ELIZABETH HUMPHRYS*

Τον Οκτώβρη του 1982 στο Wollongong (σ.τ.μ.: βιομηχανική πόλη της Νέας Νότιας Ουαλίας στην Αυστραλία) έγινε μια μαζική συγκέντρωση 20.000 εργατών. Οι εργάτες αυτοί ήταν οργισμένοι για την αδράνεια της τότε κυβέρνησης σε μια σειρά ζητήματα που τους αφορούσαν, κυρίως για την αυξανόμενη ανεργία και τις μαζικές περικοπές. Έτσι, σε μια μαζική συγκέντρωση/συνέλευση ψήφισαν για την οργάνωση μιας πορείας διαμαρτυρίας στο Σίδνεϊ, 90 χιλιόμετρα μακριά.

Τρία ήταν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Wollongong, γνωστού και ως Steel City: ηεξόρυξη άνθρακα, η χαλυβουργία και η «Big Australian», BHP. Ήταν επίσης το σπίτι των οργανωμένων και ισχυρών συνδικάτων, και για δεκαετίες αυτός ο συνδυασμός είχε προσφέρει θέσεις εργασίας και αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1980 τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν σημαντικά. Όσοι συμμετείχαν στη μαζική εκείνη συγκέντρωση/συνέλευση ζούσαν ήδη σε μια σοβαρή οικονομική κρίση που ήταν σαν πέντε βαθιές υφέσεις μαζί σε βάθος δεκαετίας. Οι βιομηχανίες Port Kembla Steelworks και BHP αναδιαρθρώνονταν και για πολλούς αυτό σήμαινε απόλυση. Οι θέσεις εργασίας ήταν λίγες και οι πολιτικοί έλεγαν συχνά στους άνεργους ότι οι ίδιοι θα έφταιγαν αν δεν έβρισκαν δουλειά.

Λίγες εβδομάδες μετά τη μαζική συγκέντρωση/συνέλευση, 40 άτομα, κυρίως άνεργοι νέοι, ξεκίνησαν να περπατούν προς το Σίδνεϊ σε αυτό που ονόμασαν «Right to Work March» («Πορεία για το Δικαίωμα στην Εργασία»). Ο Nick Southall, 20χρονος τότε άνεργος ακτιβιστής που συμμετείχε στην πορεία, θυμάται ότι άφησε μαζί με άλλους το Trade Union Centre (Εργατικό Κέντρο) στην Πλατεία Lowden, μαζί με τον γραμματέα του Εργατικού Κέντρου, κάποιους συνταξιούχους ανθρακωρύχους και τα μέλη μιας βοηθητικής επιτροπής γυναικών του συνδικάτου.

Τις επόμενες τέσσερις μέρες και νύχτες βρίσκονταν στον παραλιακό δρόμο, επευφημούμενοι κατά μήκος της διαδρομής καθώς περνούσαν αυτοκίνητα και φορτηγά, καθώς και από κατοίκους που εκδήλωναν την υποστήριξή τους μπροστά από τα σπίτια και τις μπροστινές αυλές τους. Οι διαδηλωτές πέρασαν από το Thirroul και το Coledale στον ποταμό Illawarra, στη συνέχεια το Sutherland, το Gymea και το Sans Souci στα νότια εξωτερικά προάστια του Σίδνεϊ, περνώντας την τελευταία νύχτα στο Mascot. Ο αριθμός τους, στο μεταξύ, αυξήθηκε στους 150 (την τελευταία ημέρα της πορείας) καθώς περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής Illawarra ενώθηκαν μαζί τους.

Ο Southall -ο οποίος αργότερα έγινε κορυφαίος μελετητής των οικονομικών αγώνων στο Wollongong κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου- θυμάται ότι όταν έφτασαν στο Belmore Park, απέναντι από τον Κεντρικό Σταθμό του Σίδνεϊ, τους υποδέχτηκαν χιλιάδες εργάτες: «Οι εργάτες στα εργοτάξια είχαν εγκαταλείψει τη δουλειά για να συμμετάσχουν στην πορεία, άλλοι άφησαν καταστήματα, εργοστάσια και βιοτεχνίες, μέχρι και οι ταψχυδρόμοι σταμάτησαν να δουλεύουν» λέει. Ο Southall περιγράφει πώς η διαδήλωση έφυγε από το πάρκο και ανέβηκε στην οδό George, πέρασε από τα κεντρικά γραφεία της BHP στην Hunter Street και μετά πήγε στο τοπικό Κοινοβούλιο. Στο αποκορύφωμά του, το πλήθος έφτασε στις 20.000, ακινητοποιώντας το Σίδνεϊ κατά την ώρα αιχμής.

