Η εποχή των αγροτικών «ρεμπελιών» στη Κέρκυρα είναι το πρώτο μισό του 17ου αιώνα – αλλά ένας «Κερκυραϊκός Εμφύλιος»[1] διακυβεύεται την επομένη της Ένωσης, όταν η γενίκευση του δικαιώματος ψήφου σηματοδοτεί την πολιτική και εκλογική διχοτόμηση χωριατών-«χωραϊτών» (: αστών).

Επί προτεκτοράτου τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα ή «πλέμπα κανάγια» (: σκυλολόι), εξοστρακίζονται: βάσει περιουσίας τα «τιμοκρατικά» πολιτικά δικαιώματα εκτείνονται (1863) σε 3.260 εκλογείς και 350 εκλόγιμους.[2] Η μάζα των Κερκυραίων αγροτών που υπερθεματίζει την Ένωση, αποζητά τη δικαιοσύνη.[3]  

Ατελέσφορη κορύφωση

 Αντιμέτωπη με το ρεσάλτο στο πολιτικό προσκήνιο του νεόκοπου «Αγροτισμού», η εντόπια αντίδραση συνδέει κινδυνολογικά την Αγροτική Μεταρρύθμιση με τις σοσιαλιστικές ιδέες: - Ο Δ. Κουρκουμέλης (που το 1856 πρωτοστατεί στη κίνηση «αποικιοποίησης» της Κέρκυρας από τη Βρετανία!) ξορκίζει ως επάρατο «κοινωνισμό» (: κομμουνισμό) το πρόγραμμα κατάργησης φέουδων και προσωποκρατήσεων για χρέη[4] [παράβαλε εδώ: ΠΑΝΟΠΤΙΚΟΝ]. - Η δημοσιογραφία παραπέμπει στον καθηγητή Νομικής της Ιονίου Ακαδημίας Santorio για να ξιφουλκήσει και κατά των… ρωμαϊκών αγροτικών νόμων των Γράκχων του 133-122 π.Χ., και αποδίδει στους «πενητιώντες(sic)… των αγρών», «νομοσχέδια άξια των χειροκροτήσεων των κοινωνιστών».[5]  


Στη πράξη οι Αγροτιστές – πολιτικά αστοιχείωτοι, που συνεργούν και στην ελεεινή «κατάργηση» του Ιονίου Πανεπιστημίου (αθλιότητα χωρίς προηγούμενο ούτε σε κατακτητικά επεισόδια)[6] – ευνοούν τους ευκατάστατους αρχοντοχωριάτες και οριακά μόνο βελτιώνουν τη δεινή θέση των απόρων ακτημόνων… Θα επιβάλλουν, τις 20 Ιανουαρίου 1866, το Νόμο ΡΝ’ (150) που παύει ακρότητες του ισχύοντος καθεστώτος (προσωποκράτηση, κ.α.), αλλά τη πολυπόθητη για τους… «πενητιώντες», «σεισάχθεια» (γενική άρση των βαρών) δεν θα τη προτείνει ο αγροτοπατέρας Κωνσταντάς πριν τα τέλη του 1866.[7]


 Στο μεταξύ, βέβαια, οι συντηρητικές τάξεις της πόλης δοκιμάζουν αλλεπάλληλα «στρατηγήματα» για την ανατροπή της αγροτικής πλειοψηφίας: - Πριν την Ένωση, αρχές του 1864, οι πρώην «προστασιανοί» συνομωτούν κατά της καθολικής ψήφου με τον Ελλαδίτη μυστικό απεσταλμένο Κ. Κωστάκη, βουλευτή-Γ. Γραμματέα των Εξωτερικών: προτείνουν διαιώνιση του πολιτεύματος του Προτεκτοράτου εγγυημένη με Ελληνική, κατασταλτική στρατιωτική δύναμη – προοπτική που αντιμάχεται το «ριζοσπαστικό», εθνικιστικό-αστικό κόμμα.[8] - Αφού όμως οι Αγροτιστές “homines novi” (νέοι πολιτικοί) εκλέγουν 19 στους 20 βουλευτές, ο Βράιλας και ο Μαρκοράς, σπεύδουν σαν τους αρχαίους «πρέσβεις» των «ολίγων» στην Αθήνα (τέλη του 1864). Με συνηγορία της Αγγλικής πρεσβείας, η εκλογική περιφέρεια κατατέμνεται για να εκμαιευθεί εκλογή Αστών.[9] 


Εντέλει, ένα Αγροτικό κίνημα που επιχειρείται βεβιασμένα καταλήγει σε φιάσκο: τη 15η  Ιανουαρίου 1865 (ν.η.) συλλαλητήριο χωριατών, με έναυσμα του Κωνσταντά, πορεύεται προς τη πόλη – αλλά αναχαιτίζεται αναίμακτα από αστυνομία και στρατό «στην Άγια Αικατερίνην». Στη πόλη ο κινηματίας Κωνσταντάς προπηλακίζεται, και μεταφέρεται (παρότι βουλευτής) στο Νέο Φρούριο για «διερεύνηση» και εκφοβισμό.[10]


 Εκφυλισμός: τοκογλύφοι ή Ιρλανδοί;


