(Μια προσπάθεια ανάλυσης για τις δυνατότητες του Ανταγωνιστικού Κινήματος να συγκροτήσει περάσματα που να ξεπερνάνε την αντίσταση στα νέα μέτρα… )
«πάρε τηλέφωνο την μοναξιά σου ή βγες στους δρόμους της φωτιάς»
· Το κείμενο αυτό έχει γραφτεί πολύ πριν τις εξεγέρσεις των λαών στις χώρες του Μαγρέμπ και της Μέσης Ανατολής και δεν λαμβάνει υπόψη του την τεράστια σημασία που έχουν για τους από κάτω όλου του κόσμου.
Ο βαθύς μετασχηματισμός του ελληνικού καπιταλισμού, μέσα στα πλαίσια της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, είναι ακόμα στην αρχή του. Τα πρώτα μέτρα που πέρασε την άνοιξη η κυβέρνηση είναι ο πρόλογος ριζικών ανατροπών προς όφελος των εξωτερικών δανειστών και του μεγάλου κεφαλαίου. Το πρώτο κύμα της επίθεσης είχε ως βασικό του στόχο την μείωση του άμεσου και έμμεσου μισθολογικού κόστους (μείωση αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων, κατακρεούργηση των συντάξεων, ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, απελευθέρωση των απολύσεων, κατάργηση των ΣΣΕ…). Οι επιθέσεις που έχουν ήδη ξεκινήσει μέσα στο 2011 έχουν πολύ πιο βαθύ και ισοπεδωτικό χαρακτήρα και θα αφορούν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που θα ξεπερνούν κατά πολύ αυτά της μισθωτής εργασίας.
Η σιγουριά και η αυτοπεποίθηση που δείχνει η κυβέρνηση, μέσα σε συνθήκες διευρυμένης κοινωνικής οργής και απαξίωσης του πολιτικού συστήματος, δεν οφείλεται μονάχα στην καθολική στήριξη από το σύνολο των ΜΜΕ και του κεφαλαίου. Είναι πρωτίστως η έλλειψη μιας σαφούς εναλλακτικής στρατηγικής, ανταγωνιστικής προς τον καπιταλιστικό μονόδρομο, που επιτρέπει στο κυβερνητικό επιτελείο να προχωράει ακάθεκτο την επιβολή της «θεραπείας σοκ» στην ελληνική κοινωνία.
Η αριστερά μοιάζει να παραμένει εγκλωβισμένη στα όρια του πολιτικού συστήματος και η όποια εναλλακτική πρότασή της φαντάζει αναποτελεσματική και ανεφάρμοστη στα πλαίσια του υπάρχοντος. Αν και στο σύνολό της (εξαιρούμε το ΔΗ.ΑΡΙ. το οποίο αποτελεί ένα ακόμα μέλος της «συμμαχίας των πρόθυμων») αντιτάχθηκε στο μνημόνιο και στον μονόδρομο της κοινωνικής χρεοκοπίας, κινείται σταθερά γύρω από την τροχιά της «υπεράσπισης των κεκτημένων», αναπαράγοντας μια συνολικότερη αντίληψη κλαδικών αγώνων, με περιορισμένο εύρος αιτημάτων, που δεν μπορούν να συγκροτήσουν ευρύτερες κοινωνικές συμμαχίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αγώνες των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ, την υγεία, την παιδεία κλπ, όσο και εάν τονίζουν στα λόγια τον κοινωνικό χαρακτήρα των υπηρεσιών τους, αυτό δεν αντανακλάται στις μορφές και το περιεχόμενο των κινητοποιήσεων τους και γι’ αυτό παραμένουν απομονωμένοι από τους φυσικούς τους συμμάχους, τους χρήστες αυτών των υπηρεσιών. Ο Α/Α χώρος πάρα την σημαντική συμβολή του στους κοινωνικούς αγώνες, παρά την σημαντική αναβάθμιση και την διευρυμένη παρουσία του σε ολόκληρη πλέον τη χώρα, δεν φαίνεται να έχει αυτή την στιγμή εκείνες τις συγκροτήσεις δομών και περιεχομένου, που θα του επέτρεπαν να κάνει ένα ποιοτικό άλμα και να αποτελέσει τον πόλο συσπείρωσης ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών διαδικασιών, ικανών να αποτελέσουν το «αντίπαλο δέος» απέναντι στην στρατηγική που το κεφάλαιο προωθεί με όχημα την κυβέρνηση Παπανδρέου και την τρόικα.
