Simon Springer

Η αναρχία, μια κοινωνία χωρίς κυβέρνηση, έχει υπάρξει από αμνημονεύτων χρόνων. Ο αναρχισμός, η θεωρία ότι μια τέτοια κοινωνία είναι επιθυμητή, είναι μια πολύ πιο πρόσφατη εξέλιξη.
Robert Graham

Η αναρχική θεωρία είναι μια γεωγραφική θεωρία.
Richard Peet


Ο αναρχισμός και η γεωγραφία έχουν ερωτοτροπήσει επί μακρόν. Όπως σε κάθε παρατεταμένο ειδύλλιο, υπήρξαν περίοδοι βαθιάς δέσμευσης και σύνδεσης και εποχές όπου επικρατούσε η αβεβαιότητα, ακόμη και ο χωρισμός. Ωστόσο, αν θέλουμε να δεχθούμε ότι ο αναρχισμός μπορεί να εξαλείψει τις άνισες σχέσεις εξουσίας και να αναδιοργανώσει τον τρόπο που ζούμε στον κόσμο σε μια πιο ισότιμη, εθελοντική, αλτρουιστική και συνεταιριστική βάση, τότε είναι απαραίτητο να θεωρήσουμε τον αναρχισμό ως ένα γεωγραφικό επίτευγμα. Με παρόμοιο τρόπο, εάν η γεωγραφία πρέπει να εκληφθεί όλο και περισσότερο ως «μέσο εξαφάνισης . . . των προκαταλήψεων και της δημιουργίας άλλων συναισθημάτων αντάξιων της ανθρωπότητας» (Kropotkin 1885, 943), τότε φαίνεται ότι ο αναρχισμός μπορεί να συμβάλει σε μεγάλο βαθμό σ’ ένα τέτοιο πρόγραμμα. Κατά συνέπεια, στα τέλη του 19ου αιώνα παρατηρήθηκε μια άνθηση γεωγραφικών κειμένων από επιφανείς αναρχικούς φιλοσόφους όπως ήταν ο Pyotr Kropotkin και ο Élisée Reclus, οι οποίοι ήταν και οι δύο αξιοσέβαστοι γεωγράφοι στην εποχή τους και στους χώρους στους οποίους έζησαν τη ζωή τους, έχοντας συνεισφέρει πολύ στη σκέψη της εποχής (Morris 2003, Fleming 1988). Αν και η ξεκάθαρη ενασχόληση με το έργο τους έσβησε μετά το θάνατο τους στις αρχές του 20ου αιώνα, ο αντίκτυπος αυτών των δύο οραματιστών στοχαστών εξακολουθεί να έχει απήχηση στη σύγχρονη γεωγραφική θεωρία, επηρεάζοντας τα πάντα, από τον τρόπο που οι γεωγράφοι αντιλαμβάνονται την εθνότητα και τη «φυλή», τα ζητήματα κοινωνικής οργάνωσης και συσσώρευσης του κεφαλαίου, μέχρι τις εννοιολογικοποιήσεις του πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού καθώς και τις συζητήσεις που έχουν να κάνουν με τον περιβαλλοντισμό.
Ο Reclus και ο Kropotkin ανέπτυξαν στο έργο τους το αντιεξουσιαστικό όραμα και έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κοινωνική δικαιοσύνη τα οποία, δυστυχώς, κάποιες γενιές τα προσπέρασαν καθώς τα χρόνια του πολέμου στις αρχές του 20ου αιώνα μετατόπισαν τις ανησυχίες τους προς την realpolitik και από εκεί και μετά, καθιερώθηκε η ποσοτική επανάσταση στη γεωγραφία. Με την άνοδο της Νέας Αριστεράς και των κινημάτων της αντι-κουλτούρας της δεκαετίας του 1970, ο αναρχισμός επανήλθε στην ημερήσια διάταξη και του δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή από τους ακαδημαϊκούς γεωγράφους, που χρησιμοποιούσαν μαρξιστικές, φεμινιστικές, μετα-δομιστικές και αναρχικές θεωρίες ώστε να διαμορφώσουν αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως ριζοσπαστική γεωγραφία (Chouinard 1994; Peet 1977). Δυστυχώς, οι δεκαετίες του 1980 και του 1990 έφεραν κι άλλη ανομβρία, αν και έγινε κάποια σημαντική δουλειά χρησιμοποιώντας τόσο γεωγραφικά όσο και αναρχικά θέματα κατά τη διάρκεια των ετών αυτών. Πιο πρόσφατα, η τρέχουσα συγκυρία της εντατικοποιημένης νεοφιλελευθεροποίησης, η επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης και η επερχόμενη εξέγερση -όπως διαπιστώσαμε με το Occupy Movement και την Αραβική Άνοιξη- άρχισαν να ωθούν πάλι την αναρχική θεωρία και πρακτική σε ευρύτερη κλίμακα και μια νέα γενιά γεωγράφων έχει επεκτείνει τα όρια της ριζοσπαστικής γεωγραφίας τοποθετώντας τον αναρχισμό στο κέντρο των πρακτικών, των θεωριών, των παιδαγωγικών μεθόδων και των μεθοδολογιών της. Καθώς ο χάρτινος πύργος που ο καπιταλισμός έχει χτίσει σιγά-σιγά καταρρέει κάτω από το δικό του βάρος, ανανεώνεται το ενδιαφέρον για τον αναρχισμό τόσο μέσα όσο και έξω από τους ακαδημαϊκούς κύκλους. Αν λάβουμε υπόψη τη θέση της γεωγραφίας ως ένα ακαδημαϊκό εγχείρημα που υπερηφανεύεται ότι επεκτείνεται σε διάφορα γνωστικά πεδία, είναι πολύ σημαντικό για τους γεωγράφους να συμμετέχουν σε αυτόν τον διάλογο.
Σ’ αυτό το κεφάλαιο γίνεται ανασκόπηση της υπάρχουσας βιβλιογραφίας των αναρχικών γεωγραφιών. Παρακολουθώ την προέλευση, την εξέλιξη, την άνθιση, την παρακμή και την ανανέωση της αναρχικής σκέψης στη γεωγραφία. Οι αναγνώστες θα πρέπει να σημειώσουν από την αρχή ότι το κεφάλαιο αυτό δεν έχει σκοπό να προσφέρει μια επισκόπηση και εκτίμηση των διαφόρων γεωγραφιών του αναρχισμού που έχουν χρησιμοποιηθεί σε διάφορες τοποθεσίες ή σε χωρικές τακτικές ως αντίσταση στις διάφορες μορφές κυριαρχίας. Οι αναρχικές γεωγραφίες αποτελούν το θεωρητικό έδαφος στο οποίο ο αναρχισμός έχει καθιερωθεί ως πολιτική φιλοσοφία, σε αντίθεση με τις γεωγραφίες του αναρχισμού που αντιπροσωπεύουν τον αναρχισμό στην υπάρχουσα πρακτική του. Αναγνωρίζω ότι αυτό δημιουργεί μια λανθασμένη διχοτόμηση, ιδιαιτέρως επειδή η άμεση δράση είναι τόσο κοντά στις αρχές που θα περίμενε κάποιος να βρει στην αναρχική παράδοση, πράγμα που σημαίνει ότι η σκέψη (αναρχικές γεωγραφίες) δεν είναι ποτέ διαχωρισμένη από την πρακτική (γεωγραφίες του αναρχισμού). Ωστόσο, υιοθετώντας αυτή τη συγκεκριμένη προσέγγιση, η χαρτογράφηση ενός μονοπατιού μέσα από την υπάρχουσα βιβλιογραφία μου φάνηκε ως χρήσιμη άσκηση.