 Επί 30 εφιαλτικούς μήνες μετά την Ένωση το μπάσο πόπολο των χωριών λεηλατείται από το γενναίο νέο κόσμο: «λυσσώντες λύκοι […] η εν Κερκύρα αγροτική τάξις… ουδέν διαφέρει… των της Ρωσσίας δουλοπαροίκων και των της Αμερικής δούλων» – τέτοια γράφονται το 1865,[11] ενώ σβήνει ο Αμερικανικός Εμφύλιος. Και 3 λάμβδα: ο Λασκαράτος, στο Ληξούρι, κεραυνοβολεί το Λομβάρδο, πρωτεργάτη της Ένωσης, ήδη υπουργό, που τώρα (1868) κερδοσκοπεί σε Ζάκυνθο και Κέρκυρα![12]  


Και ενώ σιωπούν στα μείζονα, οι Αγροτιστές δίνουν «ομηρικές» μάχες για λεπτομέρειες? συμμαχούν (κατά των αστών) με τους… φεουδάρχες, βλέπουν τη Κέρκυρα «Ιρλανδίαν εν τω κόλπω του Ελληνισμού», προειδοποιούν σε ανώνυμα φυλλάδια ότι «Οι χωρικοί… εξοπλίζονται… στρατιωτικά τελειοποιούνται».[13] Στη βουλή εκτοξεύονται απειλές για κερκυραϊκά «Φενιανά» (: Ιρλανδικό ένοπλο κίνημα της 11/2/1867).[14]   


Στη πράξη, ο «Αγροτιστικός» οπορτουνισμός οπισθοχωρεί όσο πειστικότερα μπορεί – με μπαλαντέρ τον βολικό «αλλογενή» εχθρό, εξωτερικού τε και εσωτερικού: - Με μία εθνικόφρονα πιρουέτα, την 25η Μαρτίου 1867, ο Κωνσταντάς αποδίδει τη διαίρεση (φραξιονισμό) των ομοϊδεατών Αγροτιστών, σε σκοτεινή συμμορία που προωθεί  «γνωστά σχέδια των ξένων», δηλαδή τον «ιρρεδεντισμό» (ψευδοαλυτρωτισμό) της Ιταλίας στη Κέρκυρα. Η Ιταλία θα εκμεταλλευτεί τη στασιωτική αναταραχή στη Κέρκυρα – της οποίας πρωτεργάτης είναι ο Κωνσταντάς – για να σκηνοθετήσει διεθνές επεισόδιο πολύ νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 1865.[15] - Η επίσημη αγροτιστική προπαγάνδα υιοθετεί, εξάλλου, τη ρατσιστική, αβάσιμη αστική συκοφαντία περί των «τοκογλύφων» Εβραίων. Όμως σε στατιστική των ετών 1862-1865, από τις διώξεις κατά χωρικών εκ μέρους της πόλης (78% του συνόλου) μόνο ένα 12% ασκείται από Κερκυραίους εβραίους – εξάλλου και ένα 15% ασκείται «αιτήσει των χωρικών» (ευκατάστατων, που αντισκώνουν αστικές πρακτικές).[16]
ζ Σταδιακά, ο Αγροτισμός φθίνει: η εθνικιστική αστική-φιλελεύθερη Δεξιά του Πολυλά και η ξανανιωμένη αντιδραστική γαιοκτησία επεκτείνουν τη «γκιόστρα» (: κονταρομαχία) τους στα χωριά? το 1872, το 1874, είναι πανωλεθρίες των Αγροτιστών – αν και ο Κωνσταντάς επανακάμπτει, προσωπικά, κάθε φορά.[17]  


Η εθνικιστική αγκύλωση


 Τον οπορτουνισμό των Αγροτιστών ευνοεί η απουσία ιδεολογίας. Αργότερα, το 1882, εντοπίζουμε τον Κωνσταντά, «τελευταίο επιζώντα» του εθνικόφρονα Αγροτισμού, να αρθρογραφεί στην, αναρχικών αποκλίσεων κατά τον Κερκυραίο μαρξιστή του 20ου αιώνα Άγι Στίνα, εφημερίδα «Οι Εργάται» (1881-1882).[18]  
Το μεθενωτικό μεσουράνημα του Αγροτισμού επιστέφει μία σκηνοθεσία πυροτεχνημάτων που εκτοξεύονται στο οργιαστικό περιβάλλον ιδεολογικής σύγχυσης της Επτανήσου. Κραυγαλέα δείγματα: - Μετά τη στροφή της Βρετανίας προς την Ένωση (ή νωρίτερα; από το 1857), οι Προστασιανοί και οι Μεταρρυθμιστές μεταμφιέζονται με καρναβαλικούς όρους σε «Ριζοσπάστες» εθνικιστές. - Το 1858 ο Λομβάρδος υπογραμμίζει την ιδεολογική αποστασιοποίηση του «κομμουνιστή» Μομφερράτου και του ρεπουμπλικάνου (αντιμοναρχικού αστού) Ζερβού-Ιακωβάτου – την ώρα που ο τελευταίος «απουσιάζει» εκκωφαντικά στην Ανατολή.   


Οι 2 Κεφαλλονίτες ήρωες, μακράν των Λομβαρδιανών, αλληλέγγυοι στον ελευθεριακό εθνικισμό του Ιταλού Ματσίνι, υψώνουν κάποτε τη Γαλλική και την Ιταλική επαναστατική τρικολόρε.[19] Η ηχητική ομοιότητα του «ριζοσπαστισμού», λέξης Κοραϊκής (1824), με το «ριζορτζιμέντο» (Αφύπνιση: η εφημερίδα του Καβούρ το 1847-1849, πριν υπουργοποιηθεί από το Πιεμοντέζικο κατεστημένο) είναι ηθελημένη.  


