Tommy Lawson*

Ο Francesco Giovanni Fantin ήταν Ιταλός αναρχικός που μετανάστευσε στην Αυστραλία το 1924. Λιγότερο από είκοσι χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 1942, δολοφονήθηκε από έναν συγκρατούμενό του στο Interment Camp 14A, Loveday, στη Νότια Αυστραλία. Γεννημένος το 1901 στη μικρή πόλη San Vito στη Βόρεια Ιταλία, η ζωή του Francesco Fantin ήταν ενδεικτική των προσπαθειών των περισσότερων αναρχικών μεταναστών στην Αυστραλία να συνεχίσουν τον αντιφασιστικό και εργατικό αγώνα στο εξωτερικό.

Στα νεανικά του χρόνια ο Francesco ακολούθησε τον πατέρα του και εργάστηκε σε ένα υφαντουργείο ενός ντόπιου καπιταλιστή. Οι Fantin έγιναν μέλη της Ομοσπονδίας Ιταλών Εργατών Κλωστοϋφαντουργίας και συμμετείχαν στις πανεθνικές γενικές απεργίες του 1921. Έγινε ακόμη μέλος των τοπικών «Κόκκινων Φρουρών» κατά τη διάρκεια του Biennio Rosso (Κόκκινη Διετία), ερχόμενος σε σύγκρουση με απεργοσπάστες και ντόπιους φασίστες. Αυτός και τα αδέλφια του ριζοσπαστικοποιήθηκαν λόγω των εμπειριών τους στο χώρο εργασίας τους και των τοπικών συγκρούσεων με τις στρατιωτικές αρχές. Όταν τα αδέλφια συνάντησαν έναν ντόπιο αναρχικό, τον Francesco Carmagnola, οι πολιτικές πεποιθήσεις των Fantin έγιναν πιο συγκεκριμένες.

Μετά την αποτυχία των καταλήψεων των εργοστασίων στο απόγειο του Biennio Rosso, η κυβέρνηση και οι εκκολαπτόμενοι φασίστες κινήθηκαν για να συντρίψουν τα μεγάλα και μαχητικά αναρχικά και συνδικαλιστικά κινήματα της χώρας. Υπό σημαντικές και συνεχείς απειλές βίας σε βάρος τους, οι αδελφοί Fantin και ο Carmagnola πήραν το δρόμο της μετανάστευσης για την Αυστραλία.

Τα μεγαλύτερα αδέλφια του Francesco και ο Carmagnola έφτασαν στην Αυστραλία το 1923. Ακολούθησε ο Francesco φτάνοντας στη Μελβούρνη με το πλοίο «Re d'Italia» στις 27 Δεκέμβρη 1924. Αμέσως κατευνθύθηκε βόρεια στο Ingham στο Κουίνσλαντ, όπου ενώθηκε με τους άλλους που εργάζονταν ως κόφτες ζαχαροκάλαμων. Στην περιοχή υπήρχε μια αρκετά μεγάλη παρουσία Ιταλών μεταναστών, συμπεριλαμβανομένης μιας αναρχικής ομάδας που ιδρύθηκε από τους αδελφούς Danesi, Luigi και Costante.

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν οι αδελφοί Fantin και ο Carmagnola μετακινούνταν συνεχώς μεταξύ της Βικτώριας και του μακρινού Βόρειου Κουίνσλαντ. Ο Carmagnola έπαιξε, επίσης, σημαντικό ρόλο στην απεργία των κοφτών ζαχαροκάλαμου (Queensland Cane Cutters Strike) του 1934, η οποία αψήφισε την κομματικά ελεγχόμενη ηγεσία του Australian Workers Union (Αυστραλιανό Συνδικάτο Εργαζομένων) και ανέλαβε δράση για την αντιμετώπιση της «ασθένειας Weils» έκθεση στην οποία εκτίθεντο οι εργαζόμενοι στην κοπή ζαχαροκάλαμων εκείνη την εποχή. Κατά τη διάρκεια της απεργίας οι εργαζόμενοι γυρόφερναν με μικρά φορτηγά αυτοκίνητα ανατρέποντας φορτία με ζαχαροκάλαμα που προορίζονταν για τους μύλους.

Είναι πιθανό ότι ο Francesco Fantin συμμετείχε στην απεργία, αν και δεν είναι ξεκάθαρο. Συχνά μετακινείτο μεταξύ του Ingham στο Κουίνσλαντ και του Geelong στη Βικτώρια, όπου ζούσε στην οδό Erols και εργαζόταν στο Federal Mills. Σε μια αναφορά της αστυνομίας για τον «Frank Fantin» σημειωνόταν ότι «προσπάθησε να μιλήσει στους συναδέλφους του για τα αναρχικά του ιδανικά» και «να κάνει προπαγάνδα» καθώς και ότι έκανε μια ήσυχη ζωή.