Η απόφασή μου να επικεντρωθώ κυρίως στην αναρχική σκέψη έγινε επίσης για ιστορικούς λόγους. Το αρχικό μου ενδιαφέρον για τον αναρχισμό είχε τις ρίζες του στη θεωρία, γεγονός που σήμαινε ελάχιστη οργανωμένη αναρχική δραστηριότητα (Ince 2010a). Οι Blunt και Wills (2000, 2) εκφράζουν τη λύπη τους «που ο Kropotkin και ο Reclus δεν μπόρεσαν να συνδυάσουν τις αναρχικές ιδέες τους με γνώσεις τους για τη γεωγραφία όπως ίσως θα μπορούσαν να κάνουν σήμερα». Έτσι, η μείωση της άμεσης εμπλοκής του αναρχισμού με την ακαδημαϊκή γεωγραφία από την εποχή του Reclus και του Kropotkin δεν σήμαινε απαραίτητα την παρακμή του αναρχισμού ως σχετική πολιτική ιδέα αλλά μάλλον αποτελεί ένδειξη του τρόπου με τον οποίο ο αναρχισμός εγκατέλειψε τον ακαδημαϊκό κόσμο για την άμεση δράση, την πολιτική ανυπακοή, τις τακτικές του Black Bloc, τις κομμούνες και τις εκούσιες κοινότητες του συνεργατικού κινήματος, τους ακτιβιστές του DIY και μιας σειράς μικρής κλίμακας ομάδων αλληλοβοήθειας, δικτύων και πρωτοβουλιών, τις ενώσεις ενοικιαστών, τα συνδικάτα και τις πιστωτικές ενώσεις, την online ανταλλαγή αρχείων από ομότιμους χρήστες, το λογισμικό ανοιχτού κώδικα, τα wikis, τις γειτονιές που λειτουργούν μεταξύ τους ως αυτόνομα δίκτυα υποστήριξης των μεταναστών, τα ριζοσπαστικά κοινωνικά κέντρα και γενικότερα για το εδώ και τώρα της καθημερινής ζωής. Όσο πιο κοντά έρχομαι στο παρόν, τόσο περισσότερο η βιβλιογραφία αρχίζει να κάνει μια στροφή προς την εκτίμηση της πράξεως καθώς ένας αριθμός γεωγράφων έχει αρχίσει να ταυτίζεται με τον αναρχισμό, με αποτέλεσμα μια ουσιαστικότερη εξέταση τόσο της θεωρίας όσο και της δράσης. Κατά συνέπεια οι αναγνώστες θα πρέπει να θεωρούν την αναφερόμενη βιβλιογραφία για τις αναρχικές γεωγραφίες ως προτροπή για την σε βάθος διερεύνηση των γεωγραφιών του αναρχισμού που έχουν παραγωγικά δημιουργηθεί σε διάφορα πλαίσια (Maxwell and Craib, 2015), και ακόμα καλύτερα ως το σημείο εκκίνησης για να θέσουμε τον αναρχισμό στην πράξη μέσα στην καθημερινή μας ζωή. Με παρόμοιο τρόπο, ελπίζω ότι αυτό το βιβλίο θα είναι χρήσιμο για να ενθαρρύνει και άλλους γεωγράφους να εξερευνήσουν την αναρχική σκέψη και πράξη. Ο αναρχισμός προσφέρει ένα πλούσιο και γόνιμο έδαφος για εκείνους που βλέπουν τα πράγματα μέσα από μια γεωγραφική οπτική, όπου το μόνο που απαιτείται για να ανθίσει είναι περισσότερα άτομα να είναι πρόθυμα να οργώσουν τα πλούσια εδάφη του.

Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΩΝ

Το ανθρωπολογικά αρχεία επιβεβαιώνουν ότι πριν από την καταγεγραμμένη ιστορία, η οργάνωση των ανθρώπων δημιουργήθηκε χωρίς επίσημη εξουσία. Η ανάδυση των ιεραρχικών κοινωνιών κατέστησε απαραίτητη τη διαμόρφωση μιας κριτικής πολιτικής φιλοσοφίας που αποκαλούνταν «αναρχισμός» και απέρριπτε τους καταναγκαστικούς πολιτικούς θεσμούς (Barclay 1982). Κάποιοι συγγραφείς έχουν εντοπίσει τις καταβολές της αναρχικής σκέψης στον Ταοϊσμό στην αρχαία Κίνα, ενώ άλλοι έχουν παρατηρήσει ότι η πρώτη χρήση της λέξης άναρχος που σημαίνει «χωρίς εξουσία» και από την οποία προκύπτει η σύγχρονη λέξη αναρχία γεννήθηκε στην Ευρώπη και μπορεί να εντοπιστεί στην Ιλιάδα του Ομήρου (Graham 2005, Marshall 1992, Verter 2010). Αν και αυτές οι εξελίξεις θα πρέπει να αναγνωριστούν ως σημαντικά ιστορικά προηγούμενα, είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ότι αποτελούν μέρος της πραγματικής γενεαλογίας του αναρχισμού. Ο αναρχισμός σε αντίθεση με την αναρχία αποτελεί μια σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία, που γεννήθηκε από τη σκέψη του Διαφωτισμού. Ο William Godwin ήταν «ο πρώτος που διατύπωσε τις πολιτικές και οικονομικές έννοιες του αναρχισμού, παρόλο που δεν έδωσε αυτό το όνομα στις ιδέες που ανέπτυξε στο έργο του». (Kropotkin 1910). Στο βιβλίο του Έρευνα σχετικά με την πολιτική δικαιοσύνη και την επιρροή της επί των σύγχρονων ηθών και τρόπων (Godwin [1793] 1976), ο Godwin έθεσε τα θεμέλια της κριτικής κατά της κυβέρνησης και των σχετικών θεσμών της ιδιοκτησίας, της μοναρχίας και του νόμου ως εμπόδια στη φαινομενικά φυσική και αναπόφευκτη «πρόοδο» της ανθρωπότητας.
Εστιάζοντας στο κράτος, ο Godwin έδωσε στην αναρχική σκέψη μια σιωπηρή γεωγραφία έτσι ώστε όταν ο Pierre-Joseph Proudhon (1840) 2008) ακολούθησε αυτή τη γραμμή κριτικής με το μνημειώδες έργο του Τι είναι η ιδιοκτησία; ή Έρευνα σχετικά με το δικαίωμα και την αρχή της διακυβέρνησης, ήταν ο πρώτος άνθρωπος που ρητά αποκάλεσε τον εαυτό «αναρχικό». Ο Proudhon είχε ήδη δημιουργήσει ένα φιλοσοφικό οικοδόμημα που ασχολήθηκε βαθιά με τους τρόπους με τους οποίους τα ανθρώπινα όντα κανόνιζαν, ταξινομούσαν και κωδικοποιούσαν τις σχέσεις τους μέσα στο χώρο και κατά μήκος αυτού ως αποτέλεσμα της Βιομηχανικής Επανάστασης. Ο Proudhon ήταν εναντίον της ιδιοκτησίας, θεωρώντας την ένα θεσμό που επιδοκίμαζε την κλοπή των κοινών διότι εξίσωνε τον ιδιοκτήτη με τον κυρίαρχο, δημιουργώντας μια σχεσιακή γεωγραφία μεταξύ ιδιοκτησίας και κράτους. Όμως η οργή του δεν περιορίζονταν στους δύο αυτούς θεσμούς, καθώς ο Proudhon εναντιώνονταν επίσης στις έννοιες του κέρδους, της μισθωτής εργασίας, της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, του καπιταλισμού και της θεολογικής ιδέας της Εκκλησίας. Όλες αυτές οι ιδέες επηρέασαν βαθιά τον νεαρό Karl Marx γεγονός που επιβεβαιώνει ότι τόσο ο αναρχισμός όσο και ο μαρξισμός έχουν κοινή καταγωγή στη σοσιαλιστική σκέψη. Ο Proudhon χρησιμοποίησε τον όρο αμοιβαιότητα στη δική του εκδοχή του αναρχισμού, οραματιζόμενος τους εργαζόμενους ως άμεσα εμπλεκόμενους στον έλεγχο των μέσων παραγωγής, τα οποία θεωρούσε ως τη μόνη νόμιμη ενσάρκωση της «περιουσίας».
Γράφοντας την ίδια περίοδο με τον Proudhon, ο Mikhail Bakunin συνέβαλε σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αναρχική θεωρία, αλλά ο ίδιος παραμένει κάτι σαν αίνιγμα που προκάλεσε μεγάλες διαμάχες κατά τη διάρκεια της ζωής του και συνεχίζει να προκαλεί διαμάχες μέχρι σήμερα (Marshall 1992). Αυτό που είναι ξεκάθαρο στο όραμα του Bakunin είναι ότι είχε βαθύτατο μίσος για τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες στις οποίες ζούσε και σ’ αυτό μοιάζει πολύ με τον Proudhon, γεγονός που εκδηλώθηκε ως πλήρης δυσπιστία για το κράτος. Η άποψη του Bakunin για το κράτος συνδέεται άμεσα με τις πεποιθήσεις του για την ανθρωπότητα, καθώς θεωρούσε τους ανθρώπους λίγο ως πολύ ίσους, εγγενώς κοινωνικοί που επιθυμούν την αλληλεγγύη, και ότι θέλουν από τη φύση τους να είναι ελεύθεροι (Guérin 2005). Ως εκ τούτου, ο αναρχισμός του Bakunin επικεντρώνεται στο πρόβλημα της δημιουργίας μιας ελεύθερης κοινωνίας μέσα σε ένα πλαίσιο ισότητας και αμοιβαίας αλληλεπίδρασης. Η οργάνωση των υφιστάμενων κοινωνιών σε κράτη ήταν για τον Bakunin εντελώς τεχνητή και απαράδεκτη. Υποστήριζε ότι οι θεσμοί εδαφικοποίησης του κράτους είναι αναγκαστικά βίαιοι και αντικοινωνικοί, διότι αρνούνταν με σθεναρό τρόπο εναλλακτικές μορφές μη ιεραρχικής οργάνωσης που θα επέτρεπαν την ολοκλήρωση της ανθρωπότητας (Bakunin [1873] 2002). Η απαισιόδοξη άποψή του για το κράτος τον οδήγησε σε αντιπαλότητα με τον Marx, όπου στη μακρά πορεία της ιστορίας, οι ανησυχίες του Bakunin για τις κυβερνήσεις των εργαζομένων και την δικτατορία του προλεταριάτου που έγιναν γραφειοκρατικά αστυνομικά κράτη αποδείχθηκαν αληθινές. Αυτό ακριβώς το ζήτημα ριζωμένο στη διάρθρωση της κοινωνικοχωρικής οργάνωσης- είναι που συνεχίζει να εμψυχώνει τις ανησυχίες πολλών σύγχρονων αναρχικών.