Όσο και εάν ακούγεται πολύ μεγαλόστομο η ελλάδα αυτή τη στιγμή βρίσκεται πραγματικά στο επίκεντρο μιας παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και έχει γίνει αυτή την στιγμή το πεδίο πειραματισμού για τις επιλογές του κεφαλαίου που ξεπερνάνε κατά πολύ το ρόλο της μέσα στον παγκόσμιο καταμερισμό του κεφαλαίου. Προφανώς αυτό το «φόκους» στην ελληνική πραγματικότητα δεν έχει να κάνει με το μέγεθος ή τον ρόλο της ελληνικής οικονομίας, αλλά με παράγοντες που έχουν να κάνουν με την δομή του ελληνικού χρέους (το 70% σε τράπεζες της Γαλλίας και της Γερμανίας), την δομή της ελληνικής οικονομίας ( μεγάλο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων, μεγάλο ποσοστό μικρής ιδιοκτησίας, ιδιοκατοίκηση, ιδιοκτησία και δεσμοί με την ύπαιθρο, έλλειψη παράδοσης «κοινωνικού κράτους») και τις δυνατότητες για μεγαλύτερη καπιταλιστική αξιοποίηση, εάν χτυπηθεί η ικανότητα αυτοαξιοποίησης των μικρομεσαίων στρωμάτων, την δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί η εξωτερική απειλή (πχ μια ελληνοτουρκική διένεξη) ως μέσο εσωτερικής πειθάρχησης.
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε και τον παραδειγματικό ρόλο που θα είχε για τους λαούς της ευρώπης η απρόσκοπτη εφαρμογή των μέτρων στην ελλάδα. Όσο και εάν αντηχεί παράξενα στα αυτιά μας αυτή την στιγμή στην ελλάδα, για μια σειρά λόγους, τόσο ο ευρύτερος αντικαπιταλιστικός χώρος (Αριστερά, Α/Α κλπ), όσο και μια σειρά από κοινωνικά κινήματα είναι από τα πιο ανεπτυγμένα και μαχητικά στην υπόλοιπη ευρώπη. Ακόμη και εάν δεχτούμε ότι αυτή η αίγλη που έχει στα μάτια των ευρωπαίων το ελληνικό κίνημα δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, η έκβαση της αναμέτρησης με τις επιλογές του κεφαλαίου θα έχει τεράστια σημασία για την επέκταση της ίδιας στρατηγικής και σε άλλες χώρες της ευρώπης ή για την γενίκευση της αμφισβήτησης του καπιταλισμού, πράγμα που τα διάφορα επιτελεία δεν φαίνεται να το παραβλέπουν καθόλου. Αυτή τη σχέση όμως πρέπει να την δούμε αμφίδρομα, έχει μεγάλη σημασία για την έκβαση των αγώνων εδώ το πόσο θα μπορέσουμε να εμπνεύσουμε το πνεύμα της αντίστασης και της ανατροπής στους υπόλοιπους λαούς της ευρώπης. Μπορεί να ακούγεται υπερφίαλο, αλλά αυτό πρέπει να είναι τόσο ένας από τους βασικούς στόχους όσο και κριτήριο του αντικαπιταλιστικού αγώνα στην ελλάδα.