 Αλλά στην Ιταλία η ευκαμψία του Καβούρ υπερφαλαγγίζει τον Ματσίνι, και στην Επτάνησο η κατίσχυση των εθνικιστών (Λομβάρδος, Πολυλάς) είναι νομοτέλεια που εκκολάπτεται στις αντιφάσεις των απέναντι. Γνησιότερες αριστερές θεωρήσεις δεν ριζώνουν στα αστικά θερμοκήπια εσχατολογικών εθνικισμών τύπου 1848. Δεν είναι, έτσι, παράδοξο, ότι η αναζήτηση μίας Επτανησιακής Αριστεράς θα ευδοκιμήσει, αφού απενοχοποιηθεί, μακράν Ριζοσπαστών και Αγροτιστών – σε «καταχθόνια» συμφραζόμενα!
 Ανώριμοι κομμουνισμοί: ιντελιγκέντσια – προλεταριάτο  

Εκκεντρικός Κερκυραίος λόγιος, ο Νικόλαος Κονεμένος συνέτασσε την 28η Απριλίου 1860 γράμμα προς το Λασκαράτο, στο οποίο επιπλέει η πρώτη σωζόμενη ευμενής αναφορά στον «κομμουνισμό» στην ελληνική γραμματεία.[20] Αλλά ο Κονεμένος δεν είναι ούτε ριζοσπάστης, ούτε εθνικιστής. Με την εφημερίδα «Εωσφόρος», που εκδίδει ανώνυμα στη Κέρκυρα ήδη το 1858, καθελκύει μία αντιρριζοσπαστική ελευθεριακή σάτιρα που κατανοεί με κρυστάλλινη διαύγεια το προτσές της αστικής κατίσχυσης – και απορρίπτει την εργαλειοθήκη της: Ριζοσπαστισμό και Ένωση.[21]


 Η μαχητική αυτή θεώρηση δεν συνθηκολογεί: ο Κονεμένος κηρύσσει διμέτωπο κατά των αστών και του Κωνσταντά, στις φωταψίες του «Λύχνου» του Λασκαράτου στηλιτεύεται η οικονομική λεηλασία του «απελευθερωτή» Λομβάρδου στη μεθενωτική Κέρκυρα (1868), και στοχοποιείται ο «αναρχισμός»,[22] στου οποίου φύλλο αρθρογραφεί, όπως είδαμε, ο οπορτουνιστής Κωνσταντάς το 1882.


 Ειδικά η περίπτωση του Κονεμένου αντιστρέφει τον (αστικό) «ρεαλισμό» που προεξοφλεί ως «αναπόφευκτη» την ανακατάκτηση των χωριών: γιατί, αντιτείνουμε, δεν προκύπτει ανταρσία στο εσωτερικό του αστικού «φρουρίου»-πόλη; Λείπει, ίσως πουν, το ποπολάρικο προλεταριάτο – καθώς η ιστοριογραφία του Ελληνικού εργατικού και σοσιαλιστικού κινήματος που ξεσκονίζει τις λιλιπούτειες ελλαδικές πρωτεύουσες του ανερχόμενου αστικού και βιομηχανικού κόσμου (Ερμούπολη, Πάτρα, Αθήνα-Πειραιάς-Λαύριο), στην Επτάνησο επαναπαύεται στα περί «ανυπαρξίας» προενωτικής βιομηχανίας.  
Όταν όμως (το 1861) ο Λενορμάν καταγγέλλει το Προτεκτοράτο για στραγγαλισμό της «εθνικής βιομηχανίας» στην Επτάνησο, παραβλέπει τον «αποικισμό» από αγγλικά εγχειρήματα: - Το 1864 η Συνθήκη της Ένωσης διασφαλίζει την προνομιούχο αγγλική “Malta & Mediterranean Gas” στη Κέρκυρα. Το εργοστάσιο αεριόφωτος λειτουργεί στο Μαντούκι, στη θέση «Γας» (: gas), το 1911-1912, πολυάριθμοι εργάτες του οργανώνονται στο τοπικό Σοσιαλιστικό Κέντρο και εμπλέκονται σε απόπειρα σαμποτάζ. «Λανθάνουν» στις πηγές, ίσως επειδή δηλώνονται ως «τεχνίτες».[23] - Στο «βιομηχανικό αποικισμό» της Κέρκυρας προηγείται ο John Dandy, με 5ετές προνόμιο παραγωγής μπύρας «τύπου Αλλ κ. Πόρτερ» που ανανεώνει το 1847 – δηλαδή τσιτσιμπύρες τύπου “Ale” και “Porter”.[24]


 Η πρώτη ατμοκίνητη βιομηχανία σε Επτάνησο και Ελλάδα ιδρύεται στη Κέρκυρα ήδη το 1837: μία «Συντροφία Ατμαλευρομύλου» που εμπορεύεται «αλεύρι... καμωμένο εις τον τόπο» εγκαινιάζει τη «γενεαλογία» των, όχι ευάριθμων, αλευρόμυλων της κερκυραϊκής βιομηχανίας.[25] Μετά την Ένωση, η μεταποίηση στη Κέρκυρα ανελίσσεται ως εξής: - Στη βιοτεχνία-«μανιφατούρα» λειτουργούν 15 μονάδες (βυρσοδεψεία, σαπωνοποιεία) με συνολικά 50-60 εργάτες (1867), υπερδιπλάσιοι απασχολούνται σε 2 μεγάλες σαπωνοποιΐες που ιδρύονται το 1871. Περισσότεροι από 1.500 «τεχνίτες» καταμετρώνται το 1871[26] – τη χρονιά δηλαδή της παρισινής Κομμούνας. - Το 1876 στη Κέρκυρα λειτουργούν 9 βιομηχανικού χαρακτήρα μονάδες, οι 5 ατμοκίνητες (: 3 αλευρόμυλοι, 1 πυρηνελαιουργείο, 1 βυρσοδεψείο), συν 1 παγοποιείο, και ασφαλώς τα 2 ιστορικά εργοστάσια Δεσύλλα και Ασπιώτη (1871 και 1873 αντίστοιχα)[27] – συν το Γας.