Ο Bakunin και ο Proudhon δεν ήταν απλώς αναρχικοί καθώς ο καθένας τους θεωρούσε τον εαυτό του υποστηρικτή του σοσιαλισμού. Οι ιδέες τους είχαν μεγάλη επιρροή στην Ευρώπη στα τέλη του 19ου αιώνα, συμβάλλοντας σημαντικά στη Πρώτη Διεθνή του 1864 και την Παρισινή Κομμούνα του 1871, όταν οι εργαζόμενοι που εξεγέρθηκαν εναντίον του απολυταρχισμού ανέτρεψαν τη τοπική κυβέρνηση (Archer 1997). Τα γεγονότα αυτά καταδεικνύουν την ευθυγράμμιση της αναρχικής και σοσιαλιστικής πρακτικής από πολύ πρώιμο στάδιο, καθώς τόσο ο Proudhon όσο και ο Bakunin συγκρούστηκαν με τον Marx σε διάφορες χρονικές στιγμές σε όλο το ελευθεριακό κίνημα προσπαθώντας να υποστηρίξουν μια πιο χειραφετημένη εκδοχή του σοσιαλισμού, η οποία πίστευαν σθεναρά ότι ήταν η αναρχία. Ασκώντας μια φιλελεύθερη κριτική του σοσιαλισμού και μια σοσιαλιστική κριτική του φιλελευθερισμού, ο αναρχισμός ήταν και εξακολουθεί να αποτελεί μια ολοκληρωμένη εναλλακτική λύση στον καπιταλισμό. Οι τρέχουσες προσπάθειες της ελευθεριακής δεξιάς να οικειοποιηθεί τον αναρχισμό προς όφελος του αποκαλούμενου «αναρχισμού της ελεύθερης αγοράς» ή του «αναρχοκαπιταλισμού» δεν έχουν καμία σχέση με την διανοητική παράδοση και την
ιστορία της αναρχικής πολιτικής σκέψης και δράσης. Η ελευθεριακή δεξιά αν και ζητά την εξάλειψη του κράτους, το πολιτικό σύστημα που προτείνει έχει τις ρίζες του, όχι στη συλλογική, ισότιμη και δημοκρατική αυτοδιαχείριση της καθημερινής ζωής, αλλά σε μια διαστρεβλωμένη έννοια του νέο-κοινωνικού δαρβινισμού που προωθεί τη νοοτροπία της ατομικής κυριαρχίας και την «επιβίωση του ικανότερου» μέσω της ελεύθερης αγοράς. Επομένως, ο αναρχοκαπιταλισμός αποτελεί ένα οξύμωρο σχήμα, καθώς εδραιώνεται στο ίδιο το σύστημα της καπιταλιστικής κυριαρχίας που οι αναρχικοί έχουν επιδιώξει επί μακρόν να καταργήσουν.

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΑΝΑΡΧΙΚΩΝ ΓΕΩΓΡΑΦΙΩΝ

Αν λάβουμε υπόψη ότι μαζί με τα θεμέλια της αναρχικής σκέψης, ο Proudhon και ο Bakunin, έθεσαν και ένα σιωπηρό γεωγραφικό πλαίσιο, τότε δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Élisée Reclus και ο Pyotr Kropotkin, δύο από τους διασημότερους αναρχικούς φιλοσόφους, ήταν επίσης γεωγράφοι. Η κύρια συνεισφορά του Reclus, εκτός από να δώσει στην «κοινωνική γεωγραφία» το όνομα της (Dunbar 1978), ήταν τα απελευθερωτικά ιδεώδη του, τα οποία χαρτογράφησε με σχολαστική λεπτομέρεια στο βιβλίο του Η Γη και οι κάτοικοι της: Η Οικουμενική Γεωγραφία (Reclus 1894). Ο Reclus οραματίστηκε τη συνένωση της ανθρωπότητας με την ίδια τη Γη, θεωρώντας τη Γη ως «φύση που αποκτά αυτοσυνείδηση». Αν και η οικουμενικότητα της σκέψης του φαίνεται να είναι εκτός εποχής ως αποτέλεσμα της επίδρασης του μετα-δομισμού στον ακαδημαϊκό κόσμο, κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει τη μεγάλη επιρροή που είχε η κοινωνική και οικολογική ηθική του στην ανάπτυξη της ριζοσπαστικής σκέψης, η οποία επεκτείνεται πέρα από αυτό που πολλοί θεωρούν ότι είναι ο αναρχισμός. «Πάνω απ’ όλα», εξηγεί ο John Clark (2009, 109) «ο Reclus έθεσε αυτό που αποκαλούσε «κοινωνικό ζήτημα» -την ιστορική προβληματική του απελευθερωτικού κοινωνικού μετασχηματισμού- στο κέντρο του γεωγραφικού του έργου. Ενσωματώνοντας το «κοινωνικό ζήτημα» στη γεωγραφία επέκτεινε το πεδίο της γνώσης πολύ πέρα ​​από τα γενικώς παρατηρούμενα όρια της εποχής του, εντάσσοντας σε αυτό ζητήματα οικονομικής τάξης, φυλής, φύλου, εξουσίας και κοινωνικής κυριαρχίας, οργανωτικές μορφές, την αστικοποίηση, την τεχνολογία και την οικολογία».
Ο Reclus αφιέρωσε τη ζωή του στην εξάπλωση της συμπόνιας, του αλτρουισμού και της ικανότητας για αγάπη πέρα από τις οικογένειες, τα έθνη ή ακόμα και το είδος μας - μια διαδικασία που ο Reclus πίστευε ότι θα απέρριπτε και θα αποδυνάμωνε ταυτόχρονα όλες τις μορφές κυριαρχίας. Στην πορεία της ανθρωπότητας προς μια μεγαλύτερη πλανητική συνείδηση, ο Reclus φαντάζονταν με θάρρος μια πορεία αμοιβαίας ενσυναίσθησης, γενναιοδωρίας και σεβασμού που θα βοηθούσε τον κόσμο να ανακαλύψει συλλογικά ένα πιο βαθύ συναισθηματικό νόημα στις κοινές μας εμπειρίες ως άνθρωποι (Clark και Martin 2004). Πολύ πριν η συγκινησιακή στροφή θέσει τις συναισθηματικές συνέπειες στο προσκήνιο της κριτικής γεωγραφίας, ο Reclus είχε ήδη δημιουργήσει μια «γεωγραφία της φροντίδας» του είδους που υποστηρίζει η Vicky Lawson (2009). Ακολουθώντας την ολιστική του άποψη για ένα ολοκληρωμένο πλανητικό σύστημα με ενσυναίσθηση και στοργή, ο Reclus υποστήριζε την προστασία της φύσης, ήταν εναντίον της κακοποίησης των ζώων και υπήρξε vegetarian, προβλέποντας με αυτόν τον τρόπο τα κινήματα της κοινωνικής οικολογίας και των δικαιωμάτων των ζώων (Fleming 1988, Marshall 1992), ενώ ταυτόχρονα προεικόνισε τον veganarchism (Dominick 1995).
Τα τελευταία χρόνια έχει δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο έργο του Kropotkin, αν και επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την καθοδήγηση του Reclus (Ward 2010). Σπουδαία έργα όπως Η κατάκτηση του ψωμιού (Kropotkin [1892] 2011), Η αλληλοβοήθεια: ένας παράγοντας της εξέλιξης (Kropotkin [1902] 2008) και το Αγροί, εργοστάσια, εργαστήρια (Kropotkin [1912] 1994) θεωρούνται πλέον πρωτοποριακά κείμενα που έχουν συμβάλει στην αναρχική φιλοσοφία. Ο Kropotkin ανέπτυξε τις απόψεις του, εν μέρει τουλάχιστον, απαντώντας στον κοινωνικό δαρβινισμό της εποχής του, καθώς θεώρησε ως πρόκληση την ιδέα ότι βασική αρχή της εξέλιξης είναι ο άγριος ανταγωνισμός και ειδικότερα η χρήση του για τον εξορθολογισμό της κυριαρχίας του καπιταλισμού. Πίστευε ότι ένας πιο αρμονικός τρόπος ζωής που βασίζονταν στη συνεργασία ήταν εφικτός, και προσπάθησε να προσφέρει μια επιστημονική βάση για την ιδέα ότι η αλληλοβοήθεια ήταν στην πραγματικότητα η φυσική τάξη των πραγμάτων. Ο Kropotkin θεωρούσε τον καπιταλισμό ως επίθεση στην ανθρώπινη ελευθερία επειδή προήγαγε προνόμια, σπάνη και φτώχεια. Ως νέος άνδρας, ο Kropotkin έζησε αρκετά χρόνια στη Σιβηρία γεγονός που του έκανε τεράστια εντύπωση, επιτρέποντάς του να παρακολουθεί άμεσα τη συνεργασία τόσο ανάμεσα σε προ-φεουδαρχικές κοινωνίες όσο και μεταξύ μη ανθρώπινων όντων, από τα οποία έβγαλε το συμπέρασμα ότι η αλληλοβοήθεια και η εθελοντική συνεργασία είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες στην εξέλιξη πολλών ειδών, συμπεριλαμβανομένων των ανθρώπων, επιτρέποντάς τους έτσι να επιβιώσουν. Το χρονικό διάστημα που έμεινε στη Σιβηρία ενστάλαξε μέσα του μια πολύ διαφορετική γεωγραφική φαντασία από εκείνη των μαρξιστών, δίνοντας έμφαση όχι στη κεντρικότητα του βιομηχανικού εργάτη, αλλά στη γεωργία, την τοπική παραγωγή, και την αποκεντρωμένη οργάνωση της αγροτικής ζωής, επιτρέποντάς του να οραματίζεται την αυτάρκεια και να αμφισβητεί την υποτιθέμενη ανάγκη για κεντρική κυβέρνηση (Galois 1976). Από τις εμπειρίες του, τις παρατηρήσεις και τα ταξίδια του, ο Kropotkin θεωρούσε τη διδασκαλία της γεωγραφίας, ιδιαίτερα στα παιδιά, ως άσκηση διανοητικής χειραφέτησης στο βαθμό που αποτελούσε όχι μόνο μέσο αφύπνισης των ανθρώπων όσον αφορά τις «αρμονίες της φύσης», αλλά και μέσο διάλυσης των εθνικιστικών και ρατσιστικών προκαταλήψεων, μια υπόσχεση που η γεωγραφία διατηρεί ακόμα και σήμερα (Kropotkin 1885).
