με τον αναρχισμό ούτε ιδεολογικά, ούτε φιλοσοφικά, ούτε αξιακά, ούτε πολιτικά. Όσο επικίνδυνη και εκφυλιστική είναι η ώσμωση του αναρχισμού με την αστική σκέψη το ίδιο είναι και η αντι-διαλεκτική και ανιστόρητη απόπειρα «σύνθεσης» με τον μαρξισμό.
Ως προς το ζήτημα της εξουσίας δεν θα πρέπει να αγνοούμε τα λόγια του Μπακούνιν που σε όλα τα επίδικα υπήρξε αναμφίβολα πιο προφητικός απ’ τον αντίπαλο του Μαρξ: «βάλε τον μεγαλύτερο επαναστάτη στην εξουσία και θα γίνει χειρότερος από τον τσάρο». Καμία κυρίαρχη τάξη δεν αφήνει την εξουσία, τα αξιώματα και τα προνόμια της στο όνομα του «συλλογικού καλού». Είτε αυτή η εξουσία είναι αστική είτε κομμουνιστική εξουσία. Οι μαρξιστές οπαδοί του κράτους ποτέ δεν θα εγκατέλειπαν την κρατική εξουσία, ακόμα και ελλείψει του «ιμπεριαλιστικού κινδύνου» προς όφελος μιας ελευθεριακής κοινωνίας. Ο εχθρός ακόμα κι αν δεν υπήρχε, θα εφευρισκόταν!
Η χρεωκοπία του μαρξισμού δεν είναι χρεωκοπία της εργατικής τάξης και της υπόθεσης της. Ανοίγει ιστορικούς δρόμους, δρόμους επαναστατικούς. Μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε πράξη τα λόγια του Ντουρούτι όταν σε αντιπαράθεση με τους μπολσεβίκους υποστήριξε ότι «οι εργάτες της Ισπανίας θα δείξουν πως γίνεται η επανάσταση». Ο αναρχισμός ως επαναστατική κοσμοθεωρία της εργατικής τάξης μπορεί να γίνει φάρος απελευθέρωσης όλης της καταδυναστευμένης ανθρωπότητας.
Τα επαναστατικά στάσιμα του αναρχισμού του 20ου αιώνα υπήρξαν ζωντανοί φάροι που δυστυχώς έσβησαν μέσα σε τόνους αίματος. Στην Νότια Ουκρανία οι ελεύθερες κομμούνες ήρθαν αντιμέτωπες με κάθε λογής εχθρό σε σφοδρούς πολέμους: τους εθνικιστές του Πετλιούρα, τους αστούς λευκοφρουρούς υπό τον Ντενίκιν, τις εγκάθετες κυβερνήσεις των αυστρογερμανών κατακτητών και των διορισμένων αταμάνων τους, τους στασιαστές του Γκριγκόριεφ, τους αντιδραστικούς κουλάκους. Στο τέλος, ο κόκκινος στρατός των μπολσεβίκων με επικεφαλής τον Τρότσκι αποτέλειωσε το εγχείρημα με κανονιοβολαρχίες ανάλογες του αιματοπνιγμού της Κροστάνδης.
Στην Ισπανία, η Κοινωνική Επανάσταση συγκρούστηκε με τους φασίστες του Φράνκο, τους φιλελεύθερους και τους βαλτούς του Στάλιν. Σε όλη την σύγχρονη ιστορία της καπιταλιστικής κυριαρχίας, τα παραδείγματα βρίθουν: φασίστες, κομμουνιστές και φιλελεύθεροι αστικοδημοκράτες πολέμησαν τον αναρχισμό σε ολόκληρη την γη. Περιφρούρησαν την εξουσία του κεφαλαίου ή της προνομιούχας «σοσιαλιστικής γραφειοκρατίας» χτυπώντας αλύπητα το οπλισμένο προλεταριάτο και τις ελευθεριακές ορδές του. Τι μας διδάσκει η παρισινή κομμούνα; Ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος και οι διακρατικές συρράξεις έπαυσαν για να καταπνιχτεί η εργατική εξέγερση. Τι έκαναν οι μπολσεβίκοι για να καταστείλουν τις απεργίες των εργατών στα πρώτα χρόνια της σοβιετικής εξουσίας; Απαγορεύσεις κυκλοφορίας, συγκρότηση ανταπεργικών μηχανισμών, κρατική αυταρχικότητα, εκτελέσεις και φυλακίσεις αναρχικών και σοσιαλιστών. Πόσο διαφορετικά αντιμετωπίζει η αστική δημοκρατία τους εχθρούς της στα ταξικά σφαγεία των σύγχρονων μητροπόλεων; Η ολοκληρωτική φύση του κράτους και των ταξικών συστημάτων ενυπάρχει σε όλες τις εκδοχές των εξουσιαστικών ιδεολογιών. Και ειδικότερα σε καιρούς κρίσης αποκαλύπτεται ωμά, η πραγματική τους φύση.
