Για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου επιλέχθηκαν και μεταφράστηκαν τρία άρθρα* του Μεξικανού αναρχικού Ricardo Flores Magon, τα οποία δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στην αναρχική εφημερίδα “Regeneración”.

Ένα αριστοκρατικό φράκο και μια μπλούζα -ενός κάποιου πληβείου-, ο κυβερνήτης, ο καπιταλιστής και ο ιερέας μπροστά σε μια εξέγερση χωρικών, ένα τουφέκι στα χέρια δυο αντιμαχόμενων πλευρών. Οι πρωταγωνιστές, εκ πρώτης όψεως, των ιστοριών που ακολουθούν, αποτελούν τα απαραίτητα στοιχεία για να οδηγηθούμε στο τέλος του μονοπατιού, στην Κοινωνική Επανάσταση.

Δυο κόσμοι σε σύγκρουση… τα ρούχα των πλούσιων και των φτωχών, οι πυλώνες της εξουσίας και οι εξεγερμένοι προλετάριοι, το τουφέκι που βρίσκεται μια στα χέρια των καταπιεστών και μια σε αυτά των καταπιεσμένων. Οι τρεις αυτές ιστορίες -μέσα σε ένα πλήθος πολλών άλλων- αναδεικνύουν με τον πιο λιτό και εύληπτο τρόπο την αλαζονεία του κεφαλαίου και την υπεραξία που καρπώνεται από τους εργάτες, τον ρόλο της θρησκείας και της εκκλησίας στην καταπίεση των ανθρώπων ακόμα και όταν το κράτος και ο καπιταλισμός τα βρίσκουν σκούρα μέσα σε εξεγερτικές συνθήκες, την μετατροπή των όπλων σε κατασταλτικά μέσα από τους κυρίαρχους και σε απελευθερωτικά από τους καταπιεσμένους που επαναστατούν.

Άλλοτε οι ιστορίες τελειώνουν απότομα, χωρίς να έχει επέλθει εμφανώς η “λαϊκή κάθαρση” -επί της ουσίας όμως κανένας “άρχων” δεν επιστρέφει στη θέση του, μα μοιράζεται την κοινή μοίρα όσων κυρίευε-, άλλοτε οι ιστορίες τελειώνουν με την Επανάσταση να κερδίζει και άλλοτε με μια δρομολογημένη ευχή να ολοκληρωθεί ένας σκοπός.

Παρά τις ομοιότητες και τις διαφορές στις ιστορίες του Ricardo Flores Magon η ουσία βρίσκεται στην ύπαρξη ενός και μόνο δρόμου, που με τα λίγα ή και τα πολλά, καταλήγει στην συντριβή του κόσμου της εξουσίας, των πλούσιων, όσων μας κυβερνούν, όσων μας εκμεταλλεύονται, όσων μας χειραγωγούν και στην νίκη των καλών ανθρώπων. Των γενναίων, όπως και ο ίδιος γράφει.

***

Το φράκο και η μπλούζα

Το αριστοκρατικό φράκο και η πληβειακή μπλούζα βρίσκονταν στον ίδιο σωρό από σκουπίδια.

“Τι εξευτελισμός! Τι ταπείνωση!” είπε το φράκο, κοιτάζοντας λοξά τον γείτονά του. “Είμαι δίπλα σε μια μπλούζα…!”

Μια ριπή ανέμου φύσηξε ένα από τα ταπεινά μανίκια της μπλούζας πάνω στο αλαζονικό φράκο, σαν να σκόπευε να συμφιλιώσει αυτούς που βρίσκονταν στην ίδια θέση, να εναρμονίσει μέσω μιας αδελφικής αγκαλιάς, τα δυο ρούχα που ήταν στην ίδια κατάσταση, αλλά τα οποία συνήθως βρίσκονται τόσο μακριά το ένα από το άλλο στην κοινωνική ζωή των ανθρώπων.