 Απόδημοι εργατισμοί  


Απροσδόκητα, εξάλλου, ο Κορδάτος επισημαίνει στη κλασική του ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος: «οι Έλληνες εργάτες της Αλεξάντρειας, απ’ τους οποίους οι περισσότεροι ήταν Κερκυραίοι, ιδρύσανε το 1872 σωματείο με τίτλο “Η αδελφότης των εργατών”».[28] Εδώ λοιπόν: - Εικάζουμε ότι η πιθανότερη απασχόληση απόδημων Κερκυραίων εργατών στην Αλεξάνδρεια το 1872 αφορά στην κατασκευή του μεγάλου κυματοθραύστη του λιμένα (1871-1873). Πρόκειται άραγε για εργάτες των οχυρωματικών έργων των Βρετανών στη πόλη της Κέρκυρας, που απομένουν άνεργοι; - Έχουμε έτσι την πρώτη ένδειξη σοβαρών επιπτώσεων της Ένωσης στα κατώτερα στρώματα του κερκυραϊκού πληθυσμού: η Κέρκυρα μεταμορφώνεται από χώρο υποδοχής, σε τροφοδότη της μετανάστευσης. Στις απογραφές (1862, 1864, 1865, 1870) η ετήσια αύξηση 36,9‰ μεταξύ 1862-1865 αντιστρέφεται σε μείωση 8,8‰ το 1865-1870.  


Μία τέτοια «φυγάδευση» εκτονώνει ίσως τη τοπική κρίση – αλλά μήπως είναι εθνικιστικά χρωματισμένη; Στρατηγική πληθυσμιακής αφαίμαξης, οι «ξενηλασίες» του Πολυλαϊσμού, ομαδοποιούν ταξικά Εβραίους και καθολικούς Μαλτέζους, που (παρά τα περί τοκογλυφίας που παπαγαλίζει ο Αγροτισμός) είναι προλεταριοποιούμενοι άθλιοι – όπως σημειώνει ο Κονεμένος ήδη το 1861.[29] Εβραίοι ή Μαλτέζοι της Αλεξάνδρειας με κερκυραϊκή καταγωγή ίσως ανήκουν και στη «φουρνιά» του 1872.  


Μετά τα «Εβραϊκά» του 1891, με τη ραγδαία αποκλιμάκωση του εξαθλιωμένου πληθυσμού της Οβρηακής, εξοβελίζεται ένας δυνητικά στρατηγικός παράγοντας στη προοπτική της «τάξης δι’ εαυτήν», μίας συμμαχίας προδωμένων χωριατών και αθλίων της πόλης. Πογκρόμ εκτυλίσσεται και στη «δίδυμη» Ζάκυνθο.


 Συνιστά ιστορική ειρωνεία αντάξια ενός Κονεμένου, το ότι Κερκυραίοι σοσιαλιστές όπως ο Σπαταλάς και ο Σίδερις (ένστολοι στο 10ο Σύνταγμα Πεζικού), συσσωματώνονται στη Σοσιαλιστική «Φεντερασιόν» των Εβραίων στην απελευθερωμένη Θεσσαλονίκη.[30] Στο θριαμβικό ζενίθ του αστικού μεγαλοϊδεατισμού, ο Αριστοτέλης Σίδερις αναδεικνύεται πρώτος κομμουνιστής βουλευτής στην Ελληνική Βουλή – όχι με ψήφους δύστυχων Κερκυραίων χωριατών, αλλά με οβραίικα «δαγκωτά», όπου αναμφίβολα συμβάλλει και η αποδιωγμένη κορφιάτικη πλέμπα του 1891.


 Σύνοψη: η επαναστατική βιωσιμότητα


 Εντέλει όμως, δεν «φταίνε» μόνο οι δαιμόνιοι ηγήτορες των Αστικών τάξεων. Στρατηγικά αδιέξοδα στα οποία προσκρούει η άκαρπη “Revoluzione Rusticana” των Κερκυραίων χωριατών στην ασταθή πολιτική συγκυρία της Ένωσης (1864-1868), παραλληλίζονται αξιοπρόσεκτα με την ανάλυση του Γκράμσι για τη «σχέση πόλης-υπαίθρου στο [ιταλικό] Ριζορτζιμέντο»:[31] - Στην Επτάνησο (όπου το στάδιο οικονομικής, κοινωνικής και ιδεολογικοπολιτικής εξέλιξης μοιάζει με τις συνθήκες του καθυστερημένου Νεαπολιτάνικου βασίλειου των Βουρβώνων στη Νότιο Ιταλία, εξαιρουμένης της αγγλόφιλης Σικελίας) οι πόλεις είναι μάλλον «μεσαιωνικές» παρά βιομηχανικές? οι όποιοι συγχρονισμένοι αστικοί θύλακοι συνθλίβονται από τη πλειοψηφία, τις «σιωπηλές πόλεις».