Ακόμη όμως κι αν λαβώθηκαν, ακόμη κι αν αφανίστηκαν παροδικά, οι λαμπερές ακτίνες των επαναστατικών εγχειρημάτων του προηγούμενου αιώνα φωταγωγούν τις προσπάθειες του σήμερα. Η ελεύθερη Βαρκελώνη και το κοινωνικοποιημένο Γκιουλάι Πόλε μας δείχνουν τον δρόμο. Μας δείχνουν ακόμα και ποια μονοπάτια δεν πρέπει να ακολουθήσουμε. Η ιστορική πείρα βρίσκεται συσσωρευμένη στα χέρια μας. Μας καλεί να την αξιοποιήσουμε μα πρώτα απ’ όλα να την αναγνώσουμε, να την ερμηνεύσουμε, να την μεταφέρουμε επικαιροποιημένη στον κοινωνικό και ταξικό πόλεμο που μαίνεται.
Στις πιο πάνω παραδοχές αναβλύζει ένα ορισμένο συμπέρασμα: ο αναρχισμός είναι το μόνο ιδεολογικό ρεύμα που δεν εκπλήρωσε ποτέ τους σκοπούς του. Και η ιστορική πορεία ενδεχομένως φορτίζει το περιεχόμενο μιας απρόσμενης σημειολογίας: μήπως τελικά η αποτυχία των εξουσιαστικών ιδεολογιών είναι αυτή που θα σημάνει την οριστική νίκη του ιστορικού αουτσάιντερ; Οι αστικές ιδεολογίες καταρρέουν και ο μαρξισμός χρεωκόπησε. Απέναντι τόσο στο φιλελεύθερο μοντέλο όσο και αυτό του εξουσιαστικού σοσιαλισμού στέκει ο αναρχισμός, η μόνη λύση της εποχής μας.
Το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης του αναρχισμού, μπορεί να αποτελέσει το καταληκτικό σημείο μιας ξέφρενης ιστορικής ρότας. Η υψηλότερη κορυφή μιας ανηφορικής διαδρομής του ανθρώπου που προαιώνια ακροβατεί μεταξύ ελευθερίας και εξουσίας, που ισορροπεί την ιστορία του ανάμεσα στον κανιβαλικό ανταγωνισμό και την αλληλεγγύη. Η Αναρχία, η αταξική και ακρατική κοινωνία που οραματιζόμαστε θα οικοδομήσει ως προϊόν αναγκαιότητας και ως πηγή των αξιών που καθήκον μας είναι να μπολιάσουμε στο κέλυφος της γερασμένης κοινωνίας εδώ και τώρα.
Αναντίρρητα γνωρίζουμε ότι αναζητούμε τρόπους μέσα σε ιδεολογικούς βάλτους. Ιχνηλατούμε την επίλυση γρίφων μέσα σε και πελώριους ωκεανούς στους οποίους επί δεκαετίες το ελλαδικό αναρχικό κίνημα περιπλανιέται, αναζητώντας την πυξίδα του. Σε άλλες εποχές και σε διαφορετικούς τόπους, ο αναρχισμός είχε τις ευκαιρίες και τους σταθμούς του. Αλλού ηττήθηκε, κάπου-κάπου λάθεψε. Εντούτοις ποτέ δεν κατάφερε να εγκαταστήσει τα κοινωνικά του προτάγματα όχι γιατί ανατράπηκε στρατιωτικά όπως ο φασισμός, ούτε επειδή χρεωκόπησε από τις δικές του αντιφάσεις όπως τα κομμουνιστικά συστήματα του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ο «εφαρμοσμένος αναρχισμός» είτε καταπνίγηκε πριν προλάβει να εδραιωθεί (π.χ. Ουκρανία) είτε δεν παγίωσε το επαναστατικό του πρόγραμμα υποκύπτοντας σε ιστορικά λάθη (π.χ. Ισπανία).