Δεν πρέπει από την μεριά μας να περιορίσουμε τον ορίζοντα της κριτικής μας και άρα της δράσης μας στο οικονομικό επίπεδο. Είναι φανερό ότι ο μετασχηματισμός της ελληνικής πραγματικότητας εκτός από το οικονομικό πεδίο προεκτείνεται και στο πολιτικό. Έχουμε μια διάρρηξη των αντιπροσωπευτικών συναινέσεων, όπως τις γνωρίσαμε από την μεταπολίτευση και μετά. Μέσα στο νέο πλαίσιο που διαμορφώνεται η άσκηση της κρατικής εξουσίας στηρίζεται όλο και πιο λίγο στα αντιπροσωπευτικά άλλοθι του κοινοβουλευτισμού και αποκτά όλο και πιο πολύ το χαρακτήρα μιας διεκπεραιωτικής εξουσίας που εκτελεί αποφάσεις που παίρνονται σε κέντρα εκτός της πολιτικής σφαίρας. Από την αποδοχή του ίδιου του πρωθυπουργού ότι η κυβέρνηση του δεν έχει παρά διεκπεραίωτικό χαραχτήρα, μέχρι την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, αλλά και την ρητορεία ότι η αριστερά (και μάλιστα η κοινοβουλευτική!) κινείται στα όρια της νομιμότητας αναγνωρίζουμε τα σημάδια της διολίσθησης προς μια νέα μορφή άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας, η οποία δεν αντλεί την νομιμοποίησή της από την αντιπροσωπευτική διαδικασία, αλλά από την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που διαμορφώνει η ίδια η κρίση. Ήδη ο κατασταλτικός ρόλος του κράτους αναβαθμίζεται, χωρίς το κράτος να ενδιαφέρεται πλέον να κρατήσει τα προσχήματα της όποιας κοινωνικής νομιμοποίησης.
Η διολίσθηση προς μια νέου τύπου καπιταλιστική διακυβέρνηση σαφώς και δεν είναι μια διαδικασία που γίνεται από την μια μέρα στην άλλη. Ούτε αφορά αποκλειστικά την διαχείριση της κρίσης στην ελλάδα. Αποτελεί μια συνολικότερη αναδιαπραγμάτευση του τρόπου άσκησης της εξουσίας, σε εποχές που τα περιθώρια συγκρότησης συναινέσεων περιορίζονται κάτω από την αναγκαιότητα επέκτασης και έντασης (άπλωμα και βάθεμα) της καπιταλιστικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.
Τέλος, δεν πρέπει να διαφεύγει καθόλου από την οπτική μας ότι η παρούσα κρίση του καπιταλισμού συνδέεται άρρηκτα με την διαρκώς εντεινόμενη κρίση που δημιουργεί η ίδια η καπιταλιστική αξιοποίηση στην σχέση του ανθρώπου με την φύση. Όσο και εάν ο καπιταλισμός προσπαθεί μέσω της τεχνοεπιστήμης να υποσχεθεί ότι μπορεί να λύσει τα περιβαλλοντικά αδιέξοδα που ο ίδιος δημιουργεί, μοιάζει όλο και πιο πολύ με μαθητευόμενο μάγο, υποταγμένο στις ατίθασες δυνάμεις της αγοράς και της κερδοφορίας. Και είναι ακριβώς αυτή η πτυχή της κρίσης που κάνει τον διεθνιστικό χαραχτήρα του αγώνα επιτακτικό. Η κερδοφορία του κεφαλαίου δεν εξαρτάται πια μονάχα από το πόσο μπορεί να υποτιμάει την εργατική δύναμη, αλλά και από το πόσο εντατικά και άρα με καταστροφικές συνέπειες, θα εκμεταλλεύεται την φύση.
Ο αγώνας ενάντια σ’ αυτόν τον μετασχηματισμό του καπιταλισμού, τόσο ως προς την ένταση της εκμετάλλευσης, όσο και ως προς την μορφή της κυριαρχίας, δεν μπορεί να είναι απλά ένας αγώνας υπεράσπισης των εργατικών κατακτήσεων και των πολιτικών δικαιωμάτων όπως αυτά υπήρχαν πριν ξεκινήσει αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού. Ένας αγώνας οπισθοφυλακής, όπως αυτός που προσπαθεί να δώσει ένα κομμάτι της αριστεράς, τόσο στην ελλάδα όσο και διεθνώς, είναι καταδικασμένος να ηττηθεί, διότι στο βαθμό που δεν αμφισβητεί ρητά τον ίδιο τον καπιταλισμό, δεν μπορεί στην ουσία να αρνείται τους αναγκαίους μετασχηματισμούς, που αυτός έχει ανάγκη για να αναπαραχθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν κατανοούμε την σημασία και την κομβικότητα που έχουν οι διεκδικητικοί αγώνες στην σημερινή συγκυρία, τόσο στο επίπεδο των εργατικών διεκδικήσεων, όσο και σε αυτό των κοινωνικών διεκδικήσεων. Κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα ηττημένα δεν μπορούν να δώσουν την ώθησε για ένα ποιοτικό άλμα του αντικαπιταλιστικού αγώνα.
