Με την ήττα όλου γενικά του λαϊκού κινήματος το 1949, άρχισε μια περίοδος κατά την οποία δεν μπορεί να γίνει λόγος όχι μόνο για οποιαδήποτε ελευθεριακή επαναστατική δράση, αλλά γενικά για ύπαρξη ακόμα και ρεφορμιστικής αριστερής δράσης. Το αστυνομικό και τρομοκρατικό κράτος της δεξιάς βρισκόταν σε πλήρη ανάπτυξη, οι φυλακές και οι τόποι εξορίας γεμάτοι, οι εκτελέσεις, οι στημένες δίκες και οι σκευωρίες σε ημερήσια διάταξη και κάθε προοδευτική άποψη και κίνηση υπό ανηλεή διωγμό. Από την άλλη, στις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε μια νέα αστική οικονομική ανάπτυξη με αμερικανικά κεφάλαια (και στόχους φυσικά), κυρίως στον οικοδομικό τομέα αλλά κα στο χώρο της ναυτιλίας.
Στο διάστημα αυτό και μέχρι το 1953, περίπου, δεν μπορεί να γίνει λόγος για κανένα κίνημα. Από εκείνο το χρόνο και μετά τον τόνο έδωσαν βασικά οι φοιτητικές κινητοποιήσεις και με φοιτητικά αιτήματα αλλά, κυρίως, με αφορμή τα γεγονότα στην Κύπρο. Οι συγκεντρώσεις για το Κυπριακό συνεχίστηκαν μέχρι το 1956 και μέσα σε αυτά τα τρία περίπου χρόνια έγιναν πάμπολλες συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις πολλές από τις οποίες κατέληξαν σε άγριες συγκρούσεις με τη αστυνομία με τραυματίες, συλλήψεις κ.λπ., όπως αυτές στις 20 Αυγούστου 1953, 14 Δεκεμβρίου 1953, 9 Μαΐου 1956, που αποτέλεσαν και το αποκορύφωμα με 5 νεκρούς, 4 διαδηλωτές και έναν αστυνομικό, εκατοντάδες τραυματίες κ.λπ. και στις 3 Μαρτίου 1937 με επεισόδια έξω από την Αγγλική πρεσβεία μετά το θάνατο του Γρ. Αυξεντίου. Βέβαια, το βασικό αίτημα όλων αυτών των κινητοποιήσεων ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, η αποχώρηση των Άγγλων κ.λπ. Δεν υπήρχε κανένα ριζοσπαστικό αίτημα. Ίσως, αν και δεν είμαστε σίγουροι, λόγω της έλλειψης υλικού, ντοκουμέντων αλλά και αναλύσεων από πλευράς των αναρχικών, κάποιοι από τους συμμετέχοντες στις κινητοποιήσεις αυτές να ριζοσπαστικοποιήθηκαν παραπέρα…
Από εκεί και μετά έχουμε εμφάνιση και ένταση γεγονότων κατά τα οποία για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες επιχειρείται μια νέα αμφισβήτηση του κατεστημένου, κυρίως μέσω αγροτικών και εργατικών κινητοποιήσεων.
Από τις πιο σημαντικές από αυτές είναι η απεργία των οικοδόμων τον Δεκέμβρη του 1960. Γράφει ο Στέργιος Κατσαρός στο βιβλίο του «Εγώ ο προβοκάτορας, ο τρομοκράτης – Η γοητεία της βίας» (σ. 21-22):
«Το Δεκέμβρη του '60 και το Γενάρη του '61, όταν μεσουρανούσε η καραμανλική τρομοκρατία, ξέσπασαν οι απεργίες των οικοδόμων. Τα οικοδομικά σωματεία είχαν διαγραφεί από τη ΓΣΕΕ γιατί δεν έδωσαν τους αντικομμουνιστικούς όρκους πίσιης που ζητούσε ο Μακρής και βρίσκονταν κάτω από τον έλεγχο της ΕΔΑ. Υπήρχαν πράγματι καυτά αιτήματα, καθώς οι συνθήκες εργασίας στην οικοδομή ήταν από απάνθρωπες μέχρι βάρβαρες. Όλες σχεδόν οι κινητοποιήσεις των οικοδόμων, ακόμη και η πιο μικρή, έπαιρναν (και εξακολουθούν να παίρνουν) λίγο-πολύ και πολιτικό χαρακτήρα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι «οι διεκδικήσεις των οικοδόμων δεν απευθύνονταν τόσο προς τους πολυάριθμους συγκυριακούς και σκόρπιους εργοδότες όσο προς το κράτος και αφορούσαν θέματα κοινωνικής ασφάλειας, συνθήκες εργασίας και ωράρια. Αυτός ο χαρακτήρας του οικοδομικού κινήματος ενισχυόταν από το γεγονός ότι η οικοδομή ήταν ένα άσυλο για τον κάθε κατατρεγμένο. Αυτή την ιδιομορφία του οικοδομικού κινήματος θέλησε να εκμεταλλευτεί η ΕΔΑ και να δώσει στο ανερχόμενο εργατικό κίνημα κάποιο...
Πολλοί ίσως θα αναρωτηθούν, γιατί ενώ οι αναρχικές ομάδες οι οποίες εμφανίστηκαν στις τελευταίες δύο δεκαετίες του 19ου αιώνα, στη Δυτική Πελοπόννησο και σε άλλα μέρη του ελλαδικού χώρου (Σύρο, Αθήνα, Πειραιά, Βόλο) καθώς και η μικρή αριθμητικά αλλά υπολογίσιμη αναρχοσυνδικαλιστική τάση από το 1918-1919 και μετά, δεν είχαν τη συνέχειά τους από το 1925 και έπειτα, όταν πλέον η επιχείρηση εκκαθάρισης των συνδικαλιστικών οργανώσεων από την αναρχοσυνδικαλιστική και κάθε άλλη γενικά ελευθεριακή τάση στέφθηκε με επιτυχία από την πλευρά του ΚΚΕ. Η αναρχική παρουσία από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 περιορίστηκε στην παρουσία τραγικά ελάχιστων μεμονωμένων περιπτώσεων των...