Ωστόσο, ήταν ενεργός στο αυστραλιανό αντιφασιστικό κίνημα, τουλάχιστον στο βαθμό που αφορούσε την ιταλική μεταναστευτική κοινότητα. Ιταλοί μετανάστες ίδρυσαν αντιφασιστικές οργανώσεις σε όλη τη χώρα. Το Σίδνεϊ, η Μελβούρνη και το Περθ ήταν οι προφανείς βάσεις -λόγω μεγάλων ιταλικών κοινοτήτων, αλλά και σε επαρχιακά κέντρα όπως το Lithgow, το Ingham, το Broken Hill και το Griffith, υπήρχαν επίσης σημαντικές ιταλικές αντιφασιστικές οργανώσεις. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, σημαντικός αριθμός Ιταλών μεταναστών θεωρούνταν αναρχικοί, αν και αυτοί οι αριθμοί μειώθηκαν καθώς όλο και περισσότεροι ριζοσπάστες προσχώρησαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα.

Οι Ιταλοί αναρχικοί στην Αυστραλία κυκλοφόρησαν μια εφημερίδα με τίτλο «Il Risveglio» («Η Αφύπνιση»), δηλώνοντας ότι «είναι απαραίτητο να αφιερώσουμε όλες τις φυσικές και πνευματικές μας δυνάμεις προκειμένου το προλεταριάτο να είναι καλά προετοιμασμένο ώστε να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο που μπορεί να βρεθεί στο δρόμο του, προκειμένου να φτάσουμε θριαμβευτικά στο στόχο μας, δηλαδή στην Αναρχία!». Αν και η εφημερίδα κηρύχθηκε εκτός νόμου το 1927, αντικαταστάθηκε γρήγορα από την «La Riscossa» («Η Αντεπίθεση»), μια αντιφασιστική έκδοση που την επιμελούνταν κυρίως οι αναρχικοί. Στην «La Riscossa» δεν δημοσιεύονταν μόνο τοπικές ειδήσεις, αλλά και άρθρα κλασικών Ιταλών αναρχικών όπως οι Errico Malatesta και Pietro Gori. Η εφημερίδα είχε σημαντικό αναγνωστικό κοινό, με περισσότερους από 3.000 συνδρομητές στο αποκορύφωμά της, συμπεριλαμβανομένων και Ιταλών μεταναστών σε άλλες χώρες όπως η Νότια Αφρική και η Ουρουγουάη.

Στη Μελβούρνη ο Fantin ο Carmagnola και άλλοι είχαν ιδρύσει τον κοινωνικό χώρο Matteotti Club (σ.τ.μ.: κοινός αντιφασιστικός χώρος, σοσιαλιστών και αναρχικών), κοντά στο Trades Hall, με μια κόκκινη σημαία να κυματίζει στην πόρτα. Οι αυστραλιανές αρχές παρακολουθούσαν στενά την ιταλική κοινότητα μεταναστών, συχνά μοιράζονταν πληροφορίες με το φασιστικό ιταλικό Υπουργείο Εσωτερικών. Το ιταλικό προξενείο στην Αυστραλία διατηρούσε λεπτομερείς καταλόγους των αντιφασιστών Ιταλών που δραστηριοποιούνταν στην Αυστραλία και έκανε ό,τι μπορούσε για να παρενοχλεί τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Παρ’ όλα αυτά, το Matteotti Club κατάφερε να στείλει σημαντική οικονομική υποστήριξη στην Ιταλία, βοηθώντας ακόμη και στη χρηματοδότηση των προσπαθειών του Errico Malatesta να συνεχίσει την κυκλοφορία του αναρχικού Τύπου στη φασιστική Ιταλία.

Με βάση αυτές τις πληροφορίες γνωρίζουμε, επίσης, ότι ο Fantin ήταν συνδρομητής της εφημερίδας του Errico Malatestas «Pensiero e Liberta» («Σκέψη και Ελευθερία»). Επιπλέον, βρισκόταν σε μια λίστα με τις «επαφές» του Camillo Berneri, που θεωρείται ένας τους κορυφαίους φωτισμένους θεωρητικούς του ιταλικού αναρχικού κινήματος μετά τον Malatesta. Αν και δεν γνωρίζουμε τις ακριβείς πολιτικές θέσεις του Fantin (όσον αφορά το αναρχικό κίνημα), φαίνεται πιθανό ότι συμπαθούσε τις αναρχικές κομμουνιστικές, συνδικαλιστικές και φιλο-οργανωτικές απόψεις, ιδιαίτερα αν ήταν γνωστός στον Berneri. Αυτές οι θέσεις πιθανώς συνέβαλαν επίσης στην απομόνωση των Ιταλών από το τοπικό (αυστραλιανό) αναρχικό κίνημα, το οποίο συχνά ήταν απελπιστικά ατομικιστικό. Ο Fantin θεωρείτο σίγουρα ικανός αγωνιστής, αναγνωριζόμενος σε αρκετές αστυνομικές αναφορές ως ηγέτης μεταξύ των Ιταλών αναρχικών εξόριστων.