- Τέτοιες κοινωνίες, μηδέ των θυλάκων εξαιρουμένων, απορρίπτουν σιωπηρά αλλά γενικά αγροτικές διεκδικήσεις που δυναμιτίζουν τα θεμέλια του ιστορικού σχήματος της «πόλης»? τρέφουν μάλιστα «μίσος και περιφρόνηση ενάντια στο χωριάτη» – που ανταποδίδει, αντιστρέφοντας τη φορά.  

- Το τοπικό κατεστημένο εκβιάζεται εντέλει υπό τη πίεση των συνθηκών και την επικρατούσα εθνική ιδεολογία να εξαρτηθεί (παρά τη κατάδηλη υπεροχή του στη κουλτούρα) από τον πολιτικοστρατιωτικά παγιωμένο εξουσιαστικό πυρήνα – εδώ, το βασίλειο των Αθηνών.

- Στρατηγικός κοινωνικός αρμός δεν είναι κάποια εργατική αριστοκρατία αλλά τα «ψάθινα καπέλα», οριακές κατηγορίες του αγροτικού πληθυσμού με «οργανωτικές λειτουργίες στο πεδίο της παραγωγής, της κουλτούρας, ή το πολιτικοδιοικητικό» που διαμεσολαβούν μεταξύ φτωχής αγροτιάς και κατεστημένου.
 Σχεδόν αντανακλαστικά η επαναστατική ιδεολογία, τέκνο του πολιτισμού των πόλεων, φοβάται το χωριάτη: κατά τούτο οι φιλελεύθεροι Αστοί (που σφαγιάζονται από αντεπαναστάσεις φεουδαρχών και αγροτικά φουσάτα στη «Παρθενώπεια Δημοκρατία» της Νεάπολης το 1779 ή στη Κέρκυρα το 1798-1799),[32] εμφανίζονται ως «φυσικοί» σύμμαχοι κατά τη σοσιαλδημοκρατική ορθοδοξία. Έτσι η βιώσιμη στρατηγική της συμμαχίας του προλεταριάτου με τις αγροτικές τάξεις (πιο πρακτικά: με τα «ψάθινα καπέλα») αναβάλλεται – ως το συνέδριο του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος του 1905 στο Λονδίνο, όπου πρυτανεύει η ιδιοφυΐα του Λένιν και οι μπολσεβίκοι του.


 Το Κερκυραϊκό 1864-1868 είναι ανώριμο στη προοπτική μίας τέτοιας μεταμόρφωσης: λείπει το ενοποιημένο, οργανωτικά διαρθρωμένο ποπολάρικο προλεταριάτο, απουσιάζουν (κατά τη Γκραμσιανή ανάλυση) στοιχειώδεις ψυχολογικές προϋποθέσεις μίας υπέρβασης εθνοτικών και κουλτουραλικών στεγανών για τη συναδέλφωση των χειμαζόμενων τάξεων. Η Ιστορία δεν επιφυλάσσει στους Κερκυραίους μία κοσμοϊστορική επανάληψη των «αιματωμένων» στασιωτικών πρωτείων που Πελοποννησιακού Πολέμου.       


 Αριστοτέλης Κ. Κοσκινάς 

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ [*]

