Ένα μικρό κείμενο του Πάνου Μαχαιρά:

 

 

 

Ο εκμεταλλευτής, εκείνος δηλαδή όστις έχει το χρήμα και τα κτήματα και εκμεταλλεύεται την εργασίαν των οφειλετών του, των νοικατόρων του, των σέμπρων του και εν γένει των εργατών, χωρίς αυτός προσωπικώς να παράγη τίποτε, έχει την αναισχυντίαν να καυχάται και να υπερηφανεύηται διότι έχει όλα εν αφθονία όσα δύνανται να ικανοποιήσουν τους πόθους του, να περιφρονή δε τον εργάτην και να τον αποκαλή κτήνος, πλεμπέγια, και δούλον.

 

Σκέπτεται δε ούτω και φέρεται, διότι θεωρεί την εργασίαν των χειρών ως μη αρμόζουσαν εις την ευγενείαν του, αλλ’ εις τα κτήνη, εις τον όχλον!

 

Ο εργάτης αφ’ ετέρου καυχάται και υπερηφανεύεται ότι όχι μόνον δεν ζη δαπάναις των άλλων, αλλ’ ότι διά της εργασίας του συντηρεί και τους αδυνάτους, διότι ξέρει ότι και αυτός υπήρξεν αδύνατος και ίσως υπάρξη τοιούτος.

 

Ποίος εκ των δύο καυχάται δικαίως; Αναμφιβόλως ο εργάτης.

 

Πόθεν εγεννήθη εις τον εκμεταλλευτήν ο παραλογισμός αυτός να θεωρή την ατιμίαν τιμήν και την τιμήν ατιμίαν; Εκ της κακής αντιλήψεως των πραγμάτων υπό του συνόλου της κοινωνίας, ένεκα της επικρατούσης άγνοιας περί του τρόπου της αποκτήσεως του πλούτου. Εάν η συνείδησις της κοινωνίας απεδοκίμαζε και εστιγμάτιζε την εκμετάλλευσιν, οι εκμεταλλευταί όχι μόνον δεν θα εκαυχώντο επί πλούτω, δηλαδή επί κλοπή, αλλ’ ούτε θα επλούτων δαπάναις των ομοίων των εργατών.

 

Π. Δ. Μαχαιράς».

 

*«Νέον Φως», 7 Μαρτίου 1899, Αριθμ. 20, σελ. 3.