Ο αγώνας μας δεν πρέπει απλώς να βάζει αναχώματα στον μετασχηματισμό, αλλά να δημιουργεί ρήγματα στις μορφές που παίρνει η καπιταλιστική εκμετάλλευση και κυριαρχία σήμερα. Να αναδύει μορφές αλλά και περιεχόμενα κοινωνικής οργάνωσης ανταγωνιστικά στον καπιταλισμό. Η στιγμή της κρίσης, η στιγμή που οι κυρίαρχες τάξεις για να διασφαλίσουν την διαιώνιση της κυριαρχίας τους είναι αναγκασμένες να διαρρηγνύουν τις συναινέσεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκε αυτή, είναι η στιγμή να βγουν στο προσκήνιο μορφώματα κοινωνικής οργάνωσης που να αμφισβητούν τον πυρήνα της καπιταλιστικής σχέσης.
Όμως μια τέτοιου τύπου αναβάθμιση του αντικαπιταλιστικού αγώνα, απαιτεί μια αντίστοιχη ποιοτική ανασυγκρότηση του ευρύτερου ελευθεριακού αντικαπιταλιστικού χώρου. Δεν μιλάμε απλά για μια ποσοτική μεγέθυνση ή για μια ένταση της δράσης, αλλά για ένα ποιοτικό άλμα στον χαραχτήρα της «πράξης» που θα συμβάλει σ’ ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό παράδειγμα. Το παράδειγμα αυτό, εκτός από το προταγματικό χαραχτήρα του, θα προσπαθεί να απαντήσει με υλικούς όρους στα κοινωνικά αδιέξοδα που δημιουργεί ο μετασχηματισμός του καπιταλισμού.
Στο πρώτο κύμα των μέτρων της κυβέρνησης, βασική μορφή της αντίστασης του κόσμου αλλά και του αντικαπιταλιστικού χώρου, αποτέλεσαν οι γενικές απεργίες που αναγκάστηκε να κηρύξει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Παρόλο που σε αυτές ο ρόλος των σωματείων βάσης, του ευρύτερου ριζοσπαστικού πολιτικού δυναμικού, ήταν αυτός που έδωσε την δυναμική (μαζί βέβαια με την οργή του απλού κόσμου), την πρωτοβουλία των κινήσεων την είχε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, με όσα εμπόδια σήμαινε αυτό το προχώρημα του κινήματος. Από την μεριά μας, ως ευρύτερο πολιτικό ρεύμα, δεν μπορέσαμε να πάρουμε την πρωτοβουλία εκείνων των κινήσεων που θα έδιναν μια προοπτική στους αγώνες. Είναι φανερό ότι όσο δεν μπορούμε να δώσουμε μια προοπτική στην αντιπαράθεση με την πολιτική που υλοποιεί η κυβέρνηση, ο ρόλος μας θα περιορίζεται σ’ αυτόν του μπροστάρη στους επιμέρους αγώνες, στην μαχητική στάση μας στον δρόμο, στην ιδεολογική προπαγάνδα ενάντια στον καπιταλισμό, χωρίς όμως να δημιουργεί τους όρους και τις δυνατότητες για την δημιουργία ρωγμών στην καπιταλιστική κυριαρχία.
Όμως μια τέτοια προοπτική πέρα από το προταγματικό της στοιχείο, πρέπει να μπορεί να μορφοποιείται στα συγκεκριμένα περιεχόμενα που έχουν οι αγώνες. Περιεχόμενα που ξεπερνάνε τα όρια της υπεράσπισης της «προηγούμενης κατάστασης» και διευρύνονται προς μια νέα μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Θα μπορούσαμε επιγραμματικά να θέσουμε τρεις άξονες σε σχέση με αυτά τα περιεχόμενα: αυτοδιαχείριση, γη και ελευθερία.