Μέσα στο δύσβατο μονοπάτι προς την επαναστατική προοπτική, η μελέτη της ιστορικής πείρας και η ιδεολογική παρέμβαση είναι σταθερό καθήκον και αναγκαία προϋπόθεση στην προσπάθεια οικοδόμησης ενός ελευθεριακού επαναστατικού κινήματος. Αυτή η ιδεολογική και ιστορική εργασία είναι επιτακτική και για έναν επιπλέον λόγο. Δεν θα πρέπει να αγνοούμε ότι στον ελλαδικό χώρο δεν υπάρχει ριζωμένη αναρχική παράδοση. Τα σπερματικά κοιτάσματα αναρχικών ιδεών που ξεπρόβαλλαν στην Πελοπόννησο του 19ου αιώνα αποξηράθηκαν βαθμιαία και για παραπάνω από έναν αιώνα δεν υπήρξαν οργανωμένοι εκπρόσωποι του αναρχισμού στην ελλαδική επικράτεια. Η χρονική απόσταση μεταξύ της εναρκτήριας παρουσίας των πρωτοαναρχικών και της επανεμφάνισης της αναρχικής δράσης στο τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών δημιούργησε ένα μεγάλο κενό. Αυτό το κενό καθόρισε εν πολλοίς και τις ιδιαιτερότητες του σύγχρονου αναρχισμού που στον ελλαδικό χώρο δεν κάνει παρά τα πρώτα του βήματα, άλλοτε δειλά και ενίοτε θορυβώδη, αποζητώντας την αυτοτελή του θέση και τον υπαρξιακό του σκοπό.
Σε άλλους τόπους, ο αναρχισμός άφησε το στίγμα του ως ώριμος καρπός της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος. Κάτι ανάλογο παρολίγον να συμβεί στον Πύργο και την Πάτρα πριν από πολλά χρόνια. Οι πρώτοι αναρχικοί ήταν εργάτες, ελευθεριακοί σοσιαλιστές, άνθρωποι της ταξικής πάλης. Έδρασαν στα ελλαδικά εδάφη κατά τον καιρό της αναρχικής διεθνούς που εγκαινιάστηκε στο συνέδριο του S.Imier το 1872 μετά την αμετάκλητη ρήξη με τους μαρξιστές. Πήραν μέρος σε διεθνή συνέδρια στο πλάι των Μπακούνιν, Μαλατέστα, Κροπότκιν, Γκιγιόμ, Ρεκλύ και άλλων. Δεν υπήρξαν μόνο το γέννημα της εποχής τους αλλά και αυθεντική αντανάκλαση του παγκόσμιου αναρχισμού.
Μεταπολιτευτικά, η σύσταση του αναρχικού χώρου στην Ελλάδα έλαβε πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η ανθρωπογεωγραφία του αποκρυσταλλώθηκε σε ένα διαταξικό άθροισμα ιδίως νεολαίων, επηρεασμένων από μουσικές μόδες, «αντικουλτούρες» και αντισυμβατικά «lifestyle». Το προλεταριακό/εργατικό στοιχείο διείσδυσε περισσότερο στα πρόσωπα αποχωρησάντων της αριστεράς που σε πολλές περιπτώσεις έσερναν μαζί και τις αγκυλώσεις τους. Οι καταστατικές επιρροές αυτού του νέου μορφώματος ουδεμία σχέση με τις αντίστοιχες του 19ου αιώνα είχαν. Το τμήμα εκείνο του «χώρου» που δεν είχε ταξικές και επαναστατικές αναφορές απασχολήθηκε με τον «αντιμπατσισμό» και τον «αντισυμβατικό» τρόπο ζωής. Εμπνεύστηκε από καταστασιακά και αυτόνομα ρεύματα που εκείνο τον καιρό γνώριζαν άνθηση στην Ευρώπη: ρεύματα εναλλακτικά, προερχόμενα από τον μαρξισμό, που εξακολουθούν να ασκούν επιδράσεις στις μέρες μας. Ένα μόνο μικρό ρεύμα αναρχικών ήταν αυτό που επιχείρησε να συνδεθεί με το ιστορικό νήμα του παγκόσμιου αναρχισμού και προχώρησε σε εκδοτικές δραστηριότητες παράγοντας έργο, προχωρώντας οργανωτικές προσπάθειες και αφήνοντας σημαντικές παρακαταθήκες.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην Ελλάδα ο σύγχρονος αναρχισμός ακολούθησε αντίστροφη διαδρομή. Μεταπολιτευτικά δεν κυοφορήθηκε στην μήτρα της ταξικής πάλης για να απογυμνωθεί αργότερα από τις μεταμοντέρνες τάσεις. Τις ταξικές, επαναστατικές και ελευθεριακές του ρίζες τις αναζήτησε με μεγάλη καθυστέρηση. Για να είμαστε ειλικρινείς, ακόμα της ψάχνει.