Τα πόδια των διαδηλωτών είχαν μουδιάσει και πληγωθεί από το μακρύ ταξίδι, αλλά οι προσπάθειές τους έστειλαν τις ανησυχίες και τις ενέργειές τους στα πρωτοσέλιδα των μεγάλων εφημερίδων.

Μεταξύ των διαδηλωτών εκείνη την ημέρα ήταν εργάτες από τα ναυπηγεία του Garden Island, ένα άλλο εργοτάξιο με πλούσια ιστορία αγώνα για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Η ομάδα τους περιελάμβανε τον έμπειρο συνδικαλιστή Bert Heinemann, έναν εξαιρετικά εξειδικευμένο εργάτη μετάλλου, αλλά και άριστο φωτογράφο. Ο Heinemann είχε την ικανότητα να κατασκευάζει τον δικό του εξοπλισμό κάμερας και για χρόνια κατέγραφε τους αγώνες των εργαζομένων για την εφημερίδα «Tribune» του Κομμουνιστικού Κόμματος Αυστραλίας. Οι φωτογραφίες του από τη διαδήλωση εκείνη, που βρίσκονται στις συλλογές της State Library of New South Wales (Πολιτειακή Βιβλιοθήκη Νέας Νότιας Ουαλίας), περιλαμβάνουν έναν από τους συναδέλφους του εργάτες στο Garden Island που κρατά ένα πανό με το «Support and Welcome» της συσπείρωσης «Wollongong Right to Work Marchers».

Ο Southall είδε το μπλοκ των εργατών του Garden Island στη διαδήλωση, αλλά δεν θυμάται να συνάντησε τον Heinemann. Ωστόσο, ήρθαν σε επαφή ο ένας με τον άλλον με διαφορετικό τρόπο στην έρευνά μου, ως δύο αγωνιστές, με διαφορά μιας γενιάς, που συμμετείχαν στον αγώνα της εργατικής τάξης και τον τεκμηρίωσαν. Είδα τα νήματα της ζωής τους πρσδεδεμένα στις συλλογές της Βιβλιοθήκης. Μια από τις χαρές της αρχειακής έρευνας είναι να δεις πώς συνδέονται συλλογικές πολιτικές προσπάθειες και στιγμές προσωπικής προσπάθειας — σε αυτήν την περίπτωση, στην ίδια διαδήλωση.

Ο Bert Heinemann ξεκίνησε την επαγγελματική του ζωή ως έφηβος, μαθητευόμενος τεχνικός και τορναδόρος στο Zetland, στον απόηχο της Μεγάλης Ύφεσης και τις παραμονές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αυτή τη δουλειά συνάντησε πολύ μεγαλύτερους στην ηλικία εργάτες που είχαν ζήσει τους πρώτους μεγάλης κλίμακας βιομηχανικούς αγώνες στην Αυστραλία στα τέλη του 19ου με αρχές τυ 20ού αιώνα, γνωστούς ως Great Strikes (Μεγάλες Απεργίες). Η συνάντηση με αυτούς τους άντρες και οι δικές του πρώιμες εμπειρίες στη δουλειά, διαμόρφωσαν την κατεύθυνση της ζωής του.

Ο Heinemann είχε φοιτήσει μόνο τρία χρόνια στο γυμνάσιο, αλλά όπως είπε ο ίδιος η κατανόηση της πολιτικής και του κόσμου ήταν απαραίτητη: «Για τους νέους που μπαίνουν στην εργασία, το καθήκον της κατανόησης της συνολικής λειτουργίας της κοινωνίας μας είναι υψίστης σημασίας» είπε. Έτσι ο Heinemann έγινε ενεργός κοινωνικός αγωνιστής, υπεύθυνος από το συνδικάτο στο χώρο εργασίας του στο Garden Island, και γραμματέας του τοπικού παραρτήματος του Australian Metal Workers’ Union (Αυστραλιανό Συνδικάτο Εργατών Μετάλλου) στο Granville. Η εκτεταμένη συλλογή του από φωτογραφίες και διαφάνειες καταγράφει την προσωπική και πολιτική του ζωή και παρέχει πληροφορίες για όλα εκείνα στα οποία αυτός έδινε σημασία. Σε μια εικόνα, οι σύντροφοι του Heinemann ποζάρουν στην κάμερα, ντυμένοι περήφανα με τα κυριακάτικα ρούχα τους. Σε μια άλλη απεικονίζεται μια απλωμένη κουβέρτα με διάφορα φαγητά σε ένα πικνίκ, που πρόκειται να μοιραστούν και να αποτυπωθεί με λεπτότητα για την κάμερα. Μια άλλη φωτογραφία αιχμαλωτίζει την ενέργεια μιας μόνο στιγμής, καθώς εργάτες στο Σίδνεϊ ορμούν μέσα στο Χρηματιστήριο για να διαμαρτυρηθούν για την απόλυση της κυβέρνησης Whitlam το 1975. Ήταν η εποχή που η μακροχρόνια έκρηξη είχε τελειώσει και η ανεργία αυξανόταν.

Σήμερα ζούμε μια νέα περίοδο οικονομικής ανατροπής. Το 2020, η COVID-19 έφερε στην Αυστραλία την πρώτη επίσημη ύφεση σε 30 χρόνια και η ανεργία επέστρεψε στο επίκεντρο της εθνικής μας εμπειρίας. Στο Wollongong, το ποσοστό ανεργίας είναι πολύ υψηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο, ειδικά μεταξύ των νέων. Σαράντα χρόνια μετά την Πορεία για το Δικαίωμα στην Εργασία στο Σίδνεϊ, μια νέα γενιά οργανώνεται. Στις αρχές της πανδημίας έπεσα σε μια συνάντηση μέσω Zoom για να βρω μια ομάδα νέων ανέργων που συζητούσαν για την έρευνα και τα επιστημονικά κείμενα του Southall. Αντλούσαν εμπειρίες τέσσερις δεκαετίες νωρίτερα, όταν ο Southall και άλλοι συμμετείχαν στην Πορεία για το Δικαίωμα στην Εργασία και συγκροτούσαν την εκστρατεία Wollongong Out of Workers’ Union

Ένας από αυτούς τους νεαρούς οργανωτές, ο Dean Fletcher, λέει ότι γι’ αυτόν η πιο εμπνευσμένη πτυχή της όλης δουλειάς του Southall και άλλων ήταν «τα προγράμματα αλληλοβοήθειας, οι κουζίνες που είχαν δημιουργήσει και τα δωμάτια που διέθεταν για να κοιμούνται οι άνθρωποι». Αυτό το «μοντέλο παροχής δωρεάν βοήθειας για όποιον τη χρειάζεται» βρίσκεται στο επίκεντρο της δουλειάς που κάνει ο ίδιος και άλλοι στο Wollongong σήμερα, συμπεριλαμβανομένων εβδομαδιαίων πάγκων υπεράσπισης και βοήθειας για κάθε άνεργο που χρειάζεται βοήθεια.

Οι διαδηλωτές του Right to Work και τα συνδικάτα δεν μπόρεσαν να ανακόψουν το κύμα του χασίματος θέσεων εργασίας στην Illawarra τη δεκαετία του 1980. Τα υψηλά επίπεδα ανεργίας επεκτάθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και μετά. Σήμερα, η συνεχιζόμενη οικονομική στασιμότητα και η ανεργία μεταξύ των γενεών παραμένουν ένα πρόβλημα. Η BHP αποχώρησε από το Wollongong το 2015, κάτι που δεν θα μπορύσαν να διανοηθούν οι διαδηλωτές του τότε.

Οι δυνάμεις που προκάλεσαν την οικονομική κρίση στο Wollongong τη δεκαετία του 1980 δεν μπορούσαν να συγκρατηθούν από μια ομάδα διαδηλωτών. Παρ’ όλα αυτά, ο Nick Southall λέει ότι η συμμετοχή του στο κίνημα άλλαξε τη ζωή τη δική του και των άλλων προς το καλύτερο. Το 2010, στους διαδηλωτές του Δικαιώματος στην Εργασία απονεμήθηκαν κοινοτικά βραβεία από το South Coast Labour Council (Συμβούλιο Εργασίας της Νότιας Ακτής) ως αναγνώριση της συμβολής τους στους αγώνες των εργαζομένων. Πολλοί απο αυτούς συνεχίζουν να είναι πολιτικά ενεργοί στην κοινότητα μέχρι σήμερα.

Ειλικρινείς ευχαριστίες στον Nick Southall για τη βοήθειά του και τα γραπτά του σχετικά με αυτό το θέμα.

*Η Dr Elizabeth Humphrys διδάσκει Πολιτική Οικονομία στο University of Technology Sydney και είναι στέλεχος της οργάνωσης Centre for Future Work. Το πρώτο της βιβλίο φέρει τον τίτλο «How Labour Built Neoliberalism» (εκδ. Haymarket, 2019).

**Σχετικός σύνεδσμος: https://www.sl.nsw.gov.au/stories/long-march-wollongong?fbclid=IwAR2fIeRxK5cmAiV1fJ-NYxTujo8DnDCnPsvhByfvAjeod9Bfxule8fh09Vc

***Μετάφραση: Ούτε Θεός Ούτε Αφέντης.