Αυτοδιαχείριση, ως προς την αναγκαιότητα να αναλάβει η ίδια η κοινωνία την διεύθυνση όσο των δυνατόν περισσότερων πλευρών της κοινωνικής δραστηριότητας (και φυσικά της παραγωγής). Όσο το κράτος θα αποσύρεται από τον ρόλο της κοινωνικής αναπαραγωγής, εκχωρώντας τον στην σφαίρα της ιδιωτικής οικονομίας, και θα «περιορίζεται» στο ρόλο της καταστολής και της πειθάρχησης, η αυτοδιαχείριση δεν θα αποτελεί «ένα ουτοπικό σχέδιο» κάποιων «ρομαντικών επαναστατών», αλλά κοινωνική αναγκαιότητα, για εκείνα τα κομμάτια που η βία της κρίσης, ως μετασχηματισμού του κεφαλαίου, θα τα πετάει στον σύγχρονο καιάδα. Είναι θέμα επιβίωσης για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, όχι απλά η υπεράσπιση του «δημόσιου τομέα» (βλ. υγεία, παιδεία, συγκοινωνίες, ενέργεια, νερό, ασφαλιστικό σύστημα) αλλά η διεύρυνση του κοινωνικού τους χαρακτήρα. Η αποκοπή τους από την σφαίρα της εμπορευματικής οικονομίας και η μετατροπή τους σε δημόσια, δωρεάν, καθολικά κοινωνικά αγαθά.
Ταυτόχρονα μέσα από την διαδικασία της συγκεντροποίησης και αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου μια σειρά από επιχειρήσεις βάζουν λουκέτο, οδηγώντας στην ανεργία δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Η λειτουργιά όσων πιο πολλών από αυτές κάτω από εργατικό έλεγχο, πέρα από άμεση αναγκαιότητα για την επιβίωση των εργαζομένων σ’ αυτές, αποτελεί και μια άμεση αμφισβήτηση με την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Μια «ερημοποίηση» της παραγωγικής διαδικασίας δεν θα οδηγούσε μόνο σε κατάρρευση των δυνατοτήτων της κοινωνίας για επιβίωση, αλλά και στην δημιουργία νέων συμμοριτικών μορφών εξουσίας παράλληλα με την κρατική εξουσία και την επανανομιμοποίηση της δεύτερης ως του μόνου εγγυητή της λειτουργίας της κοινωνίας. Το χάος είναι πολλές φορές ο καλύτερος σύμμαχος της εξουσίας.
Φυσικά όσο παραμένει η σχέση μισθωτής εργασίας- κεφαλαίου ο καπιταλισμός παραμένει κυρίαρχός του παιχνιδιού. Όσο η εργασία και κατ’ επέκταση η ίδια η ανθρώπινη υπόσταση παραμένουν εμπορεύματα, τα θεμέλια του καπιταλισμού μένουν άθικτα. Δεν πρέπει να έχουμε καμία αυταπάτη πάνω σε αυτό. . Όσο υπάρχουν αυτοί που κατέχουν (ή διαχειρίζονται (πχ κρατική ή επιχειρηματική γραφειοκρατία κλπ) τα μέσα παραγωγής (γη, εργοστάσια, πρώτες ύλες, εργαλεία, μέσα μεταφοράς πηγές ενέργειας κλπ) κανένα μοντέλο οικολογικής, τοπικής και αμεσοδημοκρατικής οικονομίας δεν μπορεί να εφαρμοστεί αφού βασικός παράγοντας της οικονομίας θα παραμένει πάντα το κέρδος. Ο μόνος τρόπος να δούμε μια κοινωνία, όπου η παραγωγή των αγαθών της και των αξιών χρήσης δεν θα είναι υποδουλωμένη στο κέρδος και στην ακόρεστη ανάγκη για ανάπτυξη, αλλά θα λειτουργεί κάτω από τα κριτήρια της οικολογίας, της τοπικότητας, των ανθρώπινων αναγκών και της άμεσης δημοκρατίας, είναι μια κοινωνία που θα καταστρέψει τις εμπορευματικές σχέσεις. Όμως εάν το «οξυγόνο» του καπιταλισμού είναι η συνεχής και αδιάκοπη επέκτασή του, η μετατροπή των πάντων σε εμπορεύματα, το να βρούμε τρόπους μέσα από τους συλλογικούς αγώνες τις κοινωνικές αντιστάσεις και αυτοοργανωμένες δομές ώστε να αποσπάσουμε από το κεφάλαιο και τις εμπορευματικές σχέσεις τομείς της ανθρώπινης- κοινωνικής δραστηριότητας αποτελεί έναν τρόπο να «κόψουμε» το οξυγόνο στο κεφάλαιο, να το «πολιορκήσουμε» αφαιρώντας του τον ζωτικό χώρο που έχει ανάγκη για την αδιάκοπη επέκταση του. Πρόκειται για έναν τρόπο που δεν αμφισβητεί μονάχα την παντοδυναμία του, αλλά ακόμα παραπέρα την ίδια την αναγκαιότητα της εμπορευματικής οικονομίας, της ίδιας της σχέσης μισθωτής εργασίας-κεφαλαίου.