Αν και οι συγκλίσεις μεταξύ αναρχισμού και γεωγραφίας ήταν λιγότερες καθώς ανέτειλε ο εικοστός αιώνας, ωστόσο, οι αναρχικές ιδέες παρέμειναν ζωτικές στο φιλοσοφικό περιβάλλον των ριζοσπαστικών ιδεών. Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα αυτής της ζωντάνιας αποτελεί η επιρροή της Emma Goldman που έφερε σε άμεση επαφή τον αναρχισμό με το φεμινισμό, γράφοντας μια νέα σελίδα για τις αναρχικές γεωγραφίες. Αν και δεν είχε σπουδάσει γεωγραφία και ποτέ δεν ασχολήθηκε άμεσα με τη γεωγραφική σκέψη, εκτός από το γεγονός ότι έτρεφε βαθιά εκτίμηση για τον Kropotkin, ωστόσο, εστίασε την προσοχή της στις θεσμικές δομές κυριαρχίας που υπάρχουν πέρα από το κράτος, εμπνέοντας ένα αυξημένο ενδιαφέρον για το σώμα ως χώρο για μια ριζοσπαστική πολιτική. Ήταν ανελέητη αντίπαλος του γάμου, πολέμια της ομοφοβίας και υποστήριζε τον ελεύθερο έρωτα καθώς το ζήτημα της σεξουαλικότητας, και πιο συγκεκριμένα το δικαίωμα της επιλογής, έγινε το αλφαβητάρι της απελευθέρωσης (Goldman [1917] 1969). Το ενδιαφέρον της για την σωματική ευεξία του ατόμου επεκτάθηκε σε μια δέσμευση στον αθεϊσμό ως προπύργιο ενάντια στη «διαιώνιση μιας κοινωνίας σκλάβων» και τις ψεύτικες υποσχέσεις του ουρανού, στην ελευθερία του λόγου ως βασική συνιστώσα της κοινωνικής αλλαγής, και στην κατανόηση των φυλακών ως επέκταση ενός οικονομικού συστήματος που δεν υπηρετεί τη δικαιοσύνη αλλά την τιμωρία των φτωχών (Goldman [1923] 1996, 233). Προς το τέλος της ζωής της, η Goldman ταξίδεψε στην Ισπανία για να υποστηρίξει την αναρχική επανάσταση, όπου, μεταξύ 1936 και 1939, ένα κίνημα αγροτών και εργατών ανέλαβε τον έλεγχο της Βαρκελώνης και μεγάλων περιοχών της αγροτικής Ισπανίας, κολεκτιβοποιώντας τη γη και εφαρμόζοντας αναρχικές οργανωτικές αρχές (Goldman 2006). Τα γεγονότα αυτά απέδειξαν στον κόσμο ότι ο αναρχισμός μπορούσε να λειτουργήσει στην πράξη. Ακόμη και σήμερα οι αναρχικοί επικαλούνται την ισπανική περίπτωση ως μια από τις πιο επιτυχημένες στιγμές του κινήματος (Ealham 2010).
Δύο δεκαετίες μετά το θάνατο της Goldman το 1940, ο Murray Bookchin επανέφερε στο προσκήνιο την επικέντρωση του Reclus στα περιβαλλοντικά ζητήματα, αναπτύσσοντας τις αναρχικές κριτικές του σε αυτό που ο ίδιος ονόμασε «κοινωνική οικολογία», θεωρώντας τα οικολογικά προβλήματα άρρηκτα συνδεδεμένα με τα κοινωνικά προβλήματα και συχνά το αποτέλεσμα αυτών. Το 1962 ο Bookchin δημοσίευσε μια παθιασμένη κριτική για διάφορα περιβαλλοντικά προβλήματα με τίτλο Το συνθετικό μας περιβάλλον. Παρόλο που το βιβλίο εκδόθηκε λίγους μήνες νωρίτερα από το βιβλίο σταθμός Σιωπηλή Άνοιξη της Rachel Carson ([1962] 2002), ωστόσο, δεν του δόθηκε ιδιαίτερη προσοχή εξαιτίας του ριζοσπαστισμού του. Ο Bookchin, που επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον ηθικό νατουραλισμό του Reclus και του Kropotkin, σε όλη την δεκαετία του 1960, προώθησε τις ελευθεριακές και οικολογικές ιδέες του στα κινήματα αντι-κουλτούρας της εποχής μέσω μιας σειράς πρωτοποριακών δοκιμίων που αργότερα αποτέλεσαν το βιβλίο Αναρχισμός μετά τη σπάνη (Bookchin [1971] 2004). Την ίδια εποχή, ο Colin Ward δημοσίευσε επίσης ένα αριθμό σημαντικών βιβλίων μεταξύ των οποίων το Αναρχία εν δράσει (Ward [1973] 2001), Στέγαση: μια αναρχική προσέγγιση (Ward 1976) και το πιο γνωστό βιβλίο του, Παιδί στην Πόλη (Ward [1978] 1990), τα οποία απέδειξαν και πάλι τη σπουδαιότητα της γεωγραφίας στην αναρχική πρακτική και σκέψη. Τα περισσότερα γραπτά του Ward εστιάζουν την προσοχή τους στους στεγαστικούς και πολεοδομικούς νόμους τους οποίους επικρίνει ότι περιορίζουν την ικανότητα των ανθρώπων να φροντίζουν τον εαυτό τους. Η επιρροή του Proudhon και του Kropotkin στις λύσεις που πρότεινε ο Ward είναι ολοφάνερη και οι προτάσεις του έχουν τις φιλοσοφικές τους ρίζες στις αυτόνομες, μη ιεραρχικές μορφές αλληλεγγύης που ανέτρεψαν τις αυταρχικές μεθόδους κοινωνικο-χωρικής οργάνωσης (White and Wilbert 2011).

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΝΑΡΧΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

Μετά την ποσοτική επανάσταση, ορισμένοι γεωγράφοι άρχισαν να παρατηρούν τα αναρχικά ρεύματα που δρούσαν στα όρια της γεωγραφίας και έξω από αυτά. Η έκδοση του πρώτου τεύχους του Antipode: A Radical Journal of Geography ανάγγειλε την άφιξη μιας νέας ηθικής στην ανθρώπινη γεωγραφία η οποία δεν ασχολούνταν πια με τα θεωρητικά μοντέλα, την επαγωγική στατιστική και την οικονομετρία αλλά μάλλον με τις ποιοτικές προσεγγίσεις που τοποθετούσαν τις πραγματικά βιωμένες εμπειρίες των ανθρώπινων όντων στο κέντρο της μεθοδολογίας τους. Οι θετικιστικές γεωγραφίες επικρίθηκαν στη βάση ότι υποστήριζαν ότι υπήρχε μία μόνο ερμηνεία σ’ ένα πλήθος πιθανών τρόπων γνώσης και ύπαρξης στον κόσμο, περιορισμένες από τη δική τους στενή αντίληψη εξαιτίας των μεθόδων έρευνας που προκαθόριζαν ποια ζητήματα άξιζε να διερευνηθούν (Galois 1976 ). Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι μαρξιστικές και φεμινιστικές κριτικές γρήγορα βρήκαν μια θέση μέσα στην αναδυόμενη ριζοσπαστική γεωγραφία. Ακόμα, ο αναρχισμός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη δημιουργία των θεμελίων της ριζοσπαστικής γεωγραφίας, καθώς η επιστημολογική κριτική που η ριζοσπαστική γεωγραφία πρόσφερε με πολλούς τρόπους αντικατόπτριζε τις αναρχικές εκτιμήσεις για το κράτος, οι οποίες ερμηνεύτηκαν ως μια πιθανή μορφή οργάνωσης μέσα σ’ ένα άπειρο αριθμό εναλλακτικών χωρικών ρυθμίσεων. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Richard Peet (1975), ιδρυτικός μέλος και συντάκτης του περιοδικού Antipode, είχε τόσο πολύ επηρεαστεί από τον Kropotkin που ισχυρίστηκε ότι η ριζοσπαστική γεωγραφία θα έπρεπε να υιοθετήσει τον αναρχοκομμουνισμό του ως σημείο αφετηρίας. Η Myrna Breitbart (1975) που επίσης ασπάστηκε το έργο του Kropotkin, επιχειρηματολογούσε εναντίον της εξαθλίωσης της πλειοψηφίας των ανθρώπων ερμηνεύοντας τον τρόπο που οργανώνονταν τα ανθρώπινα τοπία και πως αυτά τα ίδια δημιουργούσαν ένα αθέμιτο όφελος υπέρ μιας προνομιούχας μειονότητας αντί να δημιουργούνται στη βάση αρχών που ωφελούσαν όλους τους ανθρώπους.