Η ποικιλία των επιδράσεων από εξωγενή ρεύματα (μαρξιστικά, φιλελεύθερα κ.λ.π.) στο ελλαδικό αναρχικό κίνημα, οδήγησαν στην διαμόρφωση ενός πλουραλιστικού χώρου, αρκετά ιδιόρρυθμου και εν πολλοίς παράδοξου. Η οργανωτική του μορφή καταστάλαξε στο σώμα ενός κατακερματισμένου συνόλου ομάδων και ατόμων από ευρεία πεδία θεωρήσεων, τόσο αποσπασματικών και αντικρουόμενων, ώστε φυσιολογικά να αδυνατούν να παράγουν ένα συνολικό αφήγημα, μια ολιστική κοσμοθεώρηση, ένα ανατρεπτικό επαναστατικό πρόταγμα. Η αποκοπή αυτού του ιδιόρρυθμου «χώρου» από τις βασικές ιδεολογικές αρχές και τις ιστορικές προτάσεις του αναρχικού κινήματος είχε σαν μοιραία απόρροια την πολιτική αναποτελεσματικότητα, την αδυναμία επίτευξης ευρείας κοινωνικής και ταξικής απήχησης, την ανυπαρξία κινηματικού πολιτικού φορέα και κατά συνέπεια την απουσία επαναστατικής στρατηγικής.
Τα σαθρά θεμέλια πάνω στην οποία είχε οικοδομηθεί ο εν ελλάδι αναρχικός χώρος διαλύθηκαν με την εκλογή της κυβέρνησης σύριζα οπότε και αναδείχθηκαν οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του. Ο εξεγερσιακός του χαρακτήρας έφτασε στα όρια του ενώ τα πιο πολιτικοποιημένα του τμήματα είτε δεν πέτυχαν μια οργανωτική αναβάθμιση και διαλύθηκαν (με φωτεινές βέβαια εξαιρέσεις που δεν αγνοούμε, αντίθετα σεβόμαστε, εκτιμούμε και αγαπάμε) είτε εκφυλίστηκαν από υβριδιακές τάσεις αντι-διαλεκτικής ανιστόρητης σύμμειξης του αναρχισμού με τον μαρξισμό-λενινισμό.
Οι εργασίες αναγόμωσης των ζημιών της πρόσφατης κατάρρευσης, δεν θα πρέπει να θεωρηθούν ως μια διαδικασία ανάστασης ενός καταδικασμένου σε νέες αποτυχίες «χώρου» αλλά ως προσπάθεια ανάδυσης ενός οργανωμένου αναρχικού κινήματος, απαλλαγμένου από τα βαρίδια και τις χρόνιες παθογένειες που επί δεκαετίες απαγορεύουν την μεταπήδηση του από «χώρο σε κίνημα». Η αναγόμωση και η ανοικοδόμηση είναι μια δουλειά που προϋποθέτει αφιέρωση και αφορά σε όλους τους τομείς: ιδεολογική, πολιτική, οργανωτική, αγωνιστική.