Γη: σήμερα όσο ποτέ άλλοτε ο αγώνας μας ενάντια στον καπιταλισμό αποκτάει την διάσταση του επείγοντος. Δεν είναι μονάχα οι συνθήκες υπερεκμετάλλευσης και εξώθησης στο περιθώριο μεγάλων κομματιών του παγκόσμιου πληθυσμού. Είναι ότι η αναγκαιότητα του κεφαλαίου για ακόμα μεγαλύτερη κερδοφορία περνάει αναγκαστικά μέσα από την όλο και μεγαλύτερη διάρρηξη της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση. Η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε μια περιβαλλοντική κατάρρευση και μάλιστα αυτό φαίνεται να συμβαίνει σήμερα και όχι αύριο. Όσο το μοντέλο της εμπορευματικής παραγωγής παραμένει κυρίαρχο, αυτή η κατάρρευση φαίνεται να έχει μη αναστρέψιμο χαραχτήρα.
Πέρα από τον παγκόσμιο χαραχτήρα αυτής περιβαλλοντικής κατάρρευσης έχει μεγάλη σημασία να δούμε και τον τοπικό της χαραχτήρα. Στην ελλάδα από την μια μεριά έχουμε μεγάλες εκτάσεις της υπαίθρου που είναι εκτεθειμένες στην πιο άγρια καπιταλιστική λεηλασία και άρα σε μια μη αναστρέψιμη καταστροφή: Βοιωτία, Εύβοια, Θεσσαλικός κάμπος κλπ, και από την άλλη μια ερημοποίηση της υπαίθρου που δεν είναι καπιταλιστικά αξιοποιήσιμη: ορεινές, ημιορεινές περιοχές. Σαν αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας είναι η διατροφική αυτάρκεια της χώρας να έχει περιοριστεί στο 60%, όταν το 1980 το γεωργικό εμπορικό ισοζύγιο ήταν θετικό.
Η διατροφική εξάρτηση σε περιόδους κρίσης είναι ένας παράγοντας που όχι μόνο μπορεί να οδηγήσει μεγάλα κοινωνικά στρώματα στην εξαθλίωση, αλλά μπορεί να παίξει και ανασταλτικό παράγοντα σε ριζοσπαστικές κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις. Είναι επιτακτική και άμεση ανάγκη η συλλογική αυτοοργανωμένη παραγωγή και ο αποκλεισμός των μεσαζόντων για να αποκατασταθεί όσο το δυνατόν η διατροφική αυτάρκεια της χώρας. Όσο και εάν αυτό φαντάζει ουτοπικό, στην ελλάδα έχουμε κάποια μεγάλα αβαντάζ. Η ύπαρξη -σε μεγάλη έκταση- της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας (40-50 στρέμματα κατά μέσο όρο, όταν στην ΕΕ είναι 160 στρέμματα κατά μέσο όρο) και η σύνδεση μεγάλου μέρους του πληθυσμού με αυτή (800.000 αγροτικές εκμεταλλεύσεις, από τις οποίες μόνο οι 300.000 χιλιάδες ανήκουν σ’ αποκλειστικά αγρότες), δίνουν την δυνατότητα της ανασύστασης μιας αγροτικής παραγωγής με στόχο κυρίως την αυτοκατανάλωση και την κάλυψη των διατροφικών αναγκών έξω από μια βιομηχανικού τύπου γεωργία. Κάτι τέτοιο αποτελεί φυσικά ισχυρή αντίστιξη προς την προσπάθεια αποκλειστικού ελέγχου της τροφής από μια σειρά περιορισμένων πολυεθνικών που είναι η τάση του διεθνούς κεφαλαίου σήμερα, με όλες τις συνέπειες των διατροφικών κρίσεων, όπως αυτή του 2008.