Λίγα χρόνια αργότερα, η Breitbart (1978a) οργάνωσε ένα ειδικό τεύχος για τον αναρχισμό και το περιβάλλον στο περιοδικό Antipode, τοποθετώντας ξεκάθαρα τις αναρχικές ιδέες στο κέντρο της ριζοσπαστικής γεωγραφίας. Το τεύχος ανέδειξε τη συνεχιζόμενη επιρροή της αναρχικής σκέψης και πρακτικής στη γεωγραφία καθώς και την επιρροή της γεωγραφίας στον αναρχισμό. Στο τεύχος συμπεριλαμβάνονταν έρευνες σχετικά με τις πρακτικές κολεκτιβοποίησης των εργαζομένων και τις χωρικές πρακτικές κατά τη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης καθώς και εναλλακτικές οργανωτικές παρορμήσεις που επηρέασαν μία νέα γενιά αριστερών ελευθεριακών στη σύγχρονη ισπανική πολιτική σκηνή (Amsden 1978, Breitbart 1978b, Garcia-Ramon 1978; Golden 1978). Επίσης, εξετάζονταν λεπτομερώς οι εσωτερικές λειτουργίες μιας αναρχικής κοινότητας στο Paterson του New Jersey, γύρω στα 1900, γεγονός που επέτρεψε στους αναγνώστες να κάνουν κάποιες συγκρίσεις με την περίπτωση της Ισπανίας (Carey 1978). Τόσο ο Reclus όσο και ο Kropotkin τιμήθηκαν στο τεύχος αυτό. Ο Gary Dunbar ανέδειξε τη σπουδαιότητα του γεωγραφικού οράματος για την ελευθερία του Reclus, ενώ ο G. M. Horner πρόβαλλε τις συνέπειες της αναρχογεωγραφίας του Kropotkin για τη χωρική οργάνωση των πόλεων και ο Richard Peet διερεύνησε την ηθική στο έργο του Kropotkin σε σχέση με την κοινωνικοχωρικότητα της αποκέντρωσης ως μέσο για την επίτευξη μιας γεωγραφίας της ανθρώπινης απελευθέρωσης. Σ’ αυτό το ειδικό τεύχος υπήρχε και το δοκίμιο του Kropotkin «Τι θα έπρεπε να είναι η γεωγραφία» και το δοκίμιο «Οικολογία και επαναστατική σκέψη» του Bookchin, τα οποία σηματοδοτούσαν τη διαχρονική αξία των αναρχικών κειμένων και τη σημασία τους για τη ριζοσπαστική γεωγραφική σκέψη που άρχισε να κάνει την εμφάνιση της εκείνη την εποχή (Dunbar 1978; Horner 1978; Peet 1978; Kropotkin 1885; Bookchin [1965] 1978).
Το ενημερωτικό δελτίο της Union of Socialist Geographers δημοσίευσε επίσης μια σύντομη θεματική ενότητα για τις αναρχικές γεωγραφίες το 1978. Αυτό είχε προκύψει από μια άτυπη ομάδα ανάγνωσης - συζήτησης που αποτελούνταν από φοιτητές και καθηγητές, είχε διαρκέσει δέκα εβδομάδες και είχε πραγματοποιηθεί στο Πανεπιστήμιο της Minnesota το 1976. Η θεματική ενότητα περιελάμβανε ένα εισαγωγικό δοκίμιο που εξέταζε και ασκούσε κριτική στα σπουδαιότερα έργα, μεταξύ άλλων, των Kropotkin, Ward και Bookchin, που είχαν διαβαστεί από την ομάδα της Minnesota (Lauria 1978), ένα κείμενο που επεδίωκε να υπενθυμίσει στους αναγνώστες «πόση άγνοια και φόβο είχαν οι συνάδελφοι και οι φίλοι μας για τις [αναρχικές] ιδέες» και την περιγραφή κάποιων πιθανών μελλοντικών κατευθύνσεων για τη μελέτη του αναρχισμού από γεωγραφική άποψη (Pissaria 1978, 6). Ακόμα, υπήρχε ένα άρθρο που εξέταζε το βαθμό στον οποίο ήταν εφικτή μια αναρχική οργάνωση δεδομένης της κλίμακας και της πολυπλοκότητας των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων και των πολιτικών οικονομικών μορφών (Porter 1978). Παρόλο που το συγκεκριμένο τεύχος είχε περιορισμένη αναγνωσιμότητα και διάρκεια ζωής, αν λάβουμε υπόψη ότι ήταν ένα ενημερωτικό δελτίο, ωστόσο καταδεικνύει το έντονο ενδιαφέρον για τον αναρχισμό που αναπτύσσονταν μεταξύ των ριζοσπαστών γεωγράφων που εργάζονταν εκείνη την εποχή. Η ομάδα της Minnesota και οι προσπάθειες του Antipode αποτέλεσαν σημαντικές στιγμές αναστοχασμού και ένδειξης μια αισιόδοξης στάσης για τη δυνατότητα των αναρχικών ιδεών να αναζωογονήσουν μια συλλογική γεωγραφική πρακτική που στρέφονταν όλο και περισσότερο προς την κοινωνική δικαιοσύνη. Δυστυχώς, αυτές οι προοδευτικές συναντήσεις μεταξύ των πρώιμων ριζοσπαστών γεωγράφων και του αναρχισμού ήταν βραχύβιες και έσβησαν γρήγορα από τις τρομακτικές προσπάθειες εκείνων που βρίσκονταν στις μαρξιστικές και φεμινιστικές σχολές κριτικής. Έτσι, ενώ ο Kropotkin παρείχε «ένα ριζοσπαστικό όραμα πιο οικολογικό και λιγότερο κρατικιστικό από αυτό του μαρξισμού που προωθούσε την ημερήσια διάταξη της αντι-κουλτούρας στην αγγλοαμερικανική γεωγραφία», ο Gerry Kearns (2009b, 58) επισήμαινε ότι «η αναρχική κριτική του μαρξισμού δεν αναπτύχθηκε ποτέ ούτε με τη θεωρητική ούτε με την εμπειρική δύναμη του ριζοσπαστικού αντιπάλου της και έτσι οι διαστάσεις αυτές παρέμειναν χωρίς καμία επεξεργασία στη σύγχρονη ριζοσπαστική γεωγραφία».
Στη δεκαετία του 1980, υπήρξαν σημαντικά λιγότερα αναρχικά γραπτά για τη γεωγραφία. Εάν κάποιος πρέπει να υποθέσει τους λόγους για τους οποίους έγινε αυτό, τότε η σιωπηλή αισιοδοξία και η παρακμή της Νέας Αριστεράς που συνέπεσαν με την άνοδο του θατσερισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο και τα Reaganomics στις Ηνωμένες Πολιτείες ξεχωρίζουν ως οι πιο πιθανές εξηγήσεις. Παρ’ όλα αυτά, τη δεκαετία που ο νεοφιλελευθερισμός άρχισε πραγματικά να δείχνει το άσχημο του πρόσωπο, ο Bookchin ([1982] 2005) δημοσίευσε το επιβλητικό του έργο Η Οικολογία της Ελευθερίας, στο οποίο προσπάθησε να ενώσει αυτό που θεωρούσε ως κυριαρχία της φύσης με την κοινωνική ιεραρχία, υφαίνοντας τα πολιτικά, ανθρωπολογικά, ψυχολογικά, επιστημονικά και γεωγραφικά θέματα σε μια ενιαία αφήγηση. Τα πολιτικά γεγονότα της δεκαετίας του 1980 προκάλεσαν κάποιον αναστοχασμό στη γεωγραφία, με τον όρο παγκοσμιοποίηση να εισέρχεται στην καθομιλουμένη και να γίνεται αναμφισβήτητα η λέξη καραμέλα της δεκαετίας. Ο Jim MacLaughlin (1986) δεν χαρίστηκε σε σημαντικούς γεωγράφους από το παρελθόν, όπως ο Halford Mackinder, η Ellen Churchill Semple, o Ellsworth Huntington, ο Isaiah Bowman και ο Thomas Holdich, υποστηρίζοντας ότι το έργο τους είχε συμβάλλει σε έναν ανθεκτικό εθνοκεντρισμό και κρατισμό στη γεωγραφία και επικαλούμενος για άλλη μια φορά τον Kropotkin και τον Reclus, προέτρεπε τους γεωγράφους να εγκαταλείψουν τις κληρονομημένες προκαταλήψεις της γεωγραφίας και να αρχίσουν να διερευνούν εναλλακτικές λύσεις έναντι του κράτους. Η δεκαετία του 1990 ήταν πολύ καλύτερη από την άποψη του αριθμού των γεωγράφων που διερευνούσαν δημιουργικά τις δυνατότητες των αναρχικών γεωγραφιών. Ο Cook και ο Pepper αποτέλεσαν αξιοσημείωτη εξαίρεση, έχοντας οργανώσει ένα ειδικό τεύχος της βραχύβιας επιθεώρησης Contemporary Issues in Geography and Education, στο οποίο αποκαλύφθηκε και πάλι η κληρονομιά του Kropotkin (Cook and Pepper 1990; Cook 1990; Pepper 1990). Αλλά και η σημασία της Goldman αντιμετωπίστηκε μέσα από μια γεωγραφική ματιά, ενώ εξετάστηκαν οι χωρικότητες των αναρχικών κοινοτήτων και οι εμπειρίες των κοινοτήτων αυτών. Ακόμη οι Ward και Breitbart συνέβαλαν με κείμενα σχετικά για τις δυνατότητες του αναρχισμού μέσα στην αστική ζωή (Newman 1990, Hardy 1990, Rigby 1990, Ward 1990α, Breitbart 1990).