“Φρίκη!” ούρλιαξε το φράκο, “Το άγγιγμά σου με σκοτώνει, βρώμικο κουρέλι! Πραγματικά, το θράσος σου είναι εξωφρενικό. Πώς τολμάς να με αγγίζεις; Δεν είμαστε ίσοι! Είμαι το φράκο, το ευγενές ένδυμα που στεγάζει και διακρίνει τους κυρίους. Είμαι το κομψό ένδυμα που έρχεται σε επαφή μόνο με αξιοπρεπή άτομα. Είμαι το άμφιο του τραπεζίτη και του επαγγελματία, του νομοθέτη και του δικαστή, του βιομήχανου και του εμπόρου. Ζω στον κόσμο των επιχειρήσεων και των ταλέντων. Είμαι το ένδυμα των πλουσίων, καταλαβαίνεις;”

Μια άλλη ριπή ανέμου αφαίρεσε το μανίκι της μπλούζας από το φράκο. Σαν να ήταν αγανακτισμένη, μετανιωμένη που είχε καταφύγει σε αυτό το επιβλητικό κουρέλι για λίγες συναισθηματικές και αδελφικές στιγμές και προσπαθώντας να συγκρατήσει την οργή της, η μπλούζα είπε:

“Με γεμίζεις με οίκτο, υπεροπτικό κουρέλι, θήκη μάταιων και κακών υπάρξεων. Θα πρέπει να ντρέπεσαι που κάλυψες καθάρματα που φορούν άσπρα γάντια. Θα είχα πεθάνει από τρόμο αν είχα αισθανθεί από κάτω μου τους φριχτούς παλμούς της καρδιάς ενός δικαστή. Θα αισθανόμουν λερωμένη να καλύπτω την μπάκα ενός εμπόρου ή ενός τραπεζίτη. Είμαι το ένδυμα των φτωχών. Κάτω μου πάλλεται η γενναιόδωρη καρδιά του εργάτη, του βοσκού που ξυρίζει από το πρόβατο το κύριο υλικό από το οποίο είσαι φτιαγμένο, του υφαντουργού που το μετέτρεψε σε ύφασμα, του ράφτη που το έκανε φράκο. Είμαι η περιβολή χρήσιμων υπάρξεων, εργατικών και ευγενών. Δεν επισκέπτομαι παλάτια. Μα ζω στο εργοστάσιο. Συχνά στο ορυχείο. Είμαι παρούσα στα χωράφια. Βρίσκομαι πάντα στα μέρη όπου παράγεται ο πλούτος”.

“Δεν με βρίσκεις στα επιχρυσωμένα σαλόνια ούτε στα πολυτελή μπουντουάρ, όπου ο χρυσός που παράγεται από τον ιδρώτα των φτωχών σπαταλάται, ή εκεί όπου η σκλαβιά των απόκληρων είναι συμφωνημένη. Μα θα ανακαλυφθώ στις συναντήσεις των αγωνιστών της ελευθερίας, εκεί όπου ο προφητικός λόγος του λαϊκού ρήτορα ανακοινώνει τον ερχομό μιας νέας κοινωνίας. Θα φαίνομαι στο στήθος της αναρχικής ομάδας, μέσα στην οποία καλοί άνθρωποι προετοιμάζονται να μετασχηματίσουν την κοινωνία. Και ενώ εσύ, φαντασμένο φράκο, βυθίζεσαι στα γλέντια και στα όργια, εγώ ντύνομαι με δόξα στο χαράκωμα ή στο οδόφραγμα μονομαχώντας με τον αξιωματικό του στρατού ή στην εξέγερση κατά την διάρκεια του αγώνα για ελευθερία και δικαιοσύνη. Ήρθε η ώρα που εσύ και εγώ πρέπει να μονομαχήσουμε μέχρι θανάτου. Εσύ αντιπροσωπεύεις την τυραννία, εγώ είμαι η διαμαρτυρία: πρόσωπο με πρόσωπο, είμαστε ο καταπιεστής και ο επαναστάτης, ο βασανιστής και το θύμα. Στην ζυγαριά του πολιτισμού και της προόδου, ζυγίζω περισσότερο από σένα γιατί είμαι η δύναμη πίσω από τα πάντα. Μετακινώ τα μηχανήματα, σκάβω τις σήραγγες, τοποθετώ τις γραμμές… Επαναστατώ! Οδηγώ τον κόσμο!”

Ένας παλιατζής έβαλε τέλος στην σύγκρουση, τοποθετώντας τα ρούχα σε διαφορετικούς σάκους, τους οποίους μετέφερε προς τα πάνω, στην τρώγλη του.

*Δημοσιεύτηκε στην “Regeneration” Νο 211, 6 Νοέμβρη 1915.