Καθώς ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ερχόταν όλο και πιο κοντά, ο Fantin φαίνεται να περνούσε όλο και περισσότερο χρόνο στο Geelong. Είναι άγνωστο, αν και είναι πιθανό, να συμμετείχε στο τοπικό αντιφασιστικό κίνημα, καθώς υπήρξαν σκόπιμες επιθέσεις φασιστών στα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος στην οδό Ryrie.

 

 

Όταν η Αυστραλία ανακοίνωσε ότι πήγαινε σε πόλεμο στις 9 Σεπτέμβρη 1939, οι Ιταλοί μετανάστες θεωρήθηκαν δημόσια απειλή. Μέσα σε λίγες μέρες, το Australian Aliens Registration Central Burea (Αυστραλιανό Κεντρικό Γραφείο Καταχώρησης Αλλοδαπών) έλαβε εσφαλμένες πληροφορίες ότι ο Fantin ήταν «φασίστας» που δρούσε γύρω από το Cairns. Η συμβουλή ήρθε με τη μορφή μιας ανώνυμης επιστολής που ισχυριζόταν ότι «ο Fantin… εξέφρασε το μίσος του για την Αγγλία και τους Άγγλους». [Αυτός] είναι ιδιαίτερα πονηρός και πολύ πανούργος τύπος …» αναφερόταν.

Ο Fantin εγγράφηκε ως «αλλοδαπός» («alien») στο αστυνομικό τμήμα του Edmonton στο Κουίνσλαντ στις 7 Οκτώβρη 1939 και του εκδόθηκε πιστοποιητικό εγγραφής με αριθμό Q. 18117. Σε μια αναφορά της αστυνομίας του Edmonton για τον Fantin σημειωνόταν ότι «είναι καλός, έντιμος εργάτης… όταν δεν μιλάει». Ωστόσο, μια μεταγενέστερη αναφορά τον θεωρούσε «μανιασμένο κομμουνιστή που για αρκετά χρόνια διέδιδε ενεργά την κομμουνιστική προπαγάνδα μεταξύ των εργατών ζάχαρης στο Βόρειο Κουίνσλαντ».

Αν και αρχικά αναγνωρίστηκε από την παραπληροφόρηση ως φασίστας, η αστυνομία τον κατήγγειλε και ως αναρχικό και ως κομμουνιστή ταυτόχρονα. Όποιες κι αν ήταν οι απόψεις του, οι στρατιωτικοί τελικά τον θεώρησαν … «σίγουρα αντίθετο με τη Δημοκρατία»…

Παρά τη σύγχυση αυτή, ελάχιστα στοιχεία χρειάζονταν για να δικαιολογηθεί η κράτηση του Fantin. Συνελήφθη με το πρώτο κύμα μαζικών, μάλλον στοχευμένων, φυλακίσεων Ιταλών «αλλοδαπών» στις 14 Φλεβάρη 1942 και στάλθηκε στο κλειστό στρατόπεδο Gaythorne στο Κουίνσλαντ. Δύο αστυνομκοί έψαξαν ένα δωμάτιο που νοίκιαζε στο Edmonton, όπου βρήκαν μια σειρά βιβλίων με σημειώσεις και ποίηση, επιστολές, ένα φυλλάδιο του Καρλ Μαρξ και ένα μαντήλι και μια φωτογραφία του Ισπανού αναρχοσυνδικαλιστή ηγέτη Buenaventura Durruti.

Τον Μάρτη του 1942, ο Fantin μεταφέρθηκε στο κλειστό στρατόπεδο Loveday (Loveday Internment Camp 14A) στη Νότια Αυστραλία. Οι αυστραλιανές αρχές χώρισαν τους κρατούμενους σε στρατόπεδα εγκλεισμού ανάλογα με την εθνικότητα και όχι με βάση τις πολιτικές πεποιθήσεις. Ως εκ τούτου, οι Ιταλοί, οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες κρατούμενοι χωρίστηκαν, ωστόσο φασίστες και αριστεροί-ριζοσπάστες αναμείχθηκαν. Επιπλέον, ένα περίπλοκο σύστημα «αρχηγών στρατοπέδων» σήμαινε ότι οι κρατούμενοι βοηθούσαν στη διαχείριση της διοίκησης και έτσι η ακροδεξιά κυριαρχούσε στους χώρους αυτούς. Στο 14Α, ένας γιατρός ονόματι Francesco Piscitelli, φανατικός φασίστας, ήταν αρχηγός στρατοπέδου. Κάθε βράδυ, οι Ιταλοί κρατούμενοι αναγκάζονταν να παρακολουθούν διαλέξεις για τις αρετές του φασισμού πριν τη δύση του ηλίου.