Αλλού, η έννοια της αντι-γεωπολιτικής του Paul Routledge (1998, 2003a) άρχισε να καλύπτει το κενό των αναρχικών στη βιβλιογραφία της γεωγραφίας στα τέλη της δεκαετίας του 1990 αν και ποτέ ο ίδιος δεν συνέδεσε ρητά την έννοια αυτή με τον αναρχισμό, επικεντρώνοντας την προσοχή του στον αντί-ηγεμονικό αγώνα και την «επιβεβαίωση της μόνιμης ανεξαρτησίας από το κράτος» (245) απηχώντας σθεναρά τις αναρχικές ιδέες.


ΟΙ ΝΕΕΣ ΑΝΑΡΧΙΚΕΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ

Ο Richard White και ο Colin Williams (2012, 1639) έχουν υποστηρίξει με πειστικό τρόπο ότι «ένα βασικό στοιχείο της γεωγραφίας πρέπει να στραφεί (σε όλα τα επίπεδα) προς τις αναρχικές ρίζες για άλλη μια φορά, αφιερώνοντας πόρους, όχι μόνο στην απομυστικοποίηση της αναρχικής παράδοσης αλλά όπου έχει σχέση και είναι εφικτό, με την άμεση συμμετοχή στις (νέες) προκλήσεις και κριτικές που ο αναρχισμός εκθειάζει ως πολιτική και κοινωνική ιδεολογία». Οι αναρχικές γεωγραφίες έχουν πρόσφατα ανανεωθεί στο πνεύμα της αναζήτησης νέων μορφών οργάνωσης και μεγαλύτερης διαύγειας σχετικά με τις δυνατότητες του αναρχισμού, δίνοντας έμφαση σε ένα DIY ήθος της αυτονομίας, της άμεσης δράσης, της ριζοσπαστικής δημοκρατίας και της μη εμπορευματοποίησης. Ειδικότερα, συμμετέχοντας στις ριζοσπαστικές δυνατότητες της DIY κουλτούρας, ο Keith Halfacree (1999) υποστήριξε ότι μια τέτοια στάση λειτουργεί με τέτοιο τρόπο ώστε να σκεφτεί κάποιος πώς η θεωρία και η πράξη πρέπει να θεωρούνται συμπληρωματικές, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της κατάληψης εγκαταλελειμμένης γης για να απεικονίσει αυτές τις συνδέσεις. Με παρόμοιο τρόπο και από αναρχική σκοπιά, η ομάδα Trapese Collective (2007) έχει υποστηρίξει τη σημασία μιας προσέγγισης DIY στις γεωγραφίες της καθημερινότητας για τον μετασχηματισμό της ζωής μας. Αλλού, ο Paul Chatterton (2002) έχει υποστηρίξει τις καταλήψεις ως νόμιμη χωρική πρακτική ώστε να πάρει κάποιος τον έλεγχο της ζωής του στα χέρια του. Οι περιγραφές αυτές μας δίνουν μία σαφέστατη αυτόνομη ματιά που ξεκάθαρα αντλεί την έμπνευσή της από την αναρχική σκέψη, ιδιαίτερα η περιγραφή των «προσωρινών αυτόνομων ζωνών» του Hakim Bey (1991b), οι οποίες είναι προσωρινοί χώροι που προκύπτουν ως απάντηση στην κοινωνικοπολιτική δράση που παρακάμπτει τις επίσημες δομές του ιεραρχικού ελέγχου. Η Jenny Pickerill και ο Paul Chatterton (2004) υιοθέτησαν μια παρόμοια προσέγγιση όταν ανέπτυξαν αυτό που ονόμασαν «αυτόνομες γεωγραφίες» σε μια προσπάθεια να σκεφτεί κάποιος πώς θα μπορούσαν να συνδυαστούν παραγωγικά θεαματικές διαδηλώσεις και η καθημερινή ζωή ώστε να υπάρξουν εναλλακτικές λύσεις στον καπιταλισμό. Οι αυτόνομες γεωγραφίες δημιουργήθηκαν με μια τελείως αναρχική λογική, στο βαθμό που θεωρούνται χώροι στους οποίους η επιθυμία να δημιουργηθούν κολεκτιβιστικές, μη-καπιταλιστικές και αντι-κανονιστικές μορφές αλληλεγγύης και σχέσεων έρχεται στο προσκήνιο. Η απήχηση του έργου του Routledge (2003b, 2009b) δεν θα πρέπει να περάσει απαρατήρητη, καθώς η έννοια του χώρου σύγκλισης ως εννοιολογική βοήθεια για την εκτίμηση του τρόπου με τον οποίον συμμαχούν τα δίκτυα βάσης και οι ακτιβιστές μέσω πολλαπλών κλιμάκων της πολιτικής δράσης για την παραγωγή μιας σχεσιακής ηθικής του αγώνα, εμπνέεται επίσης από μια γενικότερη αναρχική προοπτική.
Στις παραπάνω περιπτώσεις, η ρητή αναρχική τακτική της άμεσης δράσης είτε υποστηρίζεται ανοιχτά είτε υπονοείται. Άλλοι γεωγράφοι έχουν επίσης ασχοληθεί με την άμεση δράση, εκτιμώντας τις εμφανείς γεωγραφικές επιπτώσεις αυτής της μορφής πολιτικού ακτιβισμού, ενώ η πρόσφατη εθνογραφία της άμεσης δράσης του ανθρωπολόγου David Graeber έχει πολλά κοινά με τη σύγχρονη γεωγραφική θεωρία και την αυξανόμενη τάση της να απελευθερώσει τις επιστημολογικές και οντολογικές απόψεις από την ψευδαίσθηση της αδιάφορης αντικειμενικότητας (Anderson 2004, Heynen 2010, Graeber 2009b). Η άμεση δράση ως μέθοδος συνεπάγεται μια παθιασμένη πολιτική δέσμευση στον τομέα που μελετάμε, μια τρυφερή αποδοχή των φορέων που αγωνίζονται κατά της κυριαρχίας και προθυμία να αντισταθούμε μαζί τους (Autonomous Geographies Collective 2010). Τυπικά, η ίδια η γεωγραφία της άμεσης δράσης που εξελίσσεται στο δημόσιο χώρο μπορεί να θεωρηθεί ως ιδιαίτερα παραγωγική, όταν μια αναρχική προσέγγιση ζητά μια πληρέστερη ριζοσπαστικοποίηση της δημοκρατίας ασκώντας κριτική στο τιμωρητικό και τεχνοκρατικό πλαίσιο που οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές μεταρρυθμίσεις τοποθετούν σε μη ιεραρχικές και μη θεσμικές μορφές πολιτικής δέσμευσης, Τέτοιες ανησυχίες για το δημόσιο χώρο επισημαίνονται στα έργα αναρχικών όπως είναι ο Jeff Ferrell και ο Randal Amster, οι οποίοι υιοθετούν το μη βίαιο ακτιβισμό στις αντίστοιχες αναλύσεις τους για την αντίσταση στο ρεβανσισμό της τάξης του άστεως και της συνεχιζόμενης ποινικοποίησης των αστέγων (Ferrell 2001, Amster 2008). Μια έκκληση για μη-χρηματοποίηση πλαισιώνει το μεγαλύτερο μέρος αυτής της πρόσφατης προσπάθειας, την οποία έχει ανοιχτά αποδεχθεί ο Chris Carlsson μέσω της έννοιας της Nowtopia (Εδωτοπία), η οποία σημαίνει τη δυνητική ουτοπία της παρούσας στιγμής όταν οι άνθρωποι εγκαταλείπουν τον καπιταλισμό στην καθημερινή τους ζωή (Carlsson 2008, Carlsson και Manning 2010). Αν και αυτές οι ριζοσπαστικές κριτικές είναι καινοφανείς στην τρέχουσα συγκυρία όπου ο καπιταλισμός αποτελεί μια ισχυρή εννοιολογική φυλακή που προσπαθεί να παγιώσει ένα μονοδιάστατο τρόπο ύπαρξης στον κόσμο, μερικά από τα πρόσφατα κείμενα που έχω γράψει, δείχνουν ότι υπάρχει ιστορικό αλλά και σύγχρονο προηγούμενο στην αναζήτηση αντιστοιχιών μεταξύ αναρχικών απόψεων για την μη εμπορευματοποίηση και των παραδοσιακών πρακτικών ιδιοκτησίας των αγροτικών και αυτοχθόνων πληθυσμών, ιδιαίτερα στην Καμπότζη (Springer 2013). Ασκώντας κριτική στις βίαιες εκδιώξεις ως μια ιδιαίτερη κακόβουλη μορφή της συνεχιζόμενης πρωταρχικής συσσώρευσης στην Καμπότζη, χρησιμοποιώ μια ερμηνεία της ιδιοκτησίας που βασίζεται στον Proudhon, που θέτει τον αναρχισμό ως τη μόνη αξιόλογη μορφή του μετα-αποικιακού τοπίου, στο μέτρο που αναγνωρίζει ότι η εξουσία, οι ιεραρχίες και η βίαιη κατάσταση του σύγχρονου κράτους είναι ίδιες με εκείνες του αποικιακού κράτους (Springer 2015).