***

Δικαιοσύνη!

Ο κυβερνήτης, ο καπιταλιστής και ο ιερέας ξεκουράστηκαν εκείνο το απόγευμα στη σκιά μιας μελιάς, που έλαμπε έντονα στο φαράγγι μιας οροσειράς.

Ο καπιταλιστής, εμφανώς αναστατωμένος, χτύπησε τη σάρκα ενός κόκκινου μικρού βιβλίου με τα χέρια του και είπε μεταξύ λυγμού και αναστεναγμού:

“Όλα έχουν χαθεί: τα χωράφια μου, το κοπάδι μου, οι μύλοι μου, τα εργοστάσιά μου, όλα τώρα ελέγχονται από τους επαναστάτες.”

Ο κυβερνήτης, τρέμοντας από οργή, είπε:

“Έχει τελειώσει, τώρα κανείς δεν σέβεται την εξουσία.”

Και ο ιερέας σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και με λύπη είπε:

“Κακή αιτία: αυτή δολοφόνησε την πίστη!”

Οι τρεις πυλώνες της κοινωνίας σκέφτηκαν, σκέφτηκαν και ξανασκέφτηκαν… Το προηγούμενο βράδυ, περίπου 50 επαναστάτες είχαν εισβάλει στο χωριό. Η εργατική τάξη της περιοχής τους είχε υποδεχτεί με ανοιχτές αγκαλιές. Ενώ η πόλη έψαχνε για τον κυβερνήτη, τον καπιταλιστή και τον ιερέα για να απαιτήσει από αυτούς έναν αυστηρό λογαριασμό για τις πράξεις τους, αυτοί έφυγαν για τον φαράγγι αναζητώντας καταφύγιο.

“Η αυτοκρατορία μας πάνω στις μάζες τελείωσε”, είπε ο κυβερνήτης και ο καπιταλιστής με μια φωνή.

Ο ιερέας χαμογέλασε και είπε με πειστικό τόνο:

“Μην ανησυχείτε. Εμφανώς, η πίστη έχει χάσει κάποιο έδαφος. Ωστόσο, σας διαβεβαιώνω οτι, μέσω της θρησκείας, μπορούμε να ανακτήσουμε όλα όσα έχουμε χάσει. Πρώτα απ’ όλα, φαίνεται οτι οι ιδέες που περιέχονται σε αυτό το βιβλιαράκι έχουν θριαμβεύσει στο χωριό. Θα θριαμβεύσουν σίγουρα αν παραμείνουμε αδρανείς. Δεν αμφισβητώ οτι αυτές οι κακές ιδέες χαίρουν συμπάθειας μεταξύ των ανθρώπων. Όμως, άλλοι τις αρνούνται, ειδικά τις ιδέες που επιτίθενται άμεσα στη θρησκεία. Μεταξύ αυτών των τελευταίων ανθρώπων, πρέπει να προωθήσουμε ένα αντιδραστικό κίνημα. Ευτυχώς, οι τρεις μας καταφέραμε να ξεφύγουμε. Αν είχαμε πέσει στα χέρια των επαναστατών, οι παλιοί θεσμοί θα είχαν πεθάνει μαζί μας.”

Ο καπιταλιστής και ο κυβερνήτης ένιωθαν σαν να είχαν ελευθερωθεί από ένα τρομερό βάρος. Εμπνευσμένος από την απληστία, τα μάτια του καπιταλιστή βούρκωσαν. Πώς; Πώς θα μπορούσε να απολαμβάνει ξανά την κατοχή των χωραφιών του, του κοπαδιού του, των μύλων του και των εργοστασίων του; Δεν ήταν απλώς ένας σκληρός εφιάλτης. Θα επέστρεφε υπό την κατοχή του ολόκληρος ο πληθυσμός της περιοχής του, χάρη στον καλό υπουργό θρησκείας; Και, όρθιος, κούνησε την γροθιά του προς την κατεύθυνση του χωριού, του οποίου οι αγροικίες έλαμπαν έντονα κάτω από τις ακτίνες του μαγιάτιου ήλιου.

