Το 1918 o Frans Masereel δημιούργησε την πρώτη του “ιστορία δίχως λέξεις”. Ήταν το άλμπουμ “25 Εικόνες για το Πάθος ενός Ανθρώπου”, αποτελούμενο από εικοσιπέντε ξυλογραφίες. Αμέσως έτυχε μεγάλης αποδοχής και τα επόμενα δύο χρόνια ακολουθήθηκε από “Το Βιβλίο μου των Ωρών”,[1] “Ο Ήλιος”, “H Ιδέα” και το “Ιστορία Δίχως Λέξεις”. Αυτά τα βιβλία, καθώς και αυτά που ακολούθησαν κατά τη μακρά και παραγωγική του ζωή, επηρέασαν τρεις γενιές καλλιτεχνών, αν και η δουλειά του παραμένει σε κάποιο βαθμό άγνωστη σ’ ένα ευρύτερο κοινό. Μόλις τώρα ο Masereel ανακαλύπτεται ξανά σαν ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες σχεδιαστές του 20ου αιώνα και ως πατέρας των graphic novels.
Ο Masereel γεννήθηκε το 1889 στο Βέλγιο από ευκατάστατη οικογένεια. Το 1914, όταν η εισβολή του γερμανικού στρατού σηματοδότησε το ξέσπασμα του α’ παγκόσμιου πολέμου, αρνήθηκε να καταταγεί στον στρατό και διέφυγε στο Παρίσι. Από εκεί πήγε στη Γενεύη όπου αηδιασμένος από την ανθρωποσφαγή που εξελισσόταν γύρω του προσχώρησε στο Διεθνές Ειρηνιστικό Κίνημα. Το 1917 και ’18 δημιούργησε εκατοντάδες αντιπολεμικά σχέδια και ξυλογραφίες.
Το ’23, μη μπορώντας να επιστρέψει στο Βέλγιο λόγω της ανυποταξίας του, πήγε στη Γερμανία και συνδέθηκε φιλικά με τον George Grosz, καλλιτέχνη με αντιπολεμικές δημιουργίες αντίστοιχες με αυτές του Masereel. Συνδέθηκε επίσης με τον εκδότη Kurt Wolff που εξέδωσε στη Γερμανία όλα τα έργα του. Ιδέα του Wolff ήταν το να προλογίζουν μεγάλοι λογοτέχνες τα βιβλία του Masereel. O Thomas Mann προλόγισε το “Βιβλίο μου των Ωρών”, χαρακτηρίζοντάς το ως «ένα σιωπηλό ασπρόμαυρο φιλμ δίχως υπότιτλους». Ο Herman Hesse που προλόγισε την “Ιδέα”, τη χαρακτήρισε ως «μια δουλειά που συλλαμβάνει την ουσία της δημιουργικής διαδικασίας».
Όταν ο Hitler πήρε την εξουσία, όλα τα βιβλία του Masereel απαγορεύτηκαν ως «εκφαυλισμός του γερμανικού πολιτισμού και τέχνης». Ο Masereel, απέναντι στο κτήνος του ναζισμού, έφτασε μέχρι και να αναθεωρήσει τις πασιφιστικές αντιλήψεις που είχε αναπτύξει κατά τον α’ παγκόσμιο πόλεμο και προσφέρθηκε να καταταγεί στον γαλλικό στρατό, απορριπτόμενος όμως λόγω ηλικίας. Τα χρόνια της γερμανικής κατοχής της Γαλλίας τα πέρασε διαρκώς μετακινούμενος και κρυπτόμενος καθώς η ζωή του θα κινδύνευε αν οι ναζί τον ανακάλυπταν. Συνέχισε ωστόσο να μάχεται με το μόνο όπλο που διέθετε· την τέχνη του.
Μετά τον πόλεμο αποδέχτηκε μια θέση διδάσκοντος στο Κέντρο Τεχνών στο Saarbrucken του Βελγίου. Τα έργα του απέκτησαν σταδιακά μια πιο αισιόδοξη θεματική. Η δημιουργική ζωή του συνεχίστηκε μέχρι και τα ογδόντα του χρόνια. Πέθανε το 1972 στη Ghent και η καλλιτεχνική του μνήμη διατηρείται ζωντανή από το Κέντρο Τεχνών που φέρει το όνομά του στο Kasterlee του Βελγίου.
[1] Στην Ελλάδα έχει κυκλοφορήσει από τις εκδ. Γαβριηλίδης.