Επηρεασμένα από τη σταθερή αναλυτική δύναμη και τη δυνατότητα μετασχηματισμού των αναρχικών θεωριών και πρακτικών, προέκυψαν δύο νέα ειδικά τεύχη για τις αναρχικές γεωγραφίες, το Antipode και το ACME: An International E-Journal for Critical Geographies (Springer et al. 2012b; Clough and Blumberg 2012). Τα τεύχη αυτά συγκεντρώνουν ένα ευρύ φάσμα αναρχικών προοπτικών, θεωρητικών ανησυχιών και πρακτικών προσεγγίσεων. Ακόμα το ACME περιλαμβάνει προσπάθειες γεφύρωσης αναρχικών και αυτόνομων μαρξιστικών γεωγραφιών (Mudu 2012). Άλλα θέματα που εξετάζονται στα περιοδικά αυτά είναι η εδαφικότητα και πως μια αναρχική προοπτική μπορεί να προσφέρει μια πιο χειραφετική εννοιολογικοποίηση με τον επαναπροσδιορισμό του χώρου μέσω της προεικόνισης (Ince 2012), η κριτική της αντιπολιτευτικής πρακτικής του dumpster diving και των τρόπων με τους οποίους συνεχίζει να εμπλέκεται εν μέρει με τον καπιταλισμό (Crane 2012), και μια νέα ερμηνεία των υφιστάμενων οικονομικών τοπίων, όπου η αλληλοβοήθεια μπορεί να θεωρηθεί ως αναπόσπαστο μέρος των σημερινών τρόπων οργάνωσης, αποδεικνύοντας πώς οι αναρχικές γεωγραφίες πραγματικά ενημερώνουν όλες τις μορφές της καθημερινής ανθρώπινης δραστηριότητας (White and Williams 2012). Ο Jeff Ferrell (2012) αναπτύσσει μια γεωγραφική θεωρία της «πλεύσης» στην οποία οι ομάδες που παρασύρονται από το νεοφιλελευθερισμό σε μια θάλασσα αλλοτρίωσης, πολιτική εξορίας, βίαιης απομάκρυνσης και περιθωριοποίησης, μπορεί να χρησιμοποιήσουν αναρχικές τακτικές για να έρθουν πιο κοντά μεταξύ τους και εκεί να καταστρέψουν την καθορισμένη χωροπολιτική τάξη. Οι J. Heynen and Rhodes (2012) ασχολούνται με την επίδραση των πολιτικών δικαιωμάτων - την εποχή οργάνωσης του σχηματισμού του Black Anarchism και πως οι μαύροι και ο αναρχισμός συνέβαλαν σε αντι-εξουσιαστικές πολιτικές και δυνατότητες. Οι Barker και Pickerill (2012), θεωρώντας τις αυτόχθονες και αναρχικές γεωγραφίες αρμονικές και ασύμφωνες, ενθαρρύνουν τους ακτιβιστές να αλληλοσυμπληρώνονται παρά να επιχειρούν να αναπαράγουν τις θέσεις των αυτοχθόνων, επιτρέποντας έτσι τη δημιουργία ισχυρότερων συμμαχιών. Ο Nathan Clough (2012) επικεντρώνεται στην πρακτική της αναρχικής οργάνωσης, εξετάζοντας τις «συναισθηματικές δομές» της ριζοσπαστικής πολιτικής στην οποία ο κοινωνικός αγώνας ασχολείται τόσο με την άμεση δράση και όσο και με τη συναισθηματπρική οργανωτική αρχή της συγγένειας, ένα πεδίο αλληλεπίδρασης που από μόνο του γίνεται το επίκεντρο της αμφισβήτησης. Ο Farhang Rouhani (2012α 2012b) έχει γράψει κείμενα και στα δύο περιοδικά, όπου περιγράφει πως οι παιδαγωγικές προσεγγίσεις στη γεωγραφία θα μπορούσαν ενδεχομένως σε συνδυασμό με τις αναρχικές ιδέες να επανεξετάσουν το εκπαιδευτικό τοπίο και να προσφέρουν μια χαρτογράφηση των συνδέσεων μεταξύ των αναρχικών και queer γεωγραφιών. Ο Mark Purcell (2012) ασκεί κριτική στον ισχυρισμό του Richard Day ότι ο αναρχισμός δεν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στη ριζοσπαστική σκέψη υποστηρίζοντας ότι τουλάχιστον όσον αφορά τη ριζοσπαστική γεωγραφία, η επιρροή των Foucault, Deleuze και Guattari έχει καλλιεργήσει μια ισχυρή «αναρχική» ευαισθησία, έστω και αν δεν αναγνωρίζεται άμεσα ως αναρχική. Ακόμα, το τεύχος του Antipode περιλαμβάνει τις σκέψεις του Uri Gordon (2012, 1742) σχετικά με τις αναρχικές γεωγραφίες, στις οποίες προτρέπει τους μελετητές που εργάζονται στο πλαίσιο της «αναρχοακαδημαικού εγχειρήματος» να αναλογιστούν τις επαναστατικές στρατηγικές τους και να αναρωτηθούν εάν η υιοθέτηση της μετα-αναρχικής οπτικής απαιτεί την εγκατάλειψη της στρατηγικής ως μια αξιόπιστης κατηγορίας για τους αγώνες μας. Η προφανής συνέπεια αυτών των δύο ειδικών τευχών είναι ότι οι αναρχικές γεωγραφίες βρίσκονται και πάλι σε ανάκαμψη.

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ

Ως απόδειξη της μόνιμης παρακαταθήκης των Élisée Reclus και Pyotr Kropotkin, αποτελούν τα λήμματα στη Διεθνή εγκυκλοπαίδεια της ανθρώπινης γεωγραφίας (Clark 2009, Kearns 2009b), ενώ τα οράματά τους για ελευθερία συνεχίζουν να απασχολούν τους σύγχρονους γεωγράφους. Για παράδειγμα, στην επιθεώρηση Anarchist Studies, ο Shaun Huston (1997) χρησιμοποίησε μια ξεκάθαρη γεωγραφική προσέγγιση για να επιστήσει την προσοχή των αναρχικών στη σπουδαιότητα της χωρικής προσέγγισης με βάση τη θεωρία της αλληλοβοήθειας του Kropotkin. Η απαιτούμενη αναγνώριση του έργου του Kropotkin σε ευρύτερα στρώματα θα έρθει από τον Kenneth Hewitt (2001) όταν υπήρξε ο κεντρικός ομιλητής στην Ένωση Γεωγράφων του Καναδά όπου εξέτασε την υπεροχή της δέσμευσης του Kropotkin προς τους αδύναμους στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης κρατικής βίας και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Gerry Kearns (2004, 337) εξετάζει πώς η προοδευτική γεωγραφική φαντασία του Kropotkin ερχόταν σε έντονη αντίθεση με το αποικιακό όραμα του Halford Mackinder, υποδηλώνοντας ότι ο αναρχισμός και ο ιμπεριαλισμός «ήταν ο πολιτικός άξονας γύρω από τον οποίο οργανώθηκαν οι ανταγωνιστικές γεωγραφίες» στα τέλη του 19ου αιώνα. Ακόμα πιο πρόσφατα, ο Federico Ferretti (2011) επισήμανε την ύπαρξη μιας τεράστιας αλληλογραφίας μεταξύ Reclus και Kropotkin που βρίσκεται στα αρχεία του κράτους της Ρωσικής Ομοσπονδίας και τη σημασία των εν λόγω επιστολών ώστε να βοηθηθούν οι σύγχρονοι ιστορικοί της γεωγραφίας να κατανοήσουν καλύτερα τις σχέσεις μεταξύ γεωγραφίας, πολιτικής και δημόσιας εκπαίδευσης καθώς και το ρόλο των αντι-συμβατικών γεωγράφων στη δημιουργία της γεωγραφικής γνώσης. Το ανανεωμένο ενδιαφέρον για αυτές τις ιστορικές μορφές, είναι ασφαλώς, ευπρόσδεκτο, καθώς τα αποτελέσματα του έργου τους συνεχίζουν να βρίσκουν ανταπόκριση στη γεωγραφία περισσότερο από έναν αιώνα μετά τον θάνατο τους. Ωστόσο, αυτό που απαιτείται τώρα δεν είναι απλά μια άποψη για το παρελθόν, αλλά μια άποψη για το μέλλον όπου η διατήρηση της έμφασης στην ανάπτυξη της θεωρίας σε σχέση με τις αναρχικές γεωγραφίες και τις συνεχιζόμενες έρευνες των πραγματικών υπαρχουσών γεωγραφιών του αναρχισμού στην πράξη, μπορούν να δώσουν νέα ζωή στη σπουδαία συνεισφορά που μπορεί να κάνει ο αναρχισμός στη γεωγραφία και το αντίστροφο. Όπως υποστηρίζει η Myrna Breitbat (2009, 115), η σύγχρονη πρόκληση «είναι η ίδια με εκείνη που έθεσε ο Kropotkin πριν από έναν αιώνα: η ανάγκη της γεωγραφίας να αναζωογονήσει την ενεργή εξερεύνηση του τοπικού περιβάλλοντος ως μέσο για την καλλιέργεια μιας πιο κριτικής κοινωνικής ανάλυσης, αναπτύσσοντας πιο αποτελεσματικά δίκτυα αντίστασης και προωθώντας τη δημιουργική επώαση ενός εναλλακτικού κοινωνικού και εργασιακού περιβάλλοντος για την κάλυψη των πραγματικών αναγκών και την υλοποίηση των ανεκπλήρωτων επιθυμιών». Αν και αυτή η προσπάθεια ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη, και τα πρόσφατα ειδικά τεύχη για τις αναρχικές γεωγραφίες στο Antipode και το ACME αποτελούν ευπρόσδεκτες ενδείξεις ότι ο αναρχισμός εξακολουθεί να είναι μια σχετική πολιτική θεωρία και μια βιώσιμη προσέγγιση για το πως να σκεφτόμαστε και πως να εξασκούμε τη γεωγραφία (Clough και Blumberg 2012, Springer et al., 2012b), ωστόσο, υπάρχουν ακόμη πολλά πράγματα που πρέπει να γίνουν.