Ο αναρχικός αγώνας όντας φύσει πολύπλευρος οφείλει να συνδυάζει την θεωρία με την δράση, την αγωνιστική πρωτοβουλία με την χάραξη στρατηγικής. Η προαγωγή θεωρίας και αναλύσεων δεν θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως μια ξεκομμένη διανοητική δραστηριότητα αλλά ως ένα όπλο, έναν οδηγό για την χάραξη της τακτικής και στρατηγικής δράσης. Αντιλαμβανόμενοι τον ιδεολογικό αναρχικό αγώνα ως μια πολιτική αναγκαιότητα για την συγκρότηση επαναστατικού κινήματος και έχοντας να αντιμετωπίσουμε έναν κρατικό μηχανισμό με ισχυρούς θεσμούς προπαγάνδας και κοινωνικής χειραγώγησης, καθώς και την εκ των έσω διάβρωση, θεωρούμε σημαντική την δημιουργία των δικών μας ιδεολογικών μηχανισμών, την ανάπτυξη των δικών μας επικοινωνιακών μέσων.
Με βάση αυτό το σκεπτικό, δημιουργήσαμε το anarchism.espivblogs.net. Έναν ιδεολογικό ιστότοπο που ευελπιστούμε να συμβάλλει στην ανάδειξη των θεμελιακών αρχών του αναρχισμού, να φέρει στο φως σύγχρονες αναλύσεις και να συμβάλει στην παραγωγή και προαγωγή ιδεολογικού, θεωρητικού και ιστορικού πολιτικού έργου.
Πιο συγκεκριμένα για τον ιστότοπο
Το anarchism.espivblogs.net θα λειτουργήσει ως μια ηλεκτρονική ιδεολογική υποδομή της Πρωτοβουλίας Αναρχικών Αγίων Αναργύρων – Καματερού. Το εγχείρημα αυτό, προέκυψε ως πρόταση κατά την διάρκεια των συλλογικών διαλόγων για την δημιουργία καταστατικού λειτουργίας του πολιτικού μας σχήματος και αμέσως μετά ξεκίνησε ο σχεδιασμός του.
Ο ιστότοπος φιλοδοξεί σε βάθος χρόνου να επιδράσει ενισχυτικά στην ιδεολογική αναζήτηση χιλιάδων ανθρώπων που έρχονται σε επαφή με τον αναρχισμό, που έλκονται και εμπνέονται από τα επαναστατικά του προτάγματα. Να αποτελέσει μια κοιτίδα φιλοσοφικής, ιδεολογικής και ιστορικής γνώσης μέσα στο ψηφιακό σύμπαν και να συνεισφέρει στην βαθύτερη κατανόηση και ανάπτυξη της αναρχικής σκέψης.
Σκοπός του εγχειρήματος είναι να αναδείξει την εγκυρότητα και την εφαρμοστικότητα των αναρχικών προτάσεων καθώς και τις καταγωγικές ιστορικές τους ρίζες. Να πιάσει το νήμα από την απαρχή της συγκρότησης του αναρχισμού ως διακριτού ιδεολογικού και πολιτικού ρεύματος φωτίζοντας και αναλύοντας τα ιστορικά του στάσιμα, αναδεικνύοντας το έργο και την συμβολή σημαντικών μορφών του παγκόσμιου αναρχικού κινήματος. Παράλληλα, ο ιστότοπος θα επιχειρήσει την συγκέντρωση και την διάδοση θέσεων και θεωρήσεων της αναρχικής σκέψης πάνω σε ζητήματα που διαχρονικά απασχόλησαν τον αναρχισμό, καθώς και την παραγωγή ιδεολογικού-θεωρητικού έργου από τα μέλη της Πρωτοβουλίας και τον ιδεολογικό της τομέα, με στόχο την παραπέρα εμβάθυνση πάνω στην αναρχική σκέψη και ιστορία.
Προς αυτή την κατεύθυνση, ο ιστότοπος θα ανανεώνεται συνεχώς με καθημερινή ροή δημοσιεύσεων μεταξύ των οποίων θα περιλαμβάνονται ιδεολογικές και ιστορικές αναλύσεις, βιογραφίες, βιβλιοπαρουσιάσεις, αφιερώματα, ψηφιακές βιβλιοθήκες και αρθρογραφία μελών. Σε πρώτη φάση ο ιστότοπος θα λειτουργήσει πειραματικά και η βελτιστοποίηση του θα επιχειρείται μέρα με την μέρα. Συντρόφισσες και σύντροφοι εκτός Πρωτοβουλίας που επιθυμούν να συμμετάσχουν ως εξωτερικοί συνεργάτες είναι απολύτως καλοδεχούμενοι/ες.