Για τον τίτλο, παράβαλε τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» του Διονύσιου Σολωμού, στροφές 20-21: «Εφωνάξανε ως τ’ αστέρια/ του Ιονίου και τα νησιά,/ και εσηκώσανε τα χέρια,/ για να δείξουνε χαρά,/ – μ’ όλον πού ’ναι αλυσωμένο/ το καθένα τεχνικά,/ και εις το μέτωπο γραμμένο/ έχει: Ψεύτρα Ελευθεριά.» Η στροφή 21 λογοκρίθηκε στη πρώτη έκδοση. [1] Τα παροιμιώδη «Κερκυραϊκά» του Θουκυδίδη (3.69-85, 4.46-48) αφορούν στον εμφύλιο του κερκυραϊκού «δήμου» (: λαού) και των «ολίγων», που κορυφώνεται τα χρόνια 427-425 π.Χ.  Η «Παθολογία» του (3.82-83), που ανατέμνει οξυδερκώς τα τεκταινόμενα στην εμφυλιακή Κέρκυρα του 427 π.Χ., είναι το αρχαιότερο πολιτικό δοκίμιο περί εμφυλίου. [2] Διεξοδική μελέτη των εκλογικών πληθυσμών της ιονικής τιμοκρατίας στο: ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Γ., Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), σς. 400-406 και ιδίως το συνοπτικό Πίνακα 177 (σ. 405). Το 1863 οι αριθμοί έχουν «κλιμακωθεί» λόγω της οικονομικής ανάπτυξης των μεσαίων τάξεων. [3] ΧΥΤΗΡΗΣ, Γ., Το Κερκυραϊκό αγροτικό πρόβλημα την επομένη της Ενώσεως και οι αναφορές του Άγγλου πρόξενου, Κέρκυρα 1981, σς. 18-19. [4] Για τις παρεμβάσεις Κουρκουμέλη βλέπε ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Γ., στο ίδιο, σ. 413 σημ. 110 και σ. 411 σημ. 102, για το σκοτεινότατο επεισόδιο του 1856 το οποίο ηρωοποίησε το Λομβάρδο βλέπε ΧΙΩΤΗΣ, Π., Ιστορία του Ιονίου Κράτους από συστάσεως αυτού μέχρις Ενώσεως, Ζάκυνθος 1877, τόμος Β’, κεφάλαιον ΙΓ’ (σς. 368-386).    [5] Εφημερίδα «Αστήρ», όπως παρατίθεται στο: ΔΑΦΝΗΣ, Κ, «Το αγροτικό ζήτημα και η πολιτική», εφημερίδα Κερκυραϊκά Νέα, 1035/1968.   [6] Το πανεπιστήμιο του Στρασβούργου (γερμανόφωνης πόλης με γαλλική εθνική συνείδηση), ενισχύθηκε αισθητά κατά τις αλλελάλληλες εναλλαγές Γερμανικής-Γαλλικής διοίκησης στην Αλσατία, τα έτη 1871, 1918, 1940, 1945. Μήπως η εμπόλεμη και προσφυγική Ελλάδα δεν προώθησε αμελλητί την ίδρυση πανεπιστημίων στη Σμύρνη και τη Θεσσαλονίκη;   [7] ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Γ., στο ίδιο, σς. 413-426, ιδίως στη σ. 414 την ευνοϊκή για τη «μεγάλη και μεσαία αγροτιά» ρύθμιση και στη σ. 416 το «άνοιγμα προς τα φτωχότερα στρώματα της υπαίθρου». [8] ΧΥΤΗΡΗΣ, Γ., στο ίδιο, σς. 20-21, ΔΑΦΝΗΣ, Κ., Γεώργιος Θεοτόκης, Κέρκυρα 1998, σς. 31-35. [9] ΧΥΤΗΡΗΣ, Γ., στο ίδιο, σς. 25, 59, 61-62, 64-65. [10] ΧΥΤΗΡΗΣ, Γ., στο ίδιο, σ. 60 όπου παρατίθεται η από 16/1/1865 (ν.η.) αναφορά του Βρετανού Γενικού πρόξενου στον Υπουργό Εξωτερικών, βλέπε και σχετική σημ. 6: σ. 80, όπου παρατίθεται λαϊκό στιχούργημα της εποχής, επιτιμητικό για τον Κωνσταντά: «Αλλ’ ήρθε τότε ο στρατός/ στην Άγια Αικατερίνη/ και μας εδίωξεν αυτός/ κι εφύγαμε με ειρήνην». [11] Αποσπάσματα από το φυλλάδιο «Τα δεινοπαθήματα των χωρικών της Κέρκυρας», Κέρκυρα, 1865, όπως παρατίθενται στο: ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Γ., στο ίδιο, σ. 417 σημ. 130. [12] Βλέπε: ΑΣΔΡΑΧΑΣ, Σ. Ι., «Ο Λύχνος του Ανδρέα Λασκαράτου», στο αφιέρωμα «Ο Τύπος στα Επτάνησα της Αγγλοκρατίας», ένθετο Επτά Ημέρες της εφημερίδας «Η Καθημερινή» (Αθηνών), 30/5/1999, σς. 21-22, ιδίως σ. 22.  [13] Για το συσχετισμό με την επαναστατημένη τις αρχές του 1867 Ιρλανδική αγροτιά βλέπε τη πρώτη παράθεση στο ΧΥΤΗΡΗ, στο ίδιο, σ. 30, αγόρευση του Κωνσταντά στη βουλή, από τη «Συλλογή των κατά την Γ’ Σύνοδον της Βουλής 1867 γενομένων συζητήσεων επί του Κερκυραϊκού ζητήματος…», σ. 181, όπως παρατίθεται στο: ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Γ., στο ίδιο, σ. 424 σημ. 159, ρητή επαναστατική απειλή στο φυλλάδιο των 6 Αγροτιστών (συμπεριλαμβανομένου του Κωνσταντά) «Οι εν Κερκύρα λησταί», φυλ. Α’, Αθήνα 1867 (τέλη Ιανουαρίου), όπως παρατίθεται στο ίδιο, σ. 419 σημ. 138. [14] Για «Φενιανούς της Κέρκυρας» (: Fenians de Corfu) παραπέμπει στα στενογραφημένα πρακτικά της βουλής από τον Μαρκορά: MARCORAN, G., Precis et esprit de la Question Agricole de Corfou, 19/31 Αυγούστου 1868, ολόκληρο το κείμενο στο ΑΝΩΓΙΑΤΗΣ-PELE, Δ. – ΠΡΟΝΤΖΑΣ, Ε., Η Κέρκυρα 1830-1832. Μεταξύ φεουδαρχίας και αποικιοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2002, σς. 179-193, ιδίως σ. 191. Ο Γεώργιος Μαρκοράς ονομάζει κάποτε το Κωνσταντά, «Μικρό Μαρά της Κέρκυρας», βλέπε ΧΥΤΗΡΗΣ, Γ., στο ίδιο, σ. 53 (σημ. 82). [15] Στο ΚΟΥΡΗΣ, Σ., Το προς την πατρίδα καθήκον. Ιστορική έκθεσις των περί ιδιοκτησίας Κερκύρας ζητημάτων, Κέρκυρα 1868, σελ. 50/52, όπως παρατίθεται στο: ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Γ., στο ίδιο, σ. 421 σημ. 142. Κατά τις αναφορές του Βρετανικού Προξενείου που παρατίθενται στο: ΧΥΤΗΡΗΣ, Γ., στο ίδιο, σς. 69-72, ο Ιταλός πρόξενος ανακινεί ζήτημα ανταρσίας του ελληνικού στρατού και λεηλασίας της πόλης από στρατιώτες και χωριάτες (!). Καταπλέει έτσι τις 21/10/1865 (ν.η.) ισχυρότατη Ιταλική μοίρα υπό τον υποναύαρχο Vacca: 3 τεθωρακισμένα, 2 φρεγάτες και 1 ταχύπλοο ατμόπλοιο – το 1/3 του Ιταλικού στόλου. Ψυχραιμότερο της Βρετανικής πρεσβείας, το προξενείο διασκεδάζει τις διαδόσεις περί κίνησης με ρεπουμπλικανικές (αντιμοναρχικές) ή κομμουνιστικές κλίσεις, μετά ένα εξάμηνο θεωρεί κοινό τόπο την Ιταλική επιβουλή στη Κέρκυρα (αλλά και τη πληρωμένη Ρωσική προπαγάνδα): βλέπε στο ίδιο, σ. 77.    [16] Τη στοχοποίηση των Εβραίων με ψευδοεπιστημονική ανάλυση και παραποίηση στοιχείων ενορχηστρώνει η εφημερίδα «Η Κοινότης Κερκύρας», βλέπε: ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Γ., στο ίδιο, σ. 417 σημ. 131. Όπως υποστηρίζεται στο: ΔΑΦΝΗΣ, Κ., στο ίδιο, σς. 42-43 σημ. 17, η «Κοινότης» πλαισιώνει το 1864 μία (ταξικά «εμφυλιακή») επίθεση του Ενωτιστή Κερκυραίου μητροπολίτη Αθανάσιου Πολίτη κατά παραγόντων της πόλης, χυδαιολογεί μάλιστα ονομαστικά κατά του Πολυλά (: «Ο κ. Πολυλάς έγλυφε τα πινάκια της Κυβερνήσεως»). Η ίδια μεταμφιέζεται στις εκλογές του 1865, εκπλήσσεται ο Δαφνής, σε «δημοσιογραφικό όργανο του [λοιδωρούμενου πριν] συνδυασμού!» Η στατιστική είναι σωφρονιστική: Επίσημος Εφημερίς, φ. 57/1865: «Αριθμός των εις τας φυλακάς Κερκύρας εισαχθέντων πολιτικών οφειλετών…», όπως παρατίθεται στο ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Γ., στο ίδιο, σ. 418 σημ. 133.    [17] Για τις εκλογές μετά το 1868 σποράδην στοιχεία: ΚΑΤΣΑΡΟΣ, Σ., στο ίδιο, ΔΑΦΝΗΣ, Κ., στο ίδιο. Ο Κωνσταντάς εκλέγεται σε 11 από τις 15 βουλές που μεσολαβούν από το 1864 ως το θάνατό του το 1892, βλέπε: ΧΥΤΗΡΗΣ, Γ., στο ίδιο, σ. 53. [18] Για το άρθρο του Κωνσταντά στους «Εργάτες», βλέπε ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Γ., στο ίδιο, σ. 425 σημ. 167. Η κερκυραϊκή εφημερίδα «Οι Εργάται» [από 14/11/1881 έως 1/10/1882] έπεται του φύλλου «Εργάτης» με το οποίο ο Παναγιώτης Πανάς πλαισιώνει τον ρεπουμπλικάνο Ρόκκο Χοϊδά σε Αργοστόλι και Αθήνα (1875, 1875-1876). Προηγείται των φύλλων «Εργάτης» της Πάτρας (1882-1884) και Τρίπολης (1882), και «Οι Εργάται» των Τρικάλων (1883-1888).     [19] ΑΛΙΣΑΝΔΡΑΤΟΣ, Γ., «Ο Επτανησιακός Ριζοσπαστισμός (1848-1864) και η σχέση του με τις Γαλλικές Επαναστάσεις του 1789 και 1848 και το ιταλικό Risorgimento», στο Πολιτισμικές επαφές στα Επτάνησα και αναμεταδόσεις στον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο, 16ος-20ος αι., Πρακτικά Β’ Συνεδρίου Επτανησιακού Πολιτισμού (Λευκάδα 3-8 Σεπτεμβρίου 1984), Αθήνα 1991, σς. 337-373.   [20] ΑΛΙΣΑΝΔΡΑΤΟΣ, Γ. (Εισαγωγή, έκδοση, σημειώσεις), Ανέκδοτα γράμματα του Ν. Κονεμένου στον Ανδρέα Λασκαράτο (1860-1861, 1863), Αθήνα (Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών) 1996, σς. 63-66. Πρώτη αναφορά ειδικά για τον όρο «κομμουνισμός», νεολογισμό που καθελκύεται το 1858, ενόσω επικρατεί ακόμα ο όρος «κοινωνισμός». Ευμενής, διότι η πρότερη του Ζακυνθινού πολιτικού Λομβάρδου (επιστολή της 28/7/1858, δημοσιεύεται αχρονολόγητη, το πιθανότερο τα μέσα Αυγούστου του ίδιου χρόνου) επιρρίπτει τον «κομμουνισμό» ως ανάθεμα στον ήρωα του Κεφαλληνιακού Ριζοσπαστισμού, Μομφερράτο. Σωζόμενη, επειδή ο Μομφερράτος απάντησε τότε άμεσα στο Λομβάρδο – αλλά το (σπανιότατο) σχετικό μονόφυλλο λανθάνει σήμερα.    [21] Για τον «Εωσφόρο», βλέπε: ΔΑΦΝΗΣ, Κ., «Ο Εωσφόρος, το περιοδικό του Ν. Κονεμένου», Κερκυραϊκά Χρονικά 26, σς. 377-383, του ίδιου, «Ο Κονεμένος, ο Λασκαράτος και ο “Εωσφόρος”», Δελτίον Ιονίου Ακαδημίας τόμ. Β’, Κέρκυρα 1986, σς. 236-269. Στη πολιτική-σατιρική γραμμή του «Εωσφόρου» ευθυγραμμίζονται και τα μεταγενέστερα φύλλα «Λύχνος» του Λασκαράτου (1859-1863, 1868, 1894-1896, Ληξούρι και Κέρκυρα) και «Αποθήκη του Διαβόλου» ή «Διαολαποθήκη» του Φερδινάνδου Όδδη, στο Αργοστόλι (1859-1864, Αργοστόλι).   [22] Βλέπε παραπάνω, σημείωση 12. [23] Παράβαλε τώρα: ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, Γ., Ανάμεσα στην τιμή και το χρήμα. Η Κέρκυρα στα χρόνια της Αγγλικής κυριαρχίας (1814-1864), σ. 362. [24] Βλέπε στο: ΖΑΜΙΤ, Λ., Η οικονομία της Επτανήσου επί Αγγλικής Προστασίας (1815-1864), Κέρκυρα 21992, σς. 41-42, όπου μνημονεύεται και η ίδρυση, το 1845, εταιρίας σηροτροφίας-μεταξουργίας και εκτροφείου μεταξοσκωλήκων στην Άφρα, στο αγρόκτημα του Π. Κουρκουμέλη. [25] ΧΥΤΗΡΗΣ, Γ., Η Κέρκυρα στα μέσα του 19ου αιώνα, Κέρκυρα 1988, σ. 33, όπου παρατίθεται και το κείμενο του μονόφυλλου (υπ’ αριθμ. L 1280 Β’ Αναγνωστική Εταιρεία Κερκύρας).     [26] ΠΡΟΓΟΥΛΑΚΗΣ, στο ίδιο, σς. 362-363. [27] ΜΑΝΣΟΛΑΣ, Α., Πολιτογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος, 1867, του ίδιου, Απογραφικαί πληροφορίαι ατμοκινήτων βιομηχανικών καταστημάτων, 1876 – παρατίθενται στο: ΣΠΙΓΓΟΣ, Θ., Επτάνησα (1864-1874) από την Ένωση στην Ενσωμάτωση, Κέρκυρα 2002, σς. 127-128.  [28] ΚΟΡΔΑΤΟΣ, Γ., Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος, 2Αθήνα 1956, σ. 174, όπου, στη σημείωση 3, παραθέτει ως πηγή: ΚΗΠΙΔΟΥ, Γ. Ι., Έλληνες εν Αιγύπτω, Αλεξάνδρεια 1892. Βλέπε σχετικά και στη σ. 56 σημ. 1, για την έκδοση στην Αλεξάνδρεια του φύλλου «Δελτίον της εν Αλεξανδρεία Ελληνικής Εργατικής Εταιρείας», το 1880.        [29] Πρώιμη αναφορά στα δεινά των Κερκυραίων εβραίων στο κείμενό του «Εις ποίον βαθμόν πολιτισμού ευρισκόμεθα;» που μένει ημιτελές καθώς το πρώτο του μέρος δημοσιεύεται στο τελευταίο φύλλο του Εωσφόρου, την 20/2/1862, βλέπε: ΔΑΦΝΗΣ, Κ., «Ο Κονεμένος…», σς. 264-265 σημ. 13. [30] Συμμετοχή του Γεράσιμου Σπαταλά στη Κεντρική Επιτροπή της Φεντερασιόν το 1915 αναφέρει ο Αριστοτέλης Σίδερις σε απαντητική προς το «Ριζοσπάστη» επιστολή του της 12/9/1918 που δημοσιεύει ο «Βαλκανικός Ταχυδρόμος» τις 15/9/1918 και παρατίθεται στο: Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών / Θεσσαλονίκη (συλλογικό), Η Σοσιαλιστική Οργάνωση «Φεντερασιόν» Θεσσαλονίκης 1909-1918. Ζητήματα γύρω από τη δράση της, Αθήνα 1989, σελ. 288-290, ιδίως σ. 289, παράβαλε και, στο ίδιο, σ. 241 σημ. 1.  [31] Γκράμσι, Α., Il Risorgimento (εισαγωγή: Λουκάς Αξελός, μετάφραση-σχόλια: Γιώργος Μαχαίρας), Αθήνα (Στοχαστής) 1987, σς. 158-172. [32] Η αντεπανάσταση στη Νεάπολη, όπως γράφει ο Γκράμσι (στο ίδιο, ιδίως σ. 160) έχει αμιγώς οικονομικά αίτια, στη Κέρκυρα η συστράτευση του αγροτικού κόσμου με τους επιτιθέμενους Ρώσους το 1798-1799 αντιστοιχεί στα παραδείγματα του Γκράμσι για τις θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις του Ματσίνι και του Ροβεσπιέρου (στο ίδιο, ιδίως σ. 172).