Ελευθερία: Η προσπάθεια πολιτικής διαχείρισης της κρίσης έχει ως αποτέλεσμα να ατροφεί ο αντιπροσωπευτικός- συναινετικός χαρακτήρας του κράτους και να εντείνεται ο κατασταλτικός- πειθαρχικός χαραχτήρας του. Στο όνομα της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης που επιβάλλει η κρίση, το κράτος αμβλύνει τις διαδικασίες της αντιπροσωπευτικής του νομιμοποίησης και αναζήτα στηρίγματα αυτό-νομιμοποίησης στους ίδιους τους ιδεολογικούς του βραχίονες (βλ. ΜΜΕ). Τα κέντρα αποφάσεων απομακρύνονται όλο και πιο πολύ από τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, των οποίων ο ρόλος, ως καθαρτήριο των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων, γίνεται όλο και πιο φανερός στις εκμεταλλευόμενες τάξεις, αλλά και στα στρώματα της κοινωνίας, που η διαδικασία συγκεντροποίησης και αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου, τα βγάζει εκτός των μηχανισμών ενσωμάτωσης. Η κρίση μεταφέρεται ατόφια και στο πεδίο της πολιτικής.
Ο περιορισμός των πολιτικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών, ξεφεύγει από το πεδίο της «συγκυριακής» εκτροπής και μετατρέπεται σε επίσημη πολιτική, που στηρίζεται από όλο το φάσμα των αστικών πολιτικών δυνάμεων (από το ΛΑ.Ο.Σ. μέχρι το ΔΗ.ΑΡΙ.).
Το πολιτικό σύστημα απαξιώνεται στα μάτια ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, αφού διαρρηγνύονται οι πολιτικές συναινέσεις όπως αυτές συγκροτήθηκαν από την μεταπολίτευση. Συναινέσεις που βασίστηκαν στις πελατειακές σχέσεις με τα κόμματα εξουσίας (βλ. δημόσιοι υπάλληλοι), στην δημιουργία σχέσεων εξάρτησης (όπως στους αγρότες), και στην υπεράσπιση ιδιαίτερων συμφερόντων (μικρομεσαία στρώματα). Εν μέσω κρίσης αυτές οι συναινέσεις δεν μπορούν να συνεχίσουν να υφίστανται, αφού αποτελούν εμπόδια για την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Η κατάρρευσή τους δεν οδηγεί αναγκαστικά και σε μια ριζοσπαστικοποίηση, αντίθετα υπάρχει μεγάλος κίνδυνος αυτή η αμφισβήτηση να γίνει από συντηρητική σκοπιά, ενισχύοντας εθνικιστικές και ρατσιστικές τάσεις μέσα σε αυτά τα κοινωνικά στρώματα. Στην προσπάθεια για ηγεμονία και σταθερότητα του συστήματος εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, τμήματα των καπιταλιστών και των πολιτικών και πολιτειακών διαχειριστών του συστήματος θα προσπαθήσουν να κολακέψουν, να αναπτύξουν και να εκμεταλλευτούν τα συντηρητικά αντανακλαστικά ώστε να συγκροτήσουν κοινωνικές συμμαχίες ενάντια σε εκείνα τα κομμάτια της κοινωνίας που κάτω από το βάρος της κρίσης και της συμμετοχής τους στους κοινωνικούς αγώνες ριζοσπαστικοποιούνται. Ο εχθρός είναι ο «άλλος», ο «ξένος», ο «διαφορετικός» και όχι το κεφάλαιο. Αυτός μας κλέβει τις δουλειές και την αξιοπρέπεια (όπως γράφει το ΛΑ.Ο.Σ. στις αφίσες του) και όχι τα αφεντικά . Κρίση είναι ότι μοιραζόμαστε την φτώχεια μας με τους πιο φτωχούς και όχι η ύπαρξη της φτώχειας δίπλα στην αφθονία. Η ρητορική της Άκρας Δεξιάς στόχο έχει να μεταφέρει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους «από κάτω» για να μην εκδηλωθεί ή για να αποδυναμωθεί ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους «από κάτω» και τους «από πάνω».