Ο κυβερνήτης, φορτισμένος συναισθηματικά, είπε με αυτοπεποίθηση:

“Πάντα πίστευα οτι η θρησκεία είναι το πιο σταθερό στήριγμα του αρχηγού της εξουσίας. Η θρησκεία διδάσκει πως ο θεός είναι ο πρώτος ηγέτης και πως οι κυβερνήτες είναι οι υπολοχαγοί του στη γη. Η θρησκεία καταδικάζει την εξέγερση επειδή θεωρεί πως οι κυβερνήτες είναι υπεράνω όλων των ανθρώπων με το θέλημα του θεού. Ζήτω η θρησκεία!”

Παρασυρμένος από τα ίδια του τα λόγια, ο κυβερνήτης άρπαξε το κόκκινο βιβλιαράκι από τα χέρια του καπιταλιστή, και αφού το έσκισε σε κομμάτια, τα έριξε προς το χωριό, σαν να αμφισβητούσε τους ευγενείς εξεγερμένους προλετάριους.

“Σκυλιά”, φώναξε, “πάρτε το με το σάλιο μου”

Τα κομμάτια χαρτιού σκόρπισαν από τον άνεμο, πετώντας χαρωπά σαν πεταλούδες που παίζουν. Ήταν το μανιφέστο της 23ης Σεπτέμβρη του 1911.

Οι πρώτες σκιές της νύχτας άρχισαν να κατεβαίνουν προς την κοιλάδα. Μέσα από το λυκόφως μπορούσε κανείς να δει μια κόκκινη σημαία να κυματίζει πάνω από ένα μικρό σπίτι στο χωριό. Μια επιγραφή με άσπρα γράμματα φαινόταν επιδεικτικά: “Γη και Ελευθερία”. Ο κυβερνήτης, ο καπιταλιστής και ο ιερέας ούρλιαξαν, κουνώντας τις γροθιές τους προς το χωριό:

“Φωλιά των φιδιών, σύντομα θα σε συνθλίψουμε!”

Οι τελευταίες πινελιές του ήλιου έλαμπαν ακόμα, φώτιζαν από την δύση όσο εξαφανίζονταν. Οι βάτραχοι ξεκίνησαν τη συνήθη καντάδα τους, ελεύθεροι και χαρούμενοι, αγνοώντας τις δυστυχίες που κάνουν τους ανθρώπους να υποφέρουν. Στη μελιά, ένα ζευγάρι περιπαικτικών πουλιών τραγουδούσε το ένα στο άλλο την ελεύθερη αγάπη τους, χωρίς κριτές, χωρίς ιερείς, χωρίς κληρικούς. Η ευγενική ομορφιά της ώρας καλούσε την ανθρώπινη καρδιά να εκθέσει όλα τα βάσανά της και να υλοποιήσει όλα τα συναισθήματά της σε ένα έργο τέχνης.

Κάνοντας τους βράχους να τρέμουν, μια τρομερή κραυγή σκόρπισε μέσα στην κοιλάδα: “Ποιος είναι;”

Ο κυβερνήτης, ο καπιταλιστής και ο ιερέας έτρεμαν, καθώς προέβλεπαν το τέλος τους. Η νύχτα είχε έρθει επιτέλους, καλύπτοντας τα πάντα με σκοτάδι. Τα περιπαικτικά πτηνά το βούλωσαν και οι βάτραχοι ησύχασαν, μια ριπή ανέμου αναδεύτηκε στους κόλπους της μελιάς με απειλητικό τρόπο. Στο απαίσιο σκοτάδι, μια ηχηρή και μοιραία κραυγή επέστρεψε “Ποιος είναι!”

Οι τρεις πυλώνες της κοινωνίας θυμήθηκαν όλα τα εγκλήματά τους στο δευτερόλεπτο: είχαν απολαύσει όλες τις λιχουδιές της ζωής σε βάρος των ταπεινών ανθρώπων και του μαρτυρίου τους. Είχαν συντηρήσει την άγνοια και την δυστυχία της ανθρωπότητας, για να ικανοποιήσουν τις ορέξεις τους.

Ένας ήχος δραστήριων βημάτων πλησίασε κοντά τους. Ήταν οι στρατιώτες του λαού, οι στρατιώτες της Κοινωνικής Επανάστασης. Μια εκτόξευση πυροβολισμών στόχευσε τους εκπροσώπους της Ύδρας με τα τρία κεφάλια: Εξουσία, Κεφάλαιο και Εκκλησία.

*Δημοσιεύτηκε στη “Regeneration” Νο 192, 13 Ιούνη 1914.