Πολλά σύγχρονα ζητήματα όπως είναι οι ανοιχτές εξεγέρσεις της Αραβικής Άνοιξης και του κινήματος Occupy Wall Street, το θέαμα του θεάτρου του δρόμου, οι βόλτες με ποδήλατα της Critical Mass, η ριζοσπαστική σάμπα και τα πάρτι της συλλογικότητας Reclaim the Streets (Να ανακτήσουμε τους δρόμους), η ανατρεπτική αντίσταση των σαμποτάζ, η προστασία των δέντρων από την υλοτομία, η κατάληψη ταρατσών πολλών κτιρίων, η πολιτισμική δολιοφθορά, οι επιλογές του τρόπου ζωής όπως είναι το dumpster diving, η αποσχολειοποίηση και οι καταλήψεις, οι πράξεις αλληλοβοήθειας στους συνεταιρισμούς παιδικής μέριμνας, οι κοινοτικές κουζίνες και οι κοινοτικοί κήποι, η σύναψη συμμαχιών, η ελεύθερη ανακύκλωση, οι οργανωτικές δυνατότητες του microradio, των infoshops, των εκθέσεων βιβλίου και του Indymedia, όλα έχουν καθοριστικές χωρικές επιπτώσεις και ο καθένας θα μπορεί να ωφεληθεί από τις αναλύσεις που χρησιμοποιούν μια ξεκάθαρη αναρχογεωγραφική προοπτική. Με παρόμοιο τρόπο, όσον αφορά την πιο θεωρητική πλευρά των πραγμάτων, ο αναρχισμός μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην ενίσχυση της γεωγραφικής γνώσης σε θέματα όπως είναι η θεωρία του κράτους και της κυριαρχίας, η συσσώρευση του κεφαλαίου, τα έγγεια δικαιώματα και οι σχέσεις ιδιοκτησίας· ο εξευγενισμός, η έλλειψη στέγης και η στέγαση, η περιβαλλοντική δικαιοσύνη και βιωσιμότητα, η βιομηχανική αναδιάρθρωση και οι εργατικές γεωγραφίες, η αστυνόμευση, ο φόβος της εγκληματικότητας, οι κριτικές νομικές γεωγραφίες, ο αγροτικός μετασχηματισμός και οι ακτήμονες, ο αστικός σχεδιασμός και η αισθητική, η κριτική γεωπολιτική και αντι-γεωπολιτική, οι περισσότερο-από-ανθρώπινες γεωγραφίες και η μη παραστατική θεωρία, ο ακτιβισμός και η κοινωνική δικαιοσύνη, οι γεωγραφίες του χρέους και της οικονομικής κρίσης, οι κοινότητες, το ανήκειν και η πολιτική του χώρου, οι γεωγραφίες της ειρήνης και του πολέμου, ο κοινοτικός σχεδιασμός και η συμμετοχή, οι άτυπες οικονομίες, ο βιοπορισμός και η ευπάθεια, ο πολιτισμικός ιμπεριαλισμός και οι πολιτικές της ταυτότητας, η βιοπολιτική και η κυβερνησιμότητα, οι μετα-αποικιακές και μετά-αναπτυξιακές γεωγραφίες, οι υφιστάμενες γνώσεις και οι εναλλακτικές επιστημολογίες και οι πολλαπλές συνέπειες των σχέσεων κοινωνίας χώρου καθώς αυτές φαίνονται ιδιαίτερα κατάλληλες για τη διάδοση των αναρχικών ιδεών από τις οποίες μπορούν να προκύψουν δημιουργικά νέες ερευνητικές ιδέες και προγράμματα. Παρόλα αυτά, και σκεπτόμενοι την πολύτιμη κριτική του Gordon (2012), μία από τις δυνητικά πιο αποδοτικές κατευθύνσεις για την αναζωογόνηση του αναρχισμού στη γεωγραφική θεωρία θα ήταν για τους γεωγράφους να αρχίσουν να δουλεύουν με μερικές από τις προοδευτικές εξελίξεις που έχουν λάβει χώρα σε αυτό που ονομάστηκε «μετα-αναρχισμός» (Μάιος 1994, Newman 2010, Rousselle και Evren 2011) και την προσπάθεια συγχώνευσης της σκέψης του μετα-δομισμού και του αναρχισμού. Είναι ένας χώρος έρευνας που άρχισα να εξετάζω από γεωγραφική άποψη στο έργο μου (Springer 2015), αλλά υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ώστε να συμβάλλουν περισσότεροι γεωγράφοι.
Η τεράστια ποικιλομορφία των θεμάτων στα οποία οι γεωγράφοι θα μπορούσαν να συμμετέχουν από μια αναρχική προοπτική αποδεικνύει ότι το γνωστικό πεδίο της γεωγραφίας είναι εξαιρετικά απειθάρχητο. Ιστορικά, αυτός ήταν ένας λόγος για να υπάρξουν πολλές εικασίες και μια αίσθηση κατωτερότητας του εαυτού μεταξύ μερικών γεωγράφων, γεννώντας κινήματα όπως αυτό της ποσοτικής επανάστασης, το οποίο αποτελούσε μια προσπάθεια να «αναχαιτιστεί η γεωγραφία» ώστε να συμμορφωθεί περισσότερο με την επικρατούσα επιστημονική τάξη πραγμάτων (Barnes 2009). Αν και προς το παρόν οι μαρξιστικές, φεμινιστικές και μετα-δομιστικές κριτικές έχουν αποκτήσει σταθερό έρεισμα στη σύγχρονη γεωγραφική θεωρία, ωστόσο, πολλοί γεωγράφοι αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο ότι η ανοιχτότητα και η ποικιλομορφία πρέπει να γίνουν αποδεκτά ως ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της γεωγραφίας. Ως προπτυχιακός φοιτητής, αυτό που με προσέλκυσε για πρώτη φορά στη γεωγραφία ήταν η απεριόριστη ποικιλομορφία του γνωστικού πεδίου της. Χρησιμοποιώντας μια γεωγραφική προσέγγιση για τον εαυτό μου σήμαινε ότι ήμουν πάντα ελεύθερος να εξετάσω τα ενδιαφέροντα μου όποια κι αν ήταν αυτά, χωρίς να χρειαστεί να συμμορφωθώ μ’ ένα συγκεκριμένο τρόπο για να κάνω πράγματα. Οι εμπειρίες μου ως φοιτητής μου έδωσαν την αίσθηση ότι η γεωγραφία δεν είχε να κάνει τόσο με το ξαναχάραγμα των συνόρων, την ενίσχυση των εδαφών και την πραγμαποίηση των οριοθετήσεων όσο με την κριτική διερεύνηση των ορίων της γεωγραφικής μας φαντασίας έτσι ώστε να μπορούμε να απελευθερωθούμε από τα χωρικά πλαίσια της δικής μας συλλογική κατασκευής. Έτσι, ενώ στο παρελθόν η γεωγραφία της ελευθερίας βρισκόταν στο κέντρο της αναρχικής θεωρίας (Fleming 1988), στο παρόν, είναι η ελευθερία της γεωγραφίας που θέτει το γνωσιακό πεδίο της ως έναν τόπο από τον οποίον μπορεί να διερευνηθεί η συνεχιζόμενη συνάφεια και η δυνατότητα της αναρχικής σκέψης και πράξης.