Οι πολιτικές απόψεις του Fantin ήταν γνωστές στους άλλους κρατούμενους, η πλειοψηφία των οποίων αρχικά δεν ήταν ιδιαίτερα πολιτικοί κρατούμενοι. Ωστόσο, όταν έφτασε μια δεύτερη «φουρνιά» κρατουμένων, σχεδόν 300, η συντριπτική πλειοψηφία ήταν πεπεισμένοι φασίστες. Ο Fantin υπέστη κακοποίηση στα χέρια των φασιστών. Ένα βράδυ ένας τρόφιμος μπήκε στη σκηνή του, προσπάθησε να τον πνίξει, τον χτύπησε και απείλησε να τον σκοτώσει. Ο Fantin ανέφερε το περιστατικό στο, προφανώς συμπαθητικό προς τον επιτιθέμενο προσωπικό, και έτσι δεν έγινε τίποτα.

Στις 16 Νοέμβρη 1942, ο Giovanni ‘Bruno’ Casotti, ένας Ιταλός φασίστας από τη Δυτική Αυστραλία, πλησίασε τον Francesco Fantin από πίσω, ενώ αυτός έπινε νερό από μια βρύση. Χτύπησε τον Fantin στο πίσω μέρος του κεφαλιού με ένα μεγάλο κομμάτι ξύλου και συνέχισε να κλωτσάει το σώμα του καθώς έπεσε. Ο Fantin μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο Barmera Base, όπου πέθανε λίγο αργότερα από τον τραυματισμό του στο κεφάλι.

Οι περισσότεροι αυτόπτες μάρτυρες φοβήθηκαν να μιλήσουν εν μέσω μιας ατμόσφαιρας εκφοβισμού και φασιστικής βίας. Ενώ οι φασίστες ισχυρίστηκαν ότι ο Fantin έπεσε μόνος του και χτύπησε στο κεφάλι του, ήταν προφανές ότι επρόκειτο για σκόπιμη δολοφονία. Τελικά ο Casotti κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης δύο ετών. Μετά τον θάνατο του Fantin, ξεσηκώθηκε πανεθνική αναταραχή από τους αντιφασίστες και αυτό οδήγησε σε μια πιο προσεκτική διαδικασία εγκλεισμού, χωρίζοντας φασίστες και αντιφασίστες, και ενώ σταδιακά απελευθερώνονταν αντιφασίστες.

Μετά τον θάνατό του ο Francesco Fantin έγινε κάτι σαν μάρτυρας για την αντιφασιστική υπόθεση στην Αυστραλία, προκαλώντας τη συμπάθεια των συντρόφων του αναρχικών αλλά και κομμουνιστών. Δυστυχώς, παρά τη συμβολή τους, οι αρχές της ταξικής πάλης από τις οποίες εμφορούνταν ο Fantin και οι Ιταλοί αναρχικοί μετανάστες στην Αυστραλία, όπως αυτές και των Βούλγαρων και Ισπανών εξόριστων αναρχικών, παρέμειναν περιθωριοποιημένες από το αυστραλιανό ριζοσπαστικό κίνημα.

Οι τελευταίες μέρες του Fantin ήταν τραγικές, καθώς ήταν εγκλωβισμένος σε ένα στρατόπεδο με εκείνους τις πολιτικές απόψεις των οποίων είχε περάσει όλη του τη ζωή πολεμώντας. Στο ημερολόγιό του στο στρατόπεδο, ο Francesco κρατούσε σημειώσεις και έγραφε ποιήματα. Να ένα τραγικό, θρηνητικό παράδειγμα: «Όνειρα; Η πικρή πραγματικότητα του να βρίσκομαι πάντα εδώ ανάμεσα σε αυτή τη μολυσμένη πολεμοχαρή μάζα. Και ανάμεσα σε ελάχιστους με δίκαιες συνειδήσεις, αυτά τα τελευταία είκοσι χρόνια, σε αυτούς τους καιρούς δικτατόρων και δικτατοριών, το ανθρώπινο είδος γεμάτο τέτοιου είδος πυρετούς μοιάζει τρελό».

*Το αρχικό κείμενο στην αγγλική γλώσσα δημοσιεύτηκε εδώ: https://www.redblacknotes.com/2022/07/09/francesco-fantin-and-italian-anarchism-in-australia/

Μετάφραση: Ούτε Θεός-Ούτε Αφέντης.