Η απαξίωση του πολιτικού συστήματος, δεν θα έχει μια και μοναδική κατεύθυνση προς μια ριζοσπαστική ή προς μια συντηρητική φυσιογνωμία, αλλά θα έχει τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης. Η ηγεμονία θα εξαρτηθεί από την έκβαση των κοινωνικών αγώνων, από τον ρόλο που θα διαδραματίσει ο κάθε χώρος μέσα σ’ αυτούς και από ποια μεριά θα δοθούν άμεσες απαντήσεις στα προβλήματα ζωτικής σημασίας για την κοινωνία, προβλήματα που θα αναδύονται μέσα από την κρίση. Σ’ αυτό το επίπεδο είναι που πρέπει να δούμε την αναβάθμιση του δικού μας πολιτικού πράττειν.
Στο βαθμό που το κράτος θα αποσύρεται από τα πεδία της αντιπροσώπευσης και της κατασκευής των συναινέσεων, σ’ αυτά της καταστολής και της πειθάρχησης, είναι αναγκαίο να αναδειχτούν αμεσοδημοκρατικές μορφές πολιτικής συγκρότησης στα διάφορα κοινωνικά πεδία (γειτονίες εργασιακοί χώροι, σχολές, σχολεία κλπ), ως προπλάσματα ενός ανταγωνιστικού πολιτικού μορφώματος απέναντι στο πολιτικό σύστημα.
Χρειάζεται όμως κάτι παραπάνω για να μπορέσει ο κόσμος, αλλά και εμείς οι ίδιοι να σταθούμε όρθιοι σε μάχες που θα έχουν όχι μόνο έντονο αλλά και παρατεταμένο χαρακτήρα. Για να σπάσει ο φόβος που καλλιεργούν τα ΜΜΕ, το δέος με το οποίο στέκεται κανείς τρομοκρατημένος και αφοπλισμένος, μπροστά σε τόσο μεγάλες ανατροπές της ζωής του, πρέπει να «ανακαλυφθεί» εξ αρχής η συλλογική υπόσταση της «κοινότητας του αγώνα». Κανένας μόνος του απέναντι στην απόλυση, απέναντι στην αυθαιρεσία και την εργοδοτική τρομοκρατία, απέναντι στην κρατική καταστολή και βία, απέναντι στην ανεργία και την ανέχεια, απέναντι στην έξωση και τον πλειστηριασμό, απέναντι στην κατασυκοφάντηση των ΜΜΕ. Κανένας μόνος του απέναντι στην επίθεση που δεχόμαστε, όλοι μαζί να πάρουμε τις ζωές στα χέρια μας.
Πρέπει εμπνεύσουμε στους ίδιους μας τους εαυτούς και στους ανθρώπους γύρω μας, που χτυπιούνται από την επίθεση του κεφαλαίου, την αίσθηση της κοινότητας του αγώνα. Μιας κοινότητας που όχι μόνο αντιστέκεται στα μέτρα, αλλά που υπερασπίζεται όσους την απαρτίζουν, που δημιουργεί τρόπους συλλογικής αντιμετώπισης « εδώ και τώρα» των ζωτικών προβλημάτων που θα δημιουργεί η κρίση. Την αίσθηση ότι από την μια είμαστε όλες και όλοι εμείς, που αγωνιζόμαστε και που στεκόμαστε αλληλέγγυοι μεταξύ μας και από την άλλη είναι το κεφάλαιο, το κράτος, τα αφεντικά, το ΔΝΤ και η τρόικα, όσοι θέλουν να κλέψουν τις ζωές μας. Αυτοί γκρεμίζουν τις ζωές μας, εμείς οικοδομούμε νέες. Απέναντι στον φόβο, την ανασφάλεια, το αίσθημα της απόλυτης αδυναμίας, πρέπει να αντιτάξουμε μια νέα δύναμη, μια δύναμη που θα προέρχεται μέσα από το ξεπέρασμα της ατομικευμένης στάση απέναντι στη νέα κατάσταση.