***

Το τουφέκι

Υπηρετώ δυο πλευρές: Τη πλευρά που καταπιέζει και την πλευρά που απελευθερώνει. Δεν έχω προτιμήσεις. Με την ίδια οργή, με την ίδια σχισμή, ρίχνω τη σφαίρα που παίρνει μακριά την ζωή του στρατιώτη της ελευθερίας ή του πιστού ακόλουθου της τυραννίας.
Οι εργάτες με έφτιαξαν, για να σκοτώνω εργάτες. Είμαι το τουφέκι, ο δολοφόνος της ελευθερίας όταν υπηρετώ αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία, το όπλο της χειραφέτησης όταν υπηρετώ τους από κάτω.

Χωρίς εμένα, δεν θα υπήρχαν άνθρωποι που λένε “ Είμαι κάτι περισσότερο από σένα” και χωρίς εμένα, δεν θα υπήρχαν σκλάβοι που κραυγάζουν “κάτω η τυραννία!”

Ο τύραννος με αποκαλεί “στήριγμα των θεσμών”. Ο ελεύθερος άνθρωπος με φροντίζει τρυφερά και με αποκαλεί “όργανο λύτρωσης”. Είμαι το ίδιο πράγμα, και παρόλα αυτά, υπηρετώ τόσο την καταπίεση όσο και την ελευθερία. Είμαι, ταυτόχρονα, δολοφόνος και υπερασπιστής, ανάλογα με τα χέρια που με κρατούν.

Μπορώ επίσης να πω σε ποιανού τα χέρια βρίσκομαι. Τρέμουν αυτά τα χέρια που με κρατούν; Δεν υπάρχει αμφιβολία είναι τα χέρια ενός αξιωματικού. Ο παλμός είναι σταθερός; Λέω χωρίς καμία ταλάντευση: “αυτά είναι τα χέρια ενός απελευθερωτή”.

Δεν χρειάζεται να ακούσω κραυγές για να γνωρίζω ποια πλευρά με χρησιμοποιεί. Μου αρκεί να ακούσω την φλυαρία των δοντιών ώστε να ξέρω οτι βρίσκομαι στα χέρια των καταπιεστών. Το κακό είναι δειλό. Το καλό είναι γενναίο. Όταν ο αξιωματικός με κρατάει στο στήθος του για να ξεράσω τον θάνατο που βρίσκεται στο φυσίγγι μου, νιώθω οτι η καρδιά του πηδάει με βία. Είναι επειδή συνειδητοποιεί το έγκλημά του. Δεν ξέρει ποιον θα σκοτώσει. Του δόθηκε εντολή “πυρ!” και εκεί πηγαίνει ο πυροβολισμός που πιθανώς να διαπεράσει την καρδιά του πατέρα του, του αδελφού του ή του παιδιού του, μέσα από κάποιον που έχει καλεστεί από την έντιμη κραυγή “Επανάσταση!”

Θα υπάρχω σε αυτή τη γη όσο υπάρχει μια ανόητη ανθρωπότητα που επιμένει να χωρίζεται σε δυο τάξεις: τους πλούσιους και τους φτωχούς, εκείνους που καταναλώνουν και εκείνους που υποφέρουν.

Όταν ο τελευταίος καπιταλιστής εξαφανιστεί και η σκιά της εξουσίας διαλυθεί, θα εξαφανιστώ και εγώ με τη σειρά μου, αφιερώνοντας τα υλικά μου στην κατασκευή αρότρων και στα χιλιάδες εργαλεία, τα οποία οι άνθρωποι που μετατράπηκαν σε αδέλφια, τα κρατούν στα χέρια τους με ενθουσιασμό.

*Δημοσιεύτηκε στη “Regeneration” Νο 64, 18 Νοέμβρη 1911

**Μετάφραση των άρθρων “The frock coat and the blouse”, “Justice!” και “The Rifle”

**Το άρθρο “Το τουφέκι” έχει μεταφραστεί και από αλλού και βρίσκεται εδώ: https://ngnm.vrahokipos.net/index.php?option=com_content&view=article&id=911:ricardo-flores-magon-toufeki&catid=21&Itemid=170

#Αναδημοσίευση από εδώ: https://animmusnecandi.blogspot.com/2022/10/rfloresmagon.html