Στις 26 Ιανουαρίου 1838, 40 χρόνια ακριβώς από την άφιξη των πρώτων λευκών, η Αυστραλία γνώρισε ένα πραγματικό Βατερλό, με τη σφαγή εκατοντάδων ιθαγενών από την έφιππη αστυνομία της ΝΝΟ. Ήταν μια μέρα φρίκης στο ξεκίνημα της νέας χώρας και μια σελίδα ντροπής στην ιστορία της…

Οι «Σελίδες από την ιστορία της Αυστραλίας», που εγκαινίασε από το πρώτο της τεύχος η «Νέα Παροικία», ασχολήθηκαν μέχρι τώρα με διάφορες πλευρές της λευκής αποίκησης, από την άφιξη των πρώτων Ευρωπαίων μέχρι τη συγκρότηση του ομοσπονδιακού κράτους και την ψήφιση του πρώτου Συντάγματος. Σειρά σήμερα έχει η εξιστόρηση ενός επεισοδίου από τα πιο τρομερά στην ιστορία αυτής της χώρας. Έχει να κάνει με τη σφαγή εκατοντάδων αμπορίτζινις, ανδρών, γυναικών και παιδιών, στο Waterloo Creek στη Βόρεια Νέα Νότια Ουαλία (κοντά στο σημερινό Moree), στις 26 Ιανουαρίου του 1838, ανήμερα, δηλαδή, της επετείου άφιξης του Πρώτου Στόλου.

Η ιστορία της Αυστραλίας είναι γεμάτη, βεβαίως, από ανάλογα περιστατικά, από αιματηρά επεισόδια, από σφαγές, σκοτωμούς και ομαδικές δηλητηριάσεις του ανυπεράσπιστου και συνήθως απόλεμου μαύρου πληθυσμού. Με χίλιους τρόπους, οι λευκοί επεδίωξαν την εξολόθρευσή του και οι αποδείξεις γι’ αυτό έχουν, πλέον, συγκεντρωθεί σε μια ολόκληρη βιβλιογραφία -που καθημερινά πλουτίζεται με νέα και ανατριχιαστικά στοιχεία. Μιλάμε για την πιο σκοτεινή πλευρά της λευκής αποίκησης.

Όταν έφτασαν εδώ οι πρώτοι λευκοί, το 1788, υπολογίζονταν ότι ο μαύρος πληθυσμός, διασκορπισμένος σ’ όλα τα σημεία της Ηπείρου, έφτανε ή και ξεπερνούσε τις 700.000. Μέχρι τις αρχές του αιώνα μας, οι αμπορίτζινις που είχαν απομείνει δεν ξεπερνούσαν τις 100.000-120.000. Είχαν, δηλαδή, αποδεκατιστεί από τους λευκούς διώκτες τους...

Η άφιξη των «τρούπερς»

Η μέρα ήταν ζεστή. Μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού και οι αμπορίτζινις της περιοχής είχαν συγκεντρωθεί στις ακτές της μικρής «λίμνης» που σχημάτιζε σε μια στροφή του ο χείμαρρος Waterloo Creek.

Ξαφνικά την ησυχία τάραξε ποδοβολητό αλόγων. Κάποιοι είδαν από μακριά να πλησιάζουν καβαλαραίοι κι έβαλαν τις φωνές, προειδοποιώντας τους άλλους. Ήταν οι «τρούπερς», δηλαδή η έφιππη αστυνομία, που πλησίαζε.

Οι μαύροι τρόμαξαν. Πολλοί έτρεξαν να κρυφτούν στους θάμνους. Οι γυναίκες πήραν τα παιδιά τους κι άρχισαν να τρέχουν προς τα κάτω, ακολουθώντας το ποτάμι, Μια μεγάλη ομάδα ανδρών συγκεντρώθηκε μεταξύ των καβαλαραίων, που πλησίαζαν διαρκώς και των γυναικόπαιδων που απομακρύνονταν.

Κάποιοι φρόντισαν να βρουν τα ακόντιά τους ή ό,τι άλλο είχαν για να αμυνθούν.

Πρώτοι από τους έφιππους έφτασαν ένας υπαξιωματικός, ονόματι Cobban, με λίγους άνδρες του αποσπάσματος - την εμπροσθοφυλακή, ας πούμε.

Οι αμπορίτζινις δεν χρειάστηκε πολύ για ν’ αντιληφθούν τον κίνδυνο. Ο Cobban με τους άνδρες του έπεσαν με ορμή μέσα στο ποτάμι, βγήκαν στην απέναντι όχθη και άρχισαν να κυνηγούν τα γυναικόπαιδα.

Όπως ομολόγησε ο ίδιος αργότερα, στόχος του ήταν να γυρίσει πίσω την ομάδα που έφευγε και να τους «μαντρώσει» όλους μεταξύ του λιμνοπόταμου, του δάσους και του υπόλοιπου μέρους του αποσπάσματος που δεν ήταν μακριά.

Σύμφωνα πάντα με την «κατάθεση» του Cobban, η «επαφή» με τον «εχθρό» έγινε σχεδόν αμέσως. Έφιππος ο Cobban αντιμετώπιζε έναν μαύρο που κρατούσε δύο ακόντια. Προσπάθησε να τον ρίξει κάτω, πέφτοντας πάνω του με το άλογό του. Ο μαύρος όμως, έσκυψε τόσο χαμηλά που ξέφυγε.

Η συμπλοκή γενικεύτηκε κι ένας από τους αστυνομικούς τραυματίστηκε στο πόδι από «δόρυ» μαύρου. Αυτό, κατά τον Cobban, «εξαγρίωσε» τους συναδέλφους του, που τράβηξαν αμέσως τα όπλα, αφού έκριναν ότι τα ξίφη τους «δεν αρκούσαν για να αντιμετωπίσουν τα ακόντια».

Ο πρώτος πυροβολισμός ρίχθηκε από το λοχία John Lee, που μόλις είχε φτάσει στο μέρος της συμπλοκής με την υπόλοιπη δύναμη του αποσπάσματος, επικεφαλής του οποίου ήταν ο ταγματάρχης του αγγλικού στρατού J.W. Nunn, που είχε λάβει μέρος στους Ναπολεόντιους Πολέμους.

Μέσα σε λίγες στιγμές, 4-5 μαύροι είχαν πέσει νεκροί από τις σφαίρες των λευκών.

Η σφαγή γενικεύεται

Όσοι μαύροι είχαν γλυτώσει, είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι. Από αυτούς, οι λευκοί έμαθαν ότι ο κύριος όγκος της φυλής τους ήταν συγκεντρωμένος λίγα μίλια πιο μακριά. Ο Cobban εισηγήθηκε στον ταγματάρχη του ένα σχέδιο να κυκλώσουν τον «καταυλισμό» των μαύρων και να μην αφήσουν να ξεφύγει κανείς. Ο διοικητής το δέχθηκε και αμέσως έγινε η επίθεση.

Επί μία-δύο ώρες οι λευκοί καβάλα στ’ άλογα κατεδίωκαν τα θύματά τους και πυροβολούσαν στο ψαχνό.

«Οι μαύροι προσπάθησαν να γλυτώσουν, τρέχοντας προς διάφορες κατευθύνσεις.

Ο Lee που προαναφέραμε, κατέθεσε αργότερα πως οι «τρούπερς» ήτραν τοσο «ερεθισμένοι» από τον τραυματιμσό του συντρόφου τους (στη πρώτη συμπλοκή) που δεν μπορούσες να τους σταματήσεις.

Ακόμα και διαταγή να έβγαζε κανείς «παύσατε πυρ» δεν θα μπορούσε νε αφραμοστει , αφοί οι τρούπερς και ο καθένας έκανε το «γούστο» του.
Στο τέλος, το τοπίο είχε γεμίσει πτώματα μαάρων. (Ούτε ένας λευκός δεν έπαθε τίποτα, εκτός από εκείνον που είχε τραυματιστεί στην αρχή).

«Δεν συνέβη τίποτα!»

O Nunn με το απόσπασμά του επέστρεψε στο Σίδνεϊ στα τέλη Φεβρουάριου 1838 και σε αναφορά που έκανε στον Διοικητή της πολιτείας Σερ Τζορτζ Γκιπς, ανέφερε αορίστως την «επαφή» με τους αμπορίτζινις, σημειώνοντας ότι κατά το «επεισόδια» αυτό σκοτώθηκαν λίγοι («few») μαύροι.

Ο Γκιπς υποψιάστηκε ότι «κάτι» κρύβονταν και ανέθεσε την υπόθεση σε μια τετραμελή εξεταστική επιτροπή.

Θεώρησε ότι έπρεπε να γίνει ανάκριση για να συμμορφωθεί και με μια «οδηγία» που είχε λάβει από το υπουργείο Αποικιών της Αγγλίας, με την οποία του ζητούσαν, κάθε φορά που σημειώνονταν θάνατος αμπορίτζιναλ, συνεπεία «βίαιης σύγκρουσης με όργανα του νόμου», να διενεργείται διοικητική εξέταση «σαν να επρόκειτο για θάνατο λευκού ανθρώπου (...)».

Αυτό που ήθελε, λοιπόν, ο διοικητής ήταν να γίνει πλήρης και ανοιχτή) (δημόσια) ανάκριση. Οι ανακριτές, όμως, είχαν άλλη άποψη. Ήθελαν μια γρήγορη εξέταση της υπόθεσης από έναν ειρηνοδίκη από το Scone (πόλη της ΝΝΟ) - δηλαδή, μακριά από το Σίδνεϊ και τον πολύ κόσμο.

Στο μεταξύ, στο Σίδνεϊ οι «ψίθυροι» και οι «διαδόσεις» για το τι συνέβη στο Waterloo Creek, έδιναν κι έπαιρναν. Όλοι συζητούσαν ότι είχε εξολοθρευτεί ολόκληρη φυλή μαύρων. Στους δε κύκλους της «υψηλής κοινωνίας» η κουβέντα στρέφονταν γύρω από τον «διακεκριμένο στρατιωτικό αξιωματικό», οι άνδρες του οποίου «πυροβολούσαν και σκότωναν τους μαύρους, σαν κοράκια στα δένδρα...».

Δημόσια καταγγελία

Προς τα τέλη Σεπτεμβρίου κι ενώ η ανάκριση που ήθελε ο Γκιπς καρκινοβατούσε, ένας Αγγλικανός κληρικός από το Lake Macquari, o Λάνσελοτ Θρέκλεντ, κατήγγειλε δημόσια και ονομαστικά τον Nunn ότι υπό τις διαταγές του είχε διαπραχθεί «πρωτοφανής σφαγή και καταστροφή ανθρωπίνων υπάρξεων».

Ο Θρέλκεντ ανέβαζε τα θύματα σε 120. Πρόσθετε ακόμα ότι οι μαύροι είχαν κυκλωθεί απ’ όλες τις μεριές και οδηγήθηκαν σε έναν βάλτο, απ’ όπου ήταν αδύνατο να διαφύγουν.

Λίγο αργότερα, ο ίδιος κληρικός και επί τη βάσει δημοσίων ομολογιών του Nunn, για τα «κατορθώματά» του, ανέβαζε τον αρθιθμό των θυάτων σε 200 ή 300.

«Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων», δήλωσε ο Θρέκλεντ, «είναι δύσκολο να προσδιοριστεί. Αλλά το γεγονός παραμένει ότι μια ολόκληρη φυλή οδηγήθηκε στο θάνατο και για μεγάλο διάστημα μετά την 26/1/38, η δυσοσμία από τα πτώματα ήταν ανυπόφορη σ’ όλη την περιοχή».

Υπό το φως αυτών των καταγγελιών, αλλά και το κλίμα που διαμορφώνονταν γενικά στην αποικία, ο Γκιπς ένιωθε ότι έπρεπε να προχωρήσει η ανάκριση που είχε ζητήσει. Αλλά, οι σύμβουλοί του, δηλαδή η γραφειοκρατία της εποχής, κωλυσιεργούσαν. Η μία πρόφαση μετά την άλλη...

Στο μεταξύ, η ατμόσφαιρα στην αποικία «βάρυνε» ακόμα πιο πολύ όταν το Δεκέμβριο του 1838 έγινε ο απαγχονισμός επτά καταδίκων-βοσκών που είχαν λάβει μέρος σε άλλη σφαγή μαύρων στο Myall Creek. Οι εκτελέσεις αυτές δεν άρεσαν στους λευκούς εκείνους που θεωρούσαν ότι έπρεπε να έχουν το ελεύθερο να σκοτώνουν τους μαύρους, όπως σκότωναν «τα κοράκια στα δένδρα».

Η «αθώωση»!

Τελικά, στις 22 Ιουλίου 1839, η Επιτροπή Έρευνας για την υπόθεση του Waterloo Creek παρουσίασε το «πόρισμά» της - που δεν ήταν παρά η πλήρης αθώωση του Nunn!

«Μετά από εξέταση όλων των στοιχείων και όλων των περιστατικών», έγραφαν στην έκθεσή τους οι αξιότιμοι σύμβουλοι του Διοικητή, «διεπιστώθη ότι δεν συντρέχει λόγος για συνέχιση των ανακρίσεων». Προχωρούσαν μάλιστα, και πιο πέρα: «Ούτε η Δικαιοσύνη ούτε η ανθρωπότης θα κερδίσουν οτιδήποτε από τη συνέχιση των ανακρίσεων»!

Κατά τους κυρίους ανακριτές, υπεύθυνη για την επίθεση ήταν η «άγνοια της βάρβαρης φυλής»!!! «Αναντίρρητα», προστίθετο, οι «aggressors», δηλαδή, οι επιδρομείς, ήταν οι αμπορίτζινις...

Θα πήγαινε πολύ, βέβαια, να ζητούσε κανείς τα στοιχεία πάνω στα οποία είχε στηριχθεί αυτή η απόφαση. Τη στιγμή, μάλιστα, που απ’ όλες τις καταθέσεις φαίνονταν καθαρά πως η επίθεση άρχισε από τη στιγμή που οι τρούπερς, χωρίς αιτία και αφορμή, ρίχθηκαν πάνω στα γυναικόπαιδα.

Αλλά, οι κ.κ. «σύμβουλοι» δεν είχαν καιρό για τέτοιες μικρολεπτομέρειες...

Γι’ αυτούς ήταν αρκετό να χαρακτηρίσουν τους μαύρους «επιδρομείς», με μόνη δικαιολογία το χρώμα τους.

Στην επίσημη έκθεση αναφέρονταν ότι οι «τρούπερς» ό,τι έκαναν το έκαναν από θέση άμυνας! Με αυτό το πόρισμα, τόσο οι ανακριτές-σύμβουλοι όσο και ο ίδιος ο Γκιπς έκλεισαν το φάκελο του Waterloo Creek σα να μη συνέβη τίποτα και σα να μην έφταιξε κανείς. Κανείς εκτός από μια μαύρη φυλή, ανώνυμων μαύρων, σε ένα μακρινό βαλτότοπο. Μαύροι οι οποίοι τιμωρήθηκαν για την άδικη επίθεσή τους εναντίον των έφιππων αστυνομικών που έκαναν το καθήκον τους εκτελώντας εντολές των ανωτέρω τους!…

*Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο ελληνοαυστραλιανό περιοδικό “Νέα Παροικία”, στο τεύχος Μαρτίου 1996, σελ. 74-75.