Ο Μπακούνιν και η Α’ Διεθνής

Στον αγώνα αυτόν μόνο οι εργάτες και οι αγρότες θα διαβούν όλο το δρόμο

Η υποστήριξη στην εθνική απελευθέρωση προκύπτει άμεσα από την αντίθεση του αναρχισμού στις ιεραρχικές πολιτικές δομές και την οικονομική ανισότητα καθώς και την υπεράσπιση μιας ελεύθερα συγκροτημένης διεθνούς συνομοσπονδίας αυτοδιευθυνόμενων κοινοτήτων και ενώσεων εργαζομένων. Εντούτοις, την ίδια στιγμή, η δέσμευση του αναρχισμού σε μια γενική κοινωνική και οικονομική χειραφέτηση σημαίνει ότι ο αναρχισμός απορρίπτει τις κρατικιστικές λύσεις στην εθνική καταπίεση που αφήνουν τον καπιταλισμό και την κυβέρνηση σε ισχύ.

Εάν κάποιος μπορεί να ονομαστεί ιδρυτής του επαναστατικού αναρχισμού, αυτός είναι ο Μιχαήλ Μπακούνιν (1918-1876). Οι πολιτικές ρίζες του Μπακούνιν βρίσκονται στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της Ανατολικής Ευρώπης, όπου αυτός διατήρησε την αφοσίωσή του σ’ αυτό που σήμερα μπορούμε να ονομάσουμε «απο-αποικιοποίηση» καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του. Αν και ο Μπακούνιν, μετά από την καταστρεπτική πολωνική εξέγερση του 1863, πέρασε από τον παν-σλαβικό εθνικισμό στον αναρχισμό στη δεκαετία του 1860, συνέχισε να τάσσεται τα μετέπειτα χρόνια με κάθε προσπάθεια εθνικής αυτοδιάθεσης.

Αμφέβαλε εάν η «ιμπεριαλιστική Ευρώπη» θα μπορούσε να κρατήσει τις αποικιακές χώρες κατοίκων αποικίας σε καθεστώς σκλαβιάς: «Τα δύο τρίτα της ανθρωπότητας, 800 εκατομμύρια Ασιάτες κοιμισμένοι σήμερα μέσα στη δουλεία τους, θα ξυπνήσουν απαραιτήτως και θα αρχίσουν να κινητοποιούνται». Ο Μπακούνιν διακήρυξε την «μεγάλη του συμπόνια για οποιαδήποτε εθνική εξέγερση ενάντια σε οποιαδήποτε μορφή κατοχής», δηλώνοντας ότι κάθε άνθρωπος «έχει το δικαίωμα να είναι ο εαυτός του…. κανένας δεν έχει δικαίωμα να επιβάλει τη θέλησή του, τις συνήθειές του, τις γλώσσες του και τους νόμους του».

Ανατολική Ευρώπη

Το κρίσιμο ζήτημα είναι, εντούτοις, «σε ποια κατεύθυνση και ποιο στόχο» θα πρέπει να κινηθούν τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Για τον Μπακούνιν, η εθνική απελευθέρωση πρέπει να επιτευχθεί «τόσο όσον αφορά τα οικονομικά όσο και τα πολιτικά ενδιαφέροντα των μαζών»: εάν ο αντιαποκιοκρατικός αγώνας πραγματοποιείται με τη «φιλόδοξη πρόθεση να οργανωθεί ένα ισχυρό κράτος» ή εάν «πραγματοποιείται ερήμην των ανθρώπων» και «πρέπει, επομένως, η επιτυχία του να εξαρτηθεί από μια προνομιούχα τάξη», τότε θα μετατραπεί σε ένα «οπισθοδρομικό, καταστρεπτικό, αντεπαναστατικό κίνημα».

«Κάθε αποκλειστικά πολιτική επανάσταση – είτε προς υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας είτε για την εσωτερική αλλαγή… – η οποία δεν στοχεύει στην άμεση και πραγματική πολιτική και οικονομική χειραφέτηση των ανθρώπων, θα είναι μια ψεύτικη επανάσταση. Οι στόχοι της θα είναι ανέφικτοι και οι συνέπειές της αντιδραστικές». Έτσι, εάν η εθνική απελευθέρωση γίνει για να επιτευχθεί κάτι περισσότερο από μια απλή αντικατάσταση των ξένων από τους ντόπιους καταπιεστές, τότε το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα πρέπει να συγχωνευθεί με τον επαναστατικό αγώνα της εργατικής τάξης και της αγροτιάς ενάντια στην κεφαλαιοκρατία και στο κράτος. Χωρίς κοινωνικούς επαναστατικούς στόχους, η εθνική απελευθέρωση θα είναι απλώς μια αστική επανάσταση. Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της εργατικής τάξης και της αγροτιάς πρέπει να είναι αποφασιστικά αντι-κρατικός, γιατί το κράτος θα ήταν το απαραίτητο συντηρητικό μιας προνομιούχας τάξης και το κρατικό σύστημα θα αναδημιουργούσε συνεχώς το πρόβλημα της εθνικής καταπίεσης: «για να υπάρξει, ένα κράτος πρέπει να γίνει εισβολέας σε άλλα κράτη… πρέπει να είναι έτοιμο να καταλάβει μια ξένη χώρα και να κρατήσει εκατομμύρια ανθρώπων σε καθεστώς υποταγής».

Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας των καταπιεσμένων εθνικοτήτων πρέπει να έχει διεθνιστικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι πρέπει να αντικαταστήσει τις ιδεοληψίες και την πολιτιστική διαφορά με τα καθολικά ιδανικά της ανθρώπινης ελευθερίας. Πρέπει να ευθυγραμμιστεί με τον διεθνή ταξικό αγώνα για την «πολιτική και οικονομική χειραφέτηση από το ζυγό του κράτους» και τις τάξεις που αυτός αντιπροσωπεύει. Πρέπει να πραγματοποιηθεί, τελικά, ως μέρος μιας διεθνούς επανάστασης: «μια κοινωνική επανάσταση…. είναι από τη φύση της διεθνής στην αντίληψη» και οι καταπιεσμένες εθνικότητες «πρέπει, επομένως, να συνδέσουν τις φιλοδοξίες και τις δυνάμεις τους με τις φιλοδοξίες και τις δυνάμεις των καταπιεσμένων εθνικοτήτων των άλλων χωρών».

Η «κρατική λύση περιλαμβάνει τη δημιουργία ξεχωριστών…. κρατών», αποδείχθηκε «εξ ολοκλήρου καταστρεπτική για τις μεγάλες μάζες των ανθρώπων» επειδή δεν κατάργησε την ταξική κυριαρχία, αλλά απλώς άλλαξε την εθνικότητα της άρχουσας τάξης. Αντίθετα, το κρατικό σύστημα είναι που πρέπει να καταργηθεί και να αντικατασταθεί με έναν συνασπισμό των δομών του εργασιακού χώρου και των κοινοτικών δομών «από κάτω προς τα πάνω…. σύμφωνα με τις αρχές της ελεύθερης ομοσπονδίας».

Αυτές οι ιδέες εφαρμόστηκαν στην ανατολική Ευρώπη από τη δεκαετία του 1870 και μετά, καθώς οι αναρχικοί διαδραμάτισαν ενεργό ρόλο στις εξεγέρσεις του 1873 στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη ενάντια στον αυστρο-ουγγρικό ιμπεριαλισμό. Αναρχικοί συμμετείχαν, επίσης, ενεργά στο «Εθνικό Επαναστατικό Κίνημα» στη Μακεδονία ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τουλάχιστον 60 από αυτούς έδωσαν τη ζωή τους στον αγώνα αυτό, ιδιαίτερα στη μεγάλη επανάσταση του 1903.

Αυτή η παράδοση αναρχικού αντι-ιμπεριαλισμού συνεχίστηκε 15 χρόνια αργότερα στην Ουκρανία καθώς το μαχνοβίτικο κίνημα οργάνωσε μια τιτάνια αγροτική επανάσταση με την οποία, όχι μόνο συνθλίφτηκε η γερμανική κατοχή της Ουκρανίας και αποκρούστηκαν οι εισβολείς κόκκινοι και λευκοί στρατοί έως το 1921, αλλά έγινε ανακατανομή της γης, συγκροτήθηκαν δομές εργατικής και αγροτικής αυτοδιεύθυνσης σε αρκετές περιοχές, ενώ δημιουργήθηκε και ο Επαναστατικό; Εξεγερτικός Στρατός κάτω από εργατοαγροτικό έλεγχο.

Αίγυπτος και Αλγερία

Στη δεκαετία του 1870, επίσης, οι αναρχικοί άρχισαν να οργανώνονται στην Αίγυπτο, ειδικότερα στην Αλεξάνδρεια, όπου εμφανίστηκε ένα τοπικό αναρχικό περιοδικό αναρχικών το 1877, ενώ μια ομάδα αναρχικών από την Αίγυπτο αντιπροσωπεύθηκε στο Συνέδριο του Σεντ Ιμιέ, τον Σεπτέμβριο του 1877, (η αναρχική διεθνής μετά την Α’ Διεθνή, από το 1872 και έπειτα). Μια «Αιγυπτιακή Ομοσπονδία» αντιπροσωπεύθηκε στο Διεθνές Κοινωνικό Επαναστατικό Συνέδριο του 1881 από τον γνωστό Ερρίκο Μαλατέστα, αυτή τη φορά συμπεριλαμβανομένων «οργανώσεων από την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια».

Ο Μαλατέστα, που έζησε στην Αίγυπτο ως πολιτικός πρόσφυγας το 1878 και το 1882, αναμίχθηκε στην λεγόμενη «επανάσταση του Pasha», το 1882, η οποία ξέσπασε εξαιτίας της ανάληψης, το 1876, των αιγυπτιακών πόρων χρηματοδότησης από μια αγγλο-γαλλική επιτροπή που αντιπροσώπευε τους διεθνείς πιστωτές. Μετέβη εκεί, συγκεκριμένα, για να ακολουθήσει «έναν επαναστατικό σκοπό που συνδέθηκε με την επανάσταση των τντόπιων» και «αγωνίστηκε με τους Αιγύπτιους ενάντια στους Βρετανούς αποικιοκράτες».

Στην Αλγερία, το αναρχικό κίνημα εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα. Η γαλλική Επαναστατική Συνδικαλιστική Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT-SR) διέθετε τμήμα στην Αλγερία. Όπως άλλες αναρχικές οργανώσεις, η CGT-SR αντιτάχθηκε στη γαλλική αποικιοκρατία και σε μια κοινή διακήρυξη της ΄Ένωσης Αναρχικών, της CGT-SR και του Συνδέσμου Αναρχικών Ομοσπονδιών για την εκατονταετία της γαλλικής κατοχής της Αλγερίας, το 1930, υποστηρίχτηκε το εξής: «Πολιτισμός; Πρόοδος; Εμείς λέμε: δολοφονία!».

Ένας εξέχων μαχητής του αλγερινού τμήματος της CGT -SR, καθώς επίσης και της Ένωσης Αναρχικών και μιας ομάδας αναρχικών γηγενών Αλγερινών, ήταν ο Σαίλ Μοχάμεντ (1894-1953), Αλγερινός αναρχικός δραστηριοποιημένος στο αναρχικό κίνημα από το 1910 μέχρι το θάνατό του το 1953. Ο Σαίλ Μοχάμεντ ήταν ιδρυτής οργανώσεων όπως η Ένωση για τα Δικαιώματα των Γηγενών Αλγερινών και της Ομάδας Αναρχικών Γηγενών Αλγερινών. Το 1929 ήταν γραμματέας της Επιτροπής Υπεράσπισης Αλγερινών Ενάντια στις Προκλήσεις της Εκατονταετίας. Ο Σαίλ Μοχάμεντ ήταν, επίσης, συντάκτης της βορειοαφρικανικής έκδοσης του γαλλικού αναρχικού περιοδικού «Terre Libre» («Ελεύθερη Χώρα»), ενώσυνεισέφερε τακτικά στα διάφορα αναρχικά περιοδικά όσον αφορά το αλγερινό ζήτημα.