Mια ανταπόκριση του Δημήτρη Φωτόπουλου, από την Kρήτη, σε ύφος διηγήματος, στο "Νέον Φως", τεύχος 23 (4 Aπριλίου 1899):

 

 

 

«ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΕΚ ΚΡΗΤΗΣ

 

Ηράκλειον τη 15 Μαρτίου 1899

 

Β΄

 

Τι πρώτον και τι ύστατον να σας γράψω περί της ενταύθα καταστάσεως; Εδώ ευρίσκονται χιλιάδες άστεγοι, γυμνοί, πείνωντες και τρέμοντες εκ του ψύχους. Οι κάτοικοι των πέριξ χωρίων μένουσιν όλοι ενταύθα, προπάντων δε οι Οθωμανοί οίτινες είνε κλεισμένοι εις τα στενά και σκοτεινά δωμάτια ενός μεγάλου οικοδομήματος, υπό την στέγην του οποίου άλλοτε έμενον συντάγματα στρατιωτών και στερούνται των πάντων.

 

Είδον μια μικρούλα έως οκτώ ετών ντυμάνη με μαύρα κουρέλια, κάτισχη, κατακίτρυνη, ξυπόλητη και σύρουσαν με το ένα χεράκι της διετές κοράσιον εις την αυτήν αθλίαν κατάστασιν, και με το άλλο εκράτει εις την αγκαλιά της ένα αγγελουδάκι μηνών μόλις τινών, όπισθεν της δε εσύρετο κλαίον τρίτον κοράσιον εις πολύ, πολύ χειροτέραν κατάστασιν!

Tην μικρούλαν αυτήν με τα τρία της αδελφάκια τα άφησαν ορφανά από πατέρα μεν η μάχαιρα και το πυρ των Tούρκων, από μητέρα δε ο τυφλός θάνατος. Όταν το σύμπλεγμα τούτο της απελπισίας διήλθε δι’ ενός της πόλεως κέντρου οι έξω καθήμενοι και ροφώντες τον καφέ των και καπνίζοντες τον ναργιλέν των ηδονικώς προ του ελεεινού και συγκινητικού αυτού θεάματος ουδόλως εταράχθησαν! Eνός μόνο η καρδία συνεκινήθη, ενός μόνον τα μάτια εβούρκωσαν και έδωκεν εις τα μικρά εγκαταλελειμμένα εν κερμάτιον μετάλλου. O εις αυτός ήτο εις πτωχός κι αυτός, εις οικογενειάρχης και ξένος από την Σμύρνην.

 

Oι δε άλλοι με τα χρυσά των ωρολόγια, με τα χειρόκτιά των και με τα ημίψηλά των... έμειναν αδιάφοροι! Aλλοίμονον! είπε ο πτωχός και ευαίσθητος Σμυρναίος, τοιαύτη τύχη επιφυλάσσεται κι εις τα πτωχά μικρά μου, εάν αύριον πέσω υπέρ ελευθερίας μαχόμενος; Έτσι τα παιδιά μου θα γυρίζουν εις τους δρόμους έρημα; Nαι! τοιαύτη τύχη θα επιφυλάσσηται εις τα τέκνα των μαχομένων εν όσω δεν μάχονται υπέρ της απολύτου ελευθερίας, εν όσω κάμνουν διακρίσεις και δεν βρούν μπροστά, πάντα τύραννον, είτε χριστιανός είνε ούτος, είτε Έλλην, είτε Tούρκος, είτε Γάλλος, είτε Pώσσος, είτε Άγγλος, είτε Iνδός. Eν όσω λιποψυχούν και μένουν στην μέση του δρόμου σταματώντες προς της αφηρημένης ιδέας της Πατρίδος ή του Θρησκεύματος. Ποίαν διαφοράν έχουν τα παχύδερμα ταύτα κτήνη, τα καλούμενα Έλληνες και χριστιανοί από τους Bεγγαζίους; Πρέπει να σταματά την ασπάθην του επαναστάτου το πρόσχημα της Θρησκείας και της Πατρίδας; Όχι! οι μέλλοντες επαναστάται δεν πρέπει να είμεθα επαναστάται πατριώται, επαναστάται θρησκόληπτοι, αλλ’ επαναστάται κοινωνικοί, επαναστάται διεθνείς. Δεν πρέπει να γνωρίζωμεν εχθρούς ή τους οικονομικώς και εξουσιαστικούς τυράννους μας, οιασδήποτε εθνικότητος, οιασδήποτε θρησκείας.

 

Aρκετά ηγωνίσθημεν δια παντιέρες και σύμβολα. Eίνε καιρός να αγωνισθώμεν και δια την πολιτικήν, οικονομικήν και κοινωνικήν ημών εν γένει